Στέργιος Π. Ζυγούρας
Πράγματι, είτε στο επίπεδο της παραδοσιακής ιστορίας, είτε στο επίπεδο της νεοτερικότητας, το 1821 έχει ελληνο-τουρκικό (τοπικό) ενδιαφέρον και οι αλλόγλωσσοι εμπλεκόμενοι παράγοντες θεωρούνται -και αποκαλούνται- «ξένοι». Μόνον η
νεομαρξιστική ιστορική σχολή έχει αναδείξει την Ελληνική Επανάσταση ως ένα «ευρωπαϊκό γεγονός», ορίζοντας με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο την σύγκρουση που κορυφώνεται το 1824. Όμως αυτή η σχολή έχει μια καίρια αντίφαση. Η σημερινή, νεοτερική, ενωμένη Ευρώπη είναι αυτή που συγκροτείται από τις κατατμήσεις της παραδοσιακής Ευρώπης. Τα πρώτα εθνικά κράτη συγκροτήθηκαν στην βάση των Εθνικών Χριστιανικών Εκκλησιών που προέκυψαν από την διάσπαση του Δυτικού Ρωμαϊκού κόσμου. Και η διάσπαση προκλήθηκε από την αναπάντεχη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, ενώ για αιώνες ο κόσμος αυτός φαινόταν ένας κόσμος συμπαγής, με αντίπαλο την Ρωμαϊκή Ανατολή. Η δημιουργία των εθνικών κρατών εκθειάζεται από την νεοτερική ιστορία (πολιτική ερμηνεία), την στιγμή που οι ιστορικοί της υποστηρίζουν (πάλι με πολιτικά κριτήρια) την διάλυσή τους, υπέρ μιας υπερεθνικής Ευρώπης με κεντρική διοίκηση και νόμισμα. Την πολιτική τους προτίμηση έρχεται να υποστηρίξει η ιστορική -κατ’ αυτούς- συνέχεια της νεωτερικής προόδου προς την ανθρώπινη ελευθερία. Λένε, δηλαδή, ότι η σημερινή υπερεθνική Ευρώπη των Βρυξελλών θεμελιώθηκε στα εθνικά χριστιανικά κράτη που ξεκίνησαν από την Αγγλία, την Ολλανδία και την Σουηδία, συνέχισαν με την Γαλλία και την Ελλάδα, την μετάλλαξη της Ιβηρικής και ολοκληρώθηκαν με τα κράτη της Ιταλίας, της Γερμανίας, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης μέχρι το 1918. Όλοι δέχονται ότι η ιστορία δεν ταυτίζεται με την πολιτική, όλοι όμως γνωρίζουν ότι η πολιτική στηρίζεται πολύ στην ιστορία. Η πολιτική αντίφαση που ενδεχομένως κρύβει και ένα ιστορικό έλλειμμα είναι η εξής: ο διεθνιστικός μαρξισμός θεωρεί «πρόοδο» τόσο τους εθνικούς χριστιανισμούς του 19ου αιώνα, όσο και τον υπερεθνικό αντιχριστιανισμό του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα, τα οικονομικά του εργαλεία είναι ικανά για να εντοπίζουν τις προϋποθέσεις των λαϊκών κοινωνικών μεταβολών, όχι όμως τις χρηματοδοτήσεις τους από ιδιωτικά κεφάλαια και χρηματιστήρια.
Το βιβλίο «Βρετανοί ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές – Φιλικές εταιρείες και κομιτάτα στο Λονδίνο (1790-1823)» της Γιάννας Τζουρμανά εκδόθηκε το 2015 από το Μουσείο Μπενάκη. Αξίζει να διαβαστεί γιατί έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Παρουσιάζει άγνωστες πλευρές της δράσης των βρετανικών Φιλικών Εταιρειών και καταπιάνεται με τους όρους που σηματοδοτούσαν το τοπίο, όπως «μεταρρύθμιση, φιλελευθερισμός, εκπαίδευση, σωφρονισμός, ελευθεροτυπία». Η αξία του βιβλίου όμως επεκτείνεται άμεσα στο παρόν. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε πόσο επίκαιρο είναι ένα βιβλίο που ασχολείται με τον όρο που καθημερινά και επί χρόνια ακούμε ως Έλληνες (μεταρρυθμίσεις), όταν μάλιστα, αυτός σχετίζεται τόσο με τις δανειοδοτήσεις, όσο και με την εθνική μας ταυτότητα, η διαμάχη περί της οποίας είναι αδιάκοπη, με έτος κλειδί το 1823. Τότε η Βρετανία παρενέβη υπέρ της «ελληνικής υπόθεσης». Η συνέχεια είναι γνωστή: «εμφύλιος πόλεμος» ονομάστηκε, όμως το ποιοι και γιατί συγκρούονται έχει εξηγηθεί μόνον στο περιορισμένο, «τοπικό» πλαίσιο που συνήθως εξετάζει η Επανάσταση του 1821.
Πράγματι, είτε στο επίπεδο της παραδοσιακής ιστορίας, είτε στο επίπεδο της νεοτερικότητας, το 1821 έχει ελληνο-τουρκικό (τοπικό) ενδιαφέρον και οι αλλόγλωσσοι εμπλεκόμενοι παράγοντες θεωρούνται -και αποκαλούνται- «ξένοι». Μόνον η
νεομαρξιστική ιστορική σχολή έχει αναδείξει την Ελληνική Επανάσταση ως ένα «ευρωπαϊκό γεγονός», ορίζοντας με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο την σύγκρουση που κορυφώνεται το 1824. Όμως αυτή η σχολή έχει μια καίρια αντίφαση. Η σημερινή, νεοτερική, ενωμένη Ευρώπη είναι αυτή που συγκροτείται από τις κατατμήσεις της παραδοσιακής Ευρώπης. Τα πρώτα εθνικά κράτη συγκροτήθηκαν στην βάση των Εθνικών Χριστιανικών Εκκλησιών που προέκυψαν από την διάσπαση του Δυτικού Ρωμαϊκού κόσμου. Και η διάσπαση προκλήθηκε από την αναπάντεχη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, ενώ για αιώνες ο κόσμος αυτός φαινόταν ένας κόσμος συμπαγής, με αντίπαλο την Ρωμαϊκή Ανατολή. Η δημιουργία των εθνικών κρατών εκθειάζεται από την νεοτερική ιστορία (πολιτική ερμηνεία), την στιγμή που οι ιστορικοί της υποστηρίζουν (πάλι με πολιτικά κριτήρια) την διάλυσή τους, υπέρ μιας υπερεθνικής Ευρώπης με κεντρική διοίκηση και νόμισμα. Την πολιτική τους προτίμηση έρχεται να υποστηρίξει η ιστορική -κατ’ αυτούς- συνέχεια της νεωτερικής προόδου προς την ανθρώπινη ελευθερία. Λένε, δηλαδή, ότι η σημερινή υπερεθνική Ευρώπη των Βρυξελλών θεμελιώθηκε στα εθνικά χριστιανικά κράτη που ξεκίνησαν από την Αγγλία, την Ολλανδία και την Σουηδία, συνέχισαν με την Γαλλία και την Ελλάδα, την μετάλλαξη της Ιβηρικής και ολοκληρώθηκαν με τα κράτη της Ιταλίας, της Γερμανίας, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης μέχρι το 1918. Όλοι δέχονται ότι η ιστορία δεν ταυτίζεται με την πολιτική, όλοι όμως γνωρίζουν ότι η πολιτική στηρίζεται πολύ στην ιστορία. Η πολιτική αντίφαση που ενδεχομένως κρύβει και ένα ιστορικό έλλειμμα είναι η εξής: ο διεθνιστικός μαρξισμός θεωρεί «πρόοδο» τόσο τους εθνικούς χριστιανισμούς του 19ου αιώνα, όσο και τον υπερεθνικό αντιχριστιανισμό του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα, τα οικονομικά του εργαλεία είναι ικανά για να εντοπίζουν τις προϋποθέσεις των λαϊκών κοινωνικών μεταβολών, όχι όμως τις χρηματοδοτήσεις τους από ιδιωτικά κεφάλαια και χρηματιστήρια.
Άρα, το ιστορικό ερώτημα τίθεται ως εξής: Για ποιο Ελληνικό Έθνος ενδιαφέρθηκε το Βρετανικό Έθνος το 1823; Την δημιουργία ποιου Ελληνικού κράτους χρηματοδότησε τότε το Βρετανικό κράτος; Ποιοι ήταν οι Βρετανοί μεταρρυθμιστές που πρωτοστάτησαν σ’ αυτή τη βοήθεια;
Η παρακολούθηση των πολιτικών ζυμώσεων, της οικονομίας και της διανόησης στον Βρετανικό χώρο, βοηθά στην διασαφήνιση του συνολικού ευρωπαϊκού τοπίου, ιδιαίτερα μεγάλου και πολύπλοκου, είναι η αλήθεια. Έτσι όμως αποσαφηνίζεται η βρετανοκίνητη «Liberté égalité fraternité». Να γιατί το βιβλίο φτάνει και πέρα από την δηλωμένη πρόθεσή του. Δρομολογεί την διασάφηση της πρόθεσης των Βρετανών ριζοσπαστών σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Φτάνει πέρα από την πρόθεσή του, επειδή παρακολουθεί σημαντικούς Βρετανούς μεταρρυθμιστές να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους τον καιρό των Ναπολεόντειων πολέμων ως υποστηρικτές της Γαλλικής Επανάστασης. Αν η παραδοσιακή ελληνική ιστορία έχει παρουσιάσει κυρίως ως εξιδανικευμένη φιγούρα ρομαντικού ποιητή τον λόρδο Μπάυρον, η αποκάλυψη μερικών από τα πρόσωπα που τον προσέλαβαν και τον απέστειλαν στην «ελληνική υπόθεση» είναι υποβοηθητική και για την αναζήτηση του πραγματικού Μπάυρον, που φαίνεται ότι δεν είχε αρμονικές σχέσεις με τους «εργοδότες» του. Ποιοι ήταν αυτοί και τι σχέση είχαν με τους «εν Ελλάδι» επαναστάτες;
Από την εργασία απουσιάζει η σύνδεση των πολιτικών διακηρύξεων των Βρετανών εταιριστών-μεταρρυθμιστών με την οντολογία και την θεοσοφία. Αν και το θέμα «μυστικές Εταιρείες» είναι δύσβατο, θα μπορούσε να γίνει μια γενική σύγκριση της Φιλικής Εταιρείας «της Οδησσού» με τις Φιλικές Εταιρείες του Λονδίνου. Από την άλλη πλευρά όμως, το ευρύ κοινό έρχεται σε επαφή με τον Bentham. Ποιον Θεό εξέφραζαν οι κοσμοθεωρίες του; Καταφανώς κάποιον άλλον από των χριστιανών, αφού ο ωφελιμισμός του είναι καθαρά υλιστικός. Η συνταύτισή του με τον Κοραή (υποστηρικτή του Ναπολέοντα) και με τον Ναπολέοντα (μεγάλο αντίπαλο μιας Ελληνικής Επανάστασης υπό τον ρωσίζοντα Κων/νο Υψηλάντη) μας αφήνει μια επιπλέον γεύση. Ο Μπετόβεν που διαφοροποιήθηκε έντονα από τον Ναπολέοντα – αυτοκράτορα, διαφημίστηκε όσο κανείς μουσικός για την 9η Συμφωνία του με την καταληκτική Ωδή στην Χαρά, όπου υμνείται η συναδέλφωση όλων των εθνών υπό τον ουράνιο πατέρα τους. Δεν είναι ο Μπένθαμ ο συνθέτης και μαέστρος της πολιτικής ορχήστρας και χορωδίας που παγκόσμια εκτελεί το πανανθρώπινο έργο «Ευτυχία-Ελευθερία» με το καταληκτικό χορωδιακό «Ωδή στην Συνταγματική θεά«; Πώς εξηγείται η μέχρι σήμερα περιθωριοποίησή του; Γιατί τα έργα του λογοκρίθηκαν από τον εκτελεστή της διαθήκης του και κάποια απ’ αυτά παραμένουν στην αφάνεια; Ο εκτελεστής της διαθήκης του Μπένθαμ ήταν ταυτόχρονα και ο Γραμματέας της Greek Committee. Αμφότεροι ερχόντουσαν σε επαφή με πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης. Αν δεν τους γνωρίσουμε επαρκώς πώς θα κατανοήσουμε το σκεπτικό υπό το οποίο δρουν ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος; Πώς θα ξεφύγουμε από την απλοϊκή εξήγηση της διαφοροποίησης μεταξύ Castlereagh και Canning, πώς θα κατανοήσουμε την βρετανική πολιτική, αν δεν γνωρίζουμε την σχέση Canning-Bentham; Πώς θα εξηγήσουμε γιατί πρώτη η «εξωτική» Αϊτή αναγνώρισε την Επανάσταση του 1821; Πού θα εντάξουμε την μεταδανειακή αίτηση προστασίας προς την Μ. Βρετανία και τον ρόλο των Ρώμα, Μουστοξύδη, Βιάρου Καποδίστρια; Πώς, τελικά, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα στο ανερμήνευτο 21, όταν έχουμε στριμώξει στην αφάνεια τον μέγα «Πολίτη του κόσμου, τον Παγκόσμιο Νομοθέτη, τον θεμελιωτή της Εγωκεντρικής Δημοκρατίας» Ιερεμία Μπένθαμ που με την παρέα του, τις ιδέες του και τις παρεμβάσεις των τραπεζιτών μάχονται υπέρ της δημιουργίας ενός εθνικού «Ελληνικού» κράτους; Δεν είναι ασφαλέστερος δρόμος για την κατανόηση του εθνικού 1821 η έρευνα στο πώς και γιατί ο διεθνισμός του Μπένθαμ βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον διεθνισμό του Βαρβάκη και του Eynard;
Το βιβλίο για τους Βρετανούς ριζοσπάστες δεν γράφτηκε για να αναλύσει την σχέση αυτών με το 1821. Δεν εξετάζει το κίνητρο δημιουργίας της Επιτροπής υπό την ονομασία London Greek Committee, αλλά τις τάσεις που υπάρχουν στην βρετανική πολιτική, στην οικονομική θεωρία, στον στοχασμό, στον επικοινωνιακό τομέα και πώς αυτές διασταυρώνονται με την διάχυτη επαναστατικότητα. Καταγράφει τις έντονες πολιτικές διεργασίες και το εσωτερικό συγκρουσιακό σκηνικό της Βρετανίας την δεκαετία του 1810, σε σχέση με την Ναπολέοντεια Γαλλία που εξάγει την Επανάστασή της ως Αστικό Κώδικα. Διαγράφει ένα τοπίο που υπερπηδά την νεομαρξιστική αντίφαση, δείχνοντας ότι οι μεταρρυθμιστές του 1800 οι οποίοι υποστήριζαν τους ανά την γη εθνισμούς, ήταν άκρως διεθνιστές και το όραμά τους απευθυνόταν στο βρετανικό και σε κάθε άλλο κράτος, όσο και στο -υπό ίδρυση- ελληνικό. Υπό αυτή την έννοια, η εργασία της Γ. Τζουρμανά βοηθά στην συγκρότηση του ιστορικού παζλ που οδηγεί στο σήμερα, αφού παρακολουθεί κυρίως τον ριζοσπαστικό διεθνισμό και πολύ λιγότερο τους «Βρετανούς φιλέλληνες«. Αποφεύγοντας τις επιφανειακές προσεγγίσεις που οδηγούν στα απλουστευτικά κλισέ της «φωτεινής δημοκρατικής προόδου» και του «δεσποτικού σκοταδιστικού τέλματος» η εργασία ανοίγει παράθυρα σε κάθε διάσταση κοινωνικής «θεωρίας», φέρνοντάς την αντιμέτωπη με τα πολυσύνθετα και αντιφατικά γεγονότα και πρόσωπα. Για να το πούμε πιο σωστά, το βιβλίο αυτό δείχνει ότι τα κεντρικά προβληματικά κλισέ δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της παράδοσης.
Ποιο είναι λοιπόν το «πολιτικό έθνος» της Crown and Anchor Tavern που διαφοροποιείται από τον βασιλιά Γεώργιο Γ’, ένα τμήμα της βρετανικής αριστοκρατίας και δημιουργεί την London Greek Committee; Ποιοι ήταν οι Bentham, Ricardo, Stuart Mill και ποιοι οι Bowring, Hume, Hobhouse, Burdett, Mackintosh; Ποια ήταν η σχέση τους με την Γαλλική Επανάσταση και τους τραπεζίτες; Τι ήταν οι dissenters, οι ουνιταριστές και οι ωφελιμιστές; Γιατί ήταν απαραίτητη η διαμόρφωση ενός αντιστασιακού προφίλ στον αριστοκράτη, ευκατάστατο υποψήφιο βουλευτή; Υπήρχε κοινός τόπος μεταξύ των τάσεων που ονομάζουμε συνολικά «ριζοσπάστες» και «μεταρρυθμιστές»; Μπορούσε καθένας απ’ αυτούς να είναι ταυτόχρονα και θεοσεβούμενος χριστιανός; και πώς όριζε τον χριστιανισμό; και γιατί οι αντίπαλοι ονόμαζαν τον χώρο συνεδρίασης των ριζοσπαστών (την Ταβέρνα του Στέμματος και της Άγκυρας) «Πύλη των Δαιμόνων» (Gate of Pandemonium); Ίσως, σε όποιον ξέρει ελάχιστα γι’ αυτά τα πράγματα, το βιβλίο να αναδεικνύει έναν περίεργο, αυτοαναιρούμενο ριζοσπαστισμό που
- ενώ δηλώνει πίστη στο Σύνταγμα, ακροβατεί λεκτικά στην νομιμότητα, φροντίζοντας να πάρει εύσημα αντίστασης στην κυβερνητική εξουσία και παραμονής στην φυλακή
- ενώ δηλώνει «δεν είμαστε Ιακωβίνοι, δεν θέλουμε τίποτε καινούριο, δεν θα κάνουμε μια ‘Βαστίλη'», περιλαμβάνει στα εξέχοντα μέλη του επίτιμους Γάλλους πολίτες για την προσφορά τους στην Γαλλική Επανάσταση
- ενώ διακηρύσσει πίστη στον κοινωνικό ωφελιμισμό, φροντίζει με επιμέλεια τις μπίζνες και τις χρηματιστηριακές αγοροπωλησίες που αποφέρουν προσωπικά κέρδη
- ενώ μεγαλόστομα καταγγέλλει την «διαφθορά των παλαιών» και την διακυβέρνηση υπέρ των ολίγων, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε αθέμιτο μέσο που θα τους φέρει στην Βουλή και σε προνομιακή θέση στην ψυχολογία του αστικού πληθυσμού, συνήθως όχι για να υποστηρίξει την διακυβέρνηση υπέρ των πολλών
Η παρακολούθηση των πολιτικών ζυμώσεων, της οικονομίας και της διανόησης στον Βρετανικό χώρο, βοηθά στην διασαφήνιση του συνολικού ευρωπαϊκού τοπίου, ιδιαίτερα μεγάλου και πολύπλοκου, είναι η αλήθεια. Έτσι όμως αποσαφηνίζεται η βρετανοκίνητη «Liberté égalité fraternité». Να γιατί το βιβλίο φτάνει και πέρα από την δηλωμένη πρόθεσή του. Δρομολογεί την διασάφηση της πρόθεσης των Βρετανών ριζοσπαστών σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Φτάνει πέρα από την πρόθεσή του, επειδή παρακολουθεί σημαντικούς Βρετανούς μεταρρυθμιστές να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους τον καιρό των Ναπολεόντειων πολέμων ως υποστηρικτές της Γαλλικής Επανάστασης. Αν η παραδοσιακή ελληνική ιστορία έχει παρουσιάσει κυρίως ως εξιδανικευμένη φιγούρα ρομαντικού ποιητή τον λόρδο Μπάυρον, η αποκάλυψη μερικών από τα πρόσωπα που τον προσέλαβαν και τον απέστειλαν στην «ελληνική υπόθεση» είναι υποβοηθητική και για την αναζήτηση του πραγματικού Μπάυρον, που φαίνεται ότι δεν είχε αρμονικές σχέσεις με τους «εργοδότες» του. Ποιοι ήταν αυτοί και τι σχέση είχαν με τους «εν Ελλάδι» επαναστάτες;
Υπό ποια ιδιότητα άραγε κρίνει και τείνει να καθορίσει το ελληνικό Σύνταγμα ο Μπένθαμ; Αυτοί οι Έλληνες επαναστάτες που απευθύνονται στον Μπένθαμ αντλούν νομιμοποίηση από την συμβατότητα των εκατέρωθεν Φιλικών Εταιρειών; Πώς εξηγείται το αντι-φιλικό πνεύμα της Επιδαύρου από την πλευρά του Μαυροκορδάτου; Και η δανειοδότηση της Επανάστασης; Δεν τίθεται υπό την αίρεση της συμβατότητας με τις κατευθύνσεις του μπενθάμιου νομοθετήματος; Ερωτήματα όπως αυτά, απουσιάζουν ως επί το πλείστον από την ιστορική διαπραγμάτευση της Ελληνικής Επανάστασης. Η εργασίας της Γ. Τζουρμανά ενισχύει πολλαπλά την συγκρότηση του οπτικού πεδίου υπό το οποίο πρέπει να βλέπουμε το 1821. Έμμεσα θέτει και ερωτήματα όπως τα παρακάτω:
- Γιατί οι θεωρούμενοι ως ιδρυτές της δικής μας Φιλικής Εταιρείας δεν βρήκαν πολύ πιο πρόσφορο το έδαφος της Βρετανικής αυτοκρατορίας, προτιμώντας -αντ’ αυτής- την Ρωσική;
- Γιατί οι πολιτικές των ισχυρών κρατών της εποχής χρειάστηκαν 2-4 χρόνια προκειμένου να δράσουν σε χριστιανικό, ελληνιστικό και ουμανιστικό επίπεδο υπέρ των επαναστατημένων του 1821;
- Με δεδομένη την βρετανική παρέμβαση του 1823, γιατί χρειάστηκε η αίτηση προστασίας προς την Βρετανία το 1825 προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ;
Ίσως περισσότερο σημαντικό είναι το ότι η εργασία της Γ. Τζουρμανά μας βοηθά να διαπιστώσουμε ότι ο «περί ελευθερίας» λόγος το 1800 είναι διττός. Βλέποντας, δηλαδή, την ουσία του ριζοσπαστισμού και την αδελφότητα που αυτός συγκροτεί, γίνεται περισσότερο κατανοητό ότι η νεοτερική «ελευθερία» είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την παραδοσιακή. Είναι αυτός ο πυρήνας της «εμφύλιας» σύγκρουσης που κορυφώνεται το 1824-25 και το 1831-32; Η κατανόηση της Επανάστασης περνάει μέσα από την κατανόηση των δυο συγκρουόμενων πλευρών.
Στο τελευταίο κεφάλαιο παρατίθενται κάποιες «απλοϊκές ερωτήσεις» και αναφορές για τα κίνητρα των μελών της Greek Committee. Ο προβληματισμός κινείται στο γνωστό πλαίσιο καταμέτρησης της «φιλελληνικότητας». Παρά το γεγονός ότι ούτε οι αναφορές του Woodhouse, του St Clair και λοιπών αξιολογούνται και παρά το ότι δεν σημειώνεται η αντίφαση καταμέτρησης της «ελληνικότητας» μιας Επιτροπής που αυτοχαρακτηρίζεται «γραικική«, θα το πούμε για πολλοστή φορά. Η έλλειψη στο συγκεκριμένο θέμα είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα κι αν δεν το επιδιώκει, αυτή η καλά συγκροτημένη εργασία ανοίγει έναν από τους βασικούς δρόμους για να καταρριφθεί το δίπολο «φιλέλληνας-ανθέλληνας» (ή «φιλέλληνας-φιλότουρκος») και να αντικατασταθεί -κατ’ αρχήν- από το «φιλέλληνας-φιλογραικός». Και το δίπολο αυτό δεν περιορίζεται στους «αλλόγλωσσους», αν διαπιστώσουμε ότι υποστηρικτές ενός Ελληνικού και ενός Γραικικού κράτους όχι απλώς υπάρχουν μεταξύ των ελληνόφωνων, αλλά ηγούνται των δυο συγκρουόμενων πλευρών.
Από την εργασία απουσιάζει η σύνδεση των πολιτικών διακηρύξεων των Βρετανών εταιριστών-μεταρρυθμιστών με την οντολογία και την θεοσοφία. Αν και το θέμα «μυστικές Εταιρείες» είναι δύσβατο, θα μπορούσε να γίνει μια γενική σύγκριση της Φιλικής Εταιρείας «της Οδησσού» με τις Φιλικές Εταιρείες του Λονδίνου. Από την άλλη πλευρά όμως, το ευρύ κοινό έρχεται σε επαφή με τον Bentham. Ποιον Θεό εξέφραζαν οι κοσμοθεωρίες του; Καταφανώς κάποιον άλλον από των χριστιανών, αφού ο ωφελιμισμός του είναι καθαρά υλιστικός. Η συνταύτισή του με τον Κοραή (υποστηρικτή του Ναπολέοντα) και με τον Ναπολέοντα (μεγάλο αντίπαλο μιας Ελληνικής Επανάστασης υπό τον ρωσίζοντα Κων/νο Υψηλάντη) μας αφήνει μια επιπλέον γεύση. Ο Μπετόβεν που διαφοροποιήθηκε έντονα από τον Ναπολέοντα – αυτοκράτορα, διαφημίστηκε όσο κανείς μουσικός για την 9η Συμφωνία του με την καταληκτική Ωδή στην Χαρά, όπου υμνείται η συναδέλφωση όλων των εθνών υπό τον ουράνιο πατέρα τους. Δεν είναι ο Μπένθαμ ο συνθέτης και μαέστρος της πολιτικής ορχήστρας και χορωδίας που παγκόσμια εκτελεί το πανανθρώπινο έργο «Ευτυχία-Ελευθερία» με το καταληκτικό χορωδιακό «Ωδή στην Συνταγματική θεά«; Πώς εξηγείται η μέχρι σήμερα περιθωριοποίησή του; Γιατί τα έργα του λογοκρίθηκαν από τον εκτελεστή της διαθήκης του και κάποια απ’ αυτά παραμένουν στην αφάνεια; Ο εκτελεστής της διαθήκης του Μπένθαμ ήταν ταυτόχρονα και ο Γραμματέας της Greek Committee. Αμφότεροι ερχόντουσαν σε επαφή με πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης. Αν δεν τους γνωρίσουμε επαρκώς πώς θα κατανοήσουμε το σκεπτικό υπό το οποίο δρουν ο Κοραής και ο Μαυροκορδάτος; Πώς θα ξεφύγουμε από την απλοϊκή εξήγηση της διαφοροποίησης μεταξύ Castlereagh και Canning, πώς θα κατανοήσουμε την βρετανική πολιτική, αν δεν γνωρίζουμε την σχέση Canning-Bentham; Πώς θα εξηγήσουμε γιατί πρώτη η «εξωτική» Αϊτή αναγνώρισε την Επανάσταση του 1821; Πού θα εντάξουμε την μεταδανειακή αίτηση προστασίας προς την Μ. Βρετανία και τον ρόλο των Ρώμα, Μουστοξύδη, Βιάρου Καποδίστρια; Πώς, τελικά, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα στο ανερμήνευτο 21, όταν έχουμε στριμώξει στην αφάνεια τον μέγα «Πολίτη του κόσμου, τον Παγκόσμιο Νομοθέτη, τον θεμελιωτή της Εγωκεντρικής Δημοκρατίας» Ιερεμία Μπένθαμ που με την παρέα του, τις ιδέες του και τις παρεμβάσεις των τραπεζιτών μάχονται υπέρ της δημιουργίας ενός εθνικού «Ελληνικού» κράτους; Δεν είναι ασφαλέστερος δρόμος για την κατανόηση του εθνικού 1821 η έρευνα στο πώς και γιατί ο διεθνισμός του Μπένθαμ βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον διεθνισμό του Βαρβάκη και του Eynard;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου