Είναι πλέον γεγονός, βρισκόμαστε ένα βήμα πιο κοντά στη σωτηρία του πλανήτη. Η Greenpeace στέλνει ευχαριστήριες επιστολές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επαγγελματίες περιβαλλοντολόγοι στρώνουν τις γραβάτες τους και αυτοσυγχαίρονται για την εγκυρότητα των προβλέψεων τους, οι κομματικοί μηχανισμοί της οικολογικής ιδεολογίας πανηγυρίζουν για τη νίκη τους, οι ευαίσθητοι μαραθωνοδρομείς και λοιποί αθλητικοί τύποι ανακουφίζονται μπρος στο άκουσμα της είδησης: τέρμα πια οι πλαστικές σακούλες απ’ τις ζωές των πολιτών, «no pasaran» σ’ αυτόν τον ρατσισμό κατά της μητέρας γης! Κάλλιο αργά παρά ποτέ βέβαια, αλλά ως εδώ και μη παρέκει, οι ένοχοι πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό το πλανητικό έγκλημα, δε γίνεται να τους αφήνουμε να κυκλοφορούν ελεύθεροι χωρίς να τιμωρηθούν, να τους ξηλώσουμε τις τσέπες και να τους αδειάσουμε μέχρι και το τελευταίο σεντ την ώρα του λογαριασμού για το shopping therapy.
Τα πληκτρολόγια των διαμορφωτών της κοινής γνώμης έχουν πάρει φωτιά, η κοινωνία του θεάματος ολημερίς προσπαθεί να καταπραΰνει το άγχος των πολιτών μπρος στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας σημαντικής απώλειας, υπενθυμίζοντας πως το οικολογικό look θα είναι από ‘δω και στο εξής της μόδας και με σφραγίδα υπουργείου, συν του ότι όσοι επιλέξουν να είναι «in» τότε θα τύχουν και ευνοϊκότερης μεταχείρισης μέσω της φορο-αποφυγής, αλλά, κι απ’ την άλλη, αν θέλετε να υιοθετήσετε μια άλλη στάση ζωής ή να
διατηρήσετε τις ίδιες, παλιές, καλές σας συνήθειες απέναντι στο περιβάλλον, το κόστος θα είναι μερικά μόνο σεντ, άσε που στα Lidl ήδη την πληρώνατε τη σακούλα οπότε δεν θα υπάρξει καμία διαφορά στα καθημερινά σας ψώνια. Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες, υπό τον φόβο της μείωσης των πωλήσεων, κατορθώνουν και να χρεώσουν στις αποδείξεις το πέναλτι της σακούλας ως δήλωση απόλυτης υποταγής στο κράτος, αλλά και δε ζητούν απ’ τους πελάτες να πληρώσουν το πρόστιμο ως ένδειξη μεγαλοψυχίας, ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα των πωλήσεων οφείλουν να ρωτούν εφεξής τους καταναλωτές αν χρειάζονται σακούλα ακόμα κι αν οι τελευταίοι αγοράσουν απλώς ένα μπουκάλι νερό ή ένα κουτί με τσίχλες. Μπορεί τα αποτελέσματα στις χώρες του Βορρά να είναι εκπληκτικά με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, καθώς προϋποτίθεται μια μάζα αποχαυνωμένων ενοχικών για να εφαρμοστούν, μπορεί να θαυμάζουμε τους Ιρλανδούς και να φθονούμε τους Βέλγους για την πράσινη συνείδησή τους, όμως στην ελληνική της εκδοχή, η ποινή για τη χρήση της σακούλας γίνεται περισσότερο αντιληπτή ως ένα μέσο ώστε να βοηθήσουμε το κράτος να συγκεντρώσει κάποια χρήματα για την οικονομική του ενίσχυση και με τα κέρδη αυτού του τζίρου να είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη του ώστε να φέρει την οικονομική ανάπτυξη. Σε καμία των περιπτώσεων όμως, αν δεν θέλουμε να είμαστε απροκάλυπτα υποκριτές, δε μπορεί να γίνεται λόγος για μια προσπάθεια συμφιλίωσης ανθρώπου και φύσης.
Κακά τα ψέματα, κανένα κίνημα πολιτών δεν κατέβηκε στους δρόμους και δεν οργανώθηκε σε αντι-δομές υπό το αίτημα της μείωσης του πλαστικού στις ζωές μας, στην καλύτερη ευελπιστούμε στη βέλτιστη ανακύκλωσή του, σε καμία των περιπτώσεων στην ολική κατάργησή του. Αειφόρες υποδείξεις και περιβαλλοντικό πρόστιμο λοιπόν απευθείας απ’ την οικονομική τεχνοκρατία των Βρυξελλών, τα πρώτα σημάδια ενός αντεστραμμένου eco-φασισμού γίνονται ορατά. Οι καλοθελητές και οι ευνούχοι του καπιταλιστικού πνεύματος δηλώνουν παρόντες για να μας υπενθυμίσουν πόσο συντηρητική και αρχαϊκή κοινωνία είμαστε, ότι οι ελίτ αυτού του κόσμου είναι πάντα μερικά βήματα μπροστά απ’ τις κοινωνίες, σαν τις πάλαι ποτέ ένδοξες πρωτοπορίες, η σωτηρία της ανθρωπότητας δεν είναι δουλειά της ανθρωπότητας, η επιστήμη πρέπει να προχωρήσει στους στόχους της και να επιτελέσει τα καθήκοντά της απέναντι στον πλανήτη γη ακόμη και χωρίς τη συναίνεση των ανθρώπων, ακόμη και παρά τη θέλησή τους, ακόμη μάλιστα και χωρίς την ύπαρξή τους ως μεταβλητού και αστάθμητου παράγοντα – αλλά που τέτοια τύχη. Κανείς όμως δεν μας ενημερώνει ποιος τελικά θα είναι αυτός που θα μας σώσει απ’ τους σωτήρες μας. Μα καλά, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι ένας κάποιος γραβατωμένος νεο-γιάνκης με τον ατσαλάκωτο χαρτογιακά του, μονίμως μαστουρωμένος απ’ το jet lag, που θρέφεται αποκλειστικά από κέτερινγκ και είναι έτοιμος να μεταναστεύσει στον Άρη μόλις «ωριμάσουν οι συνθήκες», ήτοι μόλις τα πράγματα γίνουν στ’ αλήθεια σκούρα, μόλις το τεχνο-επιστημονικό σύμπλεγμα εξουσίας εξαφανίσει κάθε ανοιξιάτικη αχτίδα του μεσημεριού απ’ τις ζωές των ανθρώπων, είναι δυνατόν λοιπόν αυτός ο στρατός των στελεχών της πολιτικής γραφειοκρατίας να νοιάζεται στ’ αλήθεια για το οικολογικό αποτύπωμα και τα περιβαλλοντικά όρια του πλανήτη; Μα είναι ακριβώς αυτή η κοινωνική κάστα που με τον φουτουρισμό της συνιστά την κατεξοχήν οικολογική γάγγραινα, που με τις οικονομικές απαιτήσεις της έχει τινάξει τα όρια του πλανήτη στον αέρα και θα έπρεπε να λογίζεται ως η κύρια αιτία καταπάτησης του φυσικού δικαίου και της πανάρχαιας ηθικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Μεταξύ κατεργαρέων, ας βασιλεύσει η ειλικρίνεια. Διότι δεν είναι τυχαίο που για την ταξική διάσταση τέτοιων αντιποίνων δε γίνεται καν λόγος. Βέβαια, οι καθηγητές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και οι γκουρού του εναλλακτισμού και της αποανάπτυξης έχουν έτοιμο τον αντίλογο, ότι μπρος στο ενδεχόμενο μιας γενικής διάλυσης πρέπει να παραμερίσουμε τα συμφέροντα των επιμέρους τάξεων και να συμβιβαστούμε για έναν ανώτερο ηθικά σκοπό, λες και τελικά «η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» να μη συνιστά στα νέα διδακτορικά προγράμματα οργανικό στοιχείο της καταστροφής της φύσης. Γι’ αυτό, αν θέλετε να είστε φιλότιμα ρομποτάκια, δεν έχετε παρά ακολουθήσετε τις οδηγίες. Πλέον, όλο το πλαστικό που θα παράγουν οι βιομηχανίες καθαριστικών, αναψυκτικών, αλλαντικών, τυροκομικών, καλλυντικών και τεχνολογικών gadget θα απαγορεύεται να το πετάτε στα σκουπίδια με πλαστική σακούλα – καλά, ας μην υπερβάλλουμε, δε θα απαγορεύεται κιόλας, δε ζούμε άλλωστε και σε καμιά χούντα, έτσι δεν είναι;
Όλη μας η ζωή, τόσο στα σπουδαία ζητήματα όσο και στις ταπεινές καθημερινές μικρο-νευρώσεις, είναι μια ακατάπαυστη σπατάλη ενέργειας, υπόδουλη στο φαντασιακό νήμα της υπερπροσπάθειας, της πάση θυσία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των καταναλωτικών δυνατοτήτων. Σίγουρα οι πλαστικές σακούλες δε θα μας λείψουν, και πραγματικά στα τσακίδια να πάνε και να μη ξαναγυρίσουν, αλλά κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας αν νομίζουμε ότι με τέτοια happenings πλησιάζουμε κάποια σανίδα σωτηρίας, την ίδια στιγμή που για να πάμε στη δουλειά μας ή για να κατέβουμε μέχρι το κέντρο της πόλης πρέπει να διυλίσουμε πετρέλαιο, ενώ για να επικοινωνήσουμε με τους 1.500 φίλους μας πρέπει να κάψουμε λιθάνθρακα ή φυσικό αέριο και για να πάμε διακοπές στη φύση θα πρέπει να στηθεί ολόκληρο τουριστικο-στρατιωτικό project. Ο Σερζ Λατούς καυτηριάζει με εύστοχο τρόπο αυτή την ψευδοεπινοητικότητα των ελίτ του οικολογικού εναλλακτισμού στο να εφευρίσκουν θαυματουργούς λύσεις: μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας γιγάντιας ασπίδας γύρω απ’ τη Γη που θα την προστατεύει απ’ τις βλαβερές ακτίνες του Ήλιου, η τοποθέτηση σε τροχιά γύρω απ’ τον πλανήτη δισεκατομμυρίων φακών μεγέθους 60cm οι οποίοι θα φιλτράρουν το ηλιακό φως, η διασπορά ρινισμάτων σιδήρου στους ωκεανούς για να τονωθεί η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τη βιομάζα ή εκατομμυρίων λευκών σφαιρών από πολυστυρένιο έτσι ώστε να αυξάνεται η αντανάκλαση του ηλιακού φωτός, ή το βάψιμο των σύννεφων και η δημιουργία τεχνητών νεφών στους Τροπικούς για να μην αποξηραθούν. Σ’ αυτές τις μαγικές προτάσεις ήρθε να προστεθεί και το οικολογικό τέλος για τις πλαστικές σακούλες. Φτάνει να μην καταδείξουμε τον υπαίτιο: τον κινητήριο μοχλό της εμπορευματικής λογικής, της ευημερίας των αριθμών, της αποπληρωμής των χρεών, των χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, της ιδιωτικοποίησης όλου του χερσαίου χώρου. Μόνο αυτοί δεν ευθύνονται τελικά για την οικολογική μας κατάντια, για την ατμοσφαιρική ρύπανση, τον αφανισμό χιλιάδων οικο-πληθυσμών, την υπερθέρμανση του πλανήτη και τα ποσοστά του καρκίνου. Η εξόρυξη χρυσού βραβεύεται ως επενδυτικό έργο με περιβαλλοντικά κριτήρια, αλλά η σακούλα απ’ το μπουγατσατζίδικο της γειτονιάς λογίζεται σαν κάτι μεταξύ ηθικού ελαττώματος και ποινικού αδικήματος. Τα πάντα μπορούμε να ανεχτούμε, μέχρι και την πιο χυδαία κοροϊδία, αν είναι να μην καταγγείλουμε τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής.
Φτάνει κανείς απλώς να κάνει μια βόλτα στα σοκάκια των παιδικών του αναμνήσεων για να θρηνήσει τον θάνατο έστω και των πιο ελάχιστων υπολειμμάτων φυσικού κάλλους μέσα σε συνθήκες πολιτισμένης αστυακής ζωής. Μα καλά, που πήγαν εκείνες οι πόλεις οι θεοσεβούμενες, οι πόλεις του περιπλανώμενου δήμου και των εραστών του ωραίου, οι πόλεις-φρούρια της ελευθερίας και οχυρωμένες με σεβάσμιο τρόπο ενάντια σε κείνους που έρχονται να διασαλεύσουν την τάξη, οι πόλεις με τις αυλές μπροστά απ’ τις οικιακές εστίες, με τους κήπους τους, με τα πάρκα τους, με τις συλλογικές μπουγάδες, τις ενορίες, τις συμφιλιωμένες γειτονιές και τις πλατείες τους, με τους αμπελώνες και την ανθηρή εξοχή τους; Με κίνδυνο αυτή η περισυλλογή σκέψεων νοσταλγίας να υποκινήσει αντιδραστικές προθέσεις, οφείλουμε αμέσως αμέσως να παραδεχτούμε ότι τα πράγματα σήμερα, από κάθε άποψη, είναι σαφώς πολύ καλύτερα: τσιμέντο, χάλυβας, μπετόν, πίσσα, καυσαέριο, ΙΚΕΑ, μποτιλιάρισμα, αιθαλομίχλη, μπινελίκια, υψικάμινοι, πλαστικό, χημικά απόβλητα και όλα αυτά με περίσσευμα οικολογικής συνείδησης παρακαλώ, φτάνει να διορθώσουμε μερικές λεπτομέρειες και να αποχαιρετίσουμε δυο τρεις κακές μας συνήθειες, να κόψουμε το κάπνισμα, ν’ αρχίσουμε τη νηστεία από ζωικές θερμίδες, να κλείσουμε τους διακόπτες για μια ώρα τον χρόνο, να αγοράσουμε ένα κατοικίδιο, να ανακυκλώσουμε τα ρούχα μας στα H&M, να παραγγείλουμε τον καφέ μας από εκείνη την πολυεθνική που γνωρίζουμε ότι θα παραχωρήσει ένα σεντ για τη διάσωση της πολικής αρκούδας, να ψηφίσουμε Κον Μπεντίτ και, φυσικά, να βάλουμε εξτρά χρέωση στις νάυλον σακούλες, και, να που το περιβάλλον και η φύση επανεμφανίστηκαν στις ζωές μας, τα λουλούδια ξανανθίσανε και στολίσαν τα μπαλκόνια με τις μυρωδιές του έρωτα, ενώ τα πουλιά δραπετεύσαν απ’ τα κλουβιά τους και κάτω απ’ την ηχορύπανση της κόρνας κελαηδούν τον ύμνο της ελευθερίας.
Αντί να κοιτάξουμε κατάματα τον ρυπογόνο πολιτισμό μας, αποπροσανατολιζόμαστε μέσα στην ίδια μας την αυτο-επιτήρηση, επιδιδόμαστε σε έναν ενοχικό βολονταρισμό και καταλήγουμε αναρχο-φρικιά με πιστωτικές κάρτες, vegans με πολυεστερικά ρούχα, οικολόγοι με αυτοκίνητο, εναλλακτικοί με facebook. Διότι, όλα κι όλα, η οικολογία να λέγεται με τ’ όνομά της, αλλά τα σουπερμάρκετ θα είναι πάντοτε μια πιο οικονομική επιλογή στο βασίλειο του εμπορεύματος, κι ας κοστίζουν οι σακούλες, στην τελική ίσως και να μην πειράζει. Έτσι, ο οικολογικός μας προσανατολισμός μετατρέπεται σε ένα είδος κωμικού αυτο-εμπαιγμού. Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι όλες μας οι αντιδράσεις μπρος στην οφθαλμοφανή πρόσκρουση με τον πλανήτη είναι σπασμωδικές και δεν έχουν κανένα απολύτως εγγενές νόημα, τις πράττουμε μόνο και μόνο για να επιδεικνύουμε πως συμβαίνουν, μια παρανοϊκής φύσης ταυτολογία του συλλογικού μας πράττειν απέναντι στη φυσική μας καταστροφή, ίσα ίσα για να νομίζουμε ότι κάνουμε κάτι, ότι κάπως αναβάλλουμε την κατρακύλα της μοίρας μας. Διότι, σε τελική ανάλυση, η οικολογία μακράν του να λειτουργεί ως κώδωνας του κινδύνου απέναντι σε μια αυτοκαταστροφική οργάνωση της παραγωγής, πλέον περνάει στη φάση της ιδανικής ευκαιρίας για την επανεκκίνηση του μπλοκαρισμένου καπιταλισμού. Ένα ολόκληρο σύμπλεγμα υπεραναπτυγμένων οικονομικών δραστηριοτήτων κάνει την εμφάνισή του: από τη μεταπώληση ανακυκλώσιμου υλικού μεταξύ των κολοσσών διαχείρισης απορριμμάτων, το «πρασίνισμα» των νέων τεχνολογιών, το real estate μετά από τις καταστροφές που προκαλεί η «Φύση» (βλ. Μάνδρα), τη βιομηχανία προϊόντων που θα ικανοποιούν την ηθική μας ανάγκη να είμαστε eco friendly, το ανθρωπιστικό έργο υπέρ των πληγέντων και των περιβαλλοντικών προσφύγων, τις πράσινες χρηματοδοτήσεις για να γίνουν κι άλλες έρευνες που θα επιβεβαιώσουν για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει οικολογικό πρόβλημα, τις μεγαλο-εταιρείες που ειδικεύονται σε συμβουλευτική υπηρεσιών φιλικών προς το περιβάλλον και περιβαλλοντικών πιστοποιήσεων προς τους πολυεθνικούς τους συνεταίρους. Όταν η οικολογική καταστροφή παρουσιάζεται σαν μετεωρολογικό ατύχημα και όχι σαν έγκλημα του καπιταλιστικού κόσμου, τότε εύλογο είναι τα όρνια να πάνε πάνω από τον ασθμαίνοντα, ημιθανή μας πλανήτη και να «τσιμπολογήσουν» ό,τι δεν έχει προλάβει να σαπίσει ακόμα.
Οικολογία δεν είναι το να πληρώνουμε για τις σακούλες μας. Ακόμη δε περισσότερο, οικολογία δεν είναι το να στραβομουτσουνιάζουμε όταν τα οργανικά μας λαχανικά δεν είναι έτοιμα για καλλιστεία και σαν να τα έχει εκτυπώσει 3D printer ώστε να φαίνονται ομοιόμορφα και λαμπερά για να γεμίζει το μάτι μας με φαντασιώσεις καταναλωτικής αυτοπραγμάτωσης. Οικολογία, πάνω απ’ όλα, είναι ο οικονομικός πατριωτισμός, η διάθεση της αγοραστικής μας δύναμης στην οικογένεια, τους φίλους, τους γνωστούς και στους πλησίον της ταξικής μας καταγωγής ώστε ο πλούτος να παραμένει στα εδάφη της καθημερινής μας εγγύτητας αντί να αποστέλλεται μέσω «bio» κατανάλωσης ή αποπληρωμής προστίμων σε υπεράκτιους παραδείσους για να συσσωρεύεται αέναα. Οικολογία είναι να αγκαλιάσουμε τους συνεταιρισμούς των άμεσων παραγωγών, να γίνουμε μέλη, να ενημερωθούμε και να οργανωθούμε. Οικολογία είναι η υπερφορολόγηση του πλούτου, καθόσον, μόνο όταν αρχίσει να διορθώνεται αυτή η αναδιανεμητική αδικία θα μπορεί να ανασάνει ξανά ο πλανήτης και κυρίως οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Οικολογία είναι να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε καλύτερα και να έχουμε απόλυτο έλεγχο πάνω στη διοίκηση της συλλογικής μας εργασίας. Οικολογία είναι να απομακρύνουμε το κράτος απ’ τις ζωές μας και να διευθετήσουμε μόνοι μας σχέσεις καθημερινής εμπιστοσύνης και σεβασμού. Άλλωστε, το περιβάλλον δεν είναι ένα αφηρημένο μέγεθος σε στατιστικούς δείκτες, αλλά ο τόπος μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι μας και χτυπάει η καρδιά μας, τα χωράφια που θέλουμε να μεγαλουργήσουμε και να αγαπήσουμε πραγματικά. Οικολογία είναι να βοηθήσουμε τους μικροβιοτέχνες να σταθούν στα πόδια τους καθώς και τους μικρούς παραγωγούς να έρθουν απ’ την ύπαιθρο για να μας προσφέρουν τους καρπούς του ιδρώτα τους χωρίς μεσάζοντες. Αυτό είναι οικολογία. Σε διαφορετική περίπτωση, έχουμε πάντα την επιλογή να εξακολουθήσουμε να κλείνουμε τα μάτια και να δώσουμε πάτημα στους απατεώνες να λυμαίνονται τους συνεταιρισμούς, στις μαφίες να διαχειρίζονται τα απορρίμματά μας, στους κονκισταδόρες να κάνουν κουμάντο στους φυσικούς πόρους και στο κράτος να επιβάλλει τα πρόστιμα. Και η ζωή συνεχίζεται.
Νικόλας Γκίμπης
Respublica.gr
Τα πληκτρολόγια των διαμορφωτών της κοινής γνώμης έχουν πάρει φωτιά, η κοινωνία του θεάματος ολημερίς προσπαθεί να καταπραΰνει το άγχος των πολιτών μπρος στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας σημαντικής απώλειας, υπενθυμίζοντας πως το οικολογικό look θα είναι από ‘δω και στο εξής της μόδας και με σφραγίδα υπουργείου, συν του ότι όσοι επιλέξουν να είναι «in» τότε θα τύχουν και ευνοϊκότερης μεταχείρισης μέσω της φορο-αποφυγής, αλλά, κι απ’ την άλλη, αν θέλετε να υιοθετήσετε μια άλλη στάση ζωής ή να
διατηρήσετε τις ίδιες, παλιές, καλές σας συνήθειες απέναντι στο περιβάλλον, το κόστος θα είναι μερικά μόνο σεντ, άσε που στα Lidl ήδη την πληρώνατε τη σακούλα οπότε δεν θα υπάρξει καμία διαφορά στα καθημερινά σας ψώνια. Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες, υπό τον φόβο της μείωσης των πωλήσεων, κατορθώνουν και να χρεώσουν στις αποδείξεις το πέναλτι της σακούλας ως δήλωση απόλυτης υποταγής στο κράτος, αλλά και δε ζητούν απ’ τους πελάτες να πληρώσουν το πρόστιμο ως ένδειξη μεγαλοψυχίας, ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα των πωλήσεων οφείλουν να ρωτούν εφεξής τους καταναλωτές αν χρειάζονται σακούλα ακόμα κι αν οι τελευταίοι αγοράσουν απλώς ένα μπουκάλι νερό ή ένα κουτί με τσίχλες. Μπορεί τα αποτελέσματα στις χώρες του Βορρά να είναι εκπληκτικά με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, καθώς προϋποτίθεται μια μάζα αποχαυνωμένων ενοχικών για να εφαρμοστούν, μπορεί να θαυμάζουμε τους Ιρλανδούς και να φθονούμε τους Βέλγους για την πράσινη συνείδησή τους, όμως στην ελληνική της εκδοχή, η ποινή για τη χρήση της σακούλας γίνεται περισσότερο αντιληπτή ως ένα μέσο ώστε να βοηθήσουμε το κράτος να συγκεντρώσει κάποια χρήματα για την οικονομική του ενίσχυση και με τα κέρδη αυτού του τζίρου να είναι σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη του ώστε να φέρει την οικονομική ανάπτυξη. Σε καμία των περιπτώσεων όμως, αν δεν θέλουμε να είμαστε απροκάλυπτα υποκριτές, δε μπορεί να γίνεται λόγος για μια προσπάθεια συμφιλίωσης ανθρώπου και φύσης.
Κακά τα ψέματα, κανένα κίνημα πολιτών δεν κατέβηκε στους δρόμους και δεν οργανώθηκε σε αντι-δομές υπό το αίτημα της μείωσης του πλαστικού στις ζωές μας, στην καλύτερη ευελπιστούμε στη βέλτιστη ανακύκλωσή του, σε καμία των περιπτώσεων στην ολική κατάργησή του. Αειφόρες υποδείξεις και περιβαλλοντικό πρόστιμο λοιπόν απευθείας απ’ την οικονομική τεχνοκρατία των Βρυξελλών, τα πρώτα σημάδια ενός αντεστραμμένου eco-φασισμού γίνονται ορατά. Οι καλοθελητές και οι ευνούχοι του καπιταλιστικού πνεύματος δηλώνουν παρόντες για να μας υπενθυμίσουν πόσο συντηρητική και αρχαϊκή κοινωνία είμαστε, ότι οι ελίτ αυτού του κόσμου είναι πάντα μερικά βήματα μπροστά απ’ τις κοινωνίες, σαν τις πάλαι ποτέ ένδοξες πρωτοπορίες, η σωτηρία της ανθρωπότητας δεν είναι δουλειά της ανθρωπότητας, η επιστήμη πρέπει να προχωρήσει στους στόχους της και να επιτελέσει τα καθήκοντά της απέναντι στον πλανήτη γη ακόμη και χωρίς τη συναίνεση των ανθρώπων, ακόμη και παρά τη θέλησή τους, ακόμη μάλιστα και χωρίς την ύπαρξή τους ως μεταβλητού και αστάθμητου παράγοντα – αλλά που τέτοια τύχη. Κανείς όμως δεν μας ενημερώνει ποιος τελικά θα είναι αυτός που θα μας σώσει απ’ τους σωτήρες μας. Μα καλά, είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι ένας κάποιος γραβατωμένος νεο-γιάνκης με τον ατσαλάκωτο χαρτογιακά του, μονίμως μαστουρωμένος απ’ το jet lag, που θρέφεται αποκλειστικά από κέτερινγκ και είναι έτοιμος να μεταναστεύσει στον Άρη μόλις «ωριμάσουν οι συνθήκες», ήτοι μόλις τα πράγματα γίνουν στ’ αλήθεια σκούρα, μόλις το τεχνο-επιστημονικό σύμπλεγμα εξουσίας εξαφανίσει κάθε ανοιξιάτικη αχτίδα του μεσημεριού απ’ τις ζωές των ανθρώπων, είναι δυνατόν λοιπόν αυτός ο στρατός των στελεχών της πολιτικής γραφειοκρατίας να νοιάζεται στ’ αλήθεια για το οικολογικό αποτύπωμα και τα περιβαλλοντικά όρια του πλανήτη; Μα είναι ακριβώς αυτή η κοινωνική κάστα που με τον φουτουρισμό της συνιστά την κατεξοχήν οικολογική γάγγραινα, που με τις οικονομικές απαιτήσεις της έχει τινάξει τα όρια του πλανήτη στον αέρα και θα έπρεπε να λογίζεται ως η κύρια αιτία καταπάτησης του φυσικού δικαίου και της πανάρχαιας ηθικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Μεταξύ κατεργαρέων, ας βασιλεύσει η ειλικρίνεια. Διότι δεν είναι τυχαίο που για την ταξική διάσταση τέτοιων αντιποίνων δε γίνεται καν λόγος. Βέβαια, οι καθηγητές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και οι γκουρού του εναλλακτισμού και της αποανάπτυξης έχουν έτοιμο τον αντίλογο, ότι μπρος στο ενδεχόμενο μιας γενικής διάλυσης πρέπει να παραμερίσουμε τα συμφέροντα των επιμέρους τάξεων και να συμβιβαστούμε για έναν ανώτερο ηθικά σκοπό, λες και τελικά «η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» να μη συνιστά στα νέα διδακτορικά προγράμματα οργανικό στοιχείο της καταστροφής της φύσης. Γι’ αυτό, αν θέλετε να είστε φιλότιμα ρομποτάκια, δεν έχετε παρά ακολουθήσετε τις οδηγίες. Πλέον, όλο το πλαστικό που θα παράγουν οι βιομηχανίες καθαριστικών, αναψυκτικών, αλλαντικών, τυροκομικών, καλλυντικών και τεχνολογικών gadget θα απαγορεύεται να το πετάτε στα σκουπίδια με πλαστική σακούλα – καλά, ας μην υπερβάλλουμε, δε θα απαγορεύεται κιόλας, δε ζούμε άλλωστε και σε καμιά χούντα, έτσι δεν είναι;
Όλη μας η ζωή, τόσο στα σπουδαία ζητήματα όσο και στις ταπεινές καθημερινές μικρο-νευρώσεις, είναι μια ακατάπαυστη σπατάλη ενέργειας, υπόδουλη στο φαντασιακό νήμα της υπερπροσπάθειας, της πάση θυσία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των καταναλωτικών δυνατοτήτων. Σίγουρα οι πλαστικές σακούλες δε θα μας λείψουν, και πραγματικά στα τσακίδια να πάνε και να μη ξαναγυρίσουν, αλλά κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας αν νομίζουμε ότι με τέτοια happenings πλησιάζουμε κάποια σανίδα σωτηρίας, την ίδια στιγμή που για να πάμε στη δουλειά μας ή για να κατέβουμε μέχρι το κέντρο της πόλης πρέπει να διυλίσουμε πετρέλαιο, ενώ για να επικοινωνήσουμε με τους 1.500 φίλους μας πρέπει να κάψουμε λιθάνθρακα ή φυσικό αέριο και για να πάμε διακοπές στη φύση θα πρέπει να στηθεί ολόκληρο τουριστικο-στρατιωτικό project. Ο Σερζ Λατούς καυτηριάζει με εύστοχο τρόπο αυτή την ψευδοεπινοητικότητα των ελίτ του οικολογικού εναλλακτισμού στο να εφευρίσκουν θαυματουργούς λύσεις: μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας γιγάντιας ασπίδας γύρω απ’ τη Γη που θα την προστατεύει απ’ τις βλαβερές ακτίνες του Ήλιου, η τοποθέτηση σε τροχιά γύρω απ’ τον πλανήτη δισεκατομμυρίων φακών μεγέθους 60cm οι οποίοι θα φιλτράρουν το ηλιακό φως, η διασπορά ρινισμάτων σιδήρου στους ωκεανούς για να τονωθεί η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τη βιομάζα ή εκατομμυρίων λευκών σφαιρών από πολυστυρένιο έτσι ώστε να αυξάνεται η αντανάκλαση του ηλιακού φωτός, ή το βάψιμο των σύννεφων και η δημιουργία τεχνητών νεφών στους Τροπικούς για να μην αποξηραθούν. Σ’ αυτές τις μαγικές προτάσεις ήρθε να προστεθεί και το οικολογικό τέλος για τις πλαστικές σακούλες. Φτάνει να μην καταδείξουμε τον υπαίτιο: τον κινητήριο μοχλό της εμπορευματικής λογικής, της ευημερίας των αριθμών, της αποπληρωμής των χρεών, των χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, της ιδιωτικοποίησης όλου του χερσαίου χώρου. Μόνο αυτοί δεν ευθύνονται τελικά για την οικολογική μας κατάντια, για την ατμοσφαιρική ρύπανση, τον αφανισμό χιλιάδων οικο-πληθυσμών, την υπερθέρμανση του πλανήτη και τα ποσοστά του καρκίνου. Η εξόρυξη χρυσού βραβεύεται ως επενδυτικό έργο με περιβαλλοντικά κριτήρια, αλλά η σακούλα απ’ το μπουγατσατζίδικο της γειτονιάς λογίζεται σαν κάτι μεταξύ ηθικού ελαττώματος και ποινικού αδικήματος. Τα πάντα μπορούμε να ανεχτούμε, μέχρι και την πιο χυδαία κοροϊδία, αν είναι να μην καταγγείλουμε τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής.
Φτάνει κανείς απλώς να κάνει μια βόλτα στα σοκάκια των παιδικών του αναμνήσεων για να θρηνήσει τον θάνατο έστω και των πιο ελάχιστων υπολειμμάτων φυσικού κάλλους μέσα σε συνθήκες πολιτισμένης αστυακής ζωής. Μα καλά, που πήγαν εκείνες οι πόλεις οι θεοσεβούμενες, οι πόλεις του περιπλανώμενου δήμου και των εραστών του ωραίου, οι πόλεις-φρούρια της ελευθερίας και οχυρωμένες με σεβάσμιο τρόπο ενάντια σε κείνους που έρχονται να διασαλεύσουν την τάξη, οι πόλεις με τις αυλές μπροστά απ’ τις οικιακές εστίες, με τους κήπους τους, με τα πάρκα τους, με τις συλλογικές μπουγάδες, τις ενορίες, τις συμφιλιωμένες γειτονιές και τις πλατείες τους, με τους αμπελώνες και την ανθηρή εξοχή τους; Με κίνδυνο αυτή η περισυλλογή σκέψεων νοσταλγίας να υποκινήσει αντιδραστικές προθέσεις, οφείλουμε αμέσως αμέσως να παραδεχτούμε ότι τα πράγματα σήμερα, από κάθε άποψη, είναι σαφώς πολύ καλύτερα: τσιμέντο, χάλυβας, μπετόν, πίσσα, καυσαέριο, ΙΚΕΑ, μποτιλιάρισμα, αιθαλομίχλη, μπινελίκια, υψικάμινοι, πλαστικό, χημικά απόβλητα και όλα αυτά με περίσσευμα οικολογικής συνείδησης παρακαλώ, φτάνει να διορθώσουμε μερικές λεπτομέρειες και να αποχαιρετίσουμε δυο τρεις κακές μας συνήθειες, να κόψουμε το κάπνισμα, ν’ αρχίσουμε τη νηστεία από ζωικές θερμίδες, να κλείσουμε τους διακόπτες για μια ώρα τον χρόνο, να αγοράσουμε ένα κατοικίδιο, να ανακυκλώσουμε τα ρούχα μας στα H&M, να παραγγείλουμε τον καφέ μας από εκείνη την πολυεθνική που γνωρίζουμε ότι θα παραχωρήσει ένα σεντ για τη διάσωση της πολικής αρκούδας, να ψηφίσουμε Κον Μπεντίτ και, φυσικά, να βάλουμε εξτρά χρέωση στις νάυλον σακούλες, και, να που το περιβάλλον και η φύση επανεμφανίστηκαν στις ζωές μας, τα λουλούδια ξανανθίσανε και στολίσαν τα μπαλκόνια με τις μυρωδιές του έρωτα, ενώ τα πουλιά δραπετεύσαν απ’ τα κλουβιά τους και κάτω απ’ την ηχορύπανση της κόρνας κελαηδούν τον ύμνο της ελευθερίας.
Αντί να κοιτάξουμε κατάματα τον ρυπογόνο πολιτισμό μας, αποπροσανατολιζόμαστε μέσα στην ίδια μας την αυτο-επιτήρηση, επιδιδόμαστε σε έναν ενοχικό βολονταρισμό και καταλήγουμε αναρχο-φρικιά με πιστωτικές κάρτες, vegans με πολυεστερικά ρούχα, οικολόγοι με αυτοκίνητο, εναλλακτικοί με facebook. Διότι, όλα κι όλα, η οικολογία να λέγεται με τ’ όνομά της, αλλά τα σουπερμάρκετ θα είναι πάντοτε μια πιο οικονομική επιλογή στο βασίλειο του εμπορεύματος, κι ας κοστίζουν οι σακούλες, στην τελική ίσως και να μην πειράζει. Έτσι, ο οικολογικός μας προσανατολισμός μετατρέπεται σε ένα είδος κωμικού αυτο-εμπαιγμού. Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι όλες μας οι αντιδράσεις μπρος στην οφθαλμοφανή πρόσκρουση με τον πλανήτη είναι σπασμωδικές και δεν έχουν κανένα απολύτως εγγενές νόημα, τις πράττουμε μόνο και μόνο για να επιδεικνύουμε πως συμβαίνουν, μια παρανοϊκής φύσης ταυτολογία του συλλογικού μας πράττειν απέναντι στη φυσική μας καταστροφή, ίσα ίσα για να νομίζουμε ότι κάνουμε κάτι, ότι κάπως αναβάλλουμε την κατρακύλα της μοίρας μας. Διότι, σε τελική ανάλυση, η οικολογία μακράν του να λειτουργεί ως κώδωνας του κινδύνου απέναντι σε μια αυτοκαταστροφική οργάνωση της παραγωγής, πλέον περνάει στη φάση της ιδανικής ευκαιρίας για την επανεκκίνηση του μπλοκαρισμένου καπιταλισμού. Ένα ολόκληρο σύμπλεγμα υπεραναπτυγμένων οικονομικών δραστηριοτήτων κάνει την εμφάνισή του: από τη μεταπώληση ανακυκλώσιμου υλικού μεταξύ των κολοσσών διαχείρισης απορριμμάτων, το «πρασίνισμα» των νέων τεχνολογιών, το real estate μετά από τις καταστροφές που προκαλεί η «Φύση» (βλ. Μάνδρα), τη βιομηχανία προϊόντων που θα ικανοποιούν την ηθική μας ανάγκη να είμαστε eco friendly, το ανθρωπιστικό έργο υπέρ των πληγέντων και των περιβαλλοντικών προσφύγων, τις πράσινες χρηματοδοτήσεις για να γίνουν κι άλλες έρευνες που θα επιβεβαιώσουν για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει οικολογικό πρόβλημα, τις μεγαλο-εταιρείες που ειδικεύονται σε συμβουλευτική υπηρεσιών φιλικών προς το περιβάλλον και περιβαλλοντικών πιστοποιήσεων προς τους πολυεθνικούς τους συνεταίρους. Όταν η οικολογική καταστροφή παρουσιάζεται σαν μετεωρολογικό ατύχημα και όχι σαν έγκλημα του καπιταλιστικού κόσμου, τότε εύλογο είναι τα όρνια να πάνε πάνω από τον ασθμαίνοντα, ημιθανή μας πλανήτη και να «τσιμπολογήσουν» ό,τι δεν έχει προλάβει να σαπίσει ακόμα.
Οικολογία δεν είναι το να πληρώνουμε για τις σακούλες μας. Ακόμη δε περισσότερο, οικολογία δεν είναι το να στραβομουτσουνιάζουμε όταν τα οργανικά μας λαχανικά δεν είναι έτοιμα για καλλιστεία και σαν να τα έχει εκτυπώσει 3D printer ώστε να φαίνονται ομοιόμορφα και λαμπερά για να γεμίζει το μάτι μας με φαντασιώσεις καταναλωτικής αυτοπραγμάτωσης. Οικολογία, πάνω απ’ όλα, είναι ο οικονομικός πατριωτισμός, η διάθεση της αγοραστικής μας δύναμης στην οικογένεια, τους φίλους, τους γνωστούς και στους πλησίον της ταξικής μας καταγωγής ώστε ο πλούτος να παραμένει στα εδάφη της καθημερινής μας εγγύτητας αντί να αποστέλλεται μέσω «bio» κατανάλωσης ή αποπληρωμής προστίμων σε υπεράκτιους παραδείσους για να συσσωρεύεται αέναα. Οικολογία είναι να αγκαλιάσουμε τους συνεταιρισμούς των άμεσων παραγωγών, να γίνουμε μέλη, να ενημερωθούμε και να οργανωθούμε. Οικολογία είναι η υπερφορολόγηση του πλούτου, καθόσον, μόνο όταν αρχίσει να διορθώνεται αυτή η αναδιανεμητική αδικία θα μπορεί να ανασάνει ξανά ο πλανήτης και κυρίως οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’ αυτόν. Οικολογία είναι να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε καλύτερα και να έχουμε απόλυτο έλεγχο πάνω στη διοίκηση της συλλογικής μας εργασίας. Οικολογία είναι να απομακρύνουμε το κράτος απ’ τις ζωές μας και να διευθετήσουμε μόνοι μας σχέσεις καθημερινής εμπιστοσύνης και σεβασμού. Άλλωστε, το περιβάλλον δεν είναι ένα αφηρημένο μέγεθος σε στατιστικούς δείκτες, αλλά ο τόπος μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι μας και χτυπάει η καρδιά μας, τα χωράφια που θέλουμε να μεγαλουργήσουμε και να αγαπήσουμε πραγματικά. Οικολογία είναι να βοηθήσουμε τους μικροβιοτέχνες να σταθούν στα πόδια τους καθώς και τους μικρούς παραγωγούς να έρθουν απ’ την ύπαιθρο για να μας προσφέρουν τους καρπούς του ιδρώτα τους χωρίς μεσάζοντες. Αυτό είναι οικολογία. Σε διαφορετική περίπτωση, έχουμε πάντα την επιλογή να εξακολουθήσουμε να κλείνουμε τα μάτια και να δώσουμε πάτημα στους απατεώνες να λυμαίνονται τους συνεταιρισμούς, στις μαφίες να διαχειρίζονται τα απορρίμματά μας, στους κονκισταδόρες να κάνουν κουμάντο στους φυσικούς πόρους και στο κράτος να επιβάλλει τα πρόστιμα. Και η ζωή συνεχίζεται.
Νικόλας Γκίμπης
Respublica.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου