του Γερ. Γ. Γερολυμάτου
Όπως γνωρίζετε δεν είμαι οικονομολόγος, ώστε να μπορέσω να αναπτύξω θεωρητικά τα ζητήματα της οικονομίας και γι΄αυτό τον λόγο θα μιλήσω μόνο εμπειρικά. Ο πατέρας μου, που ήταν βιοτέχνης, είχε πριν από χρόνια μια δημιουργική βιοτεχνία κατασκευής φωτιστικών και πολύφωτων. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση, που απασχολούσε ένα μικρό αριθμό εργαζομένων.
Η γκάμα των προϊόντων της ήταν μεγάλη σε όλα τα είδη των φωτιστικών και με ευρεία ποικιλία σχεδίων. Από κλασικούς πολυελαίους με χάντρες κρυστάλλων, μέχρι δεκάδες σχέδια μοντέρνων πολύφωτων και από απλίκες, πλαφονιέρες και πορτατίφ, έως λαμπατέρ και ορθοστάτες. Πολλά σχέδια ήταν αποκλειστικά δικά του, απόδειξη της καλλιτεχνικής του έμπνευσης επί τεχνικών ζητημάτων.
Περιστασιακά εργαζόμουν κι εγώ εκεί, μιας και
Η γκάμα των προϊόντων της ήταν μεγάλη σε όλα τα είδη των φωτιστικών και με ευρεία ποικιλία σχεδίων. Από κλασικούς πολυελαίους με χάντρες κρυστάλλων, μέχρι δεκάδες σχέδια μοντέρνων πολύφωτων και από απλίκες, πλαφονιέρες και πορτατίφ, έως λαμπατέρ και ορθοστάτες. Πολλά σχέδια ήταν αποκλειστικά δικά του, απόδειξη της καλλιτεχνικής του έμπνευσης επί τεχνικών ζητημάτων.
Περιστασιακά εργαζόμουν κι εγώ εκεί, μιας και
ο πατέρας μου είχε αποδεχθεί την απόφαση μου να γίνω καλλιτέχνης, αλλά είχε πάντα την καλοσύνη να με συνδράμει, όποτε δυσκολευόμουν οικονομικά. Η βιοτεχνία αυτή, ήταν λοιπόν το οικονομικό μου «καταφύγιο» σε περίπτωση ανάγκης και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να γνωρίσω την αγορά.
Έτσι, μέσω της βιοτεχνίας γνώρισα εκατοντάδες προμηθευτές υλικών και διάφορες ειδικότητες που δραστηριοποιούνταν γύρω από τον τομέα των φωτιστικών. Ανάμεσά τους ήταν χυτευτές και μεταλλουργοί, επιχρυσωτές, τζαμάδες και υαλουργοί, κατασκευαστές ντουί, καλωδίων και ηλεκτρολογικού υλικού, κεραμίστες και πλήθος άλλοι, που εμπλέκονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην παραγωγή των φωτιστικών. Επρόκειτο για εκατοντάδες μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις-βιοτεχνίες, που η καθεμιά τους απασχολούσε από 3-15 εργαζόμενους. Μιλάμε δηλαδή για αρκετές χιλιάδες ανθρώπους και όλοι αυτοί εργάζονταν πυρετωδώς.
Την δεκαετία του 80, η μικρή βιοτεχνία μας έκανε κάθε χρόνο τρεις εξαγωγές μεγάλων κοντέινερ προς Κύπρο, Λίβανο και υπόλοιπη Μ. Ανατολή. Χώρια τους Έλληνες πελάτες της χονδρικής από Σουφλί μέχρι Καλαμάτα, χωρίς να υπολογίσω και την λιανική. Τέτοια εποχή, πριν τα Χριστούγεννα, θυμάμαι ότι εργαζόμασταν ασταμάτητα και κάναμε υπερωρίες για να καλύψουμε τις παραγγελίες. Και να σκεφτεί κανείς, ότι ήταν μια μόνο, από τις χιλιάδες μικρές βιοτεχνίες που αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Η «ακάλυπτη» επιταγή ήταν τότε η εξαίρεση στην αγορά κι όχι ο κανόνας. Υπήρχε ακόμα εμπιστοσύνη και το καλό όνομα ευνοούσε τις συναλλαγές, ακόμα και χωρίς μετρητά. Την εποχή εκείνη, πλην των τεμπέληδων, όλοι σχεδόν εργάζονταν. Δεν υπήρχαν άστεγοι και ο πιο πτωχός Έλληνας είχε τουλάχιστον ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του. Νηστικός κανείς. Με 250.000 δραχμές το μήνα ζούσες αξιοπρεπώς και μπορούσες να κάνεις πολλά πράγματα, εκτός βέβαια από τα ιδιαιτέρως πολυτελή.
Όμως, την δεκαετία του 90, φάνηκαν τα πρώτα άσχημα σημάδια στην αγορά με το «σκάσιμο» επιταγών. Στο μεταξύ, είχε έρθει η παγκοσμιοποίηση με το γερμανικό PRAKTIKER και με τις υπόλοιπες ξένες πολυεθνικές εταιρείες, αλλά και τα κινέζικα προϊόντα. Προς το τέλος της δεκαετίας όλα άρχισαν σταδιακά να αποσυντίθενται και να διαλύονται φανερά. Επειδή ο πατέρας μου έφτιαχνε πλέον ο ίδιος τα περισσότερα εξαρτήματα χωρίς να χρειάζεται να τα αγοράζει από άλλους και δεν είχε ενοίκιο, μπορούσε να κρατάει το κόστος παραγωγής κάπως χαμηλά και τις τιμές προσιτές. Τριγύρω, ακούγαμε κάθε ημέρα μια είδηση για κάποια βιοτεχνία που έκλεισε. Για ανθρώπους που ήταν συνεργάτες μας και προμηθευτές για χρόνια και που πετάχτηκαν έξω από την αγορά. Μετά βίας ο πατέρας μου και αγκομαχώντας άντεξε μέχρι το 2004, πριν κλείσει κι αυτός.
Γιατί, πως να ανταγωνιστείς σε βάθος χρόνου το εισαγόμενο κινέζικο, όταν ο Κινέζος πούλαγε 5.000 δρχ. το πορτατίφ, ενώ εσύ στα όρια του κέρδους σου το πούλαγες 20.000; Μήπως ο Κινέζος εργοδότης είχε το ίδιο κόστος παραγωγής με τον πατέρα μου, ή μήπως ο Κινέζος εργάτης έπαιρνε τον ίδιο μισθό με τον Έλληνα εργαζόμενο; Τα δικά μας φωτιστικά ήταν μεν πολύ καλής ποιότητας και με όριο ζωής άνω των 15-20 χρόνων, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τόσο, όσο η τιμή. Ο άλλος θα αγοράσει το φθηνό, άσχετα αν θα του χαλάσει μετά από ένα χρόνο. Όλοι έβλεπαν το τυράκι, αλλά όχι την φάκα. Η αμετροέπεια του πρόσκαιρου ατομικού συμφέροντος έναντι του συνολικού, δεν διέβλεπε στον οικονομικό «θάνατο» του συμπατριώτη τον επερχόμενο και δικό του «θάνατο». Ήρθε έπειτα και το ευρώ-μάρκο της Γερμανίας και μας αποτελείωσε. Έτσι, μαζί με το LIDL, άρχισαν να κλείνουν και τα μικρά συνοικιακά μπακάλικα, τα ψιλικατζίδικα και τα κάθε λογής μικρά καταστήματα. Στην ουσία, καταργήσαμε τις ελληνικές θέσεις εργασίας και τις μεταφέραμε στο εξωτερικό, στους φθηνούς εργασιακούς «παραδείσους» των πολυεθνικών, που είναι ταυτόχρονα και η «Κόλαση» των εργαζομένων τους. Κοινώς, βγάλαμε τα μάτια μας μόνοι μας.
Σήμερα, χωρίς βιοτεχνίες και με ελάχιστη παραγωγή στην Ελλάδα, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που γνώρισα είναι άνεργοι ή μετανάστες. Οι Έλληνες αλλά και άλλοι λαοί στον κόσμο, από εργαζόμενοι παραγωγοί έγιναν άνεργοι καταναλωτές εισαγόμενων προϊόντων, για να έχουν εργασία οι Κινέζοι και οι Γερμανοί. Από νοικοκύρηδες έγιναν επαίτες των κοινωνικών επιδομάτων. Αυτό είναι η Παγκοσμιοποίηση και η ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, κεφαλαίων και ανθρώπων. Αυτό τον ρόλο του μισθολογικού συμπιεστή προς τα κάτω, θα παίξουν στην Ευρώπη τα εκατομμύρια των απόκληρων παράτυπων μεταναστών από Ασία και Αφρική, με πρόσχημα τον «ανθρωπισμό» από τις παγκόσμιες εξουσίες που εκτελούν το σχέδιο. Ουδείς σκέφτεται τον ασυμβίβαστο τίτλο του «ανθρωπιστή» που δίνεται σε έναν αιμοσταγή κερδοσκόπο όπως ο Σόρος. Οι αριστεροί, που θα έπρεπε να γνωρίζουν τι έχει γράψει ο Μαρξ για το εισαγόμενο από την πλουτοκρατία ξένο προλεταριάτο προκειμένου να πλήξουν το ντόπιο εργατικό δυναμικό, κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν. Αλληθωρίζουν προς τον νεοφιλελευθερισμό, που είναι η πιο σκληρή μορφή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της νέας τάξης.
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, εκτός των Αγορών και της τραπεζικής αεθνικής ελίτ, είναι οι Γερμανοί, οι Κινέζοι και οι τριτοκοσμικές χώρες της Ασίας με τους χαμηλούς μισθούς, που διαθέτουν την μεγαλύτερη εξαγωγική παραγωγή και ως εκ τούτου τη μεγαλύτερη ωφέλεια και ανάπτυξη. Ούτε είναι τυχαίο πάλι, που χώρες με ανεπτυγμένες οικονομίες και παραδοσιακά βιομηχανικές, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ είναι πλέον εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που εκλέχτηκε ο Ντ. Τραμπ. Όσο για την Ελλάδα, ο δρόμος που ακολουθεί είναι απλά αδιέξοδος.
Επεξήγηση γραφήματος: Ο οριζόντιος άξονας αφορά τη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ των παραπάνω χωρών, από το 2008 έως το 2013. Ο κάθετος άξονας αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που θεωρεί πως το διεθνές εμπόριο αύξησε τους μισθούς των εργαζομένων στο κράτος του.
Επεξήγηση γραφήματος: Δημιουργεί το ελεύθερο εμπόριο θέσεις εργασίας στη χώρα σας;
Παραπομπή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου