Οι Πολίτες των δημοκρατικών χωρών θα πρέπει να παρακολουθούν μαθήματα πνευματικής αυτοάμυνας, για να είναι σε θέση να αμύνονται απέναντι στις προσπάθειες χειραγώγησης και ελέγχου τους – με απλά λόγια, για να αποφεύγουν το διανοητικό αποικισμό τους.
«Όταν διαβάζει κανείς μία εφημερίδα ή ακούει ειδήσεις, οφείλει να συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται για ολόκληρη την αλήθεια – αλλά μόνο για σκόπιμα φιλτραρισμένες πληροφορίες, οι οποίες εξυπηρετούν ή προστατεύουν πάντοτε κάποια συμφέροντα«.
Ανάλυση
Τα ΜΜΕ έχουν ως αποστολή τους την αντικειμενική ενημέρωση του πληθυσμού, καθώς επίσης τον έλεγχο της εξουσίας – οικονομικής, πολιτικής, θρησκευτικής ή όποιας άλλης. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στην ύπαρξη μίας λειτουργικής Δημοκρατίας – η οποία προϋποθέτει τεκμηριωμένα υπεύθυνους πολιτικούς, διαφάνεια του κοινωνικού βίου και σωστά ενημερωμένους Πολίτες. Έτσι τουλάχιστον φαντάζεται κανείς τον ιδεατό και τυπικό ρόλο τους – όπου όμως η πραγματικότητα είναι συχνά εντελώς διαφορετική.
Ειδικότερα το εάν και το πώς οι ειδήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς οι δημοσκοπήσεις, φτάνουν στον πληθυσμό, καθορίζεται από τις πολιτικές και οικονομικές δομές της εκάστοτε εξουσίας – όπου οι ελίτ και των δύο τομέων έχουν κατασκευάσει ένα σύστημα προπαγάνδας μέσω των ΜΜΕ. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται μεθοδικά για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, έτσι ώστε να «παράγει» συναίνεση υπέρ μίας ανώτερης τάξης – ενώ την ίδια στιγμή διατηρείται η ψευδαίσθηση των ελεύθερων ΜΜΕ, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία δημοκρατικών απόψεων.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων οφείλουμε να
διευκρινίσουμε εδώ τι εννοούμε με τη λέξη «ελίτ» – όπου προφανώς δεν αναφερόμαστε στους πλούσιους αλλά έντιμους επιχειρηματίες ή στους αδιάφθορους και ικανούς πολιτικούς. Αντίθετα, σε εκείνους που είναι αχόρταγοι ή κάνουν κατάχρηση της οικονομικής τους δύναμης, χρηματιζόμενοι και χρηματίζοντας για να απομυζούν τους Πολίτες – ενώ από την άλλη πλευρά στους πολιτικούς που έχουν ως αυτοσκοπό τους την παραμονή τους στην εξουσία, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο. Για παράδειγμα στον πρόεδρο της Κομισιόν με κριτήριο τη στήριξη της «νόμιμης» φοροδιαφυγής όταν ήταν πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, στον πρώην αμερικανό κεντρικό τραπεζίτη που προκάλεσε την κρίση του 2008 (A. Greenspan) ή στον πρώην υπουργό αμύνης των Η.Π.Α. και επιχειρηματία, ο οποίος χρησιμοποίησε την εισβολή στο Ιράκ για να κερδίσει τεράστια ποσά.
διευκρινίσουμε εδώ τι εννοούμε με τη λέξη «ελίτ» – όπου προφανώς δεν αναφερόμαστε στους πλούσιους αλλά έντιμους επιχειρηματίες ή στους αδιάφθορους και ικανούς πολιτικούς. Αντίθετα, σε εκείνους που είναι αχόρταγοι ή κάνουν κατάχρηση της οικονομικής τους δύναμης, χρηματιζόμενοι και χρηματίζοντας για να απομυζούν τους Πολίτες – ενώ από την άλλη πλευρά στους πολιτικούς που έχουν ως αυτοσκοπό τους την παραμονή τους στην εξουσία, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο. Για παράδειγμα στον πρόεδρο της Κομισιόν με κριτήριο τη στήριξη της «νόμιμης» φοροδιαφυγής όταν ήταν πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, στον πρώην αμερικανό κεντρικό τραπεζίτη που προκάλεσε την κρίση του 2008 (A. Greenspan) ή στον πρώην υπουργό αμύνης των Η.Π.Α. και επιχειρηματία, ο οποίος χρησιμοποίησε την εισβολή στο Ιράκ για να κερδίσει τεράστια ποσά.
Όσον αφορά τώρα τον πιο έξυπνο τρόπο για να παραμένει ο πληθυσμός παθητικός και υπάκουος, για να μην εξεγείρεται και να μην αντιδράει ακόμη και όταν κινδυνεύει το στοιχειώδες βιοτικό του επίπεδο, η πατρίδα του και τα παιδιά του, είναι η διατήρηση ενός αυστηρά περιορισμένου φάσματος αποδεκτών απόψεων – όπου όμως εντός αυτού του αυστηρά περιορισμένου φάσματος πρέπει να επιτρέπονται οι ζωηρές αντιπαραθέσεις.
Για παράδειγμα προβάλλονται ορισμένοι δημοσιογράφοι, αποδεκτοί (=κατευθυνόμενοι) από το σύστημα, με έναν τρόπο που οι απόψεις τους να θεωρούνται οι αντικειμενικότερες από την κοινή γνώμη – ενώ παράλληλα προωθούνται οι σκηνοθετημένες ζωηρές αντιπαραθέσεις τους με τους πολιτικούς, έτσι ώστε ο πληθυσμός να πιστεύει πως ενημερώνεται σωστά, ακούγοντας όλες τις εναλλακτικές τοποθετήσεις, παρά το ότι στην ουσία πρόκειται για μία και μοναδική. Ένα δεύτερο πολύ καθαρό παράδειγμα σήμερα στην Ελλάδα είναι τα δύο κόμματα εξουσίας τα οποία, παρά το ότι έχουν την ίδια ακριβώς άποψη για τα μνημόνια, αυτήν που προωθούν οι ελίτ, παρουσιάζουν τα στελέχη τους να αντιπαραθέτονται ζωηρά μεταξύ τους για διάφορα δευτερεύοντα θέματα – έτσι ώστε οι ακροατές τους να θεωρούν πως ακούν κάτι εντελώς διαφορετικό, τασσόμενοι υπέρ του ενός ή του άλλου.
Περαιτέρω τα ΜΜΕ «κακοποιούνται» θεμελιωδώς από τις ελίτ, χρησιμοποιούμενα για την εξασφάλιση της κυριαρχίας τους και την προώθηση των συμφερόντων τους (Chomsky) – με την έννοια ότι, ενώ στις αυταρχικές χώρες χρησιμοποιείται η βία για τη νομιμοποίηση τους, στις Δημοκρατίες επηρεάζεται συστηματικά η κοινή γνώμη μέσω των ειδήσεων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συναίνεση της όσον αφορά τα συμφέροντα των ελίτ. Με απλά λόγια εάν δεν χρησιμοποιεί κανείς τη βία και την τιμωρία για τον έλεγχο των μαζών, θα πρέπει να ελέγχει τις σκέψεις τους – με τη βοήθεια της μεθόδου που σε πιο ειλικρινείς εποχές ονομαζόταν προπαγάνδα (ανάλυση).
Εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε σε κάποια θεωρία συνομωσίας, αλλά επιδιώκουμε να γίνει κατανοητή η προσπάθεια επηρεασμού των μαζών από τις ελίτ, με τη βοήθεια των ειδήσεων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ σε δημοκρατικές κοινωνίες – έτσι ώστε να στηρίζονται τα συμφέροντα τους χωρίς τη χρήση βίας. Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, είναι φανερό πως όταν εξασφαλίζεται από τις ελίτ η συνεργασία της αντίπαλης ιδεολογίας, της αριστερής, είναι πολύ πιο εύκολο να επιτύχουν τους στόχους τους – αφού εξουδετερώνουν τη μοναδική εστία αντίδρασης.
Στα πλαίσια αυτά, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, οι Πολίτες των δημοκρατικών χωρών θα πρέπει να παρακολουθούν μαθήματα πνευματικής αυτοάμυνας, για να είναι σε θέση να αμύνονται απέναντι στις προσπάθειες χειραγώγησης και ελέγχου τους – με απλά λόγια, για να αποφεύγουν το διανοητικό αποικισμό τους. Εν προκειμένω αναφέρονται πέντε βασικά φίλτρα, τα οποία αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής επιρροής – καθορίζοντας εάν και πώς θα μεταδοθεί μία είδηση.
Η διαδικασία αυτή δεν συμβαίνει συνήθως δημόσια, ενώ τις περισσότερες φορές δεν τη συνειδητοποιούν ούτε οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι – έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η ψευδαίσθηση των ανεξάρτητων ΜΜΕ, καθώς επίσης της δημοκρατικής συναίνεσης στον πληθυσμό. Τα φίλτρα αυτά, τα αποτελέσματα των οποίων έχουν διερευνηθεί πολλές φορές από διεθνείς μελέτες, είναι τα εξής:
(Πρώτο φίλτρο): Η ιδιοκτησιακή δομή των ΜΜΕ και τα οικονομικά τους συμφέροντα. Το πρώτο που πρέπει να κάνει κάποιος είναι να ερευνήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, τους μετόχους ή ιδιοκτήτες τους, τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων ασφαλώς επηρεάζουν τις ειδήσεις των μέσων τους – όχι μόνο το ποιές θα προωθήσουν και ποιές όχι αλλά, επίσης, τον τρόπο που θα προβληθούν, το μέγεθος, τη σειρά, καθώς επίσης από ποιό δημοσιογράφο.
Στο παράδειγμα των Η.Π.Α., για να μην παρεξηγηθούμε αναφερόμενοι στην Ελλάδα, ο τηλεοπτικός σταθμός NBC ανήκε έως το 2009 κατά 100% και έως το 2013 κατά 49% στον πολυεθνικό όμιλο General Electric – ο οποίος δραστηριοποιείται μεταξύ πολλών άλλων στην πολεμική βιομηχανία, προσπαθώντας μέσω του καναλιού να υποστηρίξει τα συμφέροντα του. Ως εκ τούτου στήριζε με τις ειδήσεις που πρόβαλλε τους δυνητικούς πολέμους των Η.Π.Α. – ενώ αναφερόταν ελάχιστα σε αρνητικές ειδήσεις που είχαν σχέση με συγκρούσεις, στις οποίες χρησιμοποιούταν τα όπλα που κατασκεύαζε.
Εδώ οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι, απαιτούνται πολλά χρήματα για τη δημιουργία ενός μέσου με μία σχετικά μεγάλη εμβέλεια – γεγονός που σημαίνει πως το «τοπίο» των ΜΜΕ κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Παράδειγμα ο βρετανικός Economist, μέτοχοι του οποίου είναι οι Cadbury, Rothschild, Agnelli, Schroder κλπ. – με ετήσιο τζίρο περί τα 361 εκ. στερλίνες το 2012 και καθαρά κέρδη 47 εκ. Εκτός αυτού διαπιστώνεται μία διαδικασία συγκέντρωσης των ΜΜΕ σε λίγους, παρά το ότι θεωρητικά φαίνεται πως υπάρχει πολυμορφία – με την έννοια ότι, οι ίδιοι μέτοχοι εμφανίζονται σε πολλά ΜΜΕ (τηλεοπτικά, έντυπα κοκ.), τα οποία δήθεν έχουν διαφορετικές πολιτικές ή άλλες απόψεις.
(Δεύτερο φίλτρο): Οι πηγές χρηματοδότησης τους. Για να έχει μακροπρόθεσμη επιτυχία ένα μέσον, δεν αρκεί η περιουσιακή ισχύς των μετόχων του – αφού επιθυμούν ασφαλώς κέρδη. Τα περισσότερα ΜΜΕ τώρα δεν καλύπτουν πια τα έξοδα τους από τις πωλήσεις τους, αλλά από τις διαφημίσεις – σε ορισμένες περιπτώσεις από τους «εκβιασμούς» οικονομικών και πολιτικών ελίτ, συνήθως με τη μη προβολή αρνητικών ειδήσεων που τους ζημιώνουν. Για παράδειγμα, ένα μέσον που έχει ανακαλύψει από το ρεπορτάζ του επικίνδυνες για την υγεία τροφές, δεν το προβάλλει εάν ο παραγωγός είναι πελάτης του – ή τον κάνει πελάτη του, ενημερώνοντας τον πως τότε θα το αποφύγει και δεν θα τον εκθέσει.
Στο παράδειγμα των εφημερίδων της Αυστρίας, το 90% των εσόδων τους προέρχεται από τις διαφημίσεις – ενώ δεν θέλει ειδικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς πως οι τιμές πώλησης των ελληνικών εφημερίδων, η κυκλοφορία των οποίων μειώνεται συνεχώς, δεν καλύπτουν τα έξοδα τους. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους διαφημιζομένους – οπότε είναι λογικό να μη δημοσιεύουν ειδήσεις που τους ενοχλούν ή/και να προωθούν με έμμεσο τρόπο τα προϊόντα τους.
Στην Ελλάδα, στην οποία πάρα πολλά εξαρτώνται από τα κόμματα και το κράτος, τα ΜΜΕ τάσσονται συνήθως υπέρ αυτών που τα στηρίζουν οικονομικά μέσω των διαφημίσεων – οπότε, παρατηρώντας κανείς ποιοί διαφημίζονται άμεσα ή έμμεσα, εταιρείες, επιχειρηματίες ή πολιτικοί, κατανοεί το είδος και την αντικειμενικότητα των ειδήσεων που του προσφέρονται. Σε γενικές γραμμές λοιπόν τα περιεχόμενα των ΜΜΕ δημιουργούνται κυρίως για τους διαφημιζομένους και δευτερευόντως για τους αναγνώστες ή το ακροατήριο τους – προσέχοντας βέβαια να μη χαθεί η αξιοπιστία τους, αφού τότε μειώνεται η κυκλοφορία ή η τηλεθέαση τους, με αποτέλεσμα να καθίστανται λιγότερο σημαντικά για τους διαφημιζομένους.
Βασική συνέπεια των παραπάνω είναι η κοινοτυπία του περιεχομένου τους – λόγω του ότι οι διαφημιζόμενοι αποφεύγουν συστηματικά το ενοχλητικό ή αμφιλεγόμενο περιεχόμενο ως πλατφόρμα για τα προϊόντα τους, επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις αγορές τους. Ως εκ τούτου, προτιμώνται κείμενα ή ειδήσεις «ελαφρού» περιεχομένου, τα οποία αφενός μεν «παράγονται» φθηνότερα, αφετέρου αυξάνουν τα διαφημιστικά έσοδα – ενώ όλες οι υπόλοιπες «προβληματικές» ειδήσεις ή αναλύσεις χαρακτηρίζονται από τα ΜΜΕ μη σοβαρές, αφελείς, συνωμοτικές κοκ., τόσο για να τις αποφεύγουν, όσο και για να μη χάνουν αναγνώστες/ακροατές από τα μέσα που τις προβάλλουν.
(Τρίτο φίλτρο): Οι πηγές των ειδήσεων τους. Αυτό που χρειάζονται κυρίως τα ΜΜΕ για να λειτουργήσουν είναι πληροφορίες – όπου όμως, για λόγους περιορισμού του κόστους τους, δεν αναζητούν ειδήσεις μέσω της έρευνας δικών τους στελεχών. Οι βασικοί τους προμηθευτές είναι τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, καθώς επίσης τα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων επιχειρήσεων, κομμάτων κλπ. – οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι, όσο πιο οικονομικά ισχυρά και ικανά είναι τα παραπάνω, τόσο πιο εύκολα προωθούν στα ΜΜΕ αυτά που θέλουν.
Συχνά λοιπόν οι δημοσιογράφοι παίρνουν απλά αυτά που τους προσφέρονται, χωρίς καν να τα ερευνούν ως προς την αντικειμενικότητα τους – μεταφέροντας τα στους Πολίτες οι οποίοι, δυστυχώς, συχνά θεωρούν τις ειδήσεις των μεγάλων ΜΜΕ ως απόλυτα σωστές, απλά και μόνο επειδή αναφέρθηκαν από αυτά. Με βάση μία έρευνα ενός βρετανού δημοσιογράφου, μόνο το 12% των άρθρων των ποιοτικών ΜΜΕ της χώρας προέρχονται από πραγματικές αναλύσεις ή έρευνες των δημοσιογράφων τους – ενώ το 41% περιέχουν διαφημιστικό υλικό, το 13% δεν διαφέρουν καθόλου από δελτία τύπου και τα υπόλοιπα λαμβάνονται από τα πρακτορεία ειδήσεων έτοιμα, τα οποία αναμεταδίδονται από όλα τα ΜΜΕ με τον ίδιο τρόπο!
Φυσικά τα πρακτορεία ειδήσεων συνεργάζονται στενά με τους πολιτικούς και με τις επιχειρήσεις, αφού η δουλειά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτούς – οπότε κατανοεί κανείς τι ακριβώς μεταφέρουν. Κατά τον ίδιο Βρετανό τώρα, οι δημοσιογράφοι διαθέτουν 70% λιγότερο χρόνο σε σχέση με τη δεκαετία του 1980 στη δουλειά τους, αλλά επεξεργάζονται πενταπλάσιο αριθμό κειμένων – ασφαλώς εις βάρος της ποιότητας τους.
Για παράδειγμα ένας σχετικά καλός οικονομικός αναλυτής, ο οποίος όχι μόνο έχει σπουδάσει την επιστήμη του, αλλά επί πλέον ενημερώνεται συνεχώς για τις εξελίξεις του κλάδου του, καθώς επίσης για τα οικονομικά τεκταινόμενα υπεύθυνα, αφού διαφορετικά κινδυνεύει να παραπληροφορήσει τους αναγνώστες του, χρειάζεται τουλάχιστον δύο ημέρες πλήρους απασχόλησης για να ερευνήσει σωστά και να γράψει μία ανάλυση 2.000 ή 3.000 λέξεων.
Η αμοιβή του όμως, εάν εργάζεται σε αυτόν τον κλάδο για να κερδίσει «τα προς το ζην» και δεν το κάνει για δική του ευχαρίστηση, είναι αδύνατον να πληρωθεί – ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου σχεδόν τα πάντα ζητούνται μίζερα δωρεάν, δήθεν με αντάλλαγμα την προβολή των «συγγραφέων» τους. Ως εκ τούτου κυκλοφορούν τόσα πολλά «σκουπίδια», τα οποία είναι αδύνατον να προσφέρουν έστω μία ελάχιστη ορθολογική/αντικειμενική πληροφόρηση – με αποτέλεσμα οι αναγνώστες να αποκτούν διαστρεβλωμένες γνώσεις και πληροφορίες, οι οποίες μάλλον τους αποπροσανατολίζουν παρά τους ενημερώνουν (η ημιμάθεια είναι πολύ χειρότερη της αμάθειας).
Έτσι αναφερόμαστε συχνά σε έλλειμμα παιδείας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έλλειμμα δημοσιογραφίας – με καταστροφικά αποτελέσματα για το πολιτισμικό επίπεδο της χώρας. Φυσικά η προώθηση «σκουπιδιών» αντί σοβαρών ειδήσεων και αναλύσεων, καθώς επίσης η πτώση του πολιτισμικού επιπέδου εξυπηρετεί τις ελίτ – ενώ η μεγαλύτερη ευθύνη των Πολιτών είναι η αδιαφορία για τη σωστή ενημέρωση τους, τονίζοντας πως υπάρχουν χιλιάδες ανεύθυνοι πολιτικά άνθρωποι που δεν έχουν διαβάσει καν το Σύνταγμα της χώρας τους και δυστυχώς ψηφίζουν, «παίρνοντας στο λαιμό τους» όλους τους άλλους.
Βέβαια, δεν είναι υπεύθυνα μόνο τα ΜΜΕ για τα «σκουπίδια», με τα οποία γεμίζουν τις σελίδες τους αλλά, επίσης, οι αναγνώστες τους – οι οποίοι σπάνια είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για τη σωστή ενημέρωση τους. Ακόμη χειρότερα, νομίζουν πως τη δικαιούνται δωρεάν, αδιαφορώντας για το χρόνο που αφιερώνει ο συντάκτης τους – ενώ θεωρούν πως πρέπει να είναι ευτυχής απλά και μόνο επειδή τον διαβάζουν!
(Τέταρτο φίλτρο): Οι επιθέσεις εναντίον των ΜΜΕ. Οι ειδήσεις ή οι αναλύσεις των μέσων που είναι δυσάρεστες στις ελίτ, «απαντώνται» συστηματικά με αρνητικές αντιδράσεις εκ μέρους τους – οι οποίες δεν είναι μόνο αγωγές ή μηνύσεις αλλά, επίσης, καθοδηγούμενα από τις εταιρείες δημοσίων σχέσεων αρνητικά γράμματα αναγνωστών, προσβλητικά τηλεφωνήματα, κακεντρεχή σχόλια σε διάφορα forum, προσωπικές απειλές, διαμαρτυρίες των διαφημιζομένων που απειλούν με το σταμάτημα των διαφημίσεων τους κοκ.
Για παράδειγμα, μία ολόκληρη σειρά άρθρων και ρεπορτάζ που αφορούσαν τους πιλότους της Lufthansa, εκ μέρους της εφημερίδας SZ, είχαν ως αποτέλεσμα να απειλήσει η αεροπορική εταιρία τη διοίκηση με τη μείωση των 10.000 συνδρομών που είχε στην SZ – ενώ την ίδια εποχή μία Βρετανίδα δημοσιογράφος κατήγγειλε ότι, πολλά περιοδικά και εφημερίδες είχαν απορρίψει τα πλήρως τεκμηριωμένα ρεπορτάζ της για τους πιλότους της Lufthansa (πηγή), για να μην τη χάσουν από πελάτη.
(Πέμπτο φίλτρο): Η επικρατούσα ιδεολογία. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ υπηρετούν συνήθως μία συγκεκριμένη ιδεολογία, αυτήν των ελίτ, επειδή διαφορετικά δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά – ενώ ακόμη και αν δεν το κάνουν, λειτουργούν προσεκτικά ως «μέσο αποσυμπίεσης» της οργής της πλειοψηφίας, έτσι ώστε να μην πλημμυρίσει τους δρόμους και να μην εξεγερθεί.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, κανένα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ δεν φιλοξενεί αντίθετες στα μνημόνια απόψεις – εκτός εάν έχει τη δυνατότητα/στελέχη να τις καταρρίψει. Καλούν δηλαδή κάποιον με αντίθετες απόψεις, συνήθως οικονομολόγο ή πολιτικό, με στόχο να αποδείξουν πως κάνει λάθος και να τον διασύρουν – έτσι ώστε να πεισθούν οι τηλεθεατές πως τα μνημόνια είναι θεάρεστο έργο των πιστωτών και πρέπει να τους ευγνωμονούν.
Για το ίδιο θέμα, στη Γερμανία σχεδόν κανένας οικονομικός δημοσιογράφος δεν άσκησε κριτική στην καταστροφικά λανθασμένη πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα – ενώ όταν το έκαναν μερικοί, αφού ήταν πλέον φανερά τα αποτελέσματα, ήταν για προσχηματικούς καθαρά λόγους. Αντίθετα, οι κατηγορίες κατά των Ελλήνων με αποκορύφωμα το όρθιο δάκτυλο της Αφροδίτης, ήταν σε καθημερινή βάση – επηρεάζοντας αρνητικά την κοινή γνώμη και τοποθετώντας την εναντίον της Ελλάδας.
Με ένα δεύτερο παράδειγμα, όποιος ασκούσε κριτική στα φασιστικά καθεστώτα που είχαν επιβάλλει οι Η.Π.Α. στη Λατινική Αμερική, κατηγορούταν από τα ΜΜΕ ως κομμουνιστής – επιβεβαιώνοντας το ρητό, σύμφωνα με το οποίο όποιος δεν είναι υπέρ μας, είναι εναντίον μας. Φυσικά υπάρχουν έμμισθοι δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι κλπ. στην υπηρεσία της εκάστοτε επικρατούσας ιδεολογίας – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου βλέπουμε αρκετούς υποστηρικτές του ΔΝΤ και των μνημονίων να προβάλλονται από τα ΜΜΕ, ως μη αμφισβητήσιμοι και απολύτως αξιόπιστοι ειδικοί επιστήμονες.
Τέλος, στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970 αρκετοί αριστεροί χαρακτηρίζονταν ως άτομα που συμπαθούσαν την τρομοκρατική οργάνωση της RAF – με στόχο την αφαίρεση της «νομιμοποίησης» τους, όσον αφορά την έκφραση των απόψεων τους. Κάτι σχετικά ανάλογο διαπιστώνεται στην Ελλάδα, όπου όλοι όσοι τάσσονται εναντίον της παράνομης μετανάστευσης στηριζόμενοι στις συνθήκες του ΟΗΕ (άρθρο), χαρακτηρίζονται φασίστες, ακροδεξιοί, ρατσιστές, εθνικιστές κοκ. – με στόχο την προσωπική «φίμωση» τους, αφού οι ελίτ υποστηρίζουν καθαρά τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες επειδή ελέγχονται πολύ πιο εύκολα, ενώ προσφέρουν φθηνότερο εργατικό δυναμικό.
Η τεκμηρίωση των μεθόδων χειραγώγησης
Περαιτέρω, δύο από τους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το θέμα των φίλτρων προς αποφυγή της χειραγώγησης (Herman, Chomsky), ανέφεραν ένα κλασσικό παράδειγμα της λειτουργίας των ΜΜΕ – συγκρίνοντας τις ειδήσεις των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης στο θέμα των γενοκτονιών αφενός μεν στην Καμπότζη, αφετέρου στο Ανατολικό Τιμόρ τη δεκαετία του 1970. Η βασική διαφορά μεταξύ τους ήταν το ότι, στην Καμπότζη αυτοί που διενήργησαν το έγκλημα ήταν οι κομμουνιστές (Ερυθροί KHMER), ενώ στο Τιμόρ η φιλική προς τις Η.Π.Α. κυβέρνηση της χώρας.
Στα πλαίσια αυτά διαπίστωσαν πως οι ειδήσεις για την Καμπότζη σε μία μόνο εφημερίδα (NYT) ήταν 15 φορές πιο πολλές από ότι για το Ανατολικό Τιμόρ – όπου, επειδή στο τελευταίο η γενοκτονία προκλήθηκε με αμερικανικά όπλα, οι αναφορές θα προκαλούσαν ζημία τόσο στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ (πρώτο φίλτρο), όσο και στους διαφημιζομένους (δεύτερο φίλτρο). Εκτός αυτού το υπουργείο εξωτερικών των Η.Π.Α. ενδιαφερόταν προφανώς για την «απονομιμοποίηση» των κομμουνιστικών καθεστώτων, οπότε προμήθευε τα ΜΜΕ όσο καλύτερα μπορούσε με ειδήσεις από τα εγκλήματα στην Καμπότζη – ελάχιστα με τα αντίστοιχα στο Τιμόρ, αφού θεωρούταν ο βασικότερος σύμμαχος τους στην περιοχή (τρίτο φίλτρο).
Οι δύο επιστήμονες επικρίθηκαν πολύ αυστηρά από την αμερικανική κυβέρνηση για την ανάλυση των ειδήσεων εκ μέρους τους (τέταρτο φίλτρο) – η οποία φυσικά ήταν αντίθετη με την επικρατούσα ιδεολογία (πέμπτο φίλτρο). Όσον αφορά τη γενοκτονία στο Τιμόρ, δεν χαρακτηρίσθηκε ως τέτοια για πάρα πολλά χρόνια – ενώ τα ΜΜΕ προσπάθησαν να την αιτιολογήσουν με τον πόλεμο εναντίον του «εγκληματικού» κομμουνιστικού κόμματος (όπως του Σ. Χουσεΐν στο Ιράκ με τη δήθεν κατοχή χημικών, του Καντάφι στη Λιβύη κοκ.).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όταν διαβάζει κανείς μία εφημερίδα ή ακούει ειδήσεις, οφείλει να συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται για ολόκληρη την αλήθεια – αλλά μόνο για σκόπιμα φιλτραρισμένες πληροφορίες, οι οποίες εξυπηρετούν ή προστατεύουν πάντοτε κάποια συμφέροντα. Όσον αφορά το διαδίκτυο, στο οποίο υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εκφέρει ο οποιοσδήποτε ελεύθερα τη γνώμη του ή να μεταφέρει κάποιες ειδήσεις (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιστοσελίδες κλπ.), οι ελίτ έχουν λάβει ήδη τα μέτρα τους – προμηθεύοντας με σκόπιμα ψευδείς ειδήσεις τα διάφορα site, έτσι ώστε να χάσουν την αξιοπιστία τους, πλημμυρίζοντας το με εκατοντάδες χιλιάδες δικούς τους κόμβους για να μην μπορεί κανείς να βρει εύκολα αυτούς που κάνουν σωστή δουλειά, διαθέτοντας ανθρώπους που βρίζουν χαμηλώνοντας το επίπεδο των σελίδων ή ασκούν έντονη αρνητική κριτική κοκ.
Ως εκ τούτου τα παραπάνω πέντε φίλτρα δεν είναι αρκετά για να απειλήσουν το σύστημα της μαζικής προπαγάνδας – ενώ μόνο οι σωστά ενημερωμένοι Πολίτες είναι σε θέση να αμυνθούν απέναντι στη χειραγώγηση τους από τα ΜΜΕ. Οι Πολίτες αυτοί πρέπει να αναζητούν πολύ προσεκτικά τον τρόπο και τις πηγές ενημέρωσης τους – γνωρίζοντας πως η έρευνα τους αυτή είναι πολύ πιο σημαντική από την απλή ανάγνωση ειδήσεων ή αναλύσεων που δεν έχει αποδειχθεί η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα τους όχι από τα αμφιβόλου προέλευσης και σκοπιμότητας σχόλια των αναγνωστών τους, αλλά από τη δική τους κοινή λογική.
από Βασίλης Βιλιάρδος
πηγή
https://analyst.gr
(Τρίτο φίλτρο): Οι πηγές των ειδήσεων τους. Αυτό που χρειάζονται κυρίως τα ΜΜΕ για να λειτουργήσουν είναι πληροφορίες – όπου όμως, για λόγους περιορισμού του κόστους τους, δεν αναζητούν ειδήσεις μέσω της έρευνας δικών τους στελεχών. Οι βασικοί τους προμηθευτές είναι τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, καθώς επίσης τα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων επιχειρήσεων, κομμάτων κλπ. – οπότε καταλαβαίνει κανείς ότι, όσο πιο οικονομικά ισχυρά και ικανά είναι τα παραπάνω, τόσο πιο εύκολα προωθούν στα ΜΜΕ αυτά που θέλουν.
Συχνά λοιπόν οι δημοσιογράφοι παίρνουν απλά αυτά που τους προσφέρονται, χωρίς καν να τα ερευνούν ως προς την αντικειμενικότητα τους – μεταφέροντας τα στους Πολίτες οι οποίοι, δυστυχώς, συχνά θεωρούν τις ειδήσεις των μεγάλων ΜΜΕ ως απόλυτα σωστές, απλά και μόνο επειδή αναφέρθηκαν από αυτά. Με βάση μία έρευνα ενός βρετανού δημοσιογράφου, μόνο το 12% των άρθρων των ποιοτικών ΜΜΕ της χώρας προέρχονται από πραγματικές αναλύσεις ή έρευνες των δημοσιογράφων τους – ενώ το 41% περιέχουν διαφημιστικό υλικό, το 13% δεν διαφέρουν καθόλου από δελτία τύπου και τα υπόλοιπα λαμβάνονται από τα πρακτορεία ειδήσεων έτοιμα, τα οποία αναμεταδίδονται από όλα τα ΜΜΕ με τον ίδιο τρόπο!
Φυσικά τα πρακτορεία ειδήσεων συνεργάζονται στενά με τους πολιτικούς και με τις επιχειρήσεις, αφού η δουλειά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτούς – οπότε κατανοεί κανείς τι ακριβώς μεταφέρουν. Κατά τον ίδιο Βρετανό τώρα, οι δημοσιογράφοι διαθέτουν 70% λιγότερο χρόνο σε σχέση με τη δεκαετία του 1980 στη δουλειά τους, αλλά επεξεργάζονται πενταπλάσιο αριθμό κειμένων – ασφαλώς εις βάρος της ποιότητας τους.
Για παράδειγμα ένας σχετικά καλός οικονομικός αναλυτής, ο οποίος όχι μόνο έχει σπουδάσει την επιστήμη του, αλλά επί πλέον ενημερώνεται συνεχώς για τις εξελίξεις του κλάδου του, καθώς επίσης για τα οικονομικά τεκταινόμενα υπεύθυνα, αφού διαφορετικά κινδυνεύει να παραπληροφορήσει τους αναγνώστες του, χρειάζεται τουλάχιστον δύο ημέρες πλήρους απασχόλησης για να ερευνήσει σωστά και να γράψει μία ανάλυση 2.000 ή 3.000 λέξεων.
Η αμοιβή του όμως, εάν εργάζεται σε αυτόν τον κλάδο για να κερδίσει «τα προς το ζην» και δεν το κάνει για δική του ευχαρίστηση, είναι αδύνατον να πληρωθεί – ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου σχεδόν τα πάντα ζητούνται μίζερα δωρεάν, δήθεν με αντάλλαγμα την προβολή των «συγγραφέων» τους. Ως εκ τούτου κυκλοφορούν τόσα πολλά «σκουπίδια», τα οποία είναι αδύνατον να προσφέρουν έστω μία ελάχιστη ορθολογική/αντικειμενική πληροφόρηση – με αποτέλεσμα οι αναγνώστες να αποκτούν διαστρεβλωμένες γνώσεις και πληροφορίες, οι οποίες μάλλον τους αποπροσανατολίζουν παρά τους ενημερώνουν (η ημιμάθεια είναι πολύ χειρότερη της αμάθειας).
Έτσι αναφερόμαστε συχνά σε έλλειμμα παιδείας, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έλλειμμα δημοσιογραφίας – με καταστροφικά αποτελέσματα για το πολιτισμικό επίπεδο της χώρας. Φυσικά η προώθηση «σκουπιδιών» αντί σοβαρών ειδήσεων και αναλύσεων, καθώς επίσης η πτώση του πολιτισμικού επιπέδου εξυπηρετεί τις ελίτ – ενώ η μεγαλύτερη ευθύνη των Πολιτών είναι η αδιαφορία για τη σωστή ενημέρωση τους, τονίζοντας πως υπάρχουν χιλιάδες ανεύθυνοι πολιτικά άνθρωποι που δεν έχουν διαβάσει καν το Σύνταγμα της χώρας τους και δυστυχώς ψηφίζουν, «παίρνοντας στο λαιμό τους» όλους τους άλλους.
Βέβαια, δεν είναι υπεύθυνα μόνο τα ΜΜΕ για τα «σκουπίδια», με τα οποία γεμίζουν τις σελίδες τους αλλά, επίσης, οι αναγνώστες τους – οι οποίοι σπάνια είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για τη σωστή ενημέρωση τους. Ακόμη χειρότερα, νομίζουν πως τη δικαιούνται δωρεάν, αδιαφορώντας για το χρόνο που αφιερώνει ο συντάκτης τους – ενώ θεωρούν πως πρέπει να είναι ευτυχής απλά και μόνο επειδή τον διαβάζουν!
(Τέταρτο φίλτρο): Οι επιθέσεις εναντίον των ΜΜΕ. Οι ειδήσεις ή οι αναλύσεις των μέσων που είναι δυσάρεστες στις ελίτ, «απαντώνται» συστηματικά με αρνητικές αντιδράσεις εκ μέρους τους – οι οποίες δεν είναι μόνο αγωγές ή μηνύσεις αλλά, επίσης, καθοδηγούμενα από τις εταιρείες δημοσίων σχέσεων αρνητικά γράμματα αναγνωστών, προσβλητικά τηλεφωνήματα, κακεντρεχή σχόλια σε διάφορα forum, προσωπικές απειλές, διαμαρτυρίες των διαφημιζομένων που απειλούν με το σταμάτημα των διαφημίσεων τους κοκ.
Για παράδειγμα, μία ολόκληρη σειρά άρθρων και ρεπορτάζ που αφορούσαν τους πιλότους της Lufthansa, εκ μέρους της εφημερίδας SZ, είχαν ως αποτέλεσμα να απειλήσει η αεροπορική εταιρία τη διοίκηση με τη μείωση των 10.000 συνδρομών που είχε στην SZ – ενώ την ίδια εποχή μία Βρετανίδα δημοσιογράφος κατήγγειλε ότι, πολλά περιοδικά και εφημερίδες είχαν απορρίψει τα πλήρως τεκμηριωμένα ρεπορτάζ της για τους πιλότους της Lufthansa (πηγή), για να μην τη χάσουν από πελάτη.
(Πέμπτο φίλτρο): Η επικρατούσα ιδεολογία. Τα κυρίαρχα ΜΜΕ υπηρετούν συνήθως μία συγκεκριμένη ιδεολογία, αυτήν των ελίτ, επειδή διαφορετικά δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά – ενώ ακόμη και αν δεν το κάνουν, λειτουργούν προσεκτικά ως «μέσο αποσυμπίεσης» της οργής της πλειοψηφίας, έτσι ώστε να μην πλημμυρίσει τους δρόμους και να μην εξεγερθεί.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, κανένα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ δεν φιλοξενεί αντίθετες στα μνημόνια απόψεις – εκτός εάν έχει τη δυνατότητα/στελέχη να τις καταρρίψει. Καλούν δηλαδή κάποιον με αντίθετες απόψεις, συνήθως οικονομολόγο ή πολιτικό, με στόχο να αποδείξουν πως κάνει λάθος και να τον διασύρουν – έτσι ώστε να πεισθούν οι τηλεθεατές πως τα μνημόνια είναι θεάρεστο έργο των πιστωτών και πρέπει να τους ευγνωμονούν.
Για το ίδιο θέμα, στη Γερμανία σχεδόν κανένας οικονομικός δημοσιογράφος δεν άσκησε κριτική στην καταστροφικά λανθασμένη πολιτική που επιβλήθηκε στην Ελλάδα – ενώ όταν το έκαναν μερικοί, αφού ήταν πλέον φανερά τα αποτελέσματα, ήταν για προσχηματικούς καθαρά λόγους. Αντίθετα, οι κατηγορίες κατά των Ελλήνων με αποκορύφωμα το όρθιο δάκτυλο της Αφροδίτης, ήταν σε καθημερινή βάση – επηρεάζοντας αρνητικά την κοινή γνώμη και τοποθετώντας την εναντίον της Ελλάδας.
Με ένα δεύτερο παράδειγμα, όποιος ασκούσε κριτική στα φασιστικά καθεστώτα που είχαν επιβάλλει οι Η.Π.Α. στη Λατινική Αμερική, κατηγορούταν από τα ΜΜΕ ως κομμουνιστής – επιβεβαιώνοντας το ρητό, σύμφωνα με το οποίο όποιος δεν είναι υπέρ μας, είναι εναντίον μας. Φυσικά υπάρχουν έμμισθοι δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι κλπ. στην υπηρεσία της εκάστοτε επικρατούσας ιδεολογίας – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου βλέπουμε αρκετούς υποστηρικτές του ΔΝΤ και των μνημονίων να προβάλλονται από τα ΜΜΕ, ως μη αμφισβητήσιμοι και απολύτως αξιόπιστοι ειδικοί επιστήμονες.
Τέλος, στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970 αρκετοί αριστεροί χαρακτηρίζονταν ως άτομα που συμπαθούσαν την τρομοκρατική οργάνωση της RAF – με στόχο την αφαίρεση της «νομιμοποίησης» τους, όσον αφορά την έκφραση των απόψεων τους. Κάτι σχετικά ανάλογο διαπιστώνεται στην Ελλάδα, όπου όλοι όσοι τάσσονται εναντίον της παράνομης μετανάστευσης στηριζόμενοι στις συνθήκες του ΟΗΕ (άρθρο), χαρακτηρίζονται φασίστες, ακροδεξιοί, ρατσιστές, εθνικιστές κοκ. – με στόχο την προσωπική «φίμωση» τους, αφού οι ελίτ υποστηρίζουν καθαρά τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες επειδή ελέγχονται πολύ πιο εύκολα, ενώ προσφέρουν φθηνότερο εργατικό δυναμικό.
Η τεκμηρίωση των μεθόδων χειραγώγησης
Περαιτέρω, δύο από τους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το θέμα των φίλτρων προς αποφυγή της χειραγώγησης (Herman, Chomsky), ανέφεραν ένα κλασσικό παράδειγμα της λειτουργίας των ΜΜΕ – συγκρίνοντας τις ειδήσεις των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης στο θέμα των γενοκτονιών αφενός μεν στην Καμπότζη, αφετέρου στο Ανατολικό Τιμόρ τη δεκαετία του 1970. Η βασική διαφορά μεταξύ τους ήταν το ότι, στην Καμπότζη αυτοί που διενήργησαν το έγκλημα ήταν οι κομμουνιστές (Ερυθροί KHMER), ενώ στο Τιμόρ η φιλική προς τις Η.Π.Α. κυβέρνηση της χώρας.
Στα πλαίσια αυτά διαπίστωσαν πως οι ειδήσεις για την Καμπότζη σε μία μόνο εφημερίδα (NYT) ήταν 15 φορές πιο πολλές από ότι για το Ανατολικό Τιμόρ – όπου, επειδή στο τελευταίο η γενοκτονία προκλήθηκε με αμερικανικά όπλα, οι αναφορές θα προκαλούσαν ζημία τόσο στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ (πρώτο φίλτρο), όσο και στους διαφημιζομένους (δεύτερο φίλτρο). Εκτός αυτού το υπουργείο εξωτερικών των Η.Π.Α. ενδιαφερόταν προφανώς για την «απονομιμοποίηση» των κομμουνιστικών καθεστώτων, οπότε προμήθευε τα ΜΜΕ όσο καλύτερα μπορούσε με ειδήσεις από τα εγκλήματα στην Καμπότζη – ελάχιστα με τα αντίστοιχα στο Τιμόρ, αφού θεωρούταν ο βασικότερος σύμμαχος τους στην περιοχή (τρίτο φίλτρο).
Οι δύο επιστήμονες επικρίθηκαν πολύ αυστηρά από την αμερικανική κυβέρνηση για την ανάλυση των ειδήσεων εκ μέρους τους (τέταρτο φίλτρο) – η οποία φυσικά ήταν αντίθετη με την επικρατούσα ιδεολογία (πέμπτο φίλτρο). Όσον αφορά τη γενοκτονία στο Τιμόρ, δεν χαρακτηρίσθηκε ως τέτοια για πάρα πολλά χρόνια – ενώ τα ΜΜΕ προσπάθησαν να την αιτιολογήσουν με τον πόλεμο εναντίον του «εγκληματικού» κομμουνιστικού κόμματος (όπως του Σ. Χουσεΐν στο Ιράκ με τη δήθεν κατοχή χημικών, του Καντάφι στη Λιβύη κοκ.).
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όταν διαβάζει κανείς μία εφημερίδα ή ακούει ειδήσεις, οφείλει να συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται για ολόκληρη την αλήθεια – αλλά μόνο για σκόπιμα φιλτραρισμένες πληροφορίες, οι οποίες εξυπηρετούν ή προστατεύουν πάντοτε κάποια συμφέροντα. Όσον αφορά το διαδίκτυο, στο οποίο υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εκφέρει ο οποιοσδήποτε ελεύθερα τη γνώμη του ή να μεταφέρει κάποιες ειδήσεις (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιστοσελίδες κλπ.), οι ελίτ έχουν λάβει ήδη τα μέτρα τους – προμηθεύοντας με σκόπιμα ψευδείς ειδήσεις τα διάφορα site, έτσι ώστε να χάσουν την αξιοπιστία τους, πλημμυρίζοντας το με εκατοντάδες χιλιάδες δικούς τους κόμβους για να μην μπορεί κανείς να βρει εύκολα αυτούς που κάνουν σωστή δουλειά, διαθέτοντας ανθρώπους που βρίζουν χαμηλώνοντας το επίπεδο των σελίδων ή ασκούν έντονη αρνητική κριτική κοκ.
Ως εκ τούτου τα παραπάνω πέντε φίλτρα δεν είναι αρκετά για να απειλήσουν το σύστημα της μαζικής προπαγάνδας – ενώ μόνο οι σωστά ενημερωμένοι Πολίτες είναι σε θέση να αμυνθούν απέναντι στη χειραγώγηση τους από τα ΜΜΕ. Οι Πολίτες αυτοί πρέπει να αναζητούν πολύ προσεκτικά τον τρόπο και τις πηγές ενημέρωσης τους – γνωρίζοντας πως η έρευνα τους αυτή είναι πολύ πιο σημαντική από την απλή ανάγνωση ειδήσεων ή αναλύσεων που δεν έχει αποδειχθεί η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα τους όχι από τα αμφιβόλου προέλευσης και σκοπιμότητας σχόλια των αναγνωστών τους, αλλά από τη δική τους κοινή λογική.
από Βασίλης Βιλιάρδος
πηγή
https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου