Anexartito elliniko kratos τελεία τζι αρ (Hellas=Greece?)
Πώς από την «ανορθουμένη Ελλάδα» του 1813 φτάσαμε στην «ανεξάρτητη Γραικία» του 1833;
Μια πρωτότυπη επισκόπηση ορισμένων άγνωστων σημείων τα οποία έκριναν την Επανάσταση και θεμελίωσαν το ελληνικό κράτος
Στέργιος Π. Ζυγούρας
“Ο ηγεμών της Γραικίας και το Γραικικόν κράτος υποχρεούνται, προ παντός άλλου εξόδου, να αφιερώσουν τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου εις την πληρωμήν των τόκων και του χρεολυσίου του δανείου που εγγυήθηκαν οι τρεις δυνάμεις…” (Λονδίνο, Συνθήκη περί της Γραικικής μοναρχίας 7.5.1832, μεταξύ των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της Βαυαρίας, άρθρο 12ο)
Τις ημέρες αυτές παρακολουθήσαμε τις κωμικοτραγικές δηλώσεις της κυβερνητικής αριστεροδεξιάς ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δήλωσε τεθλιμμένη με
τις 7.500 σελίδες που ψήφισε στο ελληνικό Κοινοβούλιο, προτάσσοντας το γνωστό επιχείρημα: δεν ήθελε μεν, τα ψήφισε δε υπό την ασφυκτική πίεση των “δανειστών”· αυτών που η ίδια αριστεροδεξιά πρώτα αναβάθμισε σε “θεσμούς” και μετά ανακάλυψε την κοινωνική τους αναλγησία. Στις αυτοκαταγγελίες πρωτοστάτησε ένας κορυφαίος θεσμός της Πολιτείας: ο πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος ψέλλισε κουβέντες για ψήφιση αντισυνταγματικών διατάξεων. Είναι περιττό να συνεχίσουμε το συλλογισμό ως προς τις συναισθηματικές προεκτάσεις του. Καλύτερα να ασχοληθούμε με την ομολογία της συνολικής αριστερής “αυταπάτης” που ταυτόχρονα δηλώνει πως το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε μέσα από έναν δυτικότροπο οραματισμό, άρα, σ’ αυτόν πρέπει να παραμείνει. Ας δούμε αν αυτό είναι το μοναδικό ζήτημα από το οποίο απορρέουν οι δικές μας αυταπάτες. Δεξιών τε και αριστερών.
τις 7.500 σελίδες που ψήφισε στο ελληνικό Κοινοβούλιο, προτάσσοντας το γνωστό επιχείρημα: δεν ήθελε μεν, τα ψήφισε δε υπό την ασφυκτική πίεση των “δανειστών”· αυτών που η ίδια αριστεροδεξιά πρώτα αναβάθμισε σε “θεσμούς” και μετά ανακάλυψε την κοινωνική τους αναλγησία. Στις αυτοκαταγγελίες πρωτοστάτησε ένας κορυφαίος θεσμός της Πολιτείας: ο πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος ψέλλισε κουβέντες για ψήφιση αντισυνταγματικών διατάξεων. Είναι περιττό να συνεχίσουμε το συλλογισμό ως προς τις συναισθηματικές προεκτάσεις του. Καλύτερα να ασχοληθούμε με την ομολογία της συνολικής αριστερής “αυταπάτης” που ταυτόχρονα δηλώνει πως το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε μέσα από έναν δυτικότροπο οραματισμό, άρα, σ’ αυτόν πρέπει να παραμείνει. Ας δούμε αν αυτό είναι το μοναδικό ζήτημα από το οποίο απορρέουν οι δικές μας αυταπάτες. Δεξιών τε και αριστερών.
Ποιο είναι το νόημα της φράσης “εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας” που εσχάτως απλώνεται και στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα; Η κατάργηση του κράτους καταγγέλλεται πλέον και από τα κόμματα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, πρώην ΔΗΜΑΡ και άλλων, που ακόμη δεν έχουν κυβερνήσει στην μνημονιακή επαρχία των Βρυξελλών, η οποία λέγεται ακόμη “Ελλάδα” στο εσωτερικό της. Στο διάστημα 2010-15 το προνόμιο της καταγγελίας ανήκε στην τσεγκεβαρική αριστερά του Αλέξη Τσίπρα. Τότε, κυρίως οι μαρξιστές-διεθνιστές κατήγγειλαν τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό για εκποίηση του έθνους-κράτους. Δηλαδή, οι διεθνιστές υπερασπίζονταν το έθνος. Ένα έθνος που το “εκποιούσαν” οι εθνιστές. Οι τελευταίοι πάλι ασκούσαν επί δεκαετίες την ίδια πολιτική. Αυτήν που προσδιόριζε το έθνος ως μια πολιτική ύπαρξη με ενδεχόμενες προ-επαναστατικές πολιτισμικές καταβολές. Τόση υποκρισία από όλους. Όλοι προσποιούνταν ότι δεν ήξεραν τι ήταν το έθνος-κράτος, πώς και γιατί δημιουργήθηκε. Όλοι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν ούτε καν αυτό που είπε η Μπενάκη στον Παπούλια το 2005.
Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει…, λέει μια ελληνική παροιμία και στην περίπτωση της εθνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που η διακυβέρνηση είναι αυτοσκοπός και το ζύμωμα της αληθείας είναι ψηφοφθόρο, όλοι θέλουν να κυβερνήσουν ισχυριζόμενοι ότι θα κοσκινίσουν λιγότερο από τους αντιπάλους τους. Ανήκομεν εις την Δύσιν, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, … αλλά και greeklish προωθούσε ο εθνάρχης, Χάγη για την υφαλοκριπίδα ο Αντρέας. Αμφότεροι πανηγύριζαν την αναλογία 7:10 και την δημοκρατία. Είτε πίστευαν ότι οι Βυζαντινοί υποδούλωσαν τους Έλληνες, είτε πως συνέχιζαν το έργο των Παλαιολόγων. Ίσως, όμως, τα ελαφρυντικά όλων να είναι ισχυρά. Δυο αιώνες πέρασαν από την Επανάσταση. Τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν;
ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ και ΕΛΑΧΙΣΤΗ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Τα έθνη-κράτη της περιοχής μας ροκανίζονται και κατεδαφίζονται ενόψει της στροφής προς την τελική ευθεία της παγκόσμιας κυριαρχίας και όποιος θέλει στοιχειωδώς να κατανοήσει την προσωρινότητά τους, πρέπει να ξεχάσει για λίγο την θλιβερή περίοδο 1974-2016 και να κοιτάξει -εξίσου στοιχειωδώς- τις περιόδους 1824-25, 1832-33 και 1857-64. Να τις κρίνει με βάση το διεθνές περιβάλλον και να αναρωτηθεί αν το έθνος-κράτος που ιδρύθηκε το 1830 και πρωτολειτούργησε το 1833, δημιουργήθηκε όντως από ανάγκη και βούληση του έθνους. Κάποιου… έθνους.
Και η δεύτερη -πλέον- από τις δυο αντίθετες πλευρές (η δυτικόφιλη) παραδέχεται ότι το 1821 έγινε μια εθνική Επανάσταση. Η διαφωνία περί του επαναστατικού γεγονότος μετατοπίστηκε στον ορισμό του έθνους. Αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο, δεν είναι καν πρωτότυπο. Ο νεωτερικός ορισμός του έθνους υπήρχε καταγραμμένος ως γενεσιουργός αιτία της Επανάστασης από τον 19ο αιώνα. Έλεγε ότι το 1821 ήταν ένα παράγωγο του 1789. Ότι οι Γραικοί επαναστάτησαν διψώντας για δικαιοσύνη και ότι αυτή αποδίδεται αποτελεσματικά μόνο από το κράτος (=έθνος) που συγκροτείται γύρω από τον πολιτικό νόμο. Όμως αυτή η ιστορία δεν επρόκειτο να “εφαρμοστεί” στο ελληνικό κράτος. Στις αρχές του 20ου [μετά την ίδρυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και με δεδομένο ότι στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο το έθνος ήταν αδύνατο να ταυτιστεί με ο,τιδήποτε εκτός της χριστιανικής παράδοσης], διαδόθηκε η θεωρία της ταξικής Επανάστασης του 1821. Ούτε αυτό είναι παράδοξο.
Το παράδοξο ξεκίνησε μετά το 1850. Παρά την πρόοδο της ιστορικής ανάλυσης, δεν λέγονται καθαρά οι δυο ορισμοί του έθνους· ο “εθνικός” το προσδιορίζει με κριτήριο την γλώσσα και ο “υπερεθνικός” με κριτήριο την πίστη.Ο εθνικός ορισμός λέει ότι “το έθνος γεννιέται το 1821” επειδή κάποιοι ελληνόφωνοι της δυτικής προόδου απεφάσισαν να θεμελιώσουν μια κοινωνία γύρω από τον δυτικό πολιτικό νόμο του έθνους-κράτους (εφαρμογή από την συνθήκη της Βεστφαλίας, ουσιαστικά, από την απόσχιση της Αγγλίας από την παπική Ρώμη). Ο νόμος αυτός, μέσω της διαίρεσης του δυτικού χριστιανικού έθνους, πετύχαινε την υποβάθμιση της χριστιανικής εθνικής ταυτότητας και την ανάδειξη της πολιτικής εθνικής ταυτότητας που εμφανιζόταν ως γλωσσική. Ο υπερεθνικός ορισμός είναι ακόμη πιο κρυμμένος. Στην περίπτωση του Έλληνα, από το 1821 μιλάει για πίστη+πατρίδα, όταν το πρώτο συνθετικό είναι υπερεθνικό και το δεύτερο εθνικό, όταν το πρώτο ορίζει και συγκροτεί το δεύτερο. Ενώ σήμερα τα πράγματα είναι πιο απλά, η σύγχυση κυριαρχεί επειδή στο ιστορικό κομμάτι 1840-1940 κυριάρχησε ο συνειδητός συμβιβασμός και η ασυνείδητη χρήση των εθνικών ορισμών. Αν και το έθνος ήταν αυτονόητα υπερεθνικό για τον χριστιανό, αυτός το υπερασπιζόταν μέσω του κράτους, δηλώνοντας “Έλληνας” στο εσωτερικό και “Γραικός” στο εξωτερικό. Έτσι, δήλωνε εθνιστής, εθνικιστής ή εθνικόφρων αυτός που αποδεχόταν τον χριστιανισμό ως επιμέρους γνώρισμα του έθνους-κράτους. Σήμερα ο “Χριστιανός” αδυνατεί να αποδείξει ότι ταυτίζεται με τον υπερεθνικό “Έλληνα” που -επιτέλους- επαναστατεί το 1821 (μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες), πέρα και πάνω από έθνη (γλωσσικά), έχοντας ως προγενέστερους αντιπάλους την Γαλλική Επανάσταση, τον Ναπολέοντα και την Βρετανία. Αυτό ακριβώς έγινε το 1821. Έγινε όμως ανώμαλα, υπό συνθήκες άγνωστες, ενώ η κατάληξη του 1833 και η μετέπειτα Εθνική (Μεγάλη) Ιδέα θόλωσαν το τοπίο. Παλιότερα οι δυο τάσεις διαφωνούσαν στο ποια “Ελλάδα” αναγεννήθηκε το 1821. Σήμερα η μια λέει ότι αναγεννήθηκε, η άλλη λέει ότι γεννήθηκε. Η ουσία της διαφωνίας δεν αλλάζει, όμως τα ιστορικά γεγονότα δεν προκύπτουν από συμβιβασμούς επί διαφωνιών.
ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ και ΕΛΑΧΙΣΤΗ «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Τα έθνη-κράτη της περιοχής μας ροκανίζονται και κατεδαφίζονται ενόψει της στροφής προς την τελική ευθεία της παγκόσμιας κυριαρχίας και όποιος θέλει στοιχειωδώς να κατανοήσει την προσωρινότητά τους, πρέπει να ξεχάσει για λίγο την θλιβερή περίοδο 1974-2016 και να κοιτάξει -εξίσου στοιχειωδώς- τις περιόδους 1824-25, 1832-33 και 1857-64. Να τις κρίνει με βάση το διεθνές περιβάλλον και να αναρωτηθεί αν το έθνος-κράτος που ιδρύθηκε το 1830 και πρωτολειτούργησε το 1833, δημιουργήθηκε όντως από ανάγκη και βούληση του έθνους. Κάποιου… έθνους.
Και η δεύτερη -πλέον- από τις δυο αντίθετες πλευρές (η δυτικόφιλη) παραδέχεται ότι το 1821 έγινε μια εθνική Επανάσταση. Η διαφωνία περί του επαναστατικού γεγονότος μετατοπίστηκε στον ορισμό του έθνους. Αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο, δεν είναι καν πρωτότυπο. Ο νεωτερικός ορισμός του έθνους υπήρχε καταγραμμένος ως γενεσιουργός αιτία της Επανάστασης από τον 19ο αιώνα. Έλεγε ότι το 1821 ήταν ένα παράγωγο του 1789. Ότι οι Γραικοί επαναστάτησαν διψώντας για δικαιοσύνη και ότι αυτή αποδίδεται αποτελεσματικά μόνο από το κράτος (=έθνος) που συγκροτείται γύρω από τον πολιτικό νόμο. Όμως αυτή η ιστορία δεν επρόκειτο να “εφαρμοστεί” στο ελληνικό κράτος. Στις αρχές του 20ου [μετά την ίδρυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και με δεδομένο ότι στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο το έθνος ήταν αδύνατο να ταυτιστεί με ο,τιδήποτε εκτός της χριστιανικής παράδοσης], διαδόθηκε η θεωρία της ταξικής Επανάστασης του 1821. Ούτε αυτό είναι παράδοξο.
Το παράδοξο ξεκίνησε μετά το 1850. Παρά την πρόοδο της ιστορικής ανάλυσης, δεν λέγονται καθαρά οι δυο ορισμοί του έθνους· ο “εθνικός” το προσδιορίζει με κριτήριο την γλώσσα και ο “υπερεθνικός” με κριτήριο την πίστη.Ο εθνικός ορισμός λέει ότι “το έθνος γεννιέται το 1821” επειδή κάποιοι ελληνόφωνοι της δυτικής προόδου απεφάσισαν να θεμελιώσουν μια κοινωνία γύρω από τον δυτικό πολιτικό νόμο του έθνους-κράτους (εφαρμογή από την συνθήκη της Βεστφαλίας, ουσιαστικά, από την απόσχιση της Αγγλίας από την παπική Ρώμη). Ο νόμος αυτός, μέσω της διαίρεσης του δυτικού χριστιανικού έθνους, πετύχαινε την υποβάθμιση της χριστιανικής εθνικής ταυτότητας και την ανάδειξη της πολιτικής εθνικής ταυτότητας που εμφανιζόταν ως γλωσσική. Ο υπερεθνικός ορισμός είναι ακόμη πιο κρυμμένος. Στην περίπτωση του Έλληνα, από το 1821 μιλάει για πίστη+πατρίδα, όταν το πρώτο συνθετικό είναι υπερεθνικό και το δεύτερο εθνικό, όταν το πρώτο ορίζει και συγκροτεί το δεύτερο. Ενώ σήμερα τα πράγματα είναι πιο απλά, η σύγχυση κυριαρχεί επειδή στο ιστορικό κομμάτι 1840-1940 κυριάρχησε ο συνειδητός συμβιβασμός και η ασυνείδητη χρήση των εθνικών ορισμών. Αν και το έθνος ήταν αυτονόητα υπερεθνικό για τον χριστιανό, αυτός το υπερασπιζόταν μέσω του κράτους, δηλώνοντας “Έλληνας” στο εσωτερικό και “Γραικός” στο εξωτερικό. Έτσι, δήλωνε εθνιστής, εθνικιστής ή εθνικόφρων αυτός που αποδεχόταν τον χριστιανισμό ως επιμέρους γνώρισμα του έθνους-κράτους. Σήμερα ο “Χριστιανός” αδυνατεί να αποδείξει ότι ταυτίζεται με τον υπερεθνικό “Έλληνα” που -επιτέλους- επαναστατεί το 1821 (μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες), πέρα και πάνω από έθνη (γλωσσικά), έχοντας ως προγενέστερους αντιπάλους την Γαλλική Επανάσταση, τον Ναπολέοντα και την Βρετανία. Αυτό ακριβώς έγινε το 1821. Έγινε όμως ανώμαλα, υπό συνθήκες άγνωστες, ενώ η κατάληξη του 1833 και η μετέπειτα Εθνική (Μεγάλη) Ιδέα θόλωσαν το τοπίο. Παλιότερα οι δυο τάσεις διαφωνούσαν στο ποια “Ελλάδα” αναγεννήθηκε το 1821. Σήμερα η μια λέει ότι αναγεννήθηκε, η άλλη λέει ότι γεννήθηκε. Η ουσία της διαφωνίας δεν αλλάζει, όμως τα ιστορικά γεγονότα δεν προκύπτουν από συμβιβασμούς επί διαφωνιών.
Η άμεση αποκήρυξη του υπερεθνικού χαρακτήρα της Επανάστασης από το Πατριαρχείο και τον τσάρο (αρχηγό και της Ρωσικής Εκκλησίας) έφερε την “αποτυχία” του Αλ. Υψηλάντη. Όπως είχε προβλεφθεί, η διπλή αποκήρυξη δεν επηρέασε αρνητικά το νότιο σκέλος της Επανάστασης. Παρά τις ασυμφωνίες της Ρούμελης και την μάχη του Πέτα, η Επανάσταση εδραιώθηκε μετά τον Δράμαλη (ουσιαστικά, ο πόλεμος με την Πύλη έληξε το 1823) και οι αρχικές αποκηρύξεις δεν ήταν αρκετές για να εκτραπεί αυτή από τον υπερεθνικό της στόχο. Για τον λόγο αυτό εμφανίζεται αμέσως μετά η εξαγορά εκείνων των επαναστατικών συνειδήσεων που θα κρίνουν το πρόσκαιρο, υπέρ της Δύσης, αποτέλεσμα του 1824. Το α΄ δάνειο έχει αυτόν τον αποκλειστικό στόχο και προκαλεί την σύγκρουση που ονομάζουμε α΄ εμφύλιο. Με την προκαταβολή του Byron εξαγοράστηκαν (εν αγνοία του) οι βουλευτές που κήρυξαν έκπτωτο τον Πετρόμπεη το 1823, ώστε να υπάρχει -έστω και παράτυπα- η εικόνα μιας και μοναδικής εξουσίας που πρόσκειται στην Δύση και παραλαμβάνει το δάνειο. Οι δολοφονίες κεντρικών προσώπων που λίγο έλειψε να ανατρέψουν την βρετανική διείσδυση (Byron, Ανδρούτσος) ήρθαν να σφραγίσουν τα στόματα και να σιγουρέψουν το αποτέλεσμα. Το β΄ βρετανικό δάνειο (1825) έχει ως στόχο την θεμελίωση της εξάρτησης του κράτους που θα προκύψει. Το τριμερές δάνειο που το 1828 ζητά ο Καποδίστριας (αναγνωρίζοντας τα δάνεια 1824-25) δεν θα δοθεί βέβαια στον ηγέτη της χριστιανικής πλευράς. Θα δοθεί κατά τα 2/3 στην αντιβασιλεία του 1833. Ο Καποδίστριας επέμενε να στέκει όρθιος και μετά την υπονόμευση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας, μετά την οικονομική αφαίμαξη που του προκάλεσαν η Σύρος, η Ύδρα και η Μάνη, οπότε η προσπάθειά του με τον χάρτινο φοίνικα σταμάτησε με τις σφαίρες που ευθύς βαφτίστηκαν “ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών”. Για να γίνει πειστικότερο το “ξεκαθάρισμα”, προηγήθηκε “λαϊκή” δυσαρέσκεια.
Ο Όθων υπήρξε λύση ανάγκης για τον δυτικό (αγγλογαλλικό) παράγοντα και -προφανώς- ο ρωσικός αρκέστηκε στον συμβιβασμό της απόλυτης, κληρονομικής, ελέω Θεού μοναρχίας και της επαναφοράς των συνόρων στα όρια του 1829. Η εγχώρια παράταξη που θα ήταν φυσικό να αντιδράσει έντονα επειδή ένας “ξένος” ανέλαβε να κυβερνήσει ένα κράτος που προήλθε από “Εθνική” Επανάσταση είναι η δημοκρατική δυτικόφιλη. Αυτή που προσδιόριζε το έθνος με κριτήριο την γλώσσα. Η σιγή που τήρησε θα πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με την σιγή περί του μοναρχικού πολιτεύματος και με την αντίδραση εναντίον του Καποδίστρια επειδή ο τελευταίος κατήργησε το -αντίθετο προς την τριμερή Συνθήκη του 1827- Σύνταγμα της Τροιζήνας. Η απόφαση του 1832 στο Λονδίνο λήφθηκε με την πλήρη απουσία ελληνικής εκπροσώπησης, ακόμα και τυπικής. Μέχρι να αναλάβει ο Όθων την διακυβέρνηση (1835) και να εννοήσει όσα μπόρεσε να εννοήσει, είχε χρεωθεί με 40 εκατομμύρια φράγκα. Τα 20 που απέμεναν για να συμπληρωθεί το “καποδιστριακό” δάνειο δεν δόθηκαν. Μετατράπηκαν σε λαϊκή δυσαρέσκεια και στην “αυθόρμητη” 3η Σεπτεμβρίου 1843 που του αφαίρεσε τμήμα της εξουσίας, μεταβιβάζοντάς το στην Αγγλογαλλία. Η ρωσική πολιτική αυτοπαγιδεύτηκε και η επιρροή της στον Όθωνα μειώθηκε. Ο Όθων όχι μόνον υπήρξε ο δεύτερος ηγέτης (μετά τον Καποδίστρια) που προσέκρουσε στην βρετανική άρνηση να προσαρτήσει την Κρήτη, αλλά απειλήθηκε ευθέως από τον Palmerston με έξωση. Ακόμη χειρότερη κατάληξη είχε η προσπάθεια του Όθωνα να πάρει μέρος στον Κριμαϊκό πόλεμο, έμμεσα υπέρ της Ρωσίας και άμεσα υπέρ της συνέχειας του 1821. “Αμείφτηκε” με την αγγλογαλλική τριετή κατοχή του Πειραιά 1854-57. Η κατοχή αυτή έκλεισε με τον “Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο”. Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου συστάθηκε το 1857. Φαινομενικά ο στόχος της ήταν η εξασφάλιση των ρητρών που προβλέπονταν στο δάνειο της αντιβασιλείας, ουσιαστικά όμως οι δυο δυτικοί εγγυητές ήθελαν να εξασφαλίσουν την πορεία των εθνικών ελληνικών πραγμάτων όπως αυτή θεμελιώθηκε το 1824. Ήθελαν να εξασφαλίσουν την αδυναμία του Ελληνικού Βασιλείου να εξοπλιστεί εναντίον της Οθωμανίας. Υπολόγισαν λοιπόν τα ποσά και υπενθύμισαν στον Όθωνα ότι το άρθρο 12 της Συνθήκης του 1832 προέβλεπε την κατά προτεραιότητα διάθεση των κρατικών εσόδων στην αποπληρωμή του δανείου της αντιβασιλείας.
Το 1860 υπογράφηκε η πρώτη, πενταετής συμφωνία των τοκοχρεολυσίων του 1832. Το 1862 έγινε η βρετανοκίνητη αποκαθήλωση του Όθωνα. Με νέο μονάρχη, νέο Σύνταγμα και νέα εδάφη [τα υπό Βρετανική προστασία Επτάνησα δόθηκαν ως αντιστάθμισμα στην απόλυτη κυριαρχία της Βρετανίας επί της Ελλάδος] η αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές χώρα ζήτησε το 1864 να αποκτήσει πρόσβαση σ’ αυτές. Βρετανία και Γαλλία έθεσαν ως όρο την οριστική διευθέτηση του δανείου της αντιβασιλείας, ώστε στη συνέχεια να ανοίξει ο δρόμος …για τη συζήτηση επί των δανείων που ο Όθων δεν αναγνώριζε: τα δάνεια 1824-25. Αυτά που η δυτικότροπη ιστορία ονομάζει “δάνεια της ανεξαρτησίας”. Αυτά τα οποία θεμελίωσαν την -κατά την Δύση- “ανεξάρτητη” Ελλάδα. Το 1871 το Βρετανικό ΥπΕΞ σε εσωτερικό του έγγραφο χρησιμοποιούσε την εξής φρασεολογία:
“Η Ελλάδα πρέπει να διδαχθεί από αυτή την ιστορία πως οι δυνάμεις της Ευρώπης δεν θα επιτρέψουν να διαταραχθεί η ειρήνη στην Ανατολή, προκειμένου να διευρύνει η Ελλάδα τα σύνορά της· και ότι όσο γρηγορότερα απαλλαγεί από την αντίθετη προκατάληψη και αρκεστεί στη θέση που της εκχωρήθηκε, τόσο γρηγορότερα θα οργανώσει την διοίκησή της, θα βάλει σε τάξη τα οικονομικά της, θα εξασφαλίσει την ζωή των πολιτών και θα χρησιμοποιήσει τους πόρους της για να αναπτύξει την υλική της ευημερία”
Ας σταματήσουμε εδώ την εξιστόρηση. Δεν χρειάζεται να πάμε παραπέρα και να δούμε γιατί λίγο μετά ξεπάγωσε η διεθνής πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, γιατί χρηματοδοτήθηκε η Μεγάλη Ιδέα και πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα ως το 2009.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΑΜΕΣΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΧΘΕΣ
Όταν από το 2010, διαδοχικά, τα κόμματα όλα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, κάποιος θα πρέπει να τους θυμίσει τα εξής:
- Η Ελλάδα ουδέποτε ιδρύθηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος
- Η Ελλάδα ουδέποτε ιδρύθηκε ως κράτος με διεθνή αναγνώριση
1. Τι είδους κρατική “ανεξαρτησία” είναι αυτή που θεμελιώνεται από “εγγυήτριες δυνάμεις” και εξελίσσεται με αλλεπάλληλα δάνεια που προκαλούν ωμές παρεμβάσεις και πτωχεύσεις; (η πρώτη το 1827). Το 1825 η πλειοψηφία της ρωσόφιλης, χριστιανικής παράδοσης (με ηγέτη τον αποφυλακισμένο Κολοκοτρώνη) υπέγραψε την αίτηση προστασίας προς την Μ. Βρετανία. Ο υπολογισμένος αυτός ελιγμός σε συνδυασμό με την αλλαγή του τσάρου ξεκλείδωσε την Ρωσική πολιτική το 1826 και προκάλεσε το Πρωτόκολλο της Αγ. Πετρούπολης. Ρωσία και Βρετανία συμφώνησαν φανερά υπέρ της ελληνικής αυτονομίας (εντός της Οθωμανικής επικράτειας). Στην περίπτωση αυτή οι φόροι θα κατέληγαν στην Κων/πολη, οι Έλληνες θα είχαν αυτοδιοίκηση με χριστιανό ηγεμόνα και τον πρώτο λόγο στην εξωτερική τους πολιτική θα είχε η Ρωσία, ο συνδετικός κρίκος με τους ομόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο δρόμος που ανοίγει το 1826 είναι μακρύς. Από την πτώση του Μεσολογγίου ως τον εμφύλιο του 1832 μια σειρά διεθνών πρωτοκόλλων θα ρυθμίζει αλυσιδωτά την “Γραικική υπόθεση” σε σχέση με τις εξελίξεις στο πεδίο του νέου πολέμου. Το 1827 οι εγγυήτριες δυνάμεις έγιναν τρεις. Και αυτές ζήτησαν -μέσω Λονδίνου- την παύση του δευτερογενούς πολέμου, σημειώνοντας ότι τους ζητήθηκε η μεσολάβηση από τους “Γραικούς” (η εθνική ιστορία περνάει στα ψιλά τις αιτήσεις προστασίας προς την Γαλλία και την Ρωσία). Η Πύλη απέρριψε το τριμερές αίτημα. Ακολούθησε η ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ο Βρετανός αρχιναύαρχος σφύριξε την λήξη της χωρίς να πληγεί ολοκληρωτικά ο Ιμπραήμ. Έτσι και ο κρυφός όρος της Συνθήκης του Λονδίνου φαινόταν ότι ικανοποιήθηκε και ο δυτικός εκβιασμός του 1825 προς τους επαναστατημένους θα συνέχιζε (ο Ιμπραήμ επικαλέστηκε την ελεύθερη βούληση των σκλάβων που συνέχισε να μεταφέρει προς το Κάιρο). Το 1827 τρεις χώρες εγγυήθηκαν την αυτονομία της Γραικίας και την συνθήκη αυτή ανέλαβε το 1828 να την εφαρμόσει ο Καποδίστριας στο εσωτερικό και η Ρωσία στην Πύλη με πόλεμο. Η Ρωσία απέκλεισε τον εφοδιασμό του Ιμπραήμ, επιτέθηκε με δυο χερσαίες στρατιές στην Πύλη και νίκησε. Το 1829 ο Σουλτάνος αναγνώρισε την Συνθήκη του 1827, ο Καποδίστριας μετέφερε τα σύνορα από τον Ισθμό στην γραμμή Άρτα-Βόλος και η Βρετανία πανικοβλήθηκε. Οι εξελίξεις 1828-30 προέκυψαν με την τρίτη εγγυήτρια δύναμη, τη Γαλλία, να γέρνει ελαφρώς πρώτα προς την Ρωσία και ύστερα προς την Βρετανία. Το 1828 ο Maison προσποιείτο ότι διώχνει τις μουσουλμανικές φρουρές από τα φρούρια της Δ. Πελοποννήσου και ο Καποδίστριας προσποιείτο ότι δεν το έβλεπε για τον λόγο που μόλις είπαμε. Για πρώτη -και ίσως τελευταία- φορά το κράτος που δεν είχε ακόμη ιδρυθεί, που βρισκόταν σε τραγική κατάσταση και ήταν αυτό που συνηθίστηκε αργότερα να λέγεται “αδύναμο, μικρό κράτος”, μπορούσε να ασκεί επ’ ωφελεία του μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Οι λόγοι πρέπει να διερευνηθούν πέρα από το αναχρονιστικό φίλτρο του μετέπειτα έθνους-κράτους και τον υπεράνθρωπο Καποδίστρια. Η “ανεξαρτησία” του 1830 περιείχε και την μηδέποτε εφαρμοσθείσα βασιλεία Saxe-Coburg-Gotha. Προέκυψε από την Βρετανία και αποτέλεσε το αντιστάθμισμα στον κίνδυνο ύπαρξης μιας “ρωσικής” Ελλάδας που εκείνη την στιγμή ή λίγο αργότερα θα υποκαθιστούσε την Οθωμανική αυτοκρατορία. “Ανεξάρτητο κράτος” στην πράξη σήμαινε “ανεξάρτητο από την Οθωμανική αυτοκρατορία και -ΚΥΡΙΩΣ- από το Οικουμενικό Πατριαρχείο”. Τίποτα περισσότερο. Και αυτό δεν είναι ένα λογοπαίγνιο, είναι μια ουσία την οποία αν δεν κατανοήσουμε, θα έχουμε συνεχώς αυταπάτες (πραγματικές, όχι σαν του Τσίπρα που γνωρίζει ότι ανεξάρτητες δεν είναι ούτε οι Η.Π.Α.). Το δεύτερο σκέλος της “ανεξαρτησίας” δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί επί Καποδίστρια. Η αποκοπή από την Κωνσταντινούπολη υπήρξε η πρώτη μέριμνα της αντιβασιλείας. Η Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέστησε μονομερώς Αυτοκέφαλη την Εκκλησία και έθεσε τον μονάρχη ως κεφαλή της. Η κίνηση συνδυάστηκε με την δίωξη του “ρωσικού κόμματος” (Ρώμας, Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Τζαβέλας, Φραντζής…) και την δραματική συρρίκνωση του αριθμού των μοναστηριών. Το όλο πακέτο σε τίποτε δεν διέφερε από αυτό που εφαρμόστηκε προ τριών αιώνων επί του Ερρίκου Η΄ (ανεξαρτησία της Αγγλίας από την Παπική Ρώμη). Τι άλλο σημαντικό επέφερε η δολοφονία του Καποδίστρια; την σημειολογική αντικατάσταση του υπερεθνικού φοίνικα από το εθνικό νόμισμα της δραχμής.
Από το χρονικό αυτό σημείο ξεκίνησε μια αντιπαράθεση στο επίπεδο της ιστορίας, καθώς η δυτικόφιλη πλευρά έπρεπε αρχικά να ταυτίσει την οργάνωση και έκρηξη της Επανάστασης με το αποτέλεσμα του 1833. Το 1834 η πλευρά που οργάνωσε την Επανάσταση έκανε την πρώτη προσπάθεια να αφηγηθεί την ιστορία της. Παρότι η αφήγηση ήταν αυτολογοκριμένη και αφορούσε μόνον στην Φιλική Εταιρεία, η επίθεση που αντιμετώπισε από την δυτικόφιλη πλευρά ήταν σφοδρή. Αναμενόμενο, καθώς αρκετοί πρωταγωνιστές ήταν εν ζωή και η οθωνική πολιτική τραμπάλα ήταν ακόμα σε λειτουργία. Μετά το 1850 σταδιακά διαμορφώθηκαν δυο ιστορικές σχολές. Η εθνική παραδοσιακή και η αντίστροφη νεωτερική. Η πρώτη, ήταν “το παράδοξο” που αναφέραμε στην αρχή. Παρότι αποτελούσε την υλοποίηση του “δυο καρπούζια κάτω απ’ την ίδια μασχάλη”, κατόρθωσε με σχετική πειστικότητα να εντάξει το υπερεθνικό ελληνικό παρελθόν στο αυθόρμητο εθνικό ξέσπασμα του 1821. Αποτελούσε την αναγκαία προϋπόθεση για να φτάσουν οι Έλληνες στην υπεράσπιση ενός ελληνικού χριστιανισμού έναντι του βουλγαρικού, για να φτάσει η εθνική Ελλάδα να διεκδικεί τμήματα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν αυτή και η αυστριακή διαλύονταν. Η δεύτερη ιστορία παρουσίαζε το αφυπνισμένο από την Δύση αστικό στοιχείο να κινητοποιείται υπέρ της δημιουργίας ενός (κατά Ρουσσώ) χριστιανικού κράτους δικαίου. Το ότι στην θεωρία αυτή αδυνατούσε να ταυτιστεί η χαμηλή οικονομική τάξη των πρωτοφιλικών με το εύπορο-μορφωμένο αστικό στοιχείο, λίγο ενδιέφερε την παραδοσιακή πλευρά που πρώτη είχε υποστηρίξει την αντίφαση, βάζοντας όμως αστερίσκους. Μικρούς ή μεγάλους. Καθώς οι εποχές και οι συνθήκες άλλαζαν, αντίστοιχα άλλαζε και η μάχη της ιστορίας. Η νεωτερική ιστορία που αποτελούσε τον μοχλό της χεγκελιανής σύνθεσης αύξησε κατά πολύ την επιθετικότητά της στο α’ μισό του 20ου αιώνα, απορρίπτοντας τελείως το εθνικοχριστιανικό στοιχείο ως γενεσιουργό αίτιο της Επανάστασης. Ήταν η περίοδος όπου η πτώχευση του Σκουφά θεωρείτο σπουδαίο προσόν και γενεσιουργό αίτιο της Επανάστασης. Η εθνική ιστορία άρχισε να εγκλωβίζεται στο πλαίσιο της μονότονης αντίρρησης, όταν δε στο β’ μισό του αιώνα η νεωτερικότητα πρόβαλε την δική της εθνική ερμηνεία και περιόρισε τις επιθέσεις στα ιστορικά πρόσωπα της παράδοσης, η παραδοσιακή εθνική σχολή βρέθηκε σε αμηχανία. Επέμενε ακόμα να απαντά στο ερώτημα “ποια ήταν η συνεισφορά της Εκκλησίας στην Επανάσταση;”. Θα έλεγε κανείς ότι το βασικότερο σημείο στο οποίο συμφωνούσαν οι δυο ιστορικές σχολές ήταν η μυθική ιδρυτική τριάδα της Οδησσού.
Το πρώτο σημείο που είναι υπεύθυνο για την εξωπραγματική παρουσίαση του 1821 είναι η αποσιώπηση της διεθνούς κινητικότητας από το 1750, που φέρνει το 1789 όχι μόνον να έπεται του ελληνικού ζητήματος, αλλά και να αναπτύσσεται για να το σταματήσει. Η Επανάσταση του 1821 είναι ένα διεθνές, πολύπλοκο και με μεγάλο χρονικό βάθος γεγονός. Γνωρίζουμε ένα μόνον μέρος των γεγονότων και ως προς τα κενά, μπορούμε να εικάσουμε. Οργανώθηκε από τις υπερεθνικές δυνάμεις του χριστιανισμού που δρούσαν υπό την πολιτική κάλυψη της Ρωσικής αυτοκρατορίας, όμως για λόγους που πρέπει να διερευνηθούν βαθύτερα (πέρα από τους προφανείς), οι δυνάμεις αυτές δήλωσαν άγνοια και φανερά αποποιήθηκαν της “ευθύνης”. Μπορούμε επίσης να διακρίνουμε την Ρωσο-Βρετανική συμμαχία στο προεπαναστατικό μυστικοεταιρικό επίπεδο, η οποία ήταν αναγκαστική για τους πρώτους και προσχηματική εκατέρωθεν. Η προϊστορία μισού αιώνα δείχνει ότι οι δυτικές δυνάμεις είχαν μια αμετακίνητη πολιτική κατά της Ελληνικής Επανάστασης που ζητούσε την πολιτική ανασύσταση της χριστιανικής Ανατολής. Στον βαθμό που δεν μπορούσαν να την αποτρέψουν, έπρεπε να την ελέγξουν. Και ο αποτελεσματικότερος τρόπος ελέγχου ήταν η φαινομενική υποστήριξη του υπερεθνικού χαρακτήρα της, ενώ στην πραγματικότητα ο ιδεολογικός τους στόχος ήταν το εθνικό κράτος των Γραικών με “πρότυπο” την αθηναϊκή δημοκρατία. Η άλλη πλευρά εφάρμοζε την αντίθετη προσποίηση. Υποκρινόταν την εθνική, ενώ στην πραγματικότητα εκινείτο με άξονα το χριστιανικό όραμα του υπερεθνικού κράτους της Ανατολής. Όχι όπως κατέληξε λίγο πριν την πτώση του (σχεδόν εθνικό), αλλά όπως ξεκίνησε με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Τις παραμονές της Επανάστασης οι ηγετικοί παράγοντες της Φιλικής συγκρότησαν -για τα μάτια του κόσμου- ένα “Γραικικό” προσωπείο-ταμείο, ενώ την ημέρα της κήρυξης ξεδίπλωσαν στη Μολδαβία τις Ελληνικές σημαίες, τα υπερεθνικά τους σύμβολα και τα αντίστοιχα συνθήματα. Στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός χριστιανικού προγεφυρώματος σε Πελοπόννησο, Νησιά και Ηπειρωτική Ελλάδα (νησίδες τύπου Μολδαβίας-Βλαχίας που σε μεταγενέστερο χρόνο θα επεκτείνονταν και θα συνενώνονταν). Μετά την ακέφαλη (λόγω Αλ. Υψηλάντη) Επανάσταση, η κατάσταση εξελίχθηκε ως εξής: Αν και η Επίδαυρος περιέγραφε σχεδόν το έθνος-κράτος, η διεθνής απόρριψη του σχεδίου ήταν καθολική, υποκριτικά διατυπωμένη από άπαντες. Η μεν Ρωσία το απέρριπτε ως απότοκο του Αλ. Υψηλάντη, ενώ η Δύση το απέρριπτε τυπικά για τον ίδιο λόγο, παρότι εξ αρχής το στήριζε ημιεπίσημα (παρουσία Βρετανών αξιωματικών, ανοιχτή πρόσβαση από Γαλλικά λιμάνια), προκειμένου να το επηρρεάσει και να το σύρει προς το μέρος της, αν ο Δράμαλης και ο Κιουταχής αποτύγχαναν. Οι δυτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Επανάστασης παρά με τον τρόπο που αρχικά εφάρμοσαν το 1824: με τα δάνεια. Οι συνθήκες είναι ελάχιστα γνωστές, καθώς η ιστορία -στην καλύτερη περίπτωση- έχει αναλωθεί στην ποινική-ηθική διάσταση: στα ποσά που δόθηκαν και στα ποσά που καταληστεύθηκαν. Ο Καποδίστριας παραλίγο να πετύχει το ακατόρθωτο· να καταστήσει το προβληματικό (Γραικικό) αποτέλεσμα της Επανάστασης εφαλτήριο για τον αρχικό, υπερεθνικό (Ελληνικό) της στόχο. Αναγνώρισε την δυτική υπεξαίρεση της Επανάστασης (δάνεια 1824-25), διέφυγε της στάσης πληρωμών του 1827 και ζήτησε από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις το δάνειο εκείνο, που -είναι πλέον φανερό γιατί- δόθηκε τυπικά στον Όθωνα, ουσιαστικά στην αντιβασιλεία. Το 1830 η Αγγλογαλλία δεν μπορούσε να πιέσει την Ελλάδα μέσω των δανείων του 1824-25. Πίεσε αρχικά με τις εμπλοκές στις διαπραγματεύσεις που ανάγκαζαν τον Καποδίστρια να εξαγοράσει την Εύβοια και τμήμα της Στερεάς. Οι προσπάθειες ανατροπής του Καποδίστρια, (μέσω της οικονομικής ασφυξίας που στην κοινή διάλεκτο λέγεται “ανταρσία” και στην ιστορική συγκάλυψη λέγεται “αντιπολίτευση”) απέτυχαν. Το φάσμα της ολοκληρωτικής ήττας για την Δύση άρχισε να διαγράφεται όταν ο Καποδίστριας άρχισε να τυπώνει αέρα κοπανιστό, δηλαδή χαρτονόμισμα άνευ αντικρίσματος. Αυτό μπορούσαν να το κάνουν μόνον οι δυτικές δυνάμεις (όπως τουλάχιστον αποδείχθηκε αργότερα). Έτσι μετατράπηκε η εντολή ανατροπής του Καποδίστρια σε εντολή δολοφονίας, η οποία καθυστέρησε μέχρι να παρουσιαστεί εκείνη η ευκαιρία που θα έδινε την δικαιολογία να εμφανιστεί ο φόνος ως “εσωτερικό ζήτημα” και επιβεβαίωση της “αδυναμίας” των επαναστατημένων να αυτοκυβερνηθούν.
Γιατί από το 2010 διαμαρτύρονται οι αριστεροί και οι δεξιοί “πατριώτες”; Γιατί σήμερα φωνασκούν άπαντες; Ποια είναι η απόλυτη εθνική κυριαρχία που χάθηκε; Ως προτεκτοράτο των τριών δυνάμεων δημιουργήθηκε η χώρα· στην διαδρομή οι τρεις δυνάμεις έγιναν μια: η Βρετανία που το 1947 εκχώρησε το δικαίωμά της στις Η.Π.Α. κι αυτή το 1981 στην Ε.Ε. (σε αφανές επίπεδο εξουσίας τα τρία κράτη ταυτίζονται).
“Κόφτη” έχει η χώρα από το 1832, δεν τον απέκτησε το 2016.
Χρηματιστηριακά παιχνίδια εναντίον του ελληνικού έθνους δεν έγιναν για πρώτη φορά επί Σημίτη. Τα δάνεια του 1824-25 ήταν προϊόντα διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Με την χειραγώγηση των τιμών ασκούνταν αποδοτικότερα οι πιέσεις και οι εκβιασμοί στους ενδιάμεσους κερδοσκόπους κι απ’ αυτούς στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη.
Διαφορετικά κόμματα που εξ’ ορισμού ασκούν την ίδια “ευρωπαϊκή” πολιτική έχει η χώρα από το 1825, δεν τα απέκτησε πρόσφατα. Τότε δημιουργήθηκε το γαλλικό κόμμα (γαλλικό δάνειο που παραλίγο να δοθεί, Γάλλος βασιλιάς και χριστιανικό προσωπείο αλληλεγγύης της Γραικικής Επιτροπής του Παρισιού). Έτσι, το 1825 ο “πρώην ραγιάς” είχε τρεις επιλογές προκειμένου να εφαρμοστεί μια από τις δυο πολιτικές λύσεις.
Μια τέταρτη αντιστοιχία: Η Βουλή ψήφισε σήμερα 7.500 σελίδες και η δόση δεν δίνεται. Ζητούνται πρόσθετα προαπαιτούμενα. Κι αυτό έχει ξαναγίνει και μάλιστα πριν ιδρυθεί το κράτος. Το 1824 η πρώτη δόση του -άνευ διαπραγματεύσεων- δανείου έφτασε στην Ζάκυνθο, αλλά δεν παραδινόταν στον Κουντουριώτη. Έπρεπε πρώτα να υπογράψει αυτός τους πρόσθετους όρους που κόμιζε από το Λονδίνο ο Πολυζωίδης. Ανάλογοι εκβιασμοί ακολούθησαν με τις επόμενες δόσεις και έτσι φτάσαμε στον β΄ εμφύλιο (που δήθεν είχε εγγενή τοπικισμό) και στον Ιμπραήμ.
Μια τελευταία σύμπτωση: Έκανε η ΕΛΣΤΑΤ το 2010 αυτό για το οποίο η Ε.Ε. κατηγορούσε την Ελλάδα; Ισχυρίστηκε η Ε.Ε. ότι ένοχοι του σημιτικού αδικήματος της ένταξης στο ευρώ ήταν όλοι οι Έλληνες; Αν τα “greek statistics” ήταν το ευρω-πρόσχημα του μαγειρεμένου ελλείμματος για να φτάσουμε στις “μεταρρυθμίσεις” που θα έφερναν διόγκωση του χρέους και στο διογκωμένο χρέος που θα έφερνε νέες “μεταρρυθμίσεις”, τότε έχουμε μια ακόμη αντιστοιχία με το 1821 στο πώς ο δυτικός πυροσβέστης ταυτίζεται με τον δυτικό εμπρηστή. Ο εμφανισθείς Ιμπραήμ φαίνεται ότι τελούσε υπό την αιγίδα της Βρετανίας και της Γαλλίας. Δεν ήταν μόνον το επίσημο και ανεπίσημο προσωπικό του (από τους Γάλλους αξιωματικούς ως τον υιό του Βρετανού μηχανικού που κατασκεύαζε το υποτιθέμενο ελληνικό υπερόπλο των ατμοπλοίων στο Λονδίνο). Ήταν και οι περίεργες διαπραγματεύσεις του Codrington με τον Μεχμέτ Αλή ήταν και η βρετανική “φροντίδα” του 1824 που ανάγκασε την κυβέρνηση του Κουντουριώτη να θεωρήσει ουδέτερα τα πλοία που μετέφεραν τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο.
Μπορεί μετά την βαθύτερη εξέταση των γεγονότων να ισχυριστεί κάποιος ότι η “εκλογή” του Γ. Κουντουριώτη δεν υπήρξε το πρότυπο πάνω στο οποίο πάτησε κάθε “δημοκρατικά νομιμοποιημένη” -κατά Δύση- εξουσία ανδρεικέλων που θα φορτώνονταν -αν παρουσιαζόταν ανάγκη- τις ευθύνες των εθνικών καταστροφών; Κι αν δεν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη; Tότε η εγχώρια εξουσία θα εισέπραττε τα εθνικά εύσημα της εξέλιξης που θα παρουσιαζόταν στο ανενημέρωτο κοινό ως επιτυχία γιγαντιαίων διαστάσεων – π.χ. η επιτυχία της έμμεσης αναγνώρισης της Επανάστασης μέσω των δανείων 1824-25.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΥΛΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
“Το Σύνταγμα έγινε κουρελόχαρτο”. Άλλη μια σημερινή, βαρυσήμαντη καταγγελία. Εδώ υπάρχει δόση αλήθειας, αλλά αγνοείται το στοιχείο του ιστορικώς αντιφατικού και προσχηματικού συνταγματισμού. Τα “Συντάγματα” δεν υπήρξαν ποτέ παράδεισοι ισονομίας, γιατί δεν ήταν αυτή η ανάγκη που τα δημιούργησε. Κυρίως όμως, ουδέν κατοχυρώνουν, όταν άλλοι νόμοι, υπέρτεροι (φανεροί ή αφανείς) προβλέπουν τα αντίθετα. Άλλωστε τα Συντάγματα ανέκαθεν τα παραβίαζαν αυτοί που τα επικαλούνταν ως εκ των ων ουκ άνευ και αυτοί που σήμερα καμώνονται πως υπάρχει ακόμα εθνικό Σύνταγμα ως υπέρτερο του ευρωπαϊκού και του διεθνούς νόμου. Ιστορικά το “Σύνταγμα” είναι το πρόσχημα της νεωτερικότητας που προβάλλει πραγματικά ή εικονικά προτάγματα για να αντιπαρατεθεί στον χριστιανικό τρόπο ζωής. Πάγια πρόθεση του δυτικού πολιτικού νόμου είναι η υποκατάσταση του νόμου του Θεού. Όταν σήμερα εξαγγέλλεται από τον πρωθυπουργό η ανάγκη για το νέο, ελληνικό “Σύνταγμα του 2021”, δεν μπορούμε, παρά να χαμογελάσουμε αλλά και να σκεφτούμε πολύ σοβαρά. Ποιος θα κάνει επετειακή αναθεώρηση; Ο οπαδός του “δανείζομαι, άρα υπάρχω”; Αυτός που πιστεύει ότι οι Τζαβέλας, Κατσαντώνης, Ολύμπιος, Κολοκοτρώνης και Κανάρης είχαν παραμάσχαλα το “Πνεύμα των Νόμων”; Ποιος θα [ξανα]κάνει δημοψήφισμα; Αυτός που στο παρελθόν εφάρμοσε το αντίθετο της ετυμηγορίας του; Τι περαιτέρω διόρθωση απαιτεί το άρθρο 3, τι παζάρι θα γίνει με το άρθρο 86; Θα περιληφθεί ο εκλογικός νόμος στο Σύνταγμα και μάλιστα στα μη αναθεωρητέα άρθρα; Θα προβλεφθεί δυνατότητα του ΠτΔ να προκηρύσσει δημοψήφισμα για την έκπτωση της κυβέρνησης που υλοποιεί τα αντίθετα όσων προεκλογικά υπόσχεται; Όμως η θεσμική “ευαισθησία-υπευθυνότητα” είναι διακομματική. Ας μην ξεχνούμε και το πνεύμα υπό το οποίο έγινε η τελευταία προσπάθεια για την αναθεώρηση του Συντάγματος (2008) μέσα στο Κοινοβούλιο. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση (κυβέρνηση τότε) είχε εσωκομματική εντολή για “απόλυτο αποτέλεσμα”. Οι υπεύθυνοι κυβερνητικοί βουλευτές της ΝΔ άλλαζαν τα “αντάρτικα” ψηφοδέλτια με “εγκεκριμένα”, βάζοντας τα πρώτα στις τσέπες τους. Το γεγονός καταγγέλθηκε ένα χρόνο μετά, από την αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ που απείχε από την ψηφοφορία. Την καθαρή τηλεοπτική εικόνα που δόθηκε στη δημοσιότητα διέψευσε εκτός της κυβέρνησης και του ΠτΒ και το διακομματικό προεδρείο ενώπιον του οποίου έγινε το συμβάν. Το περιστατικό αυτό δεν ήταν το μόνο μελανό σημείο της διαδικασίας. Στη συνέχεια η όψιμα ευαίσθητη αντιπολίτευση ζήτησε εκλογές επειδή απειλούνταν οι δημοκρατικοί θεσμοί και άπαντες αλληλοκαταγγέλθηκαν για αντιδημοκρατική συμπεριφορά.
Τα “ανθρώπινα δικαιώματα” είναι ένα σύνθετο πακέτο που στοχεύει στην κοσμικοποίηση των χριστιανικών αξιών, στον εξωχριστιανικό ορισμό του ανθρώπου. Προωθεί κυρίως το δικαίωμα του ανθρώπου να αυτοορίζεται -ως θύμα παραπληροφόρησης, δελεασμού ή εκβιασμού- μακράν της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο κοινοβουλευτισμός είναι μια θαυμάσια ανακάλυψη της μετάθεσης των ευθυνών και της ποδηγέτησης των αστικών μαζών. Οι λαϊκές μάζες επηρεάζονται από προγραμματισμένα γεγονότα, τον πλήρως ελεγχόμενο Τύπο και αγνοούν ότι ο ρόλος τους μέσω της ψήφου είναι διακοσμητικός. Θεωρούν ότι έχουν την ελευθερία της επιλογής. Μόνο που οι επιλογές τους έχουν προελεγχθεί.
Η διάκριση των εξουσιών είναι θεωρητική. Ο βουλευτής δεν έχει νομοθετική εξουσία αλλά επικυρωτική υποχρέωση έναντι του νομοθέτη αρχηγού του (ας θυμηθούμε την πρόσφατη, αντίθετη ψηφοφορία των κυβερνητικών βουλευτών, επειδή έτσι “έκριναν” μέσα σε λίγες μέρες. Πρώτα υπέρ και στη συνέχεια κατά της δυνατότητας των υπουργών να διατηρούν υπεράκτιες εταιρείες).
Ο κομματισμός είναι το χειρότερο σημείο του κοινοβουλευτισμού. Λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας του δικαιώματος ψήφου, επειδή τα κόμματα δεν μπορούν παρά να είναι πεπερασμένα και καθένα απ’ αυτά λειτουργεί εσωτερικά ως απόλυτη μοναρχία. Καθώς όμως η ποιότητα της διακυβέρνησης δεν είναι ανάλογη (ούτε ευθέως ούτε αντίστροφα) με το πλήθος των προσώπων που την ασκούν ή που επιλέγουν τον μοναδικό της κυβερνήτη, το πρόβλημα των κομμάτων δεν οφείλεται στην μονοκρατορία τους, αλλά στον αδιαφανή και πελατειακό τρόπο με τον οποίο επιλέγονται οι υποψήφιοι προς εκλογή. Ο μονάρχης τυπικά εκλέγεται, αλλά όχι με συνειδησιακά κριτήρια αξιοσύνης. Η εντός κόμματος πελατειακή σχέση αποτελεί το μοντέλο του δούναι-λαβείν συστήματος που διαχέεται σε όλη την κοινωνία. Έτσι διαμορφώνεται το παράλληλο -προς το επίσημο- κράτος, η παράλληλη προς τους θεσμούς εξωθεσμική οδός. Στο έργο αυτό συμμετέχει ο “πολίτης” προκειμένου, μέσω του “ατομικού νόμου”, να αμβλύνει την αδικία της άνισης μεταχείρισης που του παρέχει το “κράτος δικαίου”. Αυτό που σπανίως υπολογίζει ο πολίτης, είναι ότι έτσι γίνεται ευάλωττος, αφού στη συνέχεια κατηγορείται ως ισότιμος παράγοντας της κρατικής διαφθοράς. Κατηγορείται, ουσιαστικά, από αυτόν που τον έσπρωξε στην εξωθεσμική εξισορρόπηση του “κράτους δικαίου”.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η κοινοβουλευτική δημοκρατία των ατομικών ελευθεριών. Κομμένη και ραμμένη εξ αρχής σε λαϊκιστικό πλαίσιο πλειοδοσίας και ανταποδοτικότητας, διχάζει την κοινωνία μέσω του προκατ δικομματισμού (με εκφωνητές στους ρόλους κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) ή την κατακερματίζει μέσω του πολυτεμαχισμού (αν υπάρξει ανάγκη). Την ίδια στιγμή στο παρασκήνιο εξελίσσονται όσα δεν βλέπουν, αλλά θα εισπράξουν οι πολίτες. Ο στόχος της υλιστικής ευδαιμονίας ισοδυναμεί σε προοπτική χρόνου με την αποδοχή της αντίστοιχης κοσμοθεωρίας που θεωρεί την ύλη ως δημιουργό του πνεύματος.
Το θέμα που τίθεται από όσα είπαμε, αλλά και αυτό που έμμεσα βάζει ξανά σήμερα η αυταπατημένη και αυτοκαταγγελλόμενη αριστερά είναι κατά πόσον η αριστερά και η δεξιά είναι τα ιστορικά παιδιά του ίδιου υλιστή πατέρα. Αυτού που κατέχει τέτοιο πλούτο ώστε να μπορεί να δανείζει με άνεση όλα τα κράτη. Αυτού που συντηρεί με κάθε δυνατό τρόπο την ανισότητα που ο ίδιος καταγγέλλει, υποδαυλίζοντας τις εξεγέρσεις των καταπιεζόμενων. Το θέμα της χρηματοδότησης των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και των αντιμαχόμενων στους ναπολεόντειους και παγκόσμιους πολέμους πρέπει να μελετηθεί, όμως για το ελληνικό παράδειγμα, μια βασική έλλειψη της ιστορίας είναι η αριστεροδεξιά πολιτική του Canning και ιδιαίτερα η “δεξιά-καπιταλιστική” βουλημία που διέκρινε όλα τα επιφανή μέλη του “αριστερού-προοδευτικού” κόμματος των Whigs· αυτών που το 1824 συμμετείχαν στην Γραικική Επιτροπή του Λονδίνου, γνωστή ως Φιλελληνικό Κομιτάτο. Μέσω του εσωτερικού δικομματικού προσχήματος της Βρετανίας φαίνεται καθαρά πως πολλαπλάσιος κόπος καταβάλλεται για να πειστεί η εκεί Βουλή και η κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα μιας νέας πολιτικής, παρά για να πειστούν οι επαναστατημένοι πως η υποτιθέμενη ριζική αλλαγή της βρετανικής βούλησης οφείλεται στην αλλαγή του υπουργού εξωτερικών και στους νεοεμφανισθέντες χριστιανούς-φιλάνθρωπους, επιχειρηματίες-βουλευτές της Επιτροπής. Ως ηγέτης της Επιτροπής, κερδοσκοπούσε πάνω στην διχασμένη Ελληνική Επανάσταση και ο “νομικός-φιλόσοφος” που “διόρθωνε” τα Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους. Ήταν ο Jeremy Bentham που δεν κατόρθωσε να αποδείξει ούτε την ετικέτα του κοινωνικού ωφελιμιστή. Η ωφελιμιστική του θεωρία σταματούσε στα όρια της τσέπης του. Δεν δέχθηκε ούτε τις παρατηρήσεις του πάνω στους νόμους του “νέου” έθνους να κάνει αμισθί. Ο Ιερεμίας Μπένθαμ, που ως μέλος των μυστικών εταιρειών ασκούσε επιρροή σε πολλές κυβερνήσεις της Ευρώπης, καλούσε έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών των αγωνιστών της Επανάστασης, για να σπουδάσουν στην Αγγλία (και να ενταχθούν έτσι στον κύκλο του δυτικού διαφωτισμού). Κάποια στιγμή τους ενημέρωνε για τo ποσό των εξόδων που θα έπρεπε να καλύψουν εξ ιδίων για τις σπουδές τους. Τι θα σπούδαζαν; Η φιλοσοφία του ολοκάθαρα στόχευε στο να ταυτίσει τον ηθικό νόμο με τον πολιτικό, συρρικώνοντας τον πρώτο στα όρια του δεύτερου (ό,τι νόμιμο=ηθικό). Παρότρυνε τον άνθρωπο να επιλέξει έναν από τους δυο δρόμους πάνω στους οποίους έχει χτιστεί το αγαθό της ζωής: του πόνου ή της απόλαυσης. Οι αρχές του για την ελευθερία του Τύπου εφαρμόστηκαν στα “Ελληνικά Χρονικά” και στις λοιπές εφημερίδες που έστησε στην Επανάσταση η Επιτροπή του Λονδίνου. Η ωμή προπαγάνδα, οι συκοφαντίες των πολιτικών αντιπάλων και οι προαναγγελίες των αποφάσεων της “δικαιοσύνης” ήταν μερικές από τις κατακτήσεις του φιλελεύθερου, ριζοσπαστικού Τύπου που εισήχθη μέσω Λονδίνου. Ο Μπένθαμ, επίτιμος πολίτης της Γαλλίας για την προσφορά του στην Γαλλική Επανάσταση, φάρος των Kοραϊκών ιδεών, υπήρξε ο υποστηρικτής της τοκογλυφίας και της παιδεραστίας, ο εφευρέτης του κτιρίου-φυλακής Panopticon στο οποίο ο κρατούμενος εποπτεύεται αδιάλειπτα χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Όσο για την “δικαιοσύνη” των θεσμών του, αρκεί να θυμηθούμε πώς επέμεναν οι Έλληνες απεσταλμένοι από το Λονδίνο το 1825 να παραταθεί η διάρκεια θητείας της Βουλής και της Κυβέρνησης, κατά παραβίαση όσων προέβλεπε το Άστρος. Να ήταν κι αυτές νόμιμες.
Το σύνολο του νεωτερικού πολιτικού πακέτου είναι η κορυφή του πολιτικοκοινωνικού παγόβουνου της “φιλελεύθερης προόδου”. Αποκρύπτεται ο απόλυτος, αδιαφανής έλεγχος της ορατής εξουσίας από το ιδιωτικό νόμισμα και τον ιδιωτικό δανεισμό. Τα κρατικά δάνεια δίνονται μόνον όταν είναι βέβαιη η κατασπατάλησή τους ή η αξιοποίησή τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαιωνίζεται η εξάρτηση που είχαν θεμελιώσει τα προηγούμενα δάνεια. Χρήμα, πολίτευμα, νομικό σύστημα, παιδεία, δημόσια ενημέρωση και κοσμοθεωρία συνδέονται και συνενώνονται στον έλεγχο των ίδιων προσώπων, έτσι που ο καθένας μπορεί να ελέγξει και να αποφασίσει ποιος είναι ο στόχος και ποιο είναι το μέσον.
2. Η “ανεξαρτησία”, συνεπώς, που προέκυψε το 1830 ήταν η ισορροπία μεταξύ των δυο διεθνών τάσεων και των τριών πολιτικών παικτών που διαμόρφωναν τα πράγματα. Η “ανεξαρτησία” αφορά α) στις οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας ως προς την Οθωμανική Πύλη και β) στις πολιτισμικές καταβολές επί των οποίων είχε χτιστεί το υπερεθνικό κράτος-πρόγονος. Ποιας χώρας όμως; της Ελλάδας; Όχι βέβαια! Τέτοια χώρα ουδέποτε υπήρξε στις διεθνείς συνθήκες, παρά την ιστορία του λεγόμενου φιλελληνισμού (philhellénisme). Τι εμπόδισε τους φιλέλληνες να διαμαρτυρηθούν, όταν το κράτος του οποίου την αναβίωση υποστήριξαν, ονομάστηκε από το 1827 Grèce και όχι Hellas; Γιατί δεν έσκισαν τα ρούχα τους ο Μπένθαμ, ο Χιούμ, ο Κόχραν και ο Φαβιέρος; “Έλληνες” αποκάλεσε το 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τους χριστιανούς της ελληνικής αυτοκρατορίας (ομιλώντες την βουλγαρική, την σερβική την ελληνική γλώσσα), ενώ το μέλος της Φιλικής Βλαντιμιρέσκου εκπροσωπούσε τους Δάκες που αργότερα ονομάστηκαν Ρουμάνοι. Αντίθετα, ο Κοραής (που πρωτοστάτησε το 1830-31 εναντίον του Καποδίστρια) από το 1805 δηλώνει με στεντόρεια και Ναπολεόντεια φωνή ότι οι Γραικοί είναι εκείνοι που πρέπει να επαναστατήσουν για να εκπληρώσουν το όραμα της Φραγκιάς που έτσι τους όρισε χίλια χρόνια πριν. Γιατί φώναζε τότε ο Κοραής; Μα, για να σταματήσει η έτοιμη να εκραγεί γενικευμένη χριστιανική Επανάσταση της Ανατολής από τα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα και την ρωσοκινούμενη Σερβική Επανάσταση. Ο Ναπολέων πέτυχε τελικά τον στόχο του νικώντας τον τσάρο Αλέξανδρο και η Επανάσταση επαναδρομολογήθηκε όταν ήρθε η σειρά του τσάρου να νικήσει τον Ναπολέοντα. Τόσο ο Κοραής, όσο και οι λοιποί παράγοντες της αντιχριστιανικής νεωτερικότητας γνώριζαν άριστα τον υπερεθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων της Φιλικής Εταιρείας, που εμφανίζονταν υπό εθνικό μανδύα. Με αντίστοιχο τρόπο, η ομάδα του Κοραή έκρυβε τον αντιχριστιανικό της χαρακτήρα και τις στενά εθνικές της επιδιώξεις, εμφανιζόμενη ως αναμορφώτρια μιας παρακμιακής ορθοδοξίας.
Η “Γραικία” είναι εκείνη που θεμελιώθηκε τραγικά το 1824, ιδρύθηκε το 1830 και δανειοδοτήθηκε το 1832. Ένα κράτος με εθνική Εκκλησία, που ορίζει την ύπαρξή του σε σχέση με την ανακατασκευασμένη στο Παρίσι ελληνική γλώσσα και την ήττα των “Ελλήνων” από τους “Μακεδόνες” στην μάχη της Χαιρώνειας. “Ελλάδα” ονομάζεται το κράτος μόνον στο εσωτερικό, ενώ όλος σχεδόν ο κόσμος το ονομάζει “χώρα των Γραικών”. Αυτών που κατηγορήθηκαν από την εποχή του Καρλομάγνου ότι δεν είναι σωστοί χριστιανοί, άρα αιρετικοί, άρα μη Ρωμαίοι, άρα …Graeci. Οι κατήγοροι στόχο είχαν την υποκλοπή των τίτλων της Ρωμαϊκής Οικουμένης, ώστε να μην συνδέεται με κανένα τρόπο μια παγκόσμια κρατική κυριαρχία με τον χριστιανισμό. Έτσι, μετά τον θάνατο της Ρωμανίας, φτάσαμε και στον τεχνητό όρο του ανύπαρκτου κράτους “Βυζάντιο”. Έτσι, μετά και την αλλαγή της ρωσικής πολιτικής από “πανορθόδοξη” σε “πανσλαβική”, έφτασε η εθνική επέκταση μέσω των Βαλκανικών πολέμων και του Α’ παγκόσμιου πολέμου να θεωρείται ως συμπλήρωση του 1821. Έτσι, το ζήτημα που προέκυψε το 1821 θεωρήθηκε ως τμήμα του Ανατολικού ζητήματος και άρχισε η έρευνα για το αν ο Ελληνικός πολιτισμός ανήκει στην Δύση ή στην Ανατολή. Έτσι, θεωρήθηκε και το 1821 ως το εθνικό επίτευγμα της δημιουργίας του Γραικικού κράτους. Έτσι, θεωρήθηκε φυσιολογικό να προσδιορίζονται οι ελληνικές ιστοσελίδες του διαδικτύου με την κατάληξη “gr”.
Από το 2009, ο εγγονός της μοναδικής -μετά το 1860- εγγυήτριας δύναμης, η Ε.Ε., αίρει την εγγύησή του και οδηγεί το κράτος στον απόλυτο μαρασμό. Το κράτος γίνεται άκρως ευάλωτο και μπορεί να ξεψυχήσει (με την υπάρχουσα μορφή του) με τρόπο, ώστε ο θάνατος να φαίνεται ότι προήλθε από φυσικά αίτια, ενώ το κίνητρο των ορατών αυτουργών δείχνει οικονομικό. Το αν αυτό δρομολογήθηκε από το 1974, άρα, το αν προβλεπόταν από το 1942 είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Σημασία έχει ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνεται όλο και δυσκολότερη η επίκληση της χριστιανικής πίστης (“θρησκείας” κατά τον πολιτικό νόμο) ως κανονιστικού πλαισίου στην Ελλάδα, επειδή το 1833 η πίστη μπήκε στο καλούπι της εθνικής Εκκλησίας, και το έθνος-κράτος εισήλθε το 1979 στην Ε.Ε., στην οποία από το 2009 εφαρμόζεται η Συνθήκη της Λισαβόνας. Συνεπώς, όλο και περισσότερο θα γίνεται υποκριτική επίκληση ενός γενικού πολιτικού ηθικού πλαισίου που φαινομενικά θα περιέχει τα στοιχεία της χριστιανικής κοινότητας, ενώ στην πραγματικότητα θα θέλει να την εξαλείψει. Το πολιτικό ηθικό πλαίσιο θα προσπαθήσει να επιβληθεί ως γενική ομπρέλα, λέγοντας ότι η χριστιανική κοινότητα αποτελεί μια μόνον από τις διακριτές “εθνικές” ή “θρησκευτικές” ομάδες εντός του σημερινού, πληθυσμιακά αλλοιωμένου ήδη, έθνους-κράτους. Άρα η αρχή της αυτοδιάθεσης θα λειτουργήσει αντίθετα από ό,τι “προβλεπόταν” το 1919 για την Σμύρνη, ή … θα πρέπει να καταργηθεί (και να αντικατασταθεί από τι;). Σημασία έχει να κατανοήσουν όσοι φοβούνται την διάλυση του κράτους ότι κράτη φτιάχνονται εύκολα (σχετικά) όταν υπάρχει η πολιτισμική-πολιτική δύναμη που θα τα δημιουργήσει. Έθνη είναι δύσκολο να φτιαχτούν, όταν μάλιστα αυτά βασίζουν την ύπαρξή τους στην κοσμολογία και στην οντολογία, όχι στον υλισμό και στην διάκριση πόνου-απόλαυσης. Εξίσου σημαντική είναι η κατανόηση του ότι οι σημερινοί υποστηρικτές του κοσμικού διεθνισμού είναι ταυτόχρονα οι υποστηρικτές του “διαφωτισμένου” εθνισμού που γέννησε το δυτικού τύπου έθνος-κράτος. Οι υποστηρικτές του ιστορικού κατακερματισμού της Δύσης και των “Βαλκανικών” Επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι οι υποστηρικτές της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. και οι καταγγέλλοντες του εθνισμού των “βαλκανικών λαών”.
Επιγραμματικά: Το έθνος που σήμερα δικαιολογημένα ανησυχεί, βλέποντας τον κίνδυνο συρρίκνωσης, τεμαχισμού και αναδόμησής του, εξαρτάται και ετεροκαθορίζεται από την πρώτη στιγμή της κρατικής του υπόστασης. Η -μέσω Ελλάδος- οικουμενική προοπτική του χριστιανισμού παγιδεύτηκε οριστικά μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Με την αναγκαστική συναίνεση των παραδοσιακών δυνάμεων, το κράτος έγινε και στην πράξη ένα έθνος-κράτος με το δεύτερο συνθετικό να κινείται ενάντια στο πρώτο. Επόμενο ήταν, να ενταθεί -αργά ή γρήγορα- η δυναμική της πλήρους υποκατάστασης της χριστιανικής εθνικής ταυτότητας από την αντίπαλή της. Αυτό συμβαίνει μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ και μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Ο εντοπισμός των ιστορικών κενών και η παρακολούθηση της συνισταμένης των ιστορικών ψεμάτων βοηθά στην διατύπωση κεντρικών ερωτημάτων, ίσως και απαντήσεων, στο περί ελληνικού έθνους ζήτημα. Η αντίδραση στην δράση παραμένει ένα ξεχωριστό θέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου