Οι Έλληνες δέχθηκαν την ευρωπαϊκή αναγέννηση και τον διαφωτισμό… ή μήπως συνέβη το αντίθετο; Το θέμα είναι ακανθώδες, λόγω της χριστιανικής παραμέτρου και της καλλιεργημένης -εκ των υστέρων- άποψης ότι ο χριστιανισμός βρέθηκε εξ ορισμού σε σύγκρουση με τον ελληνισμό. Όμως η άποψη αυτή στηρίχτηκε και στη σιωπή των ορθοδόξων περί του «Ελληνικού Σχεδίου» που ξεκινά από την δυτική πτώση της Πόλης (1204).
Ο Γεώργιος Γεμιστός είχε αριστοκρατική καταγωγή. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1355, μια περίοδο εξαιρετικά ταραγμένη. Δεν είχε περάσει ούτε ένας αιώνας από την ορθόδοξη ανακατάληψη της Βασιλεύουσας (1261), η οποία είχε οδηγήσει στις πρώτες συζητήσεις για την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (Λυών, 1274). Το κλίμα από πλευράς Δύσης ήταν πολύ άσχημο για τους Ανατολικούς ορθόδοξους· και όχι μόνον από τους κληρικούς. Ο Πετράρχης για παράδειγμα έλεγε ότι οι σχισματικοί Γραικοί (δηλ. οι ορθόδοξοι Έλληνες) είναι χειρότεροι εχθροί από τους Τούρκους. Η προπαγάνδα έφτανε στο σημείο να διαδίδει ότι οι Γραικοί έβγαλαν από το Σύμβολο της Πίστης την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό. Η αποδυνάμωση της Κωνσταντινούπολης έφερνε ταραχή και στο ορθόδοξο στρατόπεδο. Πρόσφατη ήταν η ελληνο-σερβική σύγκρουση με τους Σέρβους να διεκδικούν τον αυτοκρατορικό και τον πατριαρχικό τίτλο των Ρωμαίων.
Πώς έπρεπε να κινηθεί η Κων/πολη έναντι
των κινδύνων και των μακροπόθεσμων προοπτικών; Η επέκταση των Οθωμανών
γινόταν ολοένα απειλητικότερη για την εναπομείνασα αυτοκρατορία των
Χριστιανών Ρωμαίων και ο Γεμιστός έζησε από μικρός -ως αδιέξοδο- την
διαμάχη περί της ένωσης των Χριστιανών. Ήταν μια διπλή διαμάχη. Μεταξύ
Ανατολής και Δύσης, αλλά και εντός της Ανατολής ως ζήτημα
«ενωτικών-ανθενωτικών». Η στάση των ενωτικών δεν ήταν στάση υποταγής και
απεμπόλησης, αλλά δεν ήταν και μια μόνον. Ένα κομμάτι περιοριζόταν στην
συζήτηση των δογματικών διαφορών μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ένα άλλο
κομμάτι που φαινόταν ανθενωτικό, στην πραγματικότητα κήρυσσε μια νέα,
περίεργη ένωση, έναν ελληνικό πολυθεϊσμό μονοθεϊστικής φύσεως.
Αμφότεροι, έθεταν στην Δύση καίρια ερωτήματα για την χριστιανική της
ταυτότητα. Τι ήθελε όμως η Δύση;
Το θέμα που ετίθετο καθαρά στον 14ο
αιώνα μέσω του μοναχού Βαρλαάμ της Καλαβρίας ήταν η υποταγή της
Ορθοδοξίας στον δυτικό Σχολαστικισμό· δηλαδή, η δημιουργία μιας
φιλοσοφικής θεολογίας που σταδιακά θα ανέτρεπε την ορθόδοξη και πατερική
θεολογία. Ο Σχολαστικισμός (>schola=σχολή) πρακτικά έλεγε ότι θα
δεχόμαστε τόσο Θεό, όσο μπορεί να ανακαλύψει και να επιβεβαιώσει η
λογική του ανθρώπου, άρα ο Θεός έπαυε να είναι κυρίως αποκάλυψη.
Μετατρεπόταν αποκλειστικά σε ανακάλυψη. Πρώτος στόχος της δυτικής
φιλοσοφικής προσέγγισης ήταν ο εξοβελισμός του αιτήματος για την σωτηρία
της ψυχής του ανθρώπου. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, έπρεπε να
απαλειφθεί το πνεύμα του κακού που παραπλανά και παρασέρνει το νου του
ανθρώπου. Από την μια πλευρά ο Γεμιστός ήταν αυτόπτης μάρτυς της
προσπάθειας που έκανε ένα τμήμα της Δύσης να αλώσει τον χριστιανισμό
μέσω της «λογικής», από την άλλη, έγινε κοινωνός της αντίθετης
προσπάθειας. Σε πνευματικό-κοινωνικό επίπεδο η Ανατολή προσπαθούσε να
επαναφέρει τους δυτικούς στον Χριστιανισμό, χωρίς όμως να δημιουργήσει
σχίσματα ή δογματικές τριβές. Το όχημα της επαναφοράς λεγόταν
«ελληνισμός». Και ο ελληνισμός αυτός έθετε ως κεντρική μορφή τον Πλάτωνα
(και μέσω αυτού τον Σωκράτη) τη στιγμή που ο Βαρλαάμ χρησιμοποιούσε ως
βάση της επιχειρηματολογίας του τον Αριστοτέλη.
Ο Γεμιστός ανέπτυξε δράση στο Δεσποτάτο
του Μυστρά, μια από τις ορθόδοξες εστίες που γέννησε η λατινοκρατία του
1204. Στόχος των εστιών αυτών ήταν να συνασπίσουν (άμεσα) και να
επαναπατρίσουν (μακροπρόθεσμα) τους Λατίνους Χριστιανούς μέσω του
Σωκρατικού ελληνισμού που μιλούσε για την Θεία Κτίση, τον Άκτιστο
δημιουργό-Θεό και τον κτιστό άνθρωπο με το φθαρτό σώμα και την αθάνατη
ψυχή, δημιούργημα του ενός και αληθινού Θεού. Το λεγόμενο Βυζάντιο
δεν είχε τότε την πολυτέλεια μιας δογματικά ορθόδοξης επίθεσης φιλίας
προς την δυτική θεολογία. Έξυπνα και έντεχνα, μετέφερε την θεολογική
συζήτηση στο επίπεδο της αντιπαράθεσης πλατωνισμού και «αριστοτελισμού»,
επειδή η Δύση θεωρούσε ότι ο δικός της χριστιανισμός βασιζόταν στον
αριστοτελισμό. Επί πλέον, η επαναφορά του πλατωνισμού συμβόλιζε την
αντίστροφη πορεία από αυτήν που επικράτησε στην περίοδο του
Ιουστινιανού, οπότε έκλεισε και η Ακαδημία του Πλάτωνα. Η μετά θάνατον
του Γεμιστού καύση του βιβλίου «Νόμων Συγγραφή»
επικύρωνε στα μάτια της Δύσης την «διαφοροποίηση» μεταξύ ελληνιστών και
χριστιανών, ενώ, όσο ζούσε, ο Γεμιστός είχε ως μαθητές Ορθόδοξους
μοναχούς, αλλά και αυτόν που έκαψε το βιβλίο (Γεώργιο Γεννάδιο
Σχολάριο).
Το 1437 ο Γεμιστός συνόδευσε τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Ήταν ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας για την ένωση των Εκκλησιών. Στην Φεράρα έδειξε την φραγκική επίδραση στην προσθήκη του filioque στο σύμβολο της Πίστης, ενώ στην Φλωρεντία δίδαξε τον Πλατωνισμό, δημιουργώντας Σχολή στην αυλή των Μεδίκων. Αξίζει να σημειωθεί ότι αφενός κατέρριψε το ψέμα ότι οι Ανατολικοί αφαίρεσαν το (προϋπάρχον) filioque, αφετέρου υποστήριξε ότι η «και εκ του Υιού» εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος οδηγεί στην πολυθεΐα. Οι συζητήσεις στην Φλωρεντία περιελάμβαναν και Γεωγραφία-Γεωπολιτική. Ο Τοσκανέλι γνώρισε τον Γεμιστό με τον οποίο αντάλλαξε γνώμες πάνω στον Στράβωνα. Οι γνώσεις του Τοσκανέλι υπήρξαν καθοριστικές για τον Κολόμβο. Η ένωση των Εκκλησιών τυπικά έγινε στις 6/7/1439. Ο Γεμιστός τάχθηκε στο πλευρό των ανθενωτικών. Ο ενωτικός επίσκοπος Βησσαρίων, ένας ακόμη μαθητής του Γεμιστού, θα εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν, μετά τον θάνατο του. Ο Βησσαρίων που αναγνώρισε το Παπικό πρωτείο, προσπάθησε να γίνει ο ίδιος Πάπας. Ακολούθησε ανεπιτυχώς τον πολιτικό δρόμο της Σταυροφορίας. Γι αυτό και κληροδότησε την βιβλιοθήκη του στην Μαρκιανή Βιλβλιοθήκη της Βενετίας. Η πολιτική της παραπαίουσας αυτοκρατορίας παρέμενε άριστη, όμως ο διχασμός στην κοινωνία της Κωνσταντινούπολης ήταν αναπόφευκτος, αφού ήταν αδύνατο γι αυτήν να παρακολουθήσει την τέχνη της πολιτικής.
Ο Γεμιστός δεν εξηγείται εύκολα,
ιδιαίτερα όταν τον βλέπουμε με αναχρονιστικές παρωπίδες. Η σχέση μεταξύ
της κοινωνιολογίας και της θεολογίας είναι θέμα ερμηνείας, επειδή η
θεολογία του -που αποτελεί την βάση της πολιτείας του- είναι πολύπλευρη.
Αρκετοί βλέπουν στην ιδιότυπη θεολογία του προσπάθεια
κατάλυσης του χριστιανισμού. Κάτι τέτοιο αποκλείεται τελείως. Η
φιλοσοφία του δεν έρχεται σε ρήξη με την ορθόδοξη θεολογία. Αυτό όμως
που σηκώνει από έρευνα είναι αν η «κατάλυση» του χριστιανισμού ήταν μια καλά σχεδιασμένη, πρόσκαιρη παράκαμψη ενός τμήματος της ορθόδοξης θεολογίας και η αποστασιοποίηση
από την ρωμαιοκαθολική θεολογία, προκειμένου να επιτευχθούν
μακροπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι μέσω των χριστιανικών συμμαχιών. Η
πολιτική του πρόθεση είναι ο οδηγός και αυτή δείχνει αδιαμφισβήτητη.
Ο Γεμιστός αυτοπαρουσιάζεται ως «Πλήθων» στην Φλωρεντία για να ενισχύσει την εικόνα ενός «μη Γεμιστού». Ως Πλατωνιστής, προτείνει τον επανελληνισμό της Ευρώπης προαναγγέλλοντας τον φιλελληνισμό του 1821 που -τελικά- θα οδηγήσει στην πρώτη, αλλά προβληματική και ατελή ελληνική επανάκαμψη. Υποστηρίζει ότι οι νόμοι του κράτους στηρίζονται στον θείο νόμο. Η θεοσέβεια είναι θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας. Την διδάσκει το κράτος που, ταυτόχρονα, πρέπει να διώκει τους ασεβείς και τους πλάνους. Όχι τυχαία, η επιφανειακή ή σκόπιμα αντίστροφη εξήγηση της δράσης των ελληνιστών, και των «αντιπάλων» τους χριστιανών, συνοδεύει εκτός του Γεμιστού και του Βησσαρίωνα, έναν τεράστιο κατάλογο, που φτάνει ως τους Ζωσιμάδες και τον Ψαλίδα. Είναι αυτοί που θεωρούνται -σκόπιμα ή όχι- μη χριστιανοί. Το κλειδί για την αποσαφήνιση του επανελληνισμού περνάει μέσα και από την διαπίστωση ότι ο Γεμιστός και ο Κοραής ήταν απολύτως αντίθετοι μεταξύ τους, ενώ ο τελευταίος θεωρείται ακόμα από πολλούς ότι ήταν χριστιανός, αν και είναι πασιφανής η προσχώρησή του στην ανακάλυψη της «ψευδούς ιστορίας» Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά και στην άποψη ότι η θύραθεν παιδεία απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού.
Εξίσου σημαδιακή είναι μια ακόμη ομοιότητα. Στον ησυχαστή-νηπτικό Γρηγόριο Παλαμά (που οχύρωσε την ορθόδοξη πίστη στην εποχή του) στηρίχτηκαν οι Κολλυβάδες Πατέρες του 18ου αιώνα. Η «Φιλοκαλία» του 1782 αποτέλεσε το όριο και το ανάχωμα της αναγκαστικής σύμπραξης των ορθοδόξων με τους ρωμαιοκαθολικούς, προκειμένου να συρθούν οι προτεστάντες και να δημιουργηθεί αυτό που τελικά ξεκίνησε το 1821 υπό την κωδική ονομασία «Επιστροφή των Μουσών στην Εστία τους»: Η έγερση του γένους των Ελλήνων, όπως ο Γεώργιος Γεμιστός το προσδιόριζε (εσμέν γαρ … Έλληνες το γένος). Ο «ελληνικός εθνισμός» που πρότεινε στην θέση της «ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» φαινομενικά ήταν μια εθνικότητα στην θέση μιας υπερεθνικότητας. Ουσιαστικά, ήταν μονάχα μια λεκτική διαφοροποίηση. Οι «εθνικοί» χριστιανοί Έλληνες θα ήταν φορείς της της ίδιας υπερεθνικότητας, μόνο που αυτή την φορά ο Ρωμαίος (χριστιανός) θα λεγόταν Έλληνας (χριστιανός). Γι’ αυτό και οι αντίπαλοι των Γεμιστών στον 18ο αιώνα και 19ο αιώνα προσπάθησαν να διασπάσουν την έννοια της εθνικής συνέχειας των Ελλήνων, εφευρίσκοντας -μεταξύ άλλων- και τους «Νεοέλληνες» που επαναστάτησαν επειδή διαμόρφωσαν έναν «Νεοελληνικό Διαφωτισμό» κατά μίμηση των απογόνων του Βαρλαάμ. Στην πραγματικότητα ο Δυτικός Διαφωτισμός διαμορφώθηκε όχι μόνον πάνω σε όσα έλεγε ήδη ο Βαρλαάμ, αλλά για να υποσκελίσει τον Ελληνικό Διαφωτισμό τον οποίο υποτίθεται ότι υπηρετούσε. Η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση και το δεύτερο στάδιό της, ο Διαφωτισμός δημιουργήθηκε από τους Έλληνες που πίστευαν στον Τριαδικό Θεό, στην αθανασία της ψυχής και στην ανάγκη σωτηρίας του ανθρώπου πριν το φθαρτό του σώμα πεθάνει. Προσπάθησαν με τον τρόπο αυτό να ξαναδημιουργήσουν -μέσα από ένα νέο δρόμο-, αυτό που φαινόταν ότι χάνεται ήδη από τον 11ο-12ο αιώνα. Η «Ιταλική Αναγέννηση» ήταν κυρίως μια Ελληνική Αναγέννηση στην Ιταλία. Ο Δίας του Πλήθωνα ήταν μια σκόπιμη υποκατάσταση της έννοιας του Θεού. Ο Ζωροάστρης συνόψιζε την ιδέα του ενός και ακτίστου Θεού και της ύπαρξης καλού-κακού που βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο. Το αίτημα της επανελλήνισης του κόσμου διατυπώθηκε με έμφαση από τον Γεώργιο Γεμιστό, όχι ως μονάδα, αλλά ως εκπροσώπου μιας ομάδας προ-συγκροτημένης. Περιέργως, οι «ξένοι φιλέλληνες» ανακαλύφθηκαν τέσσερις αιώνες μετά, για να δικαιολογήσουν πράγματα που δεν έγιναν.
Ο Γεμιστός πέθανε το 1452 στην Πελοπόννησο. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Ρίμινι το 1465 από τον Ιταλό Μαλατέστα που δήλωνε Νεοπλατωνιστής. Η «Ιταλική Αναγέννηση» θεωρεί ιερά τα λείψανα του Πλήθωνα και διοργανώνει εκστρατεία αρπαγής τους. Ο Γεμιστός, για την δυτική Αναγέννηση, είναι ο πρώτος Έλληνας· αυτός που προδιαγράφει και τον χώρο της Πελοποννήσου ως το προπύργιο του Ελληνισμού και ως τον χώρο απ’ όπου θα ξεκινήσει η αναγέννηση των Ελλήνων. Όμως, η δυτική προπαγάνδα που θέλει τον ελληνισμό χωρίς συνέχεια, δηλαδή, αποκομμένο από τον χριστιανισμό, καλά κρατεί ως σήμερα. Ο Άγγλος Γουντχάους στο βιβλίο του «Φιλέλληνες» βιάζεται με την πρώτη του φράση να χαρακτηρίσει τον φιλελληνισμό φαινόμενο του 19ου αιώνα (a phenomenon of the second and third decades of the 19th century). Αυτός ο σύγχρονος «φιλέλληνας» που φαινομενικά φρόντιζε την ενότητα των Ελλήνων στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ουσιαστικά ήταν μεταξύ εκείνων που φρόντισαν για τον εμφύλιο του 1943-49. Ο ίδιος «φιλέλληνας» φρόντισε στη συνέχεια και για την εξύμνηση του Κ. Καραμανλή και για την αντίστροφη εικόνα του Ρήγα και του Καποδίστρια. Ήθελε να αφήσει ως παρακαταθήκη ενός οργανωμένου ελληνικού εμφύλιου ένα πλαστό υπόβαθρο του 1821, πράγμα στο οποίο είχε στηριχτεί η ιδεολογική προπαγάνδα των μελών του ΕΑΜ και το ιστορικό κάδρο της «κυβέρνησης του βουνού». Ήταν αναμενόμενο ότι θα τον απασχολούσε και ο Πλήθων. Στο βιβλίο που έβγαλε γι’ αυτόν (1986), τον χαρακτήρισε ως τον τελευταίο Έλληνα. Συνηθίζοντας ο Woodhouse να αποδίδει το έναυσμα των ιστορικών του ερευνών σε Έλληνες, εξηγεί ότι για τον μεν Καποδίστρια «ευθύνεται» ο Βελουχιώτης, για τον δε Γεμιστό ο Π. Κανελλόπουλος. Τουλάχιστον, ο Woodhouse (αν και θεωρεί δικαιωμένο τον Βαρλαάμ και μωρό τον Γρηγόριο Παλαμά), δέχεται ότι ο ησυχασμός βρήκε φιλοσοφική υποστήριξη στον πλατωνισμό του Πλήθωνα.
Το ντοκιμαντέρ που ακολουθεί είναι του
Δήμου Θέου και του Σταμάτη Τσαρουχά. Προβλήθηκε το 1991 στην ΕΡΤ. Είναι
από μια σειρά 11 επεισοδίων με τίτλο «Ελληνισμός και Δύση». Σχολιάζει ο
Νίκος Παναγιωτάκης, καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο
Κρήτης και Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και
Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Παρά το ότι δέχεται ως αληθινό το
πνεύμα του Woodhouse και τον διχασμό των Ελλήνων σε ηγετικό επίπεδο, το
ντοκιμαντέρ διατηρεί την αξία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου