Ο διαβολικός Γιουσούφ Μπέης στήνει την παγίδα
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1821, ο Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά (1792-1849), υπέβαλε στον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ ένα υπόμνημα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται φρικιαστικές λεπτομέρειες για τη γενοκτονία των 30.000 «άπιστων» ρωμιών της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του ιδίου έτους, με το ξέσπασμα της επανάστασης στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής, στις 16 Μαΐου του 1821. Στα 1815, ο Χαϊρουλλάχ διορίσθηκε ιεροδίκης στο Σκούταρι (Χρυσούπολη), και στα 1820 μολλάς (δικαστής πρώτου βαθμού) στη Θεσσαλονίκη. Το εξαιρετικό αυτό ντοκουμέντο, γραμμένο με την αραβική γραφή «σουλούς», βρήκε ο Αβρ. Ν. Παπάζογλου, τη δεκαετία του 1930, στα χειρόγραφα των ανακτόρων του Τοπ-Καπού στην Πόλη, και το δημοσίευσε το 1940, με εισαγωγικά σχόλια και πλήθος ερμηνευτικών σημειώσεων.
Αν και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα χειρόγραφα για τη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής περιόδου, το συγκλονιστικό αυτό «Οδοιπορικό» του Τούρκου μολλά έχει χρησιμοποιηθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνον ως βιβλιογραφική αναφορά. Η istorikimnimi θα δημοσιεύσει σε συνέχειες, και
κατά ενότητες, το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του «υπομνήματος» προς τον Μαχμούτ τον Β΄, με σχόλια και υποσημειώσεις τόσο του ιδίου του Παπάζογλου όσο και συμπληρωματικά του συγγραφέα.
«Σήμερα η Θεσσαλονίκη έχει ως εκατό χιλιάδες κατοίκους, απ’ τους οποίους οι σαράντα είναι μουσουλμάνοι κι’ οι άλλοι, άπιστοι, ρωμιοί,1 εβραίοι κι’ αρμένιοι. Οι άπιστοι αυτοί έχουν έναν δεσπότ – εφέντη, που λέγεται Μακάρ (Μακάριος, επίσκοπος Κίτρους) και που κάθεται στο Μητροπολιτχανέ (Μητρόπολη). Έχουν ένα – δύο σχολειά και μερικές εκκλησίες, που η πιο μεγάλη τους είναι αυτή που ονομάζουν Μηνά εφέντη (Άγιος Μηνάς) και που μέσα στα κελλιά της μαζεύονται όλοι οι πρόκριτοι χριστιανοί και συζητούν για το Πατριαρχείο, για το Φανάρι και για τον Μωριά. Τη μέρα μάλιστα που έφθασα και πήγα στο Κονάκι, είχαν φέρει εκεί μπροστά στον Γιουσούφ Βέη, έναν μεσήλικα άπιστο, Μεστανέ εφέντη, γιατί, λέγει, μάθαινε στα παιδιά του ένα τραγούδι, γραμμένο από έναν άπιστο της Θεσσαλίας,2 που η Μεγαλειότης Σου, με προγενέστερο προσκυνητό φιρμάνι Σου, είχες καταδικάσει και απαγορεύσει.
Όμως, ό,τι μούκαμε μεγαλύτερην εντύπωση εδώ, είναι τ’ ότι οι άπιστοι ρωμιοί, παρά την προσκυνητή διαταγή Σου, και μ’ ανοχή του αρχιαστυνόμου Τσακίρ Βέη, που ίσως και να παίρνει «ρουσφέτια» (φιλοδωρήματα) γι’ όλα αυτά, τριγυρνούν στους δρόμους μ’ άλογο, με καλά ρούχα, και το χειρότερο, δεν κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο όταν τύχει να συναντήσουν κανέναν πιστό.3
Ακόμα, μ’ εκνεύρισε πολύ και το καθημερινό χτύπημα της καμπάνας των εκκλησιών και προ παντός της Μητρόπολης, που χτυπά τόσο άσχημα στ’ αφτιά των μουσουλμάνων και τους θυμίζει, ότι κάτω από τον ίδιον μ’ αυτούς ουρανό ζουν κι’ άνθρωποι τόσο τυφλοί κι ανόητοι, ώστε να πιστεύουν πώς στον κόσμο υπάρχουν κι άλλες θρησκείες πιο αληθινές από τη δική μας του – μεγάλη η χάρη Του! – Μωάμεθ.
Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου συναντήθηκα με τον μουτεσελήμη Γιουσούφ Βέη. Με δέχθηκε στο Χιοκιουμέτ – Κονακή (Κονάκι, Διοικητήριο),4 παρουσία και του μουφτή, του γενητσάρ – αγά Αζίζ αγά και του αρχιαστυνόμου Τσακίρ εφέντη. Ο Γιουσούφ Βέης, είναι άνθρωπος βάναυσος, τυραννικός και χριστιανομάχος (γκιαούρ ντουσμανή).5 Οι άλλοι μπροστά του, κι’ αυτός ακόμα ο μουφτή εφέντης, στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια και δεν τολμούν να πουν τη γνώμη τους. Εγώ ωστόσο, ο ταπεινός δούλος Σου, συνηθισμένος στην καλωσύνη και τη δίκαια κρίση Σου, δεν μπόρεσα να δεχθώ χωρίς συζήτηση τα όσα μου είπε. Και ήταν αυτά, τα παρακάτω: “οι άπιστοι ρωμιοί του βιλαγιετιού δείχνουν εδώ και λίγο καιρό κάποιαν ύποπτη κίνηση. Ετοιμάζουν, λέγει, εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση και την εξουσία Σου. Και γι’ αυτό πρέπει αλύπητα να τους χτυπούμε, όπου του βρίσκουμε. Βέβαια εγώ εναντιώθηκα σ’ αυτά, γιατί, Θεέ μου, ποιος θα τολμήσει να επαναστατήσει στην δική Σου δύναμη και εξουσία; Του είπα, πώς θάταν προτιμότερο, αντί να τους τυραννούμε, να τους φερόμαστε καλύτερα σαν φίλοι, ώστε νάναι ευχαριστημένοι και να μην έχουν παράπονα”.
Τα λόγια μου αυτά του φάνηκαν τολμηρά και αγανακτισμένος βγήκεν από την αίθουσα. Έφυγα τότε κι’ εγώ και αφού προσευχήθηκα και συμβουλεύθηκα το Ιερό Κοράνιο, ξεκίνησα να συναντήσω τον Δεσπότ – εφέντη και να του πω να συμβουλέψει το ποίμνιό του, νάναι πιο πιστό στους νόμους του Σερή και να υπακούει στις διαταγές του Κονακιού. Ο Δεσπότ – εφέντης με δέχθηκε σαν παλιό φίλο, κι ενώ πίναμε τους καφέδες που μας έφερεν ένας «τσαούσης» (κλητήρας), του είπα ό,τι είχα κατά νού. Μ’ άκουσε, βρήκε πώς είχα δίκαιο, και φεύγοντας, μου είπε να Σού μεταβιβάσω την πίστη και την αφοσίωση όλων των ρωμιών της Θεσσαλονίκης. Τον δεσπότ – εφέντη αυτόν οι ρωμιοί τον λέγουν Μακάρ (Μακάριος, επίσκοπος Κίτρους),6 όμως για νάμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα, αν αυτό είναι το αξίωμά του (ρουτμπεσή) ή τ’ όνομά του».
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
[1] Ο Χαϊρουλλάχ σαφώς κατατάσσει τους Ρωμιούς ως τη δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης, μετά τους μουσουλμάνους, πριν τον Μάιο του 1821.
[2] Ο Παπάζογλου πιθανολογεί ότι πρόκειται για τον Ρήγα Φερραίο, αλλά βεβαίως πρόκειται για αυτόν. Ήδη από τον Ιούλιο του 1797 η Υψηλή Πύλη, με το φόβο της διασποράς των Ιδεών της «Γαλλικής Επανάστασης» και των επαναστατικών ιδεών του Ρήγα, είχε στείλει φιρμάνι προς τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, (ήταν και τότε πατριάρχης), «να μη λείπη με συμβουλάς και παραινέσεις να διδάσκη πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη». Βλ. σχετ. Έξαρχος Γιώργης, Ρήγας Βελεστινλής, Ο βάρδος της ελληνικής ελευθερίας και δημοκρατίας, Νέα αποκαλυπτικά στοιχεία, εκδόσεις Ερωδιός, 2017.
[3] Παπάζογλου: Είναι γνωστό, πώς τα πρώτα μετά την άλωση χρόνια, κι’ ως τα 1750 μάλιστα, οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της Τουρκίας υπάγονταν σ’ ένα πλήθος περιορισμούς, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά τους απέναντι στους μουσουλμάνους. Στα 1630 μάλιστα (21 Ιουλίου), επί Μουράτ Δ΄, είχεν εκδοθή και σχετικό διάταγμα (αντίγραφό του βρίσκεται στα χέρια μου), που κοινοποιήθηκε σε όλους τους ιεροδίκες, εφιστώντας την προσοχή τους στην εφαρμογή των μέτρων αυτών. Με τον καιρό ωστόσο οι διατάξεις αυτές, που καθώριζαν την αμφίεση των μη μουσουλμάνων, είχαν ατονήσει, κι’ είναι περίεργο, πώς ο Χαϊρουλλάχ εφ. παραξενεύεται βλέποντας, στα 1820, τους ρωμιούς «να μην κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο, όταν τύχει να συναντήσουν κανέναν μουσουλμάνο» και μάλιστα, σε μία πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, που τον καιρό εκείνο, δεν είχε μουσουλμάνους τέτοιους, που στο αντίκρυσμά τους να πρέπει οι άλλοι να παραμερίζουν.
[4] Το Κονάκι, το παλιό Διοικητήριο δεν ήταν στη θέση του σημερινού Διοικητηρίου. Η θέση του εντοπίζεται ευκρινώς, στη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης του 1875-78 του αρχείου Δέλλιου, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (τότε τζαμί Κασιμιέ), μεταξύ των σημερινών οδών Κασσάνδρου και Αγίου Δημητρίου.
[5] Ο διαβολικός μουτεσελίμης της Θεσσαλονίκης Σερίφ Σεντίκ Γιουσούφ Μπέης αξίζει μία θέση στη μαύρη λίστα των πιο αιμοσταγών τούρκων διοικητών. Άλλωστε, οι χαρακτηρισμοί του ίδιου του Οθωμανού δικαστή φανερώνουν το μέγεθος της θηριωδίας του Γιουσούφ Μπέη. Τον έτρεμε ακόμα και ο μουφτής!
[6] Επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος ο Α΄, ο Κυριακός. Διετέλεσε επίσκοπος Κίτρους από το 1815 έως τον Μάιο του 1821, την ημέρα του μαρτυρίου του στις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε καθήκοντα τοποτηρητή στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καθώς ο επίσκοπος Ιωσήφ είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για τις εργασίες της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Φυσικά, και ο Ιωσήφ μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
πηγή
booksonthesites.blogspot.com
Δες και,
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com
Αρχές Σεπτεμβρίου του 1821, ο Χαϊρουλλάχ ίμπν Σινασή Μεχμέτ αγά (1792-1849), υπέβαλε στον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ ένα υπόμνημα στο οποίο συμπεριλαμβάνονται φρικιαστικές λεπτομέρειες για τη γενοκτονία των 30.000 «άπιστων» ρωμιών της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του ιδίου έτους, με το ξέσπασμα της επανάστασης στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής, στις 16 Μαΐου του 1821. Στα 1815, ο Χαϊρουλλάχ διορίσθηκε ιεροδίκης στο Σκούταρι (Χρυσούπολη), και στα 1820 μολλάς (δικαστής πρώτου βαθμού) στη Θεσσαλονίκη. Το εξαιρετικό αυτό ντοκουμέντο, γραμμένο με την αραβική γραφή «σουλούς», βρήκε ο Αβρ. Ν. Παπάζογλου, τη δεκαετία του 1930, στα χειρόγραφα των ανακτόρων του Τοπ-Καπού στην Πόλη, και το δημοσίευσε το 1940, με εισαγωγικά σχόλια και πλήθος ερμηνευτικών σημειώσεων.
Αν και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα χειρόγραφα για τη Θεσσαλονίκη της οθωμανικής περιόδου, το συγκλονιστικό αυτό «Οδοιπορικό» του Τούρκου μολλά έχει χρησιμοποιηθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις και μόνον ως βιβλιογραφική αναφορά. Η istorikimnimi θα δημοσιεύσει σε συνέχειες, και
κατά ενότητες, το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του «υπομνήματος» προς τον Μαχμούτ τον Β΄, με σχόλια και υποσημειώσεις τόσο του ιδίου του Παπάζογλου όσο και συμπληρωματικά του συγγραφέα.
«Σήμερα η Θεσσαλονίκη έχει ως εκατό χιλιάδες κατοίκους, απ’ τους οποίους οι σαράντα είναι μουσουλμάνοι κι’ οι άλλοι, άπιστοι, ρωμιοί,1 εβραίοι κι’ αρμένιοι. Οι άπιστοι αυτοί έχουν έναν δεσπότ – εφέντη, που λέγεται Μακάρ (Μακάριος, επίσκοπος Κίτρους) και που κάθεται στο Μητροπολιτχανέ (Μητρόπολη). Έχουν ένα – δύο σχολειά και μερικές εκκλησίες, που η πιο μεγάλη τους είναι αυτή που ονομάζουν Μηνά εφέντη (Άγιος Μηνάς) και που μέσα στα κελλιά της μαζεύονται όλοι οι πρόκριτοι χριστιανοί και συζητούν για το Πατριαρχείο, για το Φανάρι και για τον Μωριά. Τη μέρα μάλιστα που έφθασα και πήγα στο Κονάκι, είχαν φέρει εκεί μπροστά στον Γιουσούφ Βέη, έναν μεσήλικα άπιστο, Μεστανέ εφέντη, γιατί, λέγει, μάθαινε στα παιδιά του ένα τραγούδι, γραμμένο από έναν άπιστο της Θεσσαλίας,2 που η Μεγαλειότης Σου, με προγενέστερο προσκυνητό φιρμάνι Σου, είχες καταδικάσει και απαγορεύσει.
Όμως, ό,τι μούκαμε μεγαλύτερην εντύπωση εδώ, είναι τ’ ότι οι άπιστοι ρωμιοί, παρά την προσκυνητή διαταγή Σου, και μ’ ανοχή του αρχιαστυνόμου Τσακίρ Βέη, που ίσως και να παίρνει «ρουσφέτια» (φιλοδωρήματα) γι’ όλα αυτά, τριγυρνούν στους δρόμους μ’ άλογο, με καλά ρούχα, και το χειρότερο, δεν κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο όταν τύχει να συναντήσουν κανέναν πιστό.3
Ακόμα, μ’ εκνεύρισε πολύ και το καθημερινό χτύπημα της καμπάνας των εκκλησιών και προ παντός της Μητρόπολης, που χτυπά τόσο άσχημα στ’ αφτιά των μουσουλμάνων και τους θυμίζει, ότι κάτω από τον ίδιον μ’ αυτούς ουρανό ζουν κι’ άνθρωποι τόσο τυφλοί κι ανόητοι, ώστε να πιστεύουν πώς στον κόσμο υπάρχουν κι άλλες θρησκείες πιο αληθινές από τη δική μας του – μεγάλη η χάρη Του! – Μωάμεθ.
Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου συναντήθηκα με τον μουτεσελήμη Γιουσούφ Βέη. Με δέχθηκε στο Χιοκιουμέτ – Κονακή (Κονάκι, Διοικητήριο),4 παρουσία και του μουφτή, του γενητσάρ – αγά Αζίζ αγά και του αρχιαστυνόμου Τσακίρ εφέντη. Ο Γιουσούφ Βέης, είναι άνθρωπος βάναυσος, τυραννικός και χριστιανομάχος (γκιαούρ ντουσμανή).5 Οι άλλοι μπροστά του, κι’ αυτός ακόμα ο μουφτή εφέντης, στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια και δεν τολμούν να πουν τη γνώμη τους. Εγώ ωστόσο, ο ταπεινός δούλος Σου, συνηθισμένος στην καλωσύνη και τη δίκαια κρίση Σου, δεν μπόρεσα να δεχθώ χωρίς συζήτηση τα όσα μου είπε. Και ήταν αυτά, τα παρακάτω: “οι άπιστοι ρωμιοί του βιλαγιετιού δείχνουν εδώ και λίγο καιρό κάποιαν ύποπτη κίνηση. Ετοιμάζουν, λέγει, εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση και την εξουσία Σου. Και γι’ αυτό πρέπει αλύπητα να τους χτυπούμε, όπου του βρίσκουμε. Βέβαια εγώ εναντιώθηκα σ’ αυτά, γιατί, Θεέ μου, ποιος θα τολμήσει να επαναστατήσει στην δική Σου δύναμη και εξουσία; Του είπα, πώς θάταν προτιμότερο, αντί να τους τυραννούμε, να τους φερόμαστε καλύτερα σαν φίλοι, ώστε νάναι ευχαριστημένοι και να μην έχουν παράπονα”.
Τα λόγια μου αυτά του φάνηκαν τολμηρά και αγανακτισμένος βγήκεν από την αίθουσα. Έφυγα τότε κι’ εγώ και αφού προσευχήθηκα και συμβουλεύθηκα το Ιερό Κοράνιο, ξεκίνησα να συναντήσω τον Δεσπότ – εφέντη και να του πω να συμβουλέψει το ποίμνιό του, νάναι πιο πιστό στους νόμους του Σερή και να υπακούει στις διαταγές του Κονακιού. Ο Δεσπότ – εφέντης με δέχθηκε σαν παλιό φίλο, κι ενώ πίναμε τους καφέδες που μας έφερεν ένας «τσαούσης» (κλητήρας), του είπα ό,τι είχα κατά νού. Μ’ άκουσε, βρήκε πώς είχα δίκαιο, και φεύγοντας, μου είπε να Σού μεταβιβάσω την πίστη και την αφοσίωση όλων των ρωμιών της Θεσσαλονίκης. Τον δεσπότ – εφέντη αυτόν οι ρωμιοί τον λέγουν Μακάρ (Μακάριος, επίσκοπος Κίτρους),6 όμως για νάμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα, αν αυτό είναι το αξίωμά του (ρουτμπεσή) ή τ’ όνομά του».
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
[1] Ο Χαϊρουλλάχ σαφώς κατατάσσει τους Ρωμιούς ως τη δεύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης, μετά τους μουσουλμάνους, πριν τον Μάιο του 1821.
[2] Ο Παπάζογλου πιθανολογεί ότι πρόκειται για τον Ρήγα Φερραίο, αλλά βεβαίως πρόκειται για αυτόν. Ήδη από τον Ιούλιο του 1797 η Υψηλή Πύλη, με το φόβο της διασποράς των Ιδεών της «Γαλλικής Επανάστασης» και των επαναστατικών ιδεών του Ρήγα, είχε στείλει φιρμάνι προς τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, (ήταν και τότε πατριάρχης), «να μη λείπη με συμβουλάς και παραινέσεις να διδάσκη πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη». Βλ. σχετ. Έξαρχος Γιώργης, Ρήγας Βελεστινλής, Ο βάρδος της ελληνικής ελευθερίας και δημοκρατίας, Νέα αποκαλυπτικά στοιχεία, εκδόσεις Ερωδιός, 2017.
[3] Παπάζογλου: Είναι γνωστό, πώς τα πρώτα μετά την άλωση χρόνια, κι’ ως τα 1750 μάλιστα, οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της Τουρκίας υπάγονταν σ’ ένα πλήθος περιορισμούς, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά τους απέναντι στους μουσουλμάνους. Στα 1630 μάλιστα (21 Ιουλίου), επί Μουράτ Δ΄, είχεν εκδοθή και σχετικό διάταγμα (αντίγραφό του βρίσκεται στα χέρια μου), που κοινοποιήθηκε σε όλους τους ιεροδίκες, εφιστώντας την προσοχή τους στην εφαρμογή των μέτρων αυτών. Με τον καιρό ωστόσο οι διατάξεις αυτές, που καθώριζαν την αμφίεση των μη μουσουλμάνων, είχαν ατονήσει, κι’ είναι περίεργο, πώς ο Χαϊρουλλάχ εφ. παραξενεύεται βλέποντας, στα 1820, τους ρωμιούς «να μην κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο, όταν τύχει να συναντήσουν κανέναν μουσουλμάνο» και μάλιστα, σε μία πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, που τον καιρό εκείνο, δεν είχε μουσουλμάνους τέτοιους, που στο αντίκρυσμά τους να πρέπει οι άλλοι να παραμερίζουν.
[4] Το Κονάκι, το παλιό Διοικητήριο δεν ήταν στη θέση του σημερινού Διοικητηρίου. Η θέση του εντοπίζεται ευκρινώς, στη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης του 1875-78 του αρχείου Δέλλιου, μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (τότε τζαμί Κασιμιέ), μεταξύ των σημερινών οδών Κασσάνδρου και Αγίου Δημητρίου.
[5] Ο διαβολικός μουτεσελίμης της Θεσσαλονίκης Σερίφ Σεντίκ Γιουσούφ Μπέης αξίζει μία θέση στη μαύρη λίστα των πιο αιμοσταγών τούρκων διοικητών. Άλλωστε, οι χαρακτηρισμοί του ίδιου του Οθωμανού δικαστή φανερώνουν το μέγεθος της θηριωδίας του Γιουσούφ Μπέη. Τον έτρεμε ακόμα και ο μουφτής!
[6] Επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος ο Α΄, ο Κυριακός. Διετέλεσε επίσκοπος Κίτρους από το 1815 έως τον Μάιο του 1821, την ημέρα του μαρτυρίου του στις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε καθήκοντα τοποτηρητή στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καθώς ο επίσκοπος Ιωσήφ είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για τις εργασίες της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Φυσικά, και ο Ιωσήφ μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
πηγή
booksonthesites.blogspot.com
Δες και,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου