Αχός και άχθος
Σαν θεριό που ψυχορραγεί καταρρέει ο ΔΟΛ.
Δεν το βαστάει η καρδιά μου – εργάσθηκα κι εγώ δέκα χρόνια εκεί – είναι και δικό μου σπίτι. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι, τότε, πιο πριν, και σήμερα, χιλιάδες συνάδελφοί τους από άλλες εφημερίδες και άλλα μέσα ενημέρωσης – φάγαμε όλοι μαζί ψωμί κι αλάτι, κι άλλοι τα σωθικά ο ένας του άλλου – έτσι γίνεται, όσα γίνονται στην κοινωνία αποτυπώνονται στις εφημερίδες.
Χωρίς τον ΔΟΛ η Ελλάδα θα μου φαινόταν χωρίς τον Σκαραμαγκά και το λιμάνι του Πειραιά. Ομως η Ελλάδα είναι ήδη χωρίς τον Σκαραμαγκά και το λιμάνι του Πειραιά. Και σε αυτό το κατάντημα συνέβαλε και ο ΔΟΛ, όπως και η «Ελευθεροτυπία», καθώς και άλλα πολλά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που συνδέθηκαν με τη διαπλοκή. Η «Ελευθεροτυπία» έχασε την ψυχή της -ή μάλλον όσο είχε από ψυχή- την εποχή που ταυτίσθηκε με τον «εκσυγχρονισμό» του κ. Σημίτη – τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτική φενάκη. Ο ΔΟΛ πρωτοστάτησε στην εφαρμογή των μνημονίων – ακόμα και τώρα που τον έχει επισκεφθεί η Νέμεσις κάνοντας το μαγαζί μαντάρα, τα μπροστοκρίαρα των «Νέων» και του «Βήματος» εξακολουθούν να υβρίζουν το λαό για λαϊκισμό και τους πατριώτες για εθνολαϊκισμό.
Χωρίς τα «ντόμπερμαν της διαπλοκής» απ’ τα κανάλια όπως το Mega και
χωρίς τα μπροστοκρίαρα της δημοσιογραφίας που προσκύναγε στα ρεστοράν της διαπλοκής, τα μνημόνια δεν θα έμπαιναν στις πόλεις, στα χωριά, στα σπίτια, τα μαγαζιά, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και όπου αλλού τα έκαναν Γης Μαδιάμ. Ποτέ άλλοτε όμως ένας κλάδος που έσκαψε τον λάκκο των άλλων δεν έπεσε και ο ίδιος μέσα, τόσο σύντομα, τόσον ολοκληρωτικά. Συντρίμμια έγιναν οι δημοσιογράφοι, κυρίως οι τίμιοι εργάτες του Τύπου, οι άλλοι, οι εγκάθετοι, οι βαλτοί, οι εξαρτημένοι, σημειώνουν κι αυτοί κάποιες απώλειες, αλλά οι περισσότεροι δεν πάνε χαμένοι. Οπως δεν πάνε
χαμένοι και λίγοι απ’ τους τίμιους, δεξιούς ή αριστερούς, πλην όμως ο συσχετισμός επιδεινώνεται εις βάρος τους. Χάνουν τα στηρίγματά τους στην κοινωνία και τα χάνουν, όσον χάνονται οι αναγνώστες που απαιτούν Τύπο σκεπτόμενο, πλουραλιστικό, φιλολαϊκόν.
Συγχωρήστε μου τη μελαγχολία. Δέκα καλά χρόνια στα «Νέα» και δέκα καλά χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» (μετά από δέκα καλά χρόνια στον «Ριζοσπάστη») είδα άστεα πολλά και νόον έγνω. Από τις σελίδες και των δύο αυτών εφημερίδων πέρασαν και μέσα τους «υπήρξαν» οι πάντες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, δάσκαλοι, ιερείς, στρατιωτικοί, όλο το νεοελληνικό γίγνεσθαι. Ιδιαιτέρως μέσα από τον ΔΟΛ, που είναι μακροβιότερος, πέρασε όλη η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Και εν πολλοίς διαμορφώθηκε – οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν πώς. Κατά τη δική μου γνώμη, τόσον ο ΔΟΛ, όσον και η «Ελευθεροτυπία» (καθώς και άλλα μέσα ενημέρωσης, πλην όμως με προεξάρχοντα αυτά τα δύο) συνέβαλαν ιδιαιτέρως στην αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας, στην αποκοπή των Ελλήνων από τη λαϊκή τους παράδοση και την αντιστασιακή τους ιδιοπροσωπία. Τίποτα
δεν λοιδορήθηκε και δεν υπονομεύθηκε περισσότερο από τα παραπάνω, προκειμένου να προετοιμαστεί ο Νεοέλληνας ραγιάς, τα χιπστεράκια του Κάφκα και η «αριστερά» του Οργουελ. Είναι αλήθεια ότι στα «Νέα» εργάσθηκαν σπουδαίες φυσιογνωμίες (οι περισσότεροι προερχόμενοι από την Αριστερά της μετεμφυλιακής περιόδου), αλλά όσον περνούσαν τα χρόνια, το Συγκρότημα έστρεφε τα πράγματα προς ένα κοσμοπολίτικο πλαίσιο – στην πραγματικότητα ευρωλιγούρικο. Οποιος διανοούμενος, πολιτικός, καλλιτέχνης δεν προσκύναγε τα νάματα του ΔΟΛ και της «Ελευθεροτυπίες», δύσκολα έκανε γνωστή τη δουλειά του και τις ιδέες του.
Μέσω των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης η ομογενοποιημένη σκέψη άσκησε σε αυτήν τη χώρα άφατη ιδεολογική τρομοκρατία. Την οποίαν ακόμα ασκούν επίγονα σχήματα. Πετώντας στην πυρά οτιδήποτε θα βοηθούσε τον (λαϊκιστή!) λαό να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Ομως, μέσα στον κουρνιαχτό που σηκώνει η κατάρρευση συστημικών μέσων, σηκώνεται και δηλητηριώδης η σκόνη από τη συμπεριφορά αντισυστημικών (τάχα αντισυστημικών, όπως αποδεικνύεται) δυνάμεων. Οι οποίες απλώνονται στον Τύπο σαν φυλλοξήρα, προσπαθώντας να παρασιωπήσουν, να αποσιωπήσουν, να απονεκρώσουν κάθε κριτική και αντίλογο. Δεν είναι τυχαίο
ότι πολλοί από τους ιθύνοντες αυτής της τάχα αντισυστημικής δημοσιογραφίας υπηρέτησαν στα συστημικά μέσα επί χρόνια, χωρίς να βγάζουν κιχ, παρά μόνον για ήσσονος σημασίας θέματα, καλλιεργώντας ταυτοχρόνως σχέσεις και κολλητηλίκια, το ίδιο χρήσιμα για τους ίδιους τότε, όσον και σήμερα.
Το δράμα δεν έχει τελειώσει, ούτε στην κοινωνία, ούτε στον Τύπο, πολύ «αίμα θα χυθεί ακόμα», όμως η εποχή μιας κάποιας ανασύνταξης έρχεται. Σε νέες και πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, με τη δημοσιογραφία να εκλαμβάνεται ως ευκολία του ισχυρότερου μέσα στην αρένα του διαδικτύου. Οπου ανθούν το ίδιο και ο Δημοσθένης κα ο Θερσίτης. Οπου καλείται ο πολίτης να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το στάρι. Καθόλου κακή άσκηση απ’ την άλλη,
διότι μπορεί εν δυνάμει να προετοιμάζει τον πολίτη που θα αναζητήσει μια εκ νέου σχέση με τον Τύπο, έναν Τύπο που θα τον σέβεται, που θα απευθύνεται σε αυτόν και θα καταβάλλει δαπάνη πρωτίστως ψυχής, λογικής και ηθικής, προκειμένου το αγαθό της πληροφόρησης να μη γίνεται κερκόπορτα. Σήμερα, η εφημερίδα του εγγύς μέλλοντος απαιτείται να διακρίνεται για την έρευνα, τα καλά ελληνικά και την άποψη. Μέσα σε μιαν εφημερίδα οργανώνεται σελίδα προς σελίδα η αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί πουθενά αλλού, παρά σε μιαν εφημερίδα. Οι εφημερίδες δεν πρόκειται να χαθούν, πρόκειται να βελτιωθούν.
Στον βαθμό που σε ένα μέσο ενημέρωσης (και ιδιαιτέρως σε μια εφημερίδα) η εξάρτηση θα πλευροκοπεί τη γνώση, τις ιδεολογίες, τη λογική και την ηθική, η κάθοδος από την αναξιοπιστία στον Αδη θα είναι αναπότρεπτη. Αντιθέτως, παρά τους δύσκολους καιρούς ή ίσως και εξαιτίας αυτών των δύσκολων καιρών, η δημοσιογραφία που σέβεται τη δεοντολογία της μπορεί να ξαναδώσει σε ορισμένα μέσα τη δύναμη που χρειάζονται για να είναι χρήσιμα στον λαό, στον πολίτη, στην πατρίδα.
Ο Τύπος δεν κυβερνά. Επηρεάζει όμως τη διακυβέρνηση. Είτε προσκολλημένος στην εκάστοτε κυβέρνηση, είτε κρίνοντάς την. Ενα συμπολιτευόμενο μέσο δεν είναι απαραιτήτως κακό, αν η διακυβέρνηση είναι φιλολαϊκή. Είναι όμως πιο επικίνδυνο από τα media εκείνα που δεν δίνουν δίφραγκο για τις τύχες του λαού, όταν ρίχνει στάχτη στα μάτια των πολιτών.
Ο Τύπος δεν κυβερνά. Μπορεί όμως να ρωτά, επί παραδείγματι, την κυβέρνηση Τσίπρα: γιατί δεν κατάργησε τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών; Γιατί δεν κατάργησε τον Τυποκτόνο νόμο Βενιζέλου; Αυτά εις ό,τι το κυβερνάν. Και εις ό,τι αφορά τη φιλοσοφία του κυβερνάν: γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα έμπλεξε με τις γάτες Ιμαλαΐων και τα Ινστιτούτα της Φλωρεντίας, αντί διαβουλευόμενη να βελτιώσει το πλαίσιο λειτουργίας του Τύπου;
Και τέλος: ένας εχθρικός σε μια χρηστή διακυβέρνηση Τύπος θα έπεφτε στο κενό. Η δαιμονοποίηση όμως του Τύπου, απλώς συγκαλύπτει την ανακύκλωση των παλιών παθολογιών, την ανικανότητα παραγωγής κυβερνητικού έργου που θα άφηνε άλαλα τα χείλη των ασεβών…
το είδα
Σαν θεριό που ψυχορραγεί καταρρέει ο ΔΟΛ.
Δεν το βαστάει η καρδιά μου – εργάσθηκα κι εγώ δέκα χρόνια εκεί – είναι και δικό μου σπίτι. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι, τότε, πιο πριν, και σήμερα, χιλιάδες συνάδελφοί τους από άλλες εφημερίδες και άλλα μέσα ενημέρωσης – φάγαμε όλοι μαζί ψωμί κι αλάτι, κι άλλοι τα σωθικά ο ένας του άλλου – έτσι γίνεται, όσα γίνονται στην κοινωνία αποτυπώνονται στις εφημερίδες.
Χωρίς τον ΔΟΛ η Ελλάδα θα μου φαινόταν χωρίς τον Σκαραμαγκά και το λιμάνι του Πειραιά. Ομως η Ελλάδα είναι ήδη χωρίς τον Σκαραμαγκά και το λιμάνι του Πειραιά. Και σε αυτό το κατάντημα συνέβαλε και ο ΔΟΛ, όπως και η «Ελευθεροτυπία», καθώς και άλλα πολλά από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που συνδέθηκαν με τη διαπλοκή. Η «Ελευθεροτυπία» έχασε την ψυχή της -ή μάλλον όσο είχε από ψυχή- την εποχή που ταυτίσθηκε με τον «εκσυγχρονισμό» του κ. Σημίτη – τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτική φενάκη. Ο ΔΟΛ πρωτοστάτησε στην εφαρμογή των μνημονίων – ακόμα και τώρα που τον έχει επισκεφθεί η Νέμεσις κάνοντας το μαγαζί μαντάρα, τα μπροστοκρίαρα των «Νέων» και του «Βήματος» εξακολουθούν να υβρίζουν το λαό για λαϊκισμό και τους πατριώτες για εθνολαϊκισμό.
Χωρίς τα «ντόμπερμαν της διαπλοκής» απ’ τα κανάλια όπως το Mega και
χωρίς τα μπροστοκρίαρα της δημοσιογραφίας που προσκύναγε στα ρεστοράν της διαπλοκής, τα μνημόνια δεν θα έμπαιναν στις πόλεις, στα χωριά, στα σπίτια, τα μαγαζιά, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και όπου αλλού τα έκαναν Γης Μαδιάμ. Ποτέ άλλοτε όμως ένας κλάδος που έσκαψε τον λάκκο των άλλων δεν έπεσε και ο ίδιος μέσα, τόσο σύντομα, τόσον ολοκληρωτικά. Συντρίμμια έγιναν οι δημοσιογράφοι, κυρίως οι τίμιοι εργάτες του Τύπου, οι άλλοι, οι εγκάθετοι, οι βαλτοί, οι εξαρτημένοι, σημειώνουν κι αυτοί κάποιες απώλειες, αλλά οι περισσότεροι δεν πάνε χαμένοι. Οπως δεν πάνε
χαμένοι και λίγοι απ’ τους τίμιους, δεξιούς ή αριστερούς, πλην όμως ο συσχετισμός επιδεινώνεται εις βάρος τους. Χάνουν τα στηρίγματά τους στην κοινωνία και τα χάνουν, όσον χάνονται οι αναγνώστες που απαιτούν Τύπο σκεπτόμενο, πλουραλιστικό, φιλολαϊκόν.
Συγχωρήστε μου τη μελαγχολία. Δέκα καλά χρόνια στα «Νέα» και δέκα καλά χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» (μετά από δέκα καλά χρόνια στον «Ριζοσπάστη») είδα άστεα πολλά και νόον έγνω. Από τις σελίδες και των δύο αυτών εφημερίδων πέρασαν και μέσα τους «υπήρξαν» οι πάντες, πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, δάσκαλοι, ιερείς, στρατιωτικοί, όλο το νεοελληνικό γίγνεσθαι. Ιδιαιτέρως μέσα από τον ΔΟΛ, που είναι μακροβιότερος, πέρασε όλη η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Και εν πολλοίς διαμορφώθηκε – οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν πώς. Κατά τη δική μου γνώμη, τόσον ο ΔΟΛ, όσον και η «Ελευθεροτυπία» (καθώς και άλλα μέσα ενημέρωσης, πλην όμως με προεξάρχοντα αυτά τα δύο) συνέβαλαν ιδιαιτέρως στην αποδόμηση της εθνικής ταυτότητας, στην αποκοπή των Ελλήνων από τη λαϊκή τους παράδοση και την αντιστασιακή τους ιδιοπροσωπία. Τίποτα
δεν λοιδορήθηκε και δεν υπονομεύθηκε περισσότερο από τα παραπάνω, προκειμένου να προετοιμαστεί ο Νεοέλληνας ραγιάς, τα χιπστεράκια του Κάφκα και η «αριστερά» του Οργουελ. Είναι αλήθεια ότι στα «Νέα» εργάσθηκαν σπουδαίες φυσιογνωμίες (οι περισσότεροι προερχόμενοι από την Αριστερά της μετεμφυλιακής περιόδου), αλλά όσον περνούσαν τα χρόνια, το Συγκρότημα έστρεφε τα πράγματα προς ένα κοσμοπολίτικο πλαίσιο – στην πραγματικότητα ευρωλιγούρικο. Οποιος διανοούμενος, πολιτικός, καλλιτέχνης δεν προσκύναγε τα νάματα του ΔΟΛ και της «Ελευθεροτυπίες», δύσκολα έκανε γνωστή τη δουλειά του και τις ιδέες του.
Μέσω των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης η ομογενοποιημένη σκέψη άσκησε σε αυτήν τη χώρα άφατη ιδεολογική τρομοκρατία. Την οποίαν ακόμα ασκούν επίγονα σχήματα. Πετώντας στην πυρά οτιδήποτε θα βοηθούσε τον (λαϊκιστή!) λαό να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Ομως, μέσα στον κουρνιαχτό που σηκώνει η κατάρρευση συστημικών μέσων, σηκώνεται και δηλητηριώδης η σκόνη από τη συμπεριφορά αντισυστημικών (τάχα αντισυστημικών, όπως αποδεικνύεται) δυνάμεων. Οι οποίες απλώνονται στον Τύπο σαν φυλλοξήρα, προσπαθώντας να παρασιωπήσουν, να αποσιωπήσουν, να απονεκρώσουν κάθε κριτική και αντίλογο. Δεν είναι τυχαίο
ότι πολλοί από τους ιθύνοντες αυτής της τάχα αντισυστημικής δημοσιογραφίας υπηρέτησαν στα συστημικά μέσα επί χρόνια, χωρίς να βγάζουν κιχ, παρά μόνον για ήσσονος σημασίας θέματα, καλλιεργώντας ταυτοχρόνως σχέσεις και κολλητηλίκια, το ίδιο χρήσιμα για τους ίδιους τότε, όσον και σήμερα.
Το δράμα δεν έχει τελειώσει, ούτε στην κοινωνία, ούτε στον Τύπο, πολύ «αίμα θα χυθεί ακόμα», όμως η εποχή μιας κάποιας ανασύνταξης έρχεται. Σε νέες και πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, με τη δημοσιογραφία να εκλαμβάνεται ως ευκολία του ισχυρότερου μέσα στην αρένα του διαδικτύου. Οπου ανθούν το ίδιο και ο Δημοσθένης κα ο Θερσίτης. Οπου καλείται ο πολίτης να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το στάρι. Καθόλου κακή άσκηση απ’ την άλλη,
διότι μπορεί εν δυνάμει να προετοιμάζει τον πολίτη που θα αναζητήσει μια εκ νέου σχέση με τον Τύπο, έναν Τύπο που θα τον σέβεται, που θα απευθύνεται σε αυτόν και θα καταβάλλει δαπάνη πρωτίστως ψυχής, λογικής και ηθικής, προκειμένου το αγαθό της πληροφόρησης να μη γίνεται κερκόπορτα. Σήμερα, η εφημερίδα του εγγύς μέλλοντος απαιτείται να διακρίνεται για την έρευνα, τα καλά ελληνικά και την άποψη. Μέσα σε μιαν εφημερίδα οργανώνεται σελίδα προς σελίδα η αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί πουθενά αλλού, παρά σε μιαν εφημερίδα. Οι εφημερίδες δεν πρόκειται να χαθούν, πρόκειται να βελτιωθούν.
Στον βαθμό που σε ένα μέσο ενημέρωσης (και ιδιαιτέρως σε μια εφημερίδα) η εξάρτηση θα πλευροκοπεί τη γνώση, τις ιδεολογίες, τη λογική και την ηθική, η κάθοδος από την αναξιοπιστία στον Αδη θα είναι αναπότρεπτη. Αντιθέτως, παρά τους δύσκολους καιρούς ή ίσως και εξαιτίας αυτών των δύσκολων καιρών, η δημοσιογραφία που σέβεται τη δεοντολογία της μπορεί να ξαναδώσει σε ορισμένα μέσα τη δύναμη που χρειάζονται για να είναι χρήσιμα στον λαό, στον πολίτη, στην πατρίδα.
Ο Τύπος δεν κυβερνά. Επηρεάζει όμως τη διακυβέρνηση. Είτε προσκολλημένος στην εκάστοτε κυβέρνηση, είτε κρίνοντάς την. Ενα συμπολιτευόμενο μέσο δεν είναι απαραιτήτως κακό, αν η διακυβέρνηση είναι φιλολαϊκή. Είναι όμως πιο επικίνδυνο από τα media εκείνα που δεν δίνουν δίφραγκο για τις τύχες του λαού, όταν ρίχνει στάχτη στα μάτια των πολιτών.
Ο Τύπος δεν κυβερνά. Μπορεί όμως να ρωτά, επί παραδείγματι, την κυβέρνηση Τσίπρα: γιατί δεν κατάργησε τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών; Γιατί δεν κατάργησε τον Τυποκτόνο νόμο Βενιζέλου; Αυτά εις ό,τι το κυβερνάν. Και εις ό,τι αφορά τη φιλοσοφία του κυβερνάν: γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα έμπλεξε με τις γάτες Ιμαλαΐων και τα Ινστιτούτα της Φλωρεντίας, αντί διαβουλευόμενη να βελτιώσει το πλαίσιο λειτουργίας του Τύπου;
Και τέλος: ένας εχθρικός σε μια χρηστή διακυβέρνηση Τύπος θα έπεφτε στο κενό. Η δαιμονοποίηση όμως του Τύπου, απλώς συγκαλύπτει την ανακύκλωση των παλιών παθολογιών, την ανικανότητα παραγωγής κυβερνητικού έργου που θα άφηνε άλαλα τα χείλη των ασεβών…
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου