Τάγματα εργασίας 1922.
Όσα περιγράφονται πιο κάτω είναι απολύτως αληθινά.
Ο Καραϊσκάκης έλεγε «Ηγέτης που δεν έχει υπάρξει δούλος, είναι ηγέτης μπάσταρδος κι’ αλίμονο στον δούλο».
Αύγουστος 1922 ο Τούρκικος στρατός μπαίνει στο Αϊβαλή (Αϊβαλή: πόλη – λιμάνι, ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια της Αν. Μεσογείου, δεύτερο μεγάλο κέντρο Ελληνισμού μετά τη Σμύρνη). Διατάζουν όλους τους Έλληνες να βγουν από τα σπίτια τους. ύστερα κάνουν έρευνες για να ανακαλύψουν αυτούς που προσπαθούν να «κρυφτούν». Ερευνούν κάθε σπίτι ξεχωριστά με επιμέλεια. Μαζεύουν όλους τους Έλληνες, τα γυναικόπαιδα τα ξεχωρίζουν και τα στέλνουν στα καράβια να φύγουν για την Ελλάδα. Τους άνδρες από 18 χρονών μέχρι 60 χρονών τους χωρίζουν κατά πενηντάδες. Είναι 3000 άνδρες. Τους στοιβάζουν σε αποθήκες και στάβλους μαζί με τα ζώα. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο 18χρονος Ηλίας.
Αυτούς θα τους μεταφέρουν στην Ανατολική Τουρκία να δουλέψουν σε κάτεργα σαν δούλοι. Τους γδύνουν και τους αφήνουν με την φανέλα και το σώβρακο.
Μόλις νυχτώσει γίνεται το «ξάφρισμα». Οι Τούρκοι αξιωματικοί συνήθως μεθυσμένοι σε
συνοδεία στρατιωτών μπαίνουν στις αποθήκες και τους στάβλους.
Ξεχωρίζουν 5 με 6 άτομα. Οι άνθρωποι ξέρουν τη μοίρα τους και σπαράζουν. Παρακαλούν κλαίγοντας να μην τους πάρουν. Τους οδηγούν έξω από τις πρόχειρες φυλακές και τους σφάζουν με τις ξιφολόγχες τους. Όσοι μένουν πίσω ξεκινάνε μια πορεία για τα βάθη της Τουρκίας. Είναι πεζοί και σχεδόν γυμνοί. Οι Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί τους συνοδεύουν συνήθως έφιπποι.
Βαδίζουν συνεχώς κάτω από τον ήλιο χωρίς νερό και φαΐ. Όταν φθάνουν σε βαλτόνερα τους επιτρέπουν να πιούν νερό από τους βάλτους. Η δυσεντερία τους θερίζει. Τους ταΐζουν με λίγο ψωμί ή τρόφιμα ίσα – ίσα για να επιβιώνουν.
Φθάνουν σε ένα χωριό. Οι Τούρκοι χωρικοί τους περιεργάζονται. Ανακαλύπτουν ένα παιδί 18 χρονών που έχει στο στόμα του ένα χρυσό δόντι. Τον Αργύρη. Το παιδί βάζει μια πεταμένη κατσαρόλα στο κεφάλι του γιατί φοβάται.
Ένα ρωμαλέος Τούρκος χωρικός τον πλησιάζει. Το παιδί έντρομο βγάζει την κατσαρόλα από το κεφάλι του. Ο χωρικός ξαφνικά τον χτυπάει στο κεφάλι μ’ ένα βαρύ σφυρί. Οι χωρικοί τον τραβάνε έξω από τους κρατούμενους και τον λυντσάρουν. Πρέπει να του πάρουν το χρυσό δόντι. Η ομάδα των σκλάβων – αιχμαλώτων φθάνει σε μια πόλη, το Κίρκαγατς. Εκεί δουλεύουν από το πρωί έως το βράδυ. Αν δεν προλάβουν να τελειώσουν την εργασία που τους αναθέτουν οι στρατιώτες αλλά και οι κάτοικοι της πόλης τους σαπίζουν στο ξύλο. Επισκευάζουν ότι κατέστρεψε ο Ελληνικός στρατός κατά την προέλασή του. Σπίτια, φούρνους, το σιδηροδρομικό σταθμό κ.λπ.
Μετά φεύγουν. Φθάνουν στο Μπακίρ. Είναι η πατρίδα του Μπακιρλή-Εφέ. Αυτός αντιστάθηκε στον Ελληνικό στρατό. Δεν προσκύνησε, πήρε τα βουνά και πολέμησε.
Μια νύχτα πάτησε ο Ελληνικός στρατός το χωριό και τον γύρευαν. Του σκότωσαν τη μητέρα και την αρραβωνιαστικιά. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν άγιοι. Ανεβαίνουν στην επιφάνεια τα πιο σκοτεινά ένστικτα του ανθρώπου. Ευτυχώς για τους σκλάβους ο Μπακιρλή-Εφέ βρίσκεται στην Μαγνησά.
Τους στοιβάζουν σε μια αποθήκη. Ο Ηλίας αρρωσταίνει. Ψήνεται στον πυρετό. Όλοι το πρωί φεύγουν για δουλειά. Ο Ηλίας μένει πίσω μόνος του. Συναντάει έναν Τούρκο στρατιωτικό γιατρό που περνάει τυχαία έξω από την φυλακή του. ο Τούρκος γιατρός τον παίρνει και τον περιθάλπει στο σπίτι του, που είναι και ιατρείο. Ο Ηλίας γίνεται καλά. Ο γιατρός του δίνει ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι αρβύλες.
Οι σκλάβοι φορούσαν πάνω από την φανέλα και το σώβρακο τσουβάλια δεμένα με σπάγκο ή κουρέλια που έβρισκαν εκεί που δούλευαν. Ο καιρός έχει κρυώσει και κρυώνουν. Δεν έχουν παπούτσια. Στα πόδια φοράνε δεμένα τσουβάλια ή κομμάτια ύφασμα δεμένα με σπάγκο.
Η δουλειά είναι σκληρή. Άλλοι έφτιαχναν τοίχους. Άλλοι κουβαλούσαν τσουβάλια με διάφορα εμπορεύματα. Άλλοι διόρθωναν τα βαγόνια του τρένου που είχαν καταστραφεί. Άλλοι έκοβαν ξύλα.
Ότι βαριά δουλειά υπήρχε έβαζαν τους Έλληνες να την κάνουν. Πολλοί πέθαναν δουλεύοντας γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι σε πολύ βαριές δουλειές. Άλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι έμποροι, άλλοι δάσκαλοι, άλλοι μουσικοί κ.λπ.
Μόλις ο Ηλίας έγινε καλά τον γυρίζουν πίσω στην προηγούμενη πόλη από την οποία είχαν περάσει. Στο Κιρκαγάτς.
Εκεί δουλεύουν στον σταθμό του τρένου, κουβαλούν κουλούρες συρματόπλεγμα. Ένα βράδυ στην φυλακή τους έρχονται 3 καινούριοι κρατούμενοι. Ο ένας είχε μουγκαθεί από το πολύ ξύλο που είχε φάει. Ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο από τους Τούρκους. Το νέο διαδόθηκε μέσα στον χώρο που τους κρατούσαν.
Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Όλοι προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν. Το άλλο πρωί τους πήραν. Τους κρέμασαν σε ένα πλάτανο στη μέση του Κιρκαγάτς. Τον ένα δίπλα στον άλλο. Το στόμα του μουγκού ήταν μισάνοιχτο. Η γλώσσα του ήταν πεταμένη έξω σαν ένα κομμάτι σπλήνα.
Πότε – πότε καμιά στάλα βροχής έπεφτε στην γλώσσα. Τότε το σκοτεινό στόμα έμοιαζε με μάτι που δακρύζει. Την άλλη μέρα πήραν τον Ηλία και άλλους δύο. Τους έβαλαν σε ένα τρένο συνοδεία με έναν στρατιώτη. Μαζί με τον Ηλία ήταν και ο Γιώργης. Ένας άνδρας δυνατός και ακμαίος. Τους κατεβάζουν στο Αξάρ.
Τους πετάνε σε μια αποθήκη. Η αποθήκη είναι γεμάτη με Τούρκους λιποτάκτες.
Οι Τούρκοι βάζουν τον Γιώργη σε ένα μεγάλο σάκο. Τον πετάνε ψηλά και τον πιάνουν. Τον ξαναπετάνε ψηλά και τον ξαναπιάνουν.
Κάποια στιγμή κουράζονται, τον πετάνε ψηλά και τον αφήνουν να πέσει στο τσιμέντο. Από το κεφάλι του τρέχει αίμα. Ο Ηλίας και ο άλλος σύντροφός του, κολλάνε στην πληγή άχυρα από την αποθήκη. Το αίμα σταματάει. Τα άχυρα κολλάνε στο αίμα σαν επίδεσμος.
Την άλλη ημέρα δουλεύουν στο περιβόλι ενός πασά.
Όταν γύριζαν το βράδυ ο Γιώργης ξέκοψε για να μαζέψει κανένα αποτσίγαρο από εκεί δίπλα. Ο στρατιώτης που τους συνόδευε τον χτυπά σκληρά. Όταν φθάνουν στην αποθήκη λέει στον αξιωματικό ότι ο Γιώργης «ήθελε να το σκάσει».
Ο αξιωματικός διατάζει να τον μαστιγώσουν. Φέρνουν βέργες ψιλές. Του βγάζουν τα τσουβάλια που φοράει από την μέση και τον άφησαν με γυμνές τις πλάτες. Τον γονάτισαν και του πέρασαν το κεφάλι κάτω από τα σκέλια ενός στρατιώτη. Ένας άλλος στρατιώτης του έπιασε το σαγόνι. Τουρτούριζε από το κρύο.
Ο Αξιωματικός άρχισε να τον μαστιγώνει με μανία. Ο Γιώργης βογκούσε «Αχ – αχ». Μετά από 10 λεπτά το ματωμένο σώμα μπαντάρισε, βάρυνε. Ο στρατιώτης δεν μπορούσε να κρατήσει το σαγόνι του. τον άφησαν να πέσει χάμω.
Σηκώσαμε στα χέρια τον σύντροφό μας και τον κουβαλήσαμε μέσα στην αποθήκη με τους Τούρκους λιποτάκτες. Ένας μεσήλικας Τούρκος λέει στους άλλους «Αφήστε τους κρίμα είναι». Τους άφησαν. Ο Τούρκος που μίλησε ήταν κι αυτός άρρωστος. Όλη την νύχτα βογκούσαν και οι δύο. Ο Έλληνας και ο Τούρκος δίπλα – δίπλα.
Την άλλη ημέρα πήραν τον Ηλία και τους συντρόφους του και έφυγαν. Έφυγαν στην Μαγνησά. Τους βάζουν σε ένα μεγάλο στρατόπεδο. Τους πάνε σε ένα γραφείο και ρωτάνε το όνομά τους.
Τους δίνουν ένα τενεκεδάκι το οποίο με σπάγκο το κρεμάνε στο χέρι τους. Στο τενεκεδάκι υπάρχει ένα νούμερο γραμμένο. Νούμερο 31328 είναι το νούμερο του Ηλία. Από σκλάβοι ανώνυμοι και ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους γίνονται ένα νούμερο. Μια ζωντανή οντότητα. Το νούμερο αυτό είναι το διαβατήριο για την ελευθερία τους.
Ήταν πρωί. Οδηγούν τον Ηλία σε μια τεράστια σάλα με λίγο φωτισμό. Εκεί μέσα βρίσκονται πάνω από 100 άνθρωποι ολόγυμνοι. Του λένε και βγάζει τα τσουβάλια που φοράει. Αρχίζουν να πλένονται με ζεστό νερό από τενεκέδες που κουβαλούσαν στη σάλα. Ο Ηλίας έχει να πλυθεί μήνες. Η βρώμα έχει γίνει ένα με το δέρμα του.
Μετά τους πηγαίνουν στο «κουρείο». 3 σκλάβοι κουρεύουν χωρίς να μιλάνε. Τους κουρεύουν σύριζα και τους ξυρίζουν. Ύστερα ξαναφοράνε τα τσουβάλια τους. Όταν τελείωσαν τους τραβάνε όλους κοντά στο σταθμό του τρένου. Τους χωρίζουν σε ομάδες. Φτιάχνουν ένα καινούργιο δρόμο. Άλλοι σκάβουν μακριά χαντάκια, άλλοι κουβαλούν χώμα, άλλοι σπάνε πέτρες.
Κάνει πολύ κρύο και οι σκλάβοι τουρτουρίζουν. Ένας άλλος «παλιός» σκλάβος του λέει: «Μη φοβάσαι, τώρα είναι γλίτωμα». Το μεγάλο «θέρισμα» έχει περάσει. Οι σκλάβοι στο στρατόπεδο είναι χιλιάδες – Συνωστισμός όπως θα έλεγε και η Ρεπούση – κοιμούνται καθιστοί ο ένας κολλητά στον άλλο. Δίπλα στον Ηλία ένα κορμί γέρνει πάνω του σαν μολύβι.
Ο Ήλιος φωνάζει «Ε κερατά θα μαζευτείς», τον σπρώχνει οργισμένος όμως ο «κερατάς» έχει πεθάνει εκεί δίπλα του καθιστός. Το πρωί έρχεται ο υπαξιωματικός, βαστάει τη μύτη του. «Γκεμπερία Βαρμκ», έχει ψοφήσει;
«Έχει».
Τους παίρνουν δέκα – δέκα. Είκοσι ήταν και τους ρίχνουν σε ένα λάκκο. Την άλλη ημέρα το πρωί τους ξυπνάνε χαράματα. Οι στρατιώτες τους χτυπούν με τα κοντάκια των όπλων τους. Τους οδηγούν στη ρίζα ενός ψηλού βουνού. «Ονταμινά» φωνάζουν – ξύλα.
Οι σλάβοι δουλεύουν χωρίς εργαλεία, με τα χέρια. Αρχίζουν να ξεριζώνουν θάμνους. Κόβουν τα κλαδιά και σχηματίζουν δεμάτια. Με αυτά τα ξύλα ζεσταίνουν το νερό στο στρατόπεδο και πλένονται γιατί έχει εξαπλωθεί τύφος. Οι σκλάβοι πεθαίνουν σαν τις μύγες.
Οι περισσότεροι δεν είχαν νούμερα. Κάθε φορά που πήγαιναν για ξύλα γύριζαν λιγότεροι. Ήταν ένα τάγμα εργατικό «Αμελέ Ταμπουρού». Τα Ταμπούρ (τάγματα) τα χώριζαν σε μπουλούκια (λόχους).
Κάθε μπουλούκι το επιβλέπει ένας αξιωματικός με βοηθό έναν Έλληνα ή Αρμένιο που ξέρει Τούρκικα. Ο Μιχαλ-τσαούς, ο Βασιλ-τσαούς, ο Γιοβαν-τσάους κ.λπ. σκληροί και ανελέητοι στην ίδια φυλή. Οι Γενίτσαροι είναι πιο σκληροί από τα αφεντικά. Το βράδυ – είχε συσσίτιο μόνο το βράδυ – τρώνε βρασμένα κουκιά με λίγο μαυροζούμι. Τους μοιράζουν και λίγο ψωμί. Άλλοι τρώνε από τα καζάνια με τις χούφτες. Άλλοι – τυχεροί – έχουν βρει πεταμένα τενεκεδάκια.
Η πιο σκληρή δουλειά είναι τα πολεμοφόδια. Κάσες με πολεμοφόδια. Γράφουν απ’ έξω 92kg.
Τα κουβαλούν κατά ζευγάρια αλλά οι σκλάβοι είναι αδύναμοι και οι κάσες βαριές. Έτσι όλο και λιγοστεύουν οι σκλάβοι αφού δεν αντέχουν και πεθαίνουν συνεχώς. Οι Τούρκοι έφεραν βοδοραμπάδες με μεγάλες ρόδες και φόρτωναν τα πολεμοφόδια. Αντί για βόδια ζεύανε δύο σκλάβους μπροστά. Ο Ηλίας από άνθρωπος γίνεται «βόδι». Άλλοι σκλάβοι έσπρωχναν από πίσω. Τα «βόδια» πέφτουν στο δρόμο. Οι στρατιώτες και ο Μιχαλ-τσαούς γελάνε.
Στον αγέρα τρέμει το αγκομαχητό των λαχανιασμένων κορμιών που τεζάρουν στην προσπάθεια. Οι φλέβες του λαιμού στα «βόδια» τεντώνουν σαν χορδές. Οι γυμνές πατούσες σαλαγούν στη γη ν’ αγαντάρουν.
Οι σκλάβοι ικετεύουν τη γη, δέξου μας στερεά από ευσπλαχνία. Ένα βράδυ στο στρατόπεδο ο Ηλίας μαθαίνει μια ιστορία.
Στην αρχή πριν γίνουν νούμερα οι φανατισμένοι Τούρκοι χωρικοί έρχονταν και ζητούσαν από το τάγμα σκλάβους να τους σκοτώσουν. Κάθε βράδυ την ώρα που μοιραζόταν το ψωμί.
Ο Μιχαλ-τσαούλ όταν είδε την φασαρία που έκαναν οι Τούρκοι χωρικοί ρώτησε «τι γυρεύουν;», «Κουρμπάν» (σφαχτάρια για θυσία). Ο Μιχάλ-τσαούς αφού σκέφθηκε συμφώνησε με τους Τούρκους αξιωματικούς. Κάθε βράδυ οι αξιωματικοί πουλούσαν – νοίκιαζαν – κρυφά τους σκλάβους τους που δούλευαν όλη τη νύχτα. Το πρωί τους έφερναν πίσω και τους πουλούσε επίσημα το τάγμα. Άλλους για δουλειά, άλλους για θυσία. Ο καθένας με τη μοίρα του.
Ο Ηλίας κουράστηκε και θέλει να αλλάξει από «βόδι». Ζητάει να πουληθεί. Τον αγοράζει ένας γέρος. Όλη την ημέρα δουλεύει σκληρά θεονήστικος. Πικρή ημέρα. Το βράδυ γυρίζει στο τάγμα.
Την άλλη ημέρα ξαναγίνεται «βόδι». Οι σκοποί φυλάνε προσεκτικά τους σκλάβους τώρα που έχουν νούμερα. Γιατί αν κάποιος ξεμείνει στην δουλειά τον ξεπαστρεύουν οι ντόπιοι συνήθως με μπαλταδιές στο κεφάλι.
Τον Ηλία με 3 άλλους σκλάβους τον αγόρασε ένας Μπέης για να δουλέψουν στα αμπέλια του. μαζί τους είναι και ο Τελεμές. Ένας παχύς μεσόκοπος Έλληνας. Η δουλειά στα αμπέλια σκληρή. Ο Τελεμές ιδρώνει και καθυστερεί. Ένας νεαρός Τούρκος παραγιός τον χτυπάει αλύπητα. Οι άλλοι τρεις τον βοηθάνε να τελειώσει την δουλειά αλλά ο νεαρός Τούρκος πάλι τον χτυπάει. Δίπλα στο αμπέλι υπήρχε ένα χωράφι, περίπου 4 στρέμματα, σπαρμένο με ανθρώπινα οστά. Κεφάλια, πόδια, χέρια μικρά (γυναικεία) και μεγάλα. Ο παραγιός που τους έδερνε αλύπητα τους φωνάζει.
«Παλιόσκυλα τους ξεμπερδέψαμε τότες που ‘καψαν την Μαγνησά. Γουρούνια. Έτσι θα πάτε κι εσείς». Τους πιάνει απελπισία. Ευτυχώς γι’ αυτούς την άλλη ημέρα καταφθάνουν δύο στρατιώτες.
Ο ένας τους ανακοινώνει:
«Αδέλφια γλιτώσατε», Μπουμπαντελιέ – Ανταλλαγή αιχμαλώτων – είναι ψέματα.
Τους παίρνουν και τους οδηγούν στην ύπαιθρο. Εκεί υπάρχουν Τούρκοι αξιωματικοί πάνω σε άλογα και μια νεαρή γυναίκα. Έχει διοργανωθεί κυνήγι αγριογούρουνου.
Τα σκυλιά φοβούνται να πάνε μέσα στα ψηλά χόρτα. Τους βάζουν να κάνουν τα σκυλιά. Τρέχουν ξυπόλυτοι ντυμένοι με τα τσουβάλια και φωνάζουν οε – οε να βγουν τα αγριογούρουνα για να τα σκοτώσουν οι Τούρκοι αξιωματικοί.
Τους ξαναγυρίζουν να δουλέψουν πάλι στο αμπέλι του Μπέη. Είναι λιώμα από την κούραση και τελικά τους γυρίζουν στο στρατόπεδο.
Ο Μιχαλ-τσαούς ο Έλληνας επιστάτης είναι πιο σκληρός απ’ όλους. Οι σκλάβοι τον μισούν θανάσιμα. Τους βασανίζει άγρια. Μια ημέρα ο Μιχαλ-τσαούς ξεχωρίζει τον Ηλία και του λέει «θα σε πάρω υπηρέτη, δεν θα βγαίνεις στη δουλειά». Ο Ηλίας αρνείται «όχι Μιχαλ-τσαούς, δεν θέλω». Ο Μιχάλ-τσαούς δεν το ξέχασε. Βάζει τον Ηλία στις πιο σκληρές αγγαρείες και τον παρακολουθεί σαδιστικά πώς υποφέρει μέχρι να πέσει λιπόθυμος στο χώμα.
Οι ημέρες περνούν ανελέητες – σκληρές. Οι σκλάβοι όλο και λιγοστεύουν. Όμως μια ημέρα δίπλα στο στρατόπεδο έρχονται από την Ελλάδα Τούρκοι αιχμάλωτοι. Είναι ανταλλαγή αιχμαλώτων. Κάποιοι από το στρατόπεδο του Ηλία θα γίνουν ανταλλαγή.
Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας είναι μέσα σ’ αυτούς. Λίγες ημέρες πριν φύγει πεθαίνει στην αγκαλιά του ο Γιωργής από τα βασανιστήρια. Από τους 3000 Έλληνες που πήραν οι Τούρκοι από το Αϊβαλή για να εργαστούν στα τάγματα εργασίας, σώθηκαν μόνο 23. Στα τάγματα εργασίας άφησαν τα κόκαλά τους πολλές χιλιάδες Έλληνες.
Πέθαναν σκλάβοι ξεχασμένοι απ’ όλους. Φυσικά κανένα βιβλίο ιστορίας στα Ελληνικά σχολεία δεν αναφέρει τα τάγματα εργασίας αφού η δολοφονία το 1922 χιλιάδων Ελλήνων ήταν απλώς ένας «συνωστισμός».
Τραπεζικός
Βιβλιογραφία:
Ηλίας Βενέζης (Ακαδημαϊκός)
«Το Νούμερο 31328»
(πρώτη έκδοση το 1924)
πηγή
Όσα περιγράφονται πιο κάτω είναι απολύτως αληθινά.
Ο Καραϊσκάκης έλεγε «Ηγέτης που δεν έχει υπάρξει δούλος, είναι ηγέτης μπάσταρδος κι’ αλίμονο στον δούλο».
Αύγουστος 1922 ο Τούρκικος στρατός μπαίνει στο Αϊβαλή (Αϊβαλή: πόλη – λιμάνι, ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια της Αν. Μεσογείου, δεύτερο μεγάλο κέντρο Ελληνισμού μετά τη Σμύρνη). Διατάζουν όλους τους Έλληνες να βγουν από τα σπίτια τους. ύστερα κάνουν έρευνες για να ανακαλύψουν αυτούς που προσπαθούν να «κρυφτούν». Ερευνούν κάθε σπίτι ξεχωριστά με επιμέλεια. Μαζεύουν όλους τους Έλληνες, τα γυναικόπαιδα τα ξεχωρίζουν και τα στέλνουν στα καράβια να φύγουν για την Ελλάδα. Τους άνδρες από 18 χρονών μέχρι 60 χρονών τους χωρίζουν κατά πενηντάδες. Είναι 3000 άνδρες. Τους στοιβάζουν σε αποθήκες και στάβλους μαζί με τα ζώα. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο 18χρονος Ηλίας.
Αυτούς θα τους μεταφέρουν στην Ανατολική Τουρκία να δουλέψουν σε κάτεργα σαν δούλοι. Τους γδύνουν και τους αφήνουν με την φανέλα και το σώβρακο.
Μόλις νυχτώσει γίνεται το «ξάφρισμα». Οι Τούρκοι αξιωματικοί συνήθως μεθυσμένοι σε
συνοδεία στρατιωτών μπαίνουν στις αποθήκες και τους στάβλους.
Ξεχωρίζουν 5 με 6 άτομα. Οι άνθρωποι ξέρουν τη μοίρα τους και σπαράζουν. Παρακαλούν κλαίγοντας να μην τους πάρουν. Τους οδηγούν έξω από τις πρόχειρες φυλακές και τους σφάζουν με τις ξιφολόγχες τους. Όσοι μένουν πίσω ξεκινάνε μια πορεία για τα βάθη της Τουρκίας. Είναι πεζοί και σχεδόν γυμνοί. Οι Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί τους συνοδεύουν συνήθως έφιπποι.
Βαδίζουν συνεχώς κάτω από τον ήλιο χωρίς νερό και φαΐ. Όταν φθάνουν σε βαλτόνερα τους επιτρέπουν να πιούν νερό από τους βάλτους. Η δυσεντερία τους θερίζει. Τους ταΐζουν με λίγο ψωμί ή τρόφιμα ίσα – ίσα για να επιβιώνουν.
Φθάνουν σε ένα χωριό. Οι Τούρκοι χωρικοί τους περιεργάζονται. Ανακαλύπτουν ένα παιδί 18 χρονών που έχει στο στόμα του ένα χρυσό δόντι. Τον Αργύρη. Το παιδί βάζει μια πεταμένη κατσαρόλα στο κεφάλι του γιατί φοβάται.
Ένα ρωμαλέος Τούρκος χωρικός τον πλησιάζει. Το παιδί έντρομο βγάζει την κατσαρόλα από το κεφάλι του. Ο χωρικός ξαφνικά τον χτυπάει στο κεφάλι μ’ ένα βαρύ σφυρί. Οι χωρικοί τον τραβάνε έξω από τους κρατούμενους και τον λυντσάρουν. Πρέπει να του πάρουν το χρυσό δόντι. Η ομάδα των σκλάβων – αιχμαλώτων φθάνει σε μια πόλη, το Κίρκαγατς. Εκεί δουλεύουν από το πρωί έως το βράδυ. Αν δεν προλάβουν να τελειώσουν την εργασία που τους αναθέτουν οι στρατιώτες αλλά και οι κάτοικοι της πόλης τους σαπίζουν στο ξύλο. Επισκευάζουν ότι κατέστρεψε ο Ελληνικός στρατός κατά την προέλασή του. Σπίτια, φούρνους, το σιδηροδρομικό σταθμό κ.λπ.
Μετά φεύγουν. Φθάνουν στο Μπακίρ. Είναι η πατρίδα του Μπακιρλή-Εφέ. Αυτός αντιστάθηκε στον Ελληνικό στρατό. Δεν προσκύνησε, πήρε τα βουνά και πολέμησε.
Μια νύχτα πάτησε ο Ελληνικός στρατός το χωριό και τον γύρευαν. Του σκότωσαν τη μητέρα και την αρραβωνιαστικιά. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν άγιοι. Ανεβαίνουν στην επιφάνεια τα πιο σκοτεινά ένστικτα του ανθρώπου. Ευτυχώς για τους σκλάβους ο Μπακιρλή-Εφέ βρίσκεται στην Μαγνησά.
Τους στοιβάζουν σε μια αποθήκη. Ο Ηλίας αρρωσταίνει. Ψήνεται στον πυρετό. Όλοι το πρωί φεύγουν για δουλειά. Ο Ηλίας μένει πίσω μόνος του. Συναντάει έναν Τούρκο στρατιωτικό γιατρό που περνάει τυχαία έξω από την φυλακή του. ο Τούρκος γιατρός τον παίρνει και τον περιθάλπει στο σπίτι του, που είναι και ιατρείο. Ο Ηλίας γίνεται καλά. Ο γιατρός του δίνει ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι αρβύλες.
Οι σκλάβοι φορούσαν πάνω από την φανέλα και το σώβρακο τσουβάλια δεμένα με σπάγκο ή κουρέλια που έβρισκαν εκεί που δούλευαν. Ο καιρός έχει κρυώσει και κρυώνουν. Δεν έχουν παπούτσια. Στα πόδια φοράνε δεμένα τσουβάλια ή κομμάτια ύφασμα δεμένα με σπάγκο.
Η δουλειά είναι σκληρή. Άλλοι έφτιαχναν τοίχους. Άλλοι κουβαλούσαν τσουβάλια με διάφορα εμπορεύματα. Άλλοι διόρθωναν τα βαγόνια του τρένου που είχαν καταστραφεί. Άλλοι έκοβαν ξύλα.
Ότι βαριά δουλειά υπήρχε έβαζαν τους Έλληνες να την κάνουν. Πολλοί πέθαναν δουλεύοντας γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι σε πολύ βαριές δουλειές. Άλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι έμποροι, άλλοι δάσκαλοι, άλλοι μουσικοί κ.λπ.
Μόλις ο Ηλίας έγινε καλά τον γυρίζουν πίσω στην προηγούμενη πόλη από την οποία είχαν περάσει. Στο Κιρκαγάτς.
Εκεί δουλεύουν στον σταθμό του τρένου, κουβαλούν κουλούρες συρματόπλεγμα. Ένα βράδυ στην φυλακή τους έρχονται 3 καινούριοι κρατούμενοι. Ο ένας είχε μουγκαθεί από το πολύ ξύλο που είχε φάει. Ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο από τους Τούρκους. Το νέο διαδόθηκε μέσα στον χώρο που τους κρατούσαν.
Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Όλοι προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν. Το άλλο πρωί τους πήραν. Τους κρέμασαν σε ένα πλάτανο στη μέση του Κιρκαγάτς. Τον ένα δίπλα στον άλλο. Το στόμα του μουγκού ήταν μισάνοιχτο. Η γλώσσα του ήταν πεταμένη έξω σαν ένα κομμάτι σπλήνα.
Πότε – πότε καμιά στάλα βροχής έπεφτε στην γλώσσα. Τότε το σκοτεινό στόμα έμοιαζε με μάτι που δακρύζει. Την άλλη μέρα πήραν τον Ηλία και άλλους δύο. Τους έβαλαν σε ένα τρένο συνοδεία με έναν στρατιώτη. Μαζί με τον Ηλία ήταν και ο Γιώργης. Ένας άνδρας δυνατός και ακμαίος. Τους κατεβάζουν στο Αξάρ.
Τους πετάνε σε μια αποθήκη. Η αποθήκη είναι γεμάτη με Τούρκους λιποτάκτες.
Οι Τούρκοι βάζουν τον Γιώργη σε ένα μεγάλο σάκο. Τον πετάνε ψηλά και τον πιάνουν. Τον ξαναπετάνε ψηλά και τον ξαναπιάνουν.
Κάποια στιγμή κουράζονται, τον πετάνε ψηλά και τον αφήνουν να πέσει στο τσιμέντο. Από το κεφάλι του τρέχει αίμα. Ο Ηλίας και ο άλλος σύντροφός του, κολλάνε στην πληγή άχυρα από την αποθήκη. Το αίμα σταματάει. Τα άχυρα κολλάνε στο αίμα σαν επίδεσμος.
Την άλλη ημέρα δουλεύουν στο περιβόλι ενός πασά.
Όταν γύριζαν το βράδυ ο Γιώργης ξέκοψε για να μαζέψει κανένα αποτσίγαρο από εκεί δίπλα. Ο στρατιώτης που τους συνόδευε τον χτυπά σκληρά. Όταν φθάνουν στην αποθήκη λέει στον αξιωματικό ότι ο Γιώργης «ήθελε να το σκάσει».
Ο αξιωματικός διατάζει να τον μαστιγώσουν. Φέρνουν βέργες ψιλές. Του βγάζουν τα τσουβάλια που φοράει από την μέση και τον άφησαν με γυμνές τις πλάτες. Τον γονάτισαν και του πέρασαν το κεφάλι κάτω από τα σκέλια ενός στρατιώτη. Ένας άλλος στρατιώτης του έπιασε το σαγόνι. Τουρτούριζε από το κρύο.
Ο Αξιωματικός άρχισε να τον μαστιγώνει με μανία. Ο Γιώργης βογκούσε «Αχ – αχ». Μετά από 10 λεπτά το ματωμένο σώμα μπαντάρισε, βάρυνε. Ο στρατιώτης δεν μπορούσε να κρατήσει το σαγόνι του. τον άφησαν να πέσει χάμω.
Σηκώσαμε στα χέρια τον σύντροφό μας και τον κουβαλήσαμε μέσα στην αποθήκη με τους Τούρκους λιποτάκτες. Ένας μεσήλικας Τούρκος λέει στους άλλους «Αφήστε τους κρίμα είναι». Τους άφησαν. Ο Τούρκος που μίλησε ήταν κι αυτός άρρωστος. Όλη την νύχτα βογκούσαν και οι δύο. Ο Έλληνας και ο Τούρκος δίπλα – δίπλα.
Την άλλη ημέρα πήραν τον Ηλία και τους συντρόφους του και έφυγαν. Έφυγαν στην Μαγνησά. Τους βάζουν σε ένα μεγάλο στρατόπεδο. Τους πάνε σε ένα γραφείο και ρωτάνε το όνομά τους.
Τους δίνουν ένα τενεκεδάκι το οποίο με σπάγκο το κρεμάνε στο χέρι τους. Στο τενεκεδάκι υπάρχει ένα νούμερο γραμμένο. Νούμερο 31328 είναι το νούμερο του Ηλία. Από σκλάβοι ανώνυμοι και ξεχασμένοι από θεούς και ανθρώπους γίνονται ένα νούμερο. Μια ζωντανή οντότητα. Το νούμερο αυτό είναι το διαβατήριο για την ελευθερία τους.
Ήταν πρωί. Οδηγούν τον Ηλία σε μια τεράστια σάλα με λίγο φωτισμό. Εκεί μέσα βρίσκονται πάνω από 100 άνθρωποι ολόγυμνοι. Του λένε και βγάζει τα τσουβάλια που φοράει. Αρχίζουν να πλένονται με ζεστό νερό από τενεκέδες που κουβαλούσαν στη σάλα. Ο Ηλίας έχει να πλυθεί μήνες. Η βρώμα έχει γίνει ένα με το δέρμα του.
Μετά τους πηγαίνουν στο «κουρείο». 3 σκλάβοι κουρεύουν χωρίς να μιλάνε. Τους κουρεύουν σύριζα και τους ξυρίζουν. Ύστερα ξαναφοράνε τα τσουβάλια τους. Όταν τελείωσαν τους τραβάνε όλους κοντά στο σταθμό του τρένου. Τους χωρίζουν σε ομάδες. Φτιάχνουν ένα καινούργιο δρόμο. Άλλοι σκάβουν μακριά χαντάκια, άλλοι κουβαλούν χώμα, άλλοι σπάνε πέτρες.
Κάνει πολύ κρύο και οι σκλάβοι τουρτουρίζουν. Ένας άλλος «παλιός» σκλάβος του λέει: «Μη φοβάσαι, τώρα είναι γλίτωμα». Το μεγάλο «θέρισμα» έχει περάσει. Οι σκλάβοι στο στρατόπεδο είναι χιλιάδες – Συνωστισμός όπως θα έλεγε και η Ρεπούση – κοιμούνται καθιστοί ο ένας κολλητά στον άλλο. Δίπλα στον Ηλία ένα κορμί γέρνει πάνω του σαν μολύβι.
Ο Ήλιος φωνάζει «Ε κερατά θα μαζευτείς», τον σπρώχνει οργισμένος όμως ο «κερατάς» έχει πεθάνει εκεί δίπλα του καθιστός. Το πρωί έρχεται ο υπαξιωματικός, βαστάει τη μύτη του. «Γκεμπερία Βαρμκ», έχει ψοφήσει;
«Έχει».
Τους παίρνουν δέκα – δέκα. Είκοσι ήταν και τους ρίχνουν σε ένα λάκκο. Την άλλη ημέρα το πρωί τους ξυπνάνε χαράματα. Οι στρατιώτες τους χτυπούν με τα κοντάκια των όπλων τους. Τους οδηγούν στη ρίζα ενός ψηλού βουνού. «Ονταμινά» φωνάζουν – ξύλα.
Οι σλάβοι δουλεύουν χωρίς εργαλεία, με τα χέρια. Αρχίζουν να ξεριζώνουν θάμνους. Κόβουν τα κλαδιά και σχηματίζουν δεμάτια. Με αυτά τα ξύλα ζεσταίνουν το νερό στο στρατόπεδο και πλένονται γιατί έχει εξαπλωθεί τύφος. Οι σκλάβοι πεθαίνουν σαν τις μύγες.
Οι περισσότεροι δεν είχαν νούμερα. Κάθε φορά που πήγαιναν για ξύλα γύριζαν λιγότεροι. Ήταν ένα τάγμα εργατικό «Αμελέ Ταμπουρού». Τα Ταμπούρ (τάγματα) τα χώριζαν σε μπουλούκια (λόχους).
Κάθε μπουλούκι το επιβλέπει ένας αξιωματικός με βοηθό έναν Έλληνα ή Αρμένιο που ξέρει Τούρκικα. Ο Μιχαλ-τσαούς, ο Βασιλ-τσαούς, ο Γιοβαν-τσάους κ.λπ. σκληροί και ανελέητοι στην ίδια φυλή. Οι Γενίτσαροι είναι πιο σκληροί από τα αφεντικά. Το βράδυ – είχε συσσίτιο μόνο το βράδυ – τρώνε βρασμένα κουκιά με λίγο μαυροζούμι. Τους μοιράζουν και λίγο ψωμί. Άλλοι τρώνε από τα καζάνια με τις χούφτες. Άλλοι – τυχεροί – έχουν βρει πεταμένα τενεκεδάκια.
Η πιο σκληρή δουλειά είναι τα πολεμοφόδια. Κάσες με πολεμοφόδια. Γράφουν απ’ έξω 92kg.
Τα κουβαλούν κατά ζευγάρια αλλά οι σκλάβοι είναι αδύναμοι και οι κάσες βαριές. Έτσι όλο και λιγοστεύουν οι σκλάβοι αφού δεν αντέχουν και πεθαίνουν συνεχώς. Οι Τούρκοι έφεραν βοδοραμπάδες με μεγάλες ρόδες και φόρτωναν τα πολεμοφόδια. Αντί για βόδια ζεύανε δύο σκλάβους μπροστά. Ο Ηλίας από άνθρωπος γίνεται «βόδι». Άλλοι σκλάβοι έσπρωχναν από πίσω. Τα «βόδια» πέφτουν στο δρόμο. Οι στρατιώτες και ο Μιχαλ-τσαούς γελάνε.
Στον αγέρα τρέμει το αγκομαχητό των λαχανιασμένων κορμιών που τεζάρουν στην προσπάθεια. Οι φλέβες του λαιμού στα «βόδια» τεντώνουν σαν χορδές. Οι γυμνές πατούσες σαλαγούν στη γη ν’ αγαντάρουν.
Οι σκλάβοι ικετεύουν τη γη, δέξου μας στερεά από ευσπλαχνία. Ένα βράδυ στο στρατόπεδο ο Ηλίας μαθαίνει μια ιστορία.
Στην αρχή πριν γίνουν νούμερα οι φανατισμένοι Τούρκοι χωρικοί έρχονταν και ζητούσαν από το τάγμα σκλάβους να τους σκοτώσουν. Κάθε βράδυ την ώρα που μοιραζόταν το ψωμί.
Ο Μιχαλ-τσαούλ όταν είδε την φασαρία που έκαναν οι Τούρκοι χωρικοί ρώτησε «τι γυρεύουν;», «Κουρμπάν» (σφαχτάρια για θυσία). Ο Μιχάλ-τσαούς αφού σκέφθηκε συμφώνησε με τους Τούρκους αξιωματικούς. Κάθε βράδυ οι αξιωματικοί πουλούσαν – νοίκιαζαν – κρυφά τους σκλάβους τους που δούλευαν όλη τη νύχτα. Το πρωί τους έφερναν πίσω και τους πουλούσε επίσημα το τάγμα. Άλλους για δουλειά, άλλους για θυσία. Ο καθένας με τη μοίρα του.
Ο Ηλίας κουράστηκε και θέλει να αλλάξει από «βόδι». Ζητάει να πουληθεί. Τον αγοράζει ένας γέρος. Όλη την ημέρα δουλεύει σκληρά θεονήστικος. Πικρή ημέρα. Το βράδυ γυρίζει στο τάγμα.
Την άλλη ημέρα ξαναγίνεται «βόδι». Οι σκοποί φυλάνε προσεκτικά τους σκλάβους τώρα που έχουν νούμερα. Γιατί αν κάποιος ξεμείνει στην δουλειά τον ξεπαστρεύουν οι ντόπιοι συνήθως με μπαλταδιές στο κεφάλι.
Τον Ηλία με 3 άλλους σκλάβους τον αγόρασε ένας Μπέης για να δουλέψουν στα αμπέλια του. μαζί τους είναι και ο Τελεμές. Ένας παχύς μεσόκοπος Έλληνας. Η δουλειά στα αμπέλια σκληρή. Ο Τελεμές ιδρώνει και καθυστερεί. Ένας νεαρός Τούρκος παραγιός τον χτυπάει αλύπητα. Οι άλλοι τρεις τον βοηθάνε να τελειώσει την δουλειά αλλά ο νεαρός Τούρκος πάλι τον χτυπάει. Δίπλα στο αμπέλι υπήρχε ένα χωράφι, περίπου 4 στρέμματα, σπαρμένο με ανθρώπινα οστά. Κεφάλια, πόδια, χέρια μικρά (γυναικεία) και μεγάλα. Ο παραγιός που τους έδερνε αλύπητα τους φωνάζει.
«Παλιόσκυλα τους ξεμπερδέψαμε τότες που ‘καψαν την Μαγνησά. Γουρούνια. Έτσι θα πάτε κι εσείς». Τους πιάνει απελπισία. Ευτυχώς γι’ αυτούς την άλλη ημέρα καταφθάνουν δύο στρατιώτες.
Ο ένας τους ανακοινώνει:
«Αδέλφια γλιτώσατε», Μπουμπαντελιέ – Ανταλλαγή αιχμαλώτων – είναι ψέματα.
Τους παίρνουν και τους οδηγούν στην ύπαιθρο. Εκεί υπάρχουν Τούρκοι αξιωματικοί πάνω σε άλογα και μια νεαρή γυναίκα. Έχει διοργανωθεί κυνήγι αγριογούρουνου.
Τα σκυλιά φοβούνται να πάνε μέσα στα ψηλά χόρτα. Τους βάζουν να κάνουν τα σκυλιά. Τρέχουν ξυπόλυτοι ντυμένοι με τα τσουβάλια και φωνάζουν οε – οε να βγουν τα αγριογούρουνα για να τα σκοτώσουν οι Τούρκοι αξιωματικοί.
Τους ξαναγυρίζουν να δουλέψουν πάλι στο αμπέλι του Μπέη. Είναι λιώμα από την κούραση και τελικά τους γυρίζουν στο στρατόπεδο.
Ο Μιχαλ-τσαούς ο Έλληνας επιστάτης είναι πιο σκληρός απ’ όλους. Οι σκλάβοι τον μισούν θανάσιμα. Τους βασανίζει άγρια. Μια ημέρα ο Μιχαλ-τσαούς ξεχωρίζει τον Ηλία και του λέει «θα σε πάρω υπηρέτη, δεν θα βγαίνεις στη δουλειά». Ο Ηλίας αρνείται «όχι Μιχαλ-τσαούς, δεν θέλω». Ο Μιχάλ-τσαούς δεν το ξέχασε. Βάζει τον Ηλία στις πιο σκληρές αγγαρείες και τον παρακολουθεί σαδιστικά πώς υποφέρει μέχρι να πέσει λιπόθυμος στο χώμα.
Οι ημέρες περνούν ανελέητες – σκληρές. Οι σκλάβοι όλο και λιγοστεύουν. Όμως μια ημέρα δίπλα στο στρατόπεδο έρχονται από την Ελλάδα Τούρκοι αιχμάλωτοι. Είναι ανταλλαγή αιχμαλώτων. Κάποιοι από το στρατόπεδο του Ηλία θα γίνουν ανταλλαγή.
Το Νούμερο 31328, ο Ηλίας είναι μέσα σ’ αυτούς. Λίγες ημέρες πριν φύγει πεθαίνει στην αγκαλιά του ο Γιωργής από τα βασανιστήρια. Από τους 3000 Έλληνες που πήραν οι Τούρκοι από το Αϊβαλή για να εργαστούν στα τάγματα εργασίας, σώθηκαν μόνο 23. Στα τάγματα εργασίας άφησαν τα κόκαλά τους πολλές χιλιάδες Έλληνες.
Πέθαναν σκλάβοι ξεχασμένοι απ’ όλους. Φυσικά κανένα βιβλίο ιστορίας στα Ελληνικά σχολεία δεν αναφέρει τα τάγματα εργασίας αφού η δολοφονία το 1922 χιλιάδων Ελλήνων ήταν απλώς ένας «συνωστισμός».
Τραπεζικός
Βιβλιογραφία:
Ηλίας Βενέζης (Ακαδημαϊκός)
«Το Νούμερο 31328»
(πρώτη έκδοση το 1924)
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου