Ὁ Ο.Τ. ἀποκαλύπτει τὸ πρόσωπον – κλειδί, ποὺ θὰ διαδραματίση καταλυτικὸν ρόλον εἰς τὴν Πανορθόδοξον
Νέα «Σούδα» θὰ καταστῆ τὸ Κολυμβάρι καθὼς ἐκεῖ θὰ «ἀγκυροβολήση» πρόσωπον τοῦ «βαθέος» κράτους τῶν Η.Π.Α. Ἡ προεδρία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης θὰ ἀσκῆται «ἐπιτροπικῶς» κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ «μεγάλου ἀδελφοῦ»;
Στα μέσα της αγίας Τεσσαρακοστής το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοίνωσε τα ονόματα δύο γυναικών που θα στελεχώσουν την πατριαρχική αντιπροσωπία στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (ΑκΜΣ)• το πρώτο είναι μιας ηγουμένης ελληνικής ι. μονής, της οποίας οι μοναχές διακονούν στο Φανάρι, και είναι «τιμής ένεκεν», το άλλο όμως είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθότι ανήκει σε μία ελληνοαμερικανίδα καθηγήτρια γνωστού πανεπιστημίου των ΗΠΑ, με ειδίκευση τη διαχείριση κρίσεων και τις διεθνείς σχέσεις.
Συγκεκριμένα το όνομα της Δρ. Ελισάβετ Προδρόμου (Δρ. Πρ.) ούτε είναι άγνωστο, ούτε βεβαίως ασήμαντο. Από το εξαιρετικά πλούσιο επιστημονικό βιογραφικό της ξεχωρίζουν: επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου της Βοστώνης και επισκέπτης καθηγητής στην έδρα Επίλυσης Κρίσεων στη σχολή νομικών και
διπλωματικών σπουδών Flecher του πανεπιστημίου Tufts, συνεργάζεται επίσης με το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών (CES) του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (Harvard), όπου προεδρεύει στην ομάδα μελέτης Ανατολικής Μεσογείου και Ευρώπης. Οι ακαδημαϊκοί της τίτλοι της επιτρέπουν να συμμετέχει, και εδώ είναι το σπουδαιότερο, σε αρμόδιες κυβερνητικές επιτροπές χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ : από το 2004-2012 αντιπρόεδρος της επιτροπής Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών της αμερικανικής Βουλής και από το 2011 αναβαθμίστηκε σε μέλος της αρμόδιας ομάδας εργασίας του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών με αντικείμενο «Θρησκεία και Εξωτερική Πολιτική». Θεωρείται ειδήμων σε θέματα ανατολικής Μεσογείου και νότιο-ανατολικής Ευρώπης και έχει συνεργασθεί ως σύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, το υπουργείο Άμυνας, την Αμυντική Υπηρεσία Πληροφοριών (DIA), την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA), το NATO, τον ΟΗΕ, υπουργεία και Μ.Κ.Ο. διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών1. Χαρακτηρίζεται τέλος ως ανώτερη διπλωμάτης (Senior Diplomat).
Εκ των πραγμάτων αντιλαμβάνεται κανείς το status της Δρ. Πρ. εντός του πλέγματος ισχύος των ΗΠΑ• η ακαδημαϊκή της ιδιότητα συνυπάρχει με αυτό που κυρίως την χαρακτηρίζει: του συνεργάτη -ιδιαιτέρως με τις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ- αυτού που αποκαλούμε ως «βαθύ κράτος».
Έχοντας λοιπόν σκιαγραφήσει το εύρος δραστηριοτήτων της Δρ. Πρ. στρέφουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη προσοχή μας στην εισήγησή της στο 20ο Συνέδριο του Orthodox Christian Laity (OCL), το Νοέμβριο του 2007 στο Illinois των ΗΠΑ με θέμα: «Η Ορθόδοξη Χριστιανoσύνη μπροστά σε σταυροδρόμι: Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Εκκλησίας – Πότε και Γιατί». Η Έκδοση των πρακτικών έγινε το 20092 (είναι στα αγγλικά, απ᾽όπου και μεταφράζουμε, από την ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου). Το θέμα της εισήγησής της ήταν: «Η ανάγκη για μία Αγία και Μεγάλη Σύνοδος: Γιατί; Γιατί Όχι Ακόμη, και Πότε;».
Πριν την ανάπτυξη των θέσεών της, εν είδει εισαγωγής θέλησε να γνωρίσει στους συμμετέχοντες αφ᾽ενός μεν την επιστημονική της ειδίκευση αφ᾽ετέρου δε, να δώσει το στίγμα της παρουσίας της εν γένει στο συνέδριο, είπε λοιπόν:
“Ομιλώ ως κοινωνική επιστήμων -ειδικότερα ως πολιτική επιστήμων και καθηγήτρια επί των διεθνών σχέσεων- της οποίας η ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία εστιάζεται στο ρόλο της θρησκείας στις διεθνείς υποθέσεις (world affairs). Η σημασία που αποδίδω στην αναγκαιότητα αλλά και στις συνέπειες μιας ΑκΜΣ για την Ορθόδοξο Εκκλησία διαμορφώνεται από ανάλογες μεθόδους και αναλύσεις που θεωρούν την Ορθοδοξία εντός της σύγχρονης πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής διαφορετικότητας.
Δευτερευόντως, προσεγγίζω το θέμα ως ένα πρόσωπο που συμμετέχει στα δημόσια πράγματα, και ειδικότερα στην Αμερικανική διπλωματία. Φυσικά ομιλώ σήμερα ως ιδιώτης (θέλω να είμαι ξεκάθαρη και κατηγορηματική ως προς αυτό το σημείο), πάντως οι παρατηρήσεις μου οφείλονται στη γνώση που μου προσπορίζει η υπηρεσία μου στην Επιτροπή των Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών (USCIRF), ένα εννεαμελές σώμα, το οποίο αναφέρει στον πρόεδρο, υπουργείο των εξωτερικών και στα μέλη της Γερουσίας, στο πως η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική δύναται να προωθήσει τη θρησκευτική ελευθερία στο κόσμο. Ως ο πρώτος ορθόδοξος χριστιανός όπου υπηρετεί σ᾽αυτή την επιτροπή, έχω καταλήξει ότι οι συζητήσεις περί το εφικτόν της πραγματοποιήσεως, και περί των στόχων της ΑκΜΣ συχνά παραβλέπουν τους τρόπους, με τους οποίους μία ενωμένη, όμως και ποικίλη3 παγκόσμια Ορθόδοξος Εκκλησία μπορεί αποτελεσματικώτερα ν᾽απαντήσει στο δράμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των σχετιζομένων με την θρησκευτική ελευθερία, ειδικότερα, μάλιστα όπου υπάρχουν άμεσες αρνητικές συνέπειες στα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών”.
Έχοντας πει αυτά, η εξέταση της Δρ. Πρ. συναρθρώνεται ακολούθως σε τρία βασικά, όπως λέει, ερωτήματα αναφορικά με την αναγκαιότητα μιας ΑκΜΣ:
Α´. Γιατί να γίνει;
Β´. Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη;
Γ´. Πως θα επιτευχθεί;
Για ν᾽απαντήσει στο πρώτο ερώτημα η Δρ. Πρ. αναπτύσσει για πρώτη φορά την ιδέα περί μοναδικότητας (uniqueness) της παρούσης ιστορικής συγκυρίας, χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Ειδικότερα, εμείς ως Εκκλησία, ζούμε σε θεμελιωδώς διαφορετικούς καιρούς και πρωτόγνωρες συνθήκες από αυτές που έως τώρα έζησε η Εκκλησία”.
Και θέτει δύο σημεία υποστηρικτικά της ανωτέρω θέσεως.
Πρώτον, η ανθρωπότητα διαθέτει την ικανότητα να καταστρέψει όλη τη κτίση του Θεού αφ᾽ενός, αφ᾽ετέρου δε, υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί ανθρώπινη ζωή με τρόπο ολωσδιόλου ξεχωριστό από τη πράξη του έρωτα(!). Αυτά τα δύο τοποθετούν την Εκκλησία σε απορία ενώπιον ενός διωνύμου “ισχύος και ύβρεως”, αφάνταστου έως τώρα στην ανθρώπινη ιστορία η στην ιστορία της Εκκλησίας. Επομένως η απουσία μιας ΑκΜΣ διαμορφώνει μία κατάσταση, κατά την οποία η Εκκλησία αδυνατεί να σταθμίσει τα καινούργια δεδομένα και να προσευχηθεί(!), ακόμη λιγότερο δε να ασκήσει την αρμόζουσα ποιμαντική μέριμνα υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και έτσι να βοηθήσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς σε ζητήματα όπως: Πόλεμος(!), Περιβαλλοντική Προστασία(!) και Βιοηθική, ειδικότερα δε για το τελευταίο, ζητήματα όπως: ανθρώπινη σύλληψη, έκτρωση, ευθανασία, κλωνοποίηση, γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα, και έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Και καταλήγει στο εξής καίριο για την εισήγησή της σημείο:
“Η ανωτέρω λίστα θεμάτων, υπογραμμίζει το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ούτε οι κανόνες της Εκκλησίας στην παρούσα τους μορφή, ούτε το σύνολο σώμα της Αγίας Παράδοσης, κατανοούμενο ως αμετάβλητο, δύνανται να προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις στην πρωτόγνωρη δημιουργική και καταστροφική πραγματικότητα(sic) της παρούσης ιστορικής στιγμής. Η ΑκΜΣ ως έκφραση της ζώσας παράδοσης της Εκκλησίας, αποτελεί το ων ουκ άνευ όλο για την Εκκλησία στην προσπάθεια να έρθει σε συμφωνία και να μετασχηματίσει την παρούσα ιστορική πραγματικότητα.”
Προχωρώντας στο δεύτερο σημείο αναφέρει επί λέξει:
“Η ανάγκη για μία ΑκΜΣ προέρχεται από την ιστορικά πρωτόγνωρη κατάσταση του παγκόσμιου θρησκευτικού πλουραλισμού.”
Από τούτο γίνεται σαφές ότι στη ματιά της η σύνοδος σχετίζεται άμεσα και ουσιαστικά με τον “θρησκευτικό πλουραλισμό” δηλαδή με τον οικουμενισμό, αφού ανέκαθεν υπήρχαν πολλές θρησκείες που μάλιστα συμβίωναν ειρηνικά. Θέλοντας όμως να δώσει το στίγμα της, στο πως εννοεί αυτόν τον πλουραλισμό, λέει χαρακτηριστικά:
“Ο πλουραλισμός της σύγχρονης θρησκευτικής πραγματικότητας σε συνάρτηση με την παγκοσμιοποίηση της θρησκείας, επαναδιαμορφώνουν τόσο το χώρο(;) όσο και την εσωτερική διαφορετικότητα της Ορθοδοξίας, όπως μαρτυρείται από την επέκταση, ανάπτυξη και μετασχηματισμό των ορθόδοξων πληθυσμών στα εδάφη της ιστορικής τους καταγωγής τόσο εντός όσο και εκτός αυτών των εδαφών”.
Το πρίσμα μέσω του οποίου περιγράφονται τα ανωτέρω είναι η εκτίμηση της εισηγήτριας ότι στην παρούσα φάση πλουραλισμού υπάρχει η τάση εντός της Ορθοδοξίας για κατακερματισμό αντί για ενότητα εν τη ποικιλία(!). Τι εννοεί; Μήπως ότι, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, υπάρχουν όλες αυτές οι ορθόδοξες δικαιοδοσίες, η κάθε μία με τη σύνοδό της και όχι μία, όπως θα έπρεπε, σύνοδος; Μας ξεκαθαρίζει ότι δεν αναφέρεται σ᾽αυτό, αλλά:
“Για τους δικούς μας σκοπούς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Αμερική, το ζήτημα του θρησκευτικού πλουραλισμού, και η συνοδεύουσα πρόκληση και δυνατότητα για ενότητα εν τη ποικιλία είναι εκ των απολύτως κατεπειγόντων κινήτρων για την ΑκΜΣ. Μία τέτοια σύνοδος πρέπει να βοηθήσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ώστε να κατανοήσουν, να συμβιβαστούν και ενεργά να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής ετερότητας”.
Το κείμενο νομίζουμε ότι μιλάει από μόνο του… Ανακεφαλαιώνοντας τις θέσεις της, επαναδιατυπώνει το ουσιώδες γι᾽αυτήν σημείο, ότι υπό το φως της σημερινής πραγματικότητας και των προκλήσεών της, ριζικά διαφορετικών, όπως λέει, από τους οκτώ πρώτους αιώνες ύπαρξης της Εκκλησίας κατά τους οποίους έλαβαν χώρα και οι Οικουμενικές Σύνοδοι,
“ …οι κανόνες είναι ανεπαρκείς, ακριβέστερα ελλιπείς και έχουν ανάγκη διόρθωσης και επαύξησης”.
Ως πρώτο αναφέρει το ζήτημα του εκκλησιαστικού πρωτείου, και το οποίο το κατονομάζει ως ένα από τους κύριους λόγους για τη σύγκληση της ΑκΜΣ. Στην ανάπτυξη του θέματος εντάσσει εμφατικά και την αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας. Γίνεται σαφές ότι δίνει ιδιαίτερο βάρος στην περί του πρωτείου συζήτηση, και αν και πολύ προσεκτική στις διατυπώσεις της, σε μία κρίσιμη παράγραφο αναφορικά με τις πρωτοβουλίες της Κωνσταντινούπολης στην επίλυση ενδορθόδοξων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καταθέτει την άποψή της, καταγράφοντας ως “έκφραση αναγνώρισης” από τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, της εκκλησιαστικής αυθεντίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ως πρώτου).
Ερχόμαστε όμως τώρα στο κρισιμότερο τμήμα της όλης έκθεσης των απόψεών της, σ᾽αυτό που καταγράφει ως δεύτερο εμπόδιο και που το ονομάζει “ νομικισμό ” (legalism), και να πως το περιγράφει με τα δικά της λόγια:
“Το δεύτερο εμπόδιο έχει να κάνει με αυτό που μπορεί να ονομασθεί “νομικισμός” (legalism), η τη τάση προς μία ανιστορική θέση, η οποία συνιστά την αντίθεση προς την έννοια της Ζώσας Παράδοσης. Θεωρώ αυτό το εμπόδιο μακράν σοβαρότερο από αυτό του εκκλησιαστικού πρωτείου/αυθεντίας, καθότι εκφράζει μία νοοτροπία που διαπερνά τόσο τον κλήρο (δηλαδή ιεράρχες, ιερείς και μοναχούς) όσο και τους λαϊκούς στην Εκκλησία και είναι τελείως ξένη προς την ορθή ανάγνωση της Ορθόδοξης θεολογίας. Ειδικότερα, η απροθυμία ν᾽αναγνωρισθεί η ιστορικότητα της Αγίας Παράδοσης και να κατανοηθεί ως Ζώσα, έχει οδηγήσει σε μία νομικιστικού τύπου, συνολική σύλληψη της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και θεολογίας. Αυτή η προοπτική συνήθως εκφράζεται μέσω απλουστευτικών απόψεων, όπως ότι οι κανόνες είναι αιώνιοι, η ότι η Ορθόδοξη θεολογία ως όλον, εφαρμόζεται σε όλες τις ιστορικές συνθήκες. Σύμφωνα μ᾽αυτή την λογική, δεν υπάρχει ανάγκη σύγκλησης της ΑκΜΣ, καθότι οι απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα ήδη εμπεριέχονται στη πληρότητα της Αγίας Παράδοσης. Η πλέον δογματική έκφραση αυτού του ισχυρισμού είναι ότι, οι κανόνες δεν είναι «ανοικτοί» σε επανερμηνεία, αναθεώρηση, προσθήκες, η απόρριψη».
Βάσει αυτών των θέσεων καταλήγει:
“Αυτή η αναγωγή των κανόνων της Εκκλησίας σε τυποποιημένα προϊόντα, αποπνέει τον τύπο εκείνο του νομικισμού των Φαρισαίων που οδήγησε στη καταδίκη του Χριστού η πιο πρόσφατα, το στείρο φονταμενταλισμό του Σαουδικού Ουαχαμπιτισμού και του «κατά γράμμα» Καλβινισμού.”
Η παράθεση -κατ᾽ανάγκην- των εκτεταμένων αυτών τμημάτων του κειμένου της εισήγησης, μας φανερώνει ότι η «εκλεκτή» επιστημονική συνεργάτις του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν είναι απλά θιασώτης του οικουμενισμού, αλλά της πλέον επιθετικής μορφής του. Και ενώ δεν χρειάζεται να προσθέσουμε εμείς τίποτε όσον αφορά το τμήμα, στο οποίο αναφέρεται για τους κανόνες, το κείμενο άλλωστε «φωνάζει» μόνο του, αξίζει όμως να σχολιάσουμε τα συμπεράσματά της.
Οι ορθόδοξοι λοιπόν είναι φαρισαίοι σταυρωτές του Χριστού, ουαχαμπίτες και ακραίοι καλβινιστές. Θα σταθούμε στο «ουαχαμπίτες», διότι εδώ πλέον τα πράγματα κρίνονται τουλάχιστον επικίνδυνα. Ουαχαμπίτες δεν είναι μόνο οι σαουδάραβες αρρωστημένοι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και οι υπ᾽ αυτών χρηματοδοτούμενοι, εξοπλιζόμενοι, παντοιοτρόπως υποστηριζόμενοι και με την γενναία συνεισφορά της Δύσης των κροκοδειλίων δακρύων, σφαγείς της Αλ-Κάϊντα και του Ισλαμικού Κράτους (κατ᾽αρχάς παρακλαδιού της Αλ-Κάϊντα). Με αυτούς ταυτίζεται η παραδοσιακή ορθοδοξία Επισκόπων, Κληρικών, μοναχών, καθηγητών Πανεπιστημίου και πιστού λαού! Η εμμονή στην αγιοπατερική παράδοση ταυτίζεται έτσι με τη βούληση των ουαχαμπιτών, για υποχρεωτική για όλους δια της βίας, εφαρμογής της ισλαμικής σαρία (=νόμου) και την εγκαθίδρυση χαλιφάτου της πλέον ακραίας μορφής! Ας μη διαφεύγει ότι κατ᾽ουσίαν με αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται ιεροί κανόνες και σαρία !
Η πρόκληση της Νέας Τάξης εδώ είναι των πλέον υψηλών τόνων, αληθινά ανατριχιαστική και εν ταυτώ δηλωτική, με τρόπο απροκάλυπτο, των αληθινών προθέσεων των νεοταξιτών οικουμενιστών: της πλήρους δαιμονοποίησης των ορθοδόξων με επακόλουθο, τον απηνή διωγμό τους.
Τα σημεία που μόλις περιγράψαμε αποτελούν τη κορύφωση μα και την ουσία της όλης εισήγησης.
Ως τρίτο εμπόδιο θεωρεί η Δρ. Πρ. τη διαμάχη περί του χαρακτήρα του περιεχομένου της ΑκΜΣ και ενώ δεν λέει τίποτε στον ελάχιστο χώρο που αφιερώνει γι᾽αυτό το «εμπόδιο», κάνει μία πολύ περίεργη παρατήρηση αναφερόμενη στο ζήτημα της ενότητος των ορθοδόξων στις ΗΠΑ, λέει λοιπόν:
“Πάντως, η εξέταση του προβλήματος της ενότητος δεν δύναται να αποσπασθεί από το ευρύτερο ερώτημα της «μετατόπισης βάρους» της οικουμενικής Ορθοδοξίας από τους ιστορικούς τόπους καταγωγής της, την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, σ᾽όλες τις πέντε ηπείρους, και ιδιαίτερα υπό το φως της παγκόσμιας Αμερικανικής ηγεμονίας μετά το Ψυχρό Πόλεμο, στις ΗΠΑ”.
Εδώ φανερώνεται στα λεγόμενα της Δρ. Πρ. εμφατικά η γεωπολιτική σημασία που έχει για τον παγκόσμιο χωροφύλακα, όπως θεωρούν τον εαυτό τους οι ΗΠΑ, η ΑκΜΣ και συνακόλουθα ο έλεγχος της Ορθοδοξίας.
Καταλήγοντας και μη έχοντας να πει τίποτε ως προ το περιεχόμενο της ΑκΜΣ, απλά καταλογραφεί μόλις στη τελευταία πρόταση θέματα που θεωρεί ότι οφείλουν να συζητηθούν: γάμος, διαζύγιο, παρθενία σε όλα τα επίπεδα του κλήρου: επισκοπικό, ιερατικό, διακονικό, καθώς και συμμετοχή-συνάντηση με τον θρησκευτικό πλουραλισμό (ευαγγελισμός, προσηλυτισμός, ιεραποστολή), τέλος και η βιοηθική.
Έχοντας καταγράψει και το τελευταίο εμπόδιο, προχωρεί στο τρίτο και τελευταίο ερώτημα, του πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί τελικά η σύγκλιση της ΑκΜΣ, και το απαντά προτείνοντας τρία σημεία.
Στο πρώτο,
“(θεωρώ) σημαντικό να εκφρασθεί υποστήριξη στον Οικουμενικό Πατριάρχη να συγκαλέσει την ΑκΜΣ. Λαϊκοί, κληρικοί και ιεράρχες από όλο τον Ορθόδοξο κόσμο πρέπει να υποστηρίξουν αυτό το μήνυμα, το οποίο εναργώς αναγνωρίζει το εκκλησιαστικό κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.”
Είναι σαφής η θέση της που εδώ επαναδιατυπώνει εμφατικά, όχι απλώς υποστηρίζοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αναγορεύοντάς το ως τον μόνο αρμόδιο παράγοντα σύγκλησης της ΑκΜΣ. Κάνει όμως εντύπωση ότι ενώ για το κύρος των Ιερών Κανόνων είπε αυτά που είπε, παρά ταύτα αποδέχεται σιωπηρά και ασυζητητί, τους σχετικούς κανόνες που διαλαμβάνουν τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποδίδοντας έτσι κύρος αιώνιο στις σχετικές αποφάσεις, παραβλέποντας το δυναμικό χαρακτήρα των σχετικών κανόνων που ρυθμίζεται από το αξίωμα που εισάγει ο ιζ´ κανών της δ´ Οικουμενικής Συνόδου και επαναλαμβάνει ο λη´ της πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που λέει ότι: “ … τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών πραγμάτων η τάξις ακολουθείτω ”. Ακριβώς βάσει αυτού του αξιώματος, απονεμήθηκαν άλλωστε και τα σχετικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να είναι (τότε) βασιλεύουσα Πόλις η Κωνσταντινούπολη.
Ως δεύτερο σημείο προτάσσει τον επανακαθορισμό αυτής ταύτης της έννοιας της συνόδου:
“… υπάρχει ανάγκη να επανακαθορίσουμε ένα τέτοιο γεγονός στο ορθό του πλαίσιο: ειδικότερα το γεγονός της Συνόδου είναι απλώς μέρος -αν και κρίσιμου χαρακτήρα- της όλης διαδικασίας, στην οποία υπόκειται η Ορθοδοξία, της συνεχούς προσαρμογής, συνάντησης και μετασχηματισμού του κόσμου, στον οποίο ζούμε. Εάν δεν είμαστε έτοιμοι, μέσω μιας ώριμης πνευματικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης θεσμικής ικανότητας βασισμένης στην ειλικρινή αυτοκριτική και βελτίωση, τα αποτελέσματα και οι αποφάσεις της ΑκΜΣ θα είναι με χονδροειδή τρόπο ατελή”.
Ήδη γνωρίζουμε ότι ακριβώς αυτό είναι το έδαφος ανάπτυξης του οικουμενιστικού λόγου, ο οποίος προετοίμασε την ΑκΜΣ και βάσει του οποίου θα υπάρξουν και οι όποιες αποφάσεις. Επισημαίνουμε ιδιαιτέρως τα σημεία, όπου ομιλούν περί προσαρμογής και αυτοκριτικής. Σ᾽αυτά τα σημεία εδράζεται κυρίως η προσπάθεια των ημέτερων οικουμενιστών για σύγκλιση με τους αιρετικούς, κυρίως με τους παπικούς.
Τέλος ως τρίτο σημείο αναφέρεται η ανάγκη υιοθέτησης όλων των ανωτέρω στη συνείδηση της όλης Εκκλησίας, η εμπέδωση δηλαδή των αρχών και μεθόδων του οικουμενισμού από το σύνολο των πιστών. Ιδιαιτέρως τονίζεται η ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής (προτεσταντικού τύπου) του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας και τούτο θα κατορθωθεί με την αύξηση και βελτίωση της παιδείας του (προφανώς στα διδάγματα του οικουμενισμού).
Έχοντας ολοκληρώσει την παρουσίαση των θέσεων της Δρ. Πρ. αξίζει να προσθέσουμε, κατόπιν και σχετικής επισήμανσης εκ μέρους αγιορειτών πατέρων, κάτι που ίσως διαφεύγει στους πολλούς• το γεγονός της κλήσης εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δύο γυναικών φανερώνει κάτι ακόμη από την «ατζέντα» της ΑκΜΣ: πέρα από το πρωτοφανές της παρουσίας τους σε μία σύνοδο, όπου de facto ακυρώνεται πλειας Ιερών Κανόνων, οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα ρητώς απαγορεύουν το «διδασκαλικόν» για τις γυναίκες (οι δύο τους μετέχουν ως μέλη της επιστημονικής-συμβουλευτικής επιτροπής του Πατριαρχείου επί συνόλου έξι θέσεων!), ενώ αντιθέτως οι άνδρες επίσκοποι κυριολεκτικά εξοβελίζονται, επιχειρείται η εισαγωγή της πλέον επιθετικής νεοταξικής ατζέντας, αυτής της «πολιτικής φύλου» (gender politics). Ο σκοπός είναι να σπάσει ο -δήθεν- ανδροκρατικός πατερναλισμός της ξεπερασμένης πια παράδοσης, με την ανάδειξη γυναικών σε καίριες θέσεις αρχικά, κάτι που τελικά θα οδηγήσει σε εξελίξεις ως προς το ζήτημα της γυναικείας «ιερωσύνης».
Έχοντας καταγράψει το σύνολο των επίμαχων θέσεων της Δρ. Πρ. πιστεύουμε να έχει γίνει κατανοητός με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο και ο λόγος παρουσίας της στην ΑκΜΣ. Η ιδιαίτερη σχέση της με τα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ αναμφίβολα την τοποθετεί σε θέση επιτρόπου εκ μέρους της υπερδύναμης εντός της ΑκΜΣ. Η αναφορά της στα επιμέρους ζητήματα, τα οποία και συνθέτουν το ουσιαστικό περιεχόμενο, με άλλα λόγια το σκληρό πυρήνα του οικουμενισμού, αφήνοντας στους «θεολόγους» την λεπτομερή επεξεργασία τους, κάνει σαφές αφ᾽ενός τη προτεραιότητα που δίνεται εκ μέρους των ΗΠΑ στην ΑκΜΣ, αφ᾽ετέρου δε την προσπάθεια εκ των έσω, ελέγχου των αποτελεσμάτων της και συνακόλουθα του ελέγχου της Ορθοδοξίας. Φρονούμε ότι η διασύνδεση εξωγενών, αμιγώς πολιτικών και με χαρακτηριστική σήμανση νεοταξικών παραγόντων, στο πρόσωπο της Δρ. Πρ. με τους οικουμενιστικούς παράγοντες του Φαναρίου δεν προμηνύει τίποτε το θετικό για την φιλτάτη Ορθοδοξία μας.
Σημειώσεις:
1. για τα βιογραφικά στοιχεία βλ. ενδεικτικά: -http://genderrightsandreligion.csrc.asu.edu/people/elizabeth-prodromou
-https://berkleycenter.georgetown.edu/people/elizabeth-prodromou
-http://fletcher.tufts.edu/Fletcher_Directory/Directory/Faculty%20Profile?personkey=2BCDB8E4-7D92-4067-B4A5-8153CA29FD8A
2. G. Matsoukas (ed), Orthodox Christianity at the Crossroad: A Great Council of the Church – When and Why? (Bloomington, Indiana, 2009)• να σημειωθεί ότι το βιβλίο βρίσκεται στη λίστα επιλεγμένης βιβλιογραφίας για την ΑκΜΣ, στο site που λειτουργεί ως Γραφείο Τύπου (Press Office) του Οικ. Πατριαρχείου για την σύνοδο: -https://www.orthodoxcouncil.org/bibliography
3. εννοεί την ύπαρξη των διαφόρων ξεχωριστών τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Πηγή ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
Το είδα ΑΚΤΙΝΕΣ
το είδα
Νέα «Σούδα» θὰ καταστῆ τὸ Κολυμβάρι καθὼς ἐκεῖ θὰ «ἀγκυροβολήση» πρόσωπον τοῦ «βαθέος» κράτους τῶν Η.Π.Α. Ἡ προεδρία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης θὰ ἀσκῆται «ἐπιτροπικῶς» κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ «μεγάλου ἀδελφοῦ»;
Γράφει ο Μοναχός Επιφάνιος Καψαλιώτης – Άγιον Όρος
Εισαγωγή
Στα μέσα της αγίας Τεσσαρακοστής το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοίνωσε τα ονόματα δύο γυναικών που θα στελεχώσουν την πατριαρχική αντιπροσωπία στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο (ΑκΜΣ)• το πρώτο είναι μιας ηγουμένης ελληνικής ι. μονής, της οποίας οι μοναχές διακονούν στο Φανάρι, και είναι «τιμής ένεκεν», το άλλο όμως είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθότι ανήκει σε μία ελληνοαμερικανίδα καθηγήτρια γνωστού πανεπιστημίου των ΗΠΑ, με ειδίκευση τη διαχείριση κρίσεων και τις διεθνείς σχέσεις.
Συγκεκριμένα το όνομα της Δρ. Ελισάβετ Προδρόμου (Δρ. Πρ.) ούτε είναι άγνωστο, ούτε βεβαίως ασήμαντο. Από το εξαιρετικά πλούσιο επιστημονικό βιογραφικό της ξεχωρίζουν: επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου της Βοστώνης και επισκέπτης καθηγητής στην έδρα Επίλυσης Κρίσεων στη σχολή νομικών και
διπλωματικών σπουδών Flecher του πανεπιστημίου Tufts, συνεργάζεται επίσης με το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών (CES) του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (Harvard), όπου προεδρεύει στην ομάδα μελέτης Ανατολικής Μεσογείου και Ευρώπης. Οι ακαδημαϊκοί της τίτλοι της επιτρέπουν να συμμετέχει, και εδώ είναι το σπουδαιότερο, σε αρμόδιες κυβερνητικές επιτροπές χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ : από το 2004-2012 αντιπρόεδρος της επιτροπής Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών της αμερικανικής Βουλής και από το 2011 αναβαθμίστηκε σε μέλος της αρμόδιας ομάδας εργασίας του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών με αντικείμενο «Θρησκεία και Εξωτερική Πολιτική». Θεωρείται ειδήμων σε θέματα ανατολικής Μεσογείου και νότιο-ανατολικής Ευρώπης και έχει συνεργασθεί ως σύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, το υπουργείο Άμυνας, την Αμυντική Υπηρεσία Πληροφοριών (DIA), την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA), το NATO, τον ΟΗΕ, υπουργεία και Μ.Κ.Ο. διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών1. Χαρακτηρίζεται τέλος ως ανώτερη διπλωμάτης (Senior Diplomat).
Εκ των πραγμάτων αντιλαμβάνεται κανείς το status της Δρ. Πρ. εντός του πλέγματος ισχύος των ΗΠΑ• η ακαδημαϊκή της ιδιότητα συνυπάρχει με αυτό που κυρίως την χαρακτηρίζει: του συνεργάτη -ιδιαιτέρως με τις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ- αυτού που αποκαλούμε ως «βαθύ κράτος».
Έχοντας λοιπόν σκιαγραφήσει το εύρος δραστηριοτήτων της Δρ. Πρ. στρέφουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη προσοχή μας στην εισήγησή της στο 20ο Συνέδριο του Orthodox Christian Laity (OCL), το Νοέμβριο του 2007 στο Illinois των ΗΠΑ με θέμα: «Η Ορθόδοξη Χριστιανoσύνη μπροστά σε σταυροδρόμι: Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Εκκλησίας – Πότε και Γιατί». Η Έκδοση των πρακτικών έγινε το 20092 (είναι στα αγγλικά, απ᾽όπου και μεταφράζουμε, από την ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου). Το θέμα της εισήγησής της ήταν: «Η ανάγκη για μία Αγία και Μεγάλη Σύνοδος: Γιατί; Γιατί Όχι Ακόμη, και Πότε;».
Aι θέσεις της Δρ. Ελισάβετ Προδρόμου
Πριν την ανάπτυξη των θέσεών της, εν είδει εισαγωγής θέλησε να γνωρίσει στους συμμετέχοντες αφ᾽ενός μεν την επιστημονική της ειδίκευση αφ᾽ετέρου δε, να δώσει το στίγμα της παρουσίας της εν γένει στο συνέδριο, είπε λοιπόν:
“Ομιλώ ως κοινωνική επιστήμων -ειδικότερα ως πολιτική επιστήμων και καθηγήτρια επί των διεθνών σχέσεων- της οποίας η ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία εστιάζεται στο ρόλο της θρησκείας στις διεθνείς υποθέσεις (world affairs). Η σημασία που αποδίδω στην αναγκαιότητα αλλά και στις συνέπειες μιας ΑκΜΣ για την Ορθόδοξο Εκκλησία διαμορφώνεται από ανάλογες μεθόδους και αναλύσεις που θεωρούν την Ορθοδοξία εντός της σύγχρονης πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής διαφορετικότητας.
Δευτερευόντως, προσεγγίζω το θέμα ως ένα πρόσωπο που συμμετέχει στα δημόσια πράγματα, και ειδικότερα στην Αμερικανική διπλωματία. Φυσικά ομιλώ σήμερα ως ιδιώτης (θέλω να είμαι ξεκάθαρη και κατηγορηματική ως προς αυτό το σημείο), πάντως οι παρατηρήσεις μου οφείλονται στη γνώση που μου προσπορίζει η υπηρεσία μου στην Επιτροπή των Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών (USCIRF), ένα εννεαμελές σώμα, το οποίο αναφέρει στον πρόεδρο, υπουργείο των εξωτερικών και στα μέλη της Γερουσίας, στο πως η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική δύναται να προωθήσει τη θρησκευτική ελευθερία στο κόσμο. Ως ο πρώτος ορθόδοξος χριστιανός όπου υπηρετεί σ᾽αυτή την επιτροπή, έχω καταλήξει ότι οι συζητήσεις περί το εφικτόν της πραγματοποιήσεως, και περί των στόχων της ΑκΜΣ συχνά παραβλέπουν τους τρόπους, με τους οποίους μία ενωμένη, όμως και ποικίλη3 παγκόσμια Ορθόδοξος Εκκλησία μπορεί αποτελεσματικώτερα ν᾽απαντήσει στο δράμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των σχετιζομένων με την θρησκευτική ελευθερία, ειδικότερα, μάλιστα όπου υπάρχουν άμεσες αρνητικές συνέπειες στα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών”.
Έχοντας πει αυτά, η εξέταση της Δρ. Πρ. συναρθρώνεται ακολούθως σε τρία βασικά, όπως λέει, ερωτήματα αναφορικά με την αναγκαιότητα μιας ΑκΜΣ:
Α´. Γιατί να γίνει;
Β´. Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη;
Γ´. Πως θα επιτευχθεί;
Α´. Γιατί να γίνη
Για ν᾽απαντήσει στο πρώτο ερώτημα η Δρ. Πρ. αναπτύσσει για πρώτη φορά την ιδέα περί μοναδικότητας (uniqueness) της παρούσης ιστορικής συγκυρίας, χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Ειδικότερα, εμείς ως Εκκλησία, ζούμε σε θεμελιωδώς διαφορετικούς καιρούς και πρωτόγνωρες συνθήκες από αυτές που έως τώρα έζησε η Εκκλησία”.
Και θέτει δύο σημεία υποστηρικτικά της ανωτέρω θέσεως.
Πρώτον, η ανθρωπότητα διαθέτει την ικανότητα να καταστρέψει όλη τη κτίση του Θεού αφ᾽ενός, αφ᾽ετέρου δε, υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί ανθρώπινη ζωή με τρόπο ολωσδιόλου ξεχωριστό από τη πράξη του έρωτα(!). Αυτά τα δύο τοποθετούν την Εκκλησία σε απορία ενώπιον ενός διωνύμου “ισχύος και ύβρεως”, αφάνταστου έως τώρα στην ανθρώπινη ιστορία η στην ιστορία της Εκκλησίας. Επομένως η απουσία μιας ΑκΜΣ διαμορφώνει μία κατάσταση, κατά την οποία η Εκκλησία αδυνατεί να σταθμίσει τα καινούργια δεδομένα και να προσευχηθεί(!), ακόμη λιγότερο δε να ασκήσει την αρμόζουσα ποιμαντική μέριμνα υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και έτσι να βοηθήσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς σε ζητήματα όπως: Πόλεμος(!), Περιβαλλοντική Προστασία(!) και Βιοηθική, ειδικότερα δε για το τελευταίο, ζητήματα όπως: ανθρώπινη σύλληψη, έκτρωση, ευθανασία, κλωνοποίηση, γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα, και έρευνα στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Και καταλήγει στο εξής καίριο για την εισήγησή της σημείο:
“Η ανωτέρω λίστα θεμάτων, υπογραμμίζει το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ούτε οι κανόνες της Εκκλησίας στην παρούσα τους μορφή, ούτε το σύνολο σώμα της Αγίας Παράδοσης, κατανοούμενο ως αμετάβλητο, δύνανται να προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις στην πρωτόγνωρη δημιουργική και καταστροφική πραγματικότητα(sic) της παρούσης ιστορικής στιγμής. Η ΑκΜΣ ως έκφραση της ζώσας παράδοσης της Εκκλησίας, αποτελεί το ων ουκ άνευ όλο για την Εκκλησία στην προσπάθεια να έρθει σε συμφωνία και να μετασχηματίσει την παρούσα ιστορική πραγματικότητα.”
Προχωρώντας στο δεύτερο σημείο αναφέρει επί λέξει:
“Η ανάγκη για μία ΑκΜΣ προέρχεται από την ιστορικά πρωτόγνωρη κατάσταση του παγκόσμιου θρησκευτικού πλουραλισμού.”
Από τούτο γίνεται σαφές ότι στη ματιά της η σύνοδος σχετίζεται άμεσα και ουσιαστικά με τον “θρησκευτικό πλουραλισμό” δηλαδή με τον οικουμενισμό, αφού ανέκαθεν υπήρχαν πολλές θρησκείες που μάλιστα συμβίωναν ειρηνικά. Θέλοντας όμως να δώσει το στίγμα της, στο πως εννοεί αυτόν τον πλουραλισμό, λέει χαρακτηριστικά:
“Ο πλουραλισμός της σύγχρονης θρησκευτικής πραγματικότητας σε συνάρτηση με την παγκοσμιοποίηση της θρησκείας, επαναδιαμορφώνουν τόσο το χώρο(;) όσο και την εσωτερική διαφορετικότητα της Ορθοδοξίας, όπως μαρτυρείται από την επέκταση, ανάπτυξη και μετασχηματισμό των ορθόδοξων πληθυσμών στα εδάφη της ιστορικής τους καταγωγής τόσο εντός όσο και εκτός αυτών των εδαφών”.
Το πρίσμα μέσω του οποίου περιγράφονται τα ανωτέρω είναι η εκτίμηση της εισηγήτριας ότι στην παρούσα φάση πλουραλισμού υπάρχει η τάση εντός της Ορθοδοξίας για κατακερματισμό αντί για ενότητα εν τη ποικιλία(!). Τι εννοεί; Μήπως ότι, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, υπάρχουν όλες αυτές οι ορθόδοξες δικαιοδοσίες, η κάθε μία με τη σύνοδό της και όχι μία, όπως θα έπρεπε, σύνοδος; Μας ξεκαθαρίζει ότι δεν αναφέρεται σ᾽αυτό, αλλά:
“Για τους δικούς μας σκοπούς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Αμερική, το ζήτημα του θρησκευτικού πλουραλισμού, και η συνοδεύουσα πρόκληση και δυνατότητα για ενότητα εν τη ποικιλία είναι εκ των απολύτως κατεπειγόντων κινήτρων για την ΑκΜΣ. Μία τέτοια σύνοδος πρέπει να βοηθήσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ώστε να κατανοήσουν, να συμβιβαστούν και ενεργά να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας της παγκόσμιας θρησκευτικής ετερότητας”.
Το κείμενο νομίζουμε ότι μιλάει από μόνο του… Ανακεφαλαιώνοντας τις θέσεις της, επαναδιατυπώνει το ουσιώδες γι᾽αυτήν σημείο, ότι υπό το φως της σημερινής πραγματικότητας και των προκλήσεών της, ριζικά διαφορετικών, όπως λέει, από τους οκτώ πρώτους αιώνες ύπαρξης της Εκκλησίας κατά τους οποίους έλαβαν χώρα και οι Οικουμενικές Σύνοδοι,
“ …οι κανόνες είναι ανεπαρκείς, ακριβέστερα ελλιπείς και έχουν ανάγκη διόρθωσης και επαύξησης”.
Β´. Γιατί δεν έχει γίνει ακόμη;
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, το γιατί δεν έχει συγκληθεί η ΑκΜΣ, απαντά συναρθρώνοντάς το σε τρία εμπόδια-σημεία με τα δύο πρώτα να είναι και τα σημαντικότερα, ειδικά μάλιστα το δεύτερο.Ως πρώτο αναφέρει το ζήτημα του εκκλησιαστικού πρωτείου, και το οποίο το κατονομάζει ως ένα από τους κύριους λόγους για τη σύγκληση της ΑκΜΣ. Στην ανάπτυξη του θέματος εντάσσει εμφατικά και την αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας. Γίνεται σαφές ότι δίνει ιδιαίτερο βάρος στην περί του πρωτείου συζήτηση, και αν και πολύ προσεκτική στις διατυπώσεις της, σε μία κρίσιμη παράγραφο αναφορικά με τις πρωτοβουλίες της Κωνσταντινούπολης στην επίλυση ενδορθόδοξων εκκλησιαστικών προβλημάτων, καταθέτει την άποψή της, καταγράφοντας ως “έκφραση αναγνώρισης” από τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, της εκκλησιαστικής αυθεντίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου (ως πρώτου).
Ερχόμαστε όμως τώρα στο κρισιμότερο τμήμα της όλης έκθεσης των απόψεών της, σ᾽αυτό που καταγράφει ως δεύτερο εμπόδιο και που το ονομάζει “ νομικισμό ” (legalism), και να πως το περιγράφει με τα δικά της λόγια:
“Το δεύτερο εμπόδιο έχει να κάνει με αυτό που μπορεί να ονομασθεί “νομικισμός” (legalism), η τη τάση προς μία ανιστορική θέση, η οποία συνιστά την αντίθεση προς την έννοια της Ζώσας Παράδοσης. Θεωρώ αυτό το εμπόδιο μακράν σοβαρότερο από αυτό του εκκλησιαστικού πρωτείου/αυθεντίας, καθότι εκφράζει μία νοοτροπία που διαπερνά τόσο τον κλήρο (δηλαδή ιεράρχες, ιερείς και μοναχούς) όσο και τους λαϊκούς στην Εκκλησία και είναι τελείως ξένη προς την ορθή ανάγνωση της Ορθόδοξης θεολογίας. Ειδικότερα, η απροθυμία ν᾽αναγνωρισθεί η ιστορικότητα της Αγίας Παράδοσης και να κατανοηθεί ως Ζώσα, έχει οδηγήσει σε μία νομικιστικού τύπου, συνολική σύλληψη της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και θεολογίας. Αυτή η προοπτική συνήθως εκφράζεται μέσω απλουστευτικών απόψεων, όπως ότι οι κανόνες είναι αιώνιοι, η ότι η Ορθόδοξη θεολογία ως όλον, εφαρμόζεται σε όλες τις ιστορικές συνθήκες. Σύμφωνα μ᾽αυτή την λογική, δεν υπάρχει ανάγκη σύγκλησης της ΑκΜΣ, καθότι οι απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα ήδη εμπεριέχονται στη πληρότητα της Αγίας Παράδοσης. Η πλέον δογματική έκφραση αυτού του ισχυρισμού είναι ότι, οι κανόνες δεν είναι «ανοικτοί» σε επανερμηνεία, αναθεώρηση, προσθήκες, η απόρριψη».
Βάσει αυτών των θέσεων καταλήγει:
“Αυτή η αναγωγή των κανόνων της Εκκλησίας σε τυποποιημένα προϊόντα, αποπνέει τον τύπο εκείνο του νομικισμού των Φαρισαίων που οδήγησε στη καταδίκη του Χριστού η πιο πρόσφατα, το στείρο φονταμενταλισμό του Σαουδικού Ουαχαμπιτισμού και του «κατά γράμμα» Καλβινισμού.”
Η παράθεση -κατ᾽ανάγκην- των εκτεταμένων αυτών τμημάτων του κειμένου της εισήγησης, μας φανερώνει ότι η «εκλεκτή» επιστημονική συνεργάτις του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν είναι απλά θιασώτης του οικουμενισμού, αλλά της πλέον επιθετικής μορφής του. Και ενώ δεν χρειάζεται να προσθέσουμε εμείς τίποτε όσον αφορά το τμήμα, στο οποίο αναφέρεται για τους κανόνες, το κείμενο άλλωστε «φωνάζει» μόνο του, αξίζει όμως να σχολιάσουμε τα συμπεράσματά της.
Οι ορθόδοξοι λοιπόν είναι φαρισαίοι σταυρωτές του Χριστού, ουαχαμπίτες και ακραίοι καλβινιστές. Θα σταθούμε στο «ουαχαμπίτες», διότι εδώ πλέον τα πράγματα κρίνονται τουλάχιστον επικίνδυνα. Ουαχαμπίτες δεν είναι μόνο οι σαουδάραβες αρρωστημένοι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και οι υπ᾽ αυτών χρηματοδοτούμενοι, εξοπλιζόμενοι, παντοιοτρόπως υποστηριζόμενοι και με την γενναία συνεισφορά της Δύσης των κροκοδειλίων δακρύων, σφαγείς της Αλ-Κάϊντα και του Ισλαμικού Κράτους (κατ᾽αρχάς παρακλαδιού της Αλ-Κάϊντα). Με αυτούς ταυτίζεται η παραδοσιακή ορθοδοξία Επισκόπων, Κληρικών, μοναχών, καθηγητών Πανεπιστημίου και πιστού λαού! Η εμμονή στην αγιοπατερική παράδοση ταυτίζεται έτσι με τη βούληση των ουαχαμπιτών, για υποχρεωτική για όλους δια της βίας, εφαρμογής της ισλαμικής σαρία (=νόμου) και την εγκαθίδρυση χαλιφάτου της πλέον ακραίας μορφής! Ας μη διαφεύγει ότι κατ᾽ουσίαν με αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται ιεροί κανόνες και σαρία !
Η πρόκληση της Νέας Τάξης εδώ είναι των πλέον υψηλών τόνων, αληθινά ανατριχιαστική και εν ταυτώ δηλωτική, με τρόπο απροκάλυπτο, των αληθινών προθέσεων των νεοταξιτών οικουμενιστών: της πλήρους δαιμονοποίησης των ορθοδόξων με επακόλουθο, τον απηνή διωγμό τους.
Τα σημεία που μόλις περιγράψαμε αποτελούν τη κορύφωση μα και την ουσία της όλης εισήγησης.
Ως τρίτο εμπόδιο θεωρεί η Δρ. Πρ. τη διαμάχη περί του χαρακτήρα του περιεχομένου της ΑκΜΣ και ενώ δεν λέει τίποτε στον ελάχιστο χώρο που αφιερώνει γι᾽αυτό το «εμπόδιο», κάνει μία πολύ περίεργη παρατήρηση αναφερόμενη στο ζήτημα της ενότητος των ορθοδόξων στις ΗΠΑ, λέει λοιπόν:
“Πάντως, η εξέταση του προβλήματος της ενότητος δεν δύναται να αποσπασθεί από το ευρύτερο ερώτημα της «μετατόπισης βάρους» της οικουμενικής Ορθοδοξίας από τους ιστορικούς τόπους καταγωγής της, την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, σ᾽όλες τις πέντε ηπείρους, και ιδιαίτερα υπό το φως της παγκόσμιας Αμερικανικής ηγεμονίας μετά το Ψυχρό Πόλεμο, στις ΗΠΑ”.
Εδώ φανερώνεται στα λεγόμενα της Δρ. Πρ. εμφατικά η γεωπολιτική σημασία που έχει για τον παγκόσμιο χωροφύλακα, όπως θεωρούν τον εαυτό τους οι ΗΠΑ, η ΑκΜΣ και συνακόλουθα ο έλεγχος της Ορθοδοξίας.
Καταλήγοντας και μη έχοντας να πει τίποτε ως προ το περιεχόμενο της ΑκΜΣ, απλά καταλογραφεί μόλις στη τελευταία πρόταση θέματα που θεωρεί ότι οφείλουν να συζητηθούν: γάμος, διαζύγιο, παρθενία σε όλα τα επίπεδα του κλήρου: επισκοπικό, ιερατικό, διακονικό, καθώς και συμμετοχή-συνάντηση με τον θρησκευτικό πλουραλισμό (ευαγγελισμός, προσηλυτισμός, ιεραποστολή), τέλος και η βιοηθική.
Γ´. Πως θα επιτευχθή;
Έχοντας καταγράψει και το τελευταίο εμπόδιο, προχωρεί στο τρίτο και τελευταίο ερώτημα, του πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί τελικά η σύγκλιση της ΑκΜΣ, και το απαντά προτείνοντας τρία σημεία.
Στο πρώτο,
“(θεωρώ) σημαντικό να εκφρασθεί υποστήριξη στον Οικουμενικό Πατριάρχη να συγκαλέσει την ΑκΜΣ. Λαϊκοί, κληρικοί και ιεράρχες από όλο τον Ορθόδοξο κόσμο πρέπει να υποστηρίξουν αυτό το μήνυμα, το οποίο εναργώς αναγνωρίζει το εκκλησιαστικό κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.”
Είναι σαφής η θέση της που εδώ επαναδιατυπώνει εμφατικά, όχι απλώς υποστηρίζοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αναγορεύοντάς το ως τον μόνο αρμόδιο παράγοντα σύγκλησης της ΑκΜΣ. Κάνει όμως εντύπωση ότι ενώ για το κύρος των Ιερών Κανόνων είπε αυτά που είπε, παρά ταύτα αποδέχεται σιωπηρά και ασυζητητί, τους σχετικούς κανόνες που διαλαμβάνουν τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποδίδοντας έτσι κύρος αιώνιο στις σχετικές αποφάσεις, παραβλέποντας το δυναμικό χαρακτήρα των σχετικών κανόνων που ρυθμίζεται από το αξίωμα που εισάγει ο ιζ´ κανών της δ´ Οικουμενικής Συνόδου και επαναλαμβάνει ο λη´ της πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που λέει ότι: “ … τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών πραγμάτων η τάξις ακολουθείτω ”. Ακριβώς βάσει αυτού του αξιώματος, απονεμήθηκαν άλλωστε και τα σχετικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να είναι (τότε) βασιλεύουσα Πόλις η Κωνσταντινούπολη.
Ως δεύτερο σημείο προτάσσει τον επανακαθορισμό αυτής ταύτης της έννοιας της συνόδου:
“… υπάρχει ανάγκη να επανακαθορίσουμε ένα τέτοιο γεγονός στο ορθό του πλαίσιο: ειδικότερα το γεγονός της Συνόδου είναι απλώς μέρος -αν και κρίσιμου χαρακτήρα- της όλης διαδικασίας, στην οποία υπόκειται η Ορθοδοξία, της συνεχούς προσαρμογής, συνάντησης και μετασχηματισμού του κόσμου, στον οποίο ζούμε. Εάν δεν είμαστε έτοιμοι, μέσω μιας ώριμης πνευματικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης θεσμικής ικανότητας βασισμένης στην ειλικρινή αυτοκριτική και βελτίωση, τα αποτελέσματα και οι αποφάσεις της ΑκΜΣ θα είναι με χονδροειδή τρόπο ατελή”.
Ήδη γνωρίζουμε ότι ακριβώς αυτό είναι το έδαφος ανάπτυξης του οικουμενιστικού λόγου, ο οποίος προετοίμασε την ΑκΜΣ και βάσει του οποίου θα υπάρξουν και οι όποιες αποφάσεις. Επισημαίνουμε ιδιαιτέρως τα σημεία, όπου ομιλούν περί προσαρμογής και αυτοκριτικής. Σ᾽αυτά τα σημεία εδράζεται κυρίως η προσπάθεια των ημέτερων οικουμενιστών για σύγκλιση με τους αιρετικούς, κυρίως με τους παπικούς.
Τέλος ως τρίτο σημείο αναφέρεται η ανάγκη υιοθέτησης όλων των ανωτέρω στη συνείδηση της όλης Εκκλησίας, η εμπέδωση δηλαδή των αρχών και μεθόδων του οικουμενισμού από το σύνολο των πιστών. Ιδιαιτέρως τονίζεται η ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής (προτεσταντικού τύπου) του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας και τούτο θα κατορθωθεί με την αύξηση και βελτίωση της παιδείας του (προφανώς στα διδάγματα του οικουμενισμού).
Έχοντας ολοκληρώσει την παρουσίαση των θέσεων της Δρ. Πρ. αξίζει να προσθέσουμε, κατόπιν και σχετικής επισήμανσης εκ μέρους αγιορειτών πατέρων, κάτι που ίσως διαφεύγει στους πολλούς• το γεγονός της κλήσης εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δύο γυναικών φανερώνει κάτι ακόμη από την «ατζέντα» της ΑκΜΣ: πέρα από το πρωτοφανές της παρουσίας τους σε μία σύνοδο, όπου de facto ακυρώνεται πλειας Ιερών Κανόνων, οι οποίοι ανάμεσα στα άλλα ρητώς απαγορεύουν το «διδασκαλικόν» για τις γυναίκες (οι δύο τους μετέχουν ως μέλη της επιστημονικής-συμβουλευτικής επιτροπής του Πατριαρχείου επί συνόλου έξι θέσεων!), ενώ αντιθέτως οι άνδρες επίσκοποι κυριολεκτικά εξοβελίζονται, επιχειρείται η εισαγωγή της πλέον επιθετικής νεοταξικής ατζέντας, αυτής της «πολιτικής φύλου» (gender politics). Ο σκοπός είναι να σπάσει ο -δήθεν- ανδροκρατικός πατερναλισμός της ξεπερασμένης πια παράδοσης, με την ανάδειξη γυναικών σε καίριες θέσεις αρχικά, κάτι που τελικά θα οδηγήσει σε εξελίξεις ως προς το ζήτημα της γυναικείας «ιερωσύνης».
Επίλογος
Έχοντας καταγράψει το σύνολο των επίμαχων θέσεων της Δρ. Πρ. πιστεύουμε να έχει γίνει κατανοητός με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο και ο λόγος παρουσίας της στην ΑκΜΣ. Η ιδιαίτερη σχέση της με τα πολιτικά πράγματα των ΗΠΑ αναμφίβολα την τοποθετεί σε θέση επιτρόπου εκ μέρους της υπερδύναμης εντός της ΑκΜΣ. Η αναφορά της στα επιμέρους ζητήματα, τα οποία και συνθέτουν το ουσιαστικό περιεχόμενο, με άλλα λόγια το σκληρό πυρήνα του οικουμενισμού, αφήνοντας στους «θεολόγους» την λεπτομερή επεξεργασία τους, κάνει σαφές αφ᾽ενός τη προτεραιότητα που δίνεται εκ μέρους των ΗΠΑ στην ΑκΜΣ, αφ᾽ετέρου δε την προσπάθεια εκ των έσω, ελέγχου των αποτελεσμάτων της και συνακόλουθα του ελέγχου της Ορθοδοξίας. Φρονούμε ότι η διασύνδεση εξωγενών, αμιγώς πολιτικών και με χαρακτηριστική σήμανση νεοταξικών παραγόντων, στο πρόσωπο της Δρ. Πρ. με τους οικουμενιστικούς παράγοντες του Φαναρίου δεν προμηνύει τίποτε το θετικό για την φιλτάτη Ορθοδοξία μας.
Σημειώσεις:
1. για τα βιογραφικά στοιχεία βλ. ενδεικτικά: -http://genderrightsandreligion.csrc.asu.edu/people/elizabeth-prodromou
-https://berkleycenter.georgetown.edu/people/elizabeth-prodromou
-http://fletcher.tufts.edu/Fletcher_Directory/Directory/Faculty%20Profile?personkey=2BCDB8E4-7D92-4067-B4A5-8153CA29FD8A
2. G. Matsoukas (ed), Orthodox Christianity at the Crossroad: A Great Council of the Church – When and Why? (Bloomington, Indiana, 2009)• να σημειωθεί ότι το βιβλίο βρίσκεται στη λίστα επιλεγμένης βιβλιογραφίας για την ΑκΜΣ, στο site που λειτουργεί ως Γραφείο Τύπου (Press Office) του Οικ. Πατριαρχείου για την σύνοδο: -https://www.orthodoxcouncil.org/bibliography
3. εννοεί την ύπαρξη των διαφόρων ξεχωριστών τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Πηγή ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
Το είδα ΑΚΤΙΝΕΣ
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου