Οι δύο παλιοί μαχαλάδες Ναπάρτη και Μαρούσια του Σελίου |
Του ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
booksonthesites.blogspot.com
Η έξοδος των Βλάχων από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου - Αβδέλλα, Σμίξη, Περιβόλι και Σαμαρίνα το 1820 – και η 12ετής περιπλάνησή τους στην Ανατολική Μακεδονία περιγράφεται με αναλυτικό και γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Αστέριου Τζίμα «Η Οδύσσεια των Βλάχων του Σελίου, 1820-1832». Πρόκειται για μία ακόμη καταγραφή της προέλευσης των Βλάχων του Σελίου αλλά και του Ξηρολιβάδου, οι οποίοι μετά την περιπλάνησή τους στην Ανατολική Μακεδονία εγκαταστάθηκαν τελικά στο Βέρμιο, στις «καλύβες του Μπαντραλέξη» και στις παρακείμενες τοποθεσίες, όπως αυτή με την ονομασία «Βαθούλωμα του Γκιζάρη». Η μετεξέλιξη στον οικισμό του Σελίου επήλθε το 1878, με τη δημιουργία των δύο ιστορικών μαχαλάδων Ναπάρτη και Μαρούσια. Οι Γκιζάρηδες ήταν ισχυρό τσελιγκάτο από τη Σαμαρίνα, όπως ήταν το Αβδελλιώτικο του Μπαντραλέξη, του Βέρρου κλπ. Στο Ξηρολίβαδο εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες του αρχιτσέλιγκα Γιώργη Μπουσμπούκη και του Βράνα από την Αβδέλλα και η οικογένεια Χασιώτη από τη Σαμαρίνα. Μετά το 1870 προστέθηκαν και άλλες συγγενικές οικογένειες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Αστέριος Τζίμας, ο Μπαντραλέξης ήταν «ο ταγός των βλάχων Σελιωτών και ο εμπνευστής της μεγάλης απόφασης, όταν οδήγησε το 1820 σε μία δύσκολη περίοδο, τους βλάχους πατριώτες του, επί του ασφαλούς σε άλλα μακρινά μέρη. Αρχικυρατζής και πολιταξιδευτής σε ανατολή και δύση, πρόφτασε με τη διορατικότητά του την ολοκληρωτική καταστροφή του συναφιού του, όμοια με εκείνη της Μοσχόπολης το 1769 και το 1788».
Έχουν καταγραφεί διάφορες βιβλιογραφικές αναφορές και
εκτιμήσεις για τα αίτια της εξόδου των Βλάχων του Σελίου από την κοιτίδα τους, τα χωριά της Πίνδου στα σημερινά γεωγραφικά όρια του νομού Γρεβενών. Επίσης, διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις για το έτος έναρξης της μετανάστευσης (μεταξύ 1817-1820). Γενικότερα για τους Βλάχους και τη διασπορά τους έχει γράψει σημαντικά και βραβευμένα βιβλία και ο Αστέριος Ι. Κουκούδης και φυσικά ο Γιώργης Έξαρχος, ο οποίος έχει εκδώσει μία σειρά από μελέτες για την αρμάνικη εθνοτική πολυωνυμία, με τελευταίο το βιβλίο «Γραμματική και συντακτικό της αρμάνικης γλώσσας των Ελληνοβλάχων». Όμως στο πόνημα αυτό μας ενδιαφέρει η εργασία του Αστερίου Τζίμα καθώς η εκτίμησή του προσεγγίζει την πραγματικότητα, σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα αλλά και την ιδιαίτερη έμφαση που δίνει στην παραμονή των Βλάχων της Πίνδου στην ανατολική Μακεδονία.
ΑΙΤΙΑ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ
Η έξοδος είχε ως γενεσιουργό αιτία την εξαλλοσύνη και εν κατακλείδι τη σύγκρουση του Αλή Τεπελενλή των Ιωαννίνων με τα στρατεύματα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Ο πασάς των Ιωαννίνων είχε καταστεί, από τα τέλη του 18ου αιώνα, διαλυτικό στοιχείο για τη συνοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Βαλκανική, με τις επεκτατικές του βλέψεις στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Το καλοκαίρι του 1820, ο Σουλτάνος είχε ήδη κινητοποιήσει 80.000 άνδρες στην περιοχή, (συνεπώς προέκυψε θέμα επισιτισμού – τροφοδοσίας), γιατί ο Αλή πασάς δεν υπάκουσε στο σουλτανικό φιρμάνι για την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων και δεν εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί.
Σταδιακά ο Αλή είχε επιβάλλει επιπρόσθετη φορολογία σε πολλές περιοχές και αντικατέστησε τις οθωμανικές φρουρές με δικούς του Τουρκαλβανούς σε πολλά ορεινά και ημιορεινά περάσματα. Για παράδειγμα, από το 1795 «έβαλε χέρι» στη Χώρα του Μετσόβου ενώ το 1798, μετά την κατάληψη της Έδεσσας από τα στρατεύματά του, επιχείρησε να αποσπάσει και τη Βέροια από το Πασαλίκι της Θεσσαλονίκης! Η προσπάθειά του για την κατάληψη και της Νάουσας απέβη άκαρπη καθώς οι χιλιάδες Αλβανοί, που έστειλε εναντίον της ηρωικής πόλης, ηττήθηκαν δύο φορές, το 1795 και το 1798 από τους Ναουσαίους οπλαρχηγούς.
Η Κατερίνα Φάκα με τις κόρες της |
Η ώρα της κρίσης για τον θηριώδη Αλή έφθασε τον Ιανουάριο του 1822. Όλη του σχεδόν η φρουρά των Ιωαννίνων είχε λιποτακτήσει στον Χουρσίτ Πασά και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο Αλή δολοφονήθηκε στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου κατέφυγε επειδή δήθεν θα του δινόταν αμνηστία. Οι λεπτομέρειες και οι εκδοχές για τη δολοφονία του δεν είναι του παρόντος. Υπενθυμίζεται ότι είχε μεσολαβήσει η Επανάσταση του 1821 και στη Χαλκιδική υπό τον Εμμανουήλ Παπά και ότι τον Απρίλιο του 1822 ακολούθησε η Επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας και των χωριών της ευρύτερης περιοχής της. Επομένως, τα γεγονότα από το 1820 έως και τα μέσα του 1822 δικαιολογούν τη φυγή των Βλάχων των προαναφερομένων χωριών της Πίνδου προς την ανατολική Μακεδονία.
Χάρις στην πρότυπη εργασία του Αστερίου Τζίμα γνωρίζουμε επακριβώς την πορεία που ακολούθησαν οι βλάχικες οικογένειες των τσελιγκάτων της Πίνδου προς τα Πορόια, όπου έμειναν τρία χρόνια, και τον Λαϊλιά, (στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το χιονοδρομικό κέντρο και όπου έμειναν αρκετά χρόνια), προς το Μενοίκιο το Φαλακρό και την Κασσανδρεία. Όμως «από την πολυετή εκείνη διαμονή στην ανατολική Μακεδονία, αρκετές φαμίλιες ξέμειναν εκεί για πάντα, κουρασμένες και αγανακτισμένες ν’ ακολουθούν την ατέρμονη πορεία. Επιπλέον, οι λόγοι που τους έκανε να μείνουν στα μέρη εκείνα, ήταν διότι ουδέποτε ήρθαν σε προστριβή με τους ντόπιους. Είναι οι ίδιες φαμίλιες και ακούν στα ίδια ονόματα, όπως αυτές του Σελίου. Είναι οι σημερινοί συγγενείς (ουν στράνιου) που αποχωρίστηκαν τότε και δεν ξανανταμώθηκαν στο Σέλι».
ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Η πλατεία της Δοβίστας μετά τη δεκαετία του 1950 |
Είχαμε επισημάνει σε παλαιότερες εργασίες μας την ύπαρξη των βλάχικων επιθέτων στη Δοβίστα Σερρών και είχαμε τεκμηριώσει και βιβλιογραφικά τη μετακίνηση βλάχικων πληθυσμών, από την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου προς την ανατολική Μακεδονία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύστερης οθωμανικής περιόδου, δηλαδή από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά. Στη Δοβίστα έως και το 19ο αιώνα υπήρχαν επίθετα όπως Μόσχος, Ντότσιος, Βλάχος, Σκρέτος, Πούλιος, Τσιάπος. Επίσης, πολλές βλάχικες λέξεις έχουν περάσει στο λεξιλόγιο των Δοβιστιανών. Το νεφρό στα βλάχικα είναι «μπουμπουρέκου». Στη Δοβίστα υπήρχε η φράση «μ’ έκουψις τα μπουμπρέκια». Το ρήμα «βουλώνω» στα βλάχικα είναι «αστούπου». Στη Δοβίστα λένε «στούπουστου». Η βρύση στα βλάχικα είναι «σιόπουτου». Σύμφωνα με μαρτυρία πρώτος οικισμός, πριν κατοικηθεί η Δοβίστα, υπήρξε στον Άγιο Αθανάσιο του Σώποτου. «Καρλίγκου» είναι η γκλίτσα. Καρλίκιοϊ έλεγαν οι Δαρνακοχωρίτες το βλαχοχώρι δίπλα στα Σέρρας. Το «θιμνιάμα» είναι το «θυμίαμα», «λίξουρου» είναι ο «λαίμαργος», «μούτου» είναι ο «μουγγός» και οι Δοβιστιανοί λένε σε κάποιον για να σωπάσει «μούλουξι», «ζμπόρου» είναι η «ομιλία» και «ζμπουρό» ήταν συνάξεις για συζήτηση των Δοβιστιανών, «φιτσιόρου» είναι το «παιδί» και στη Δοβίστα υπήρχε παρόμοιο επίθετο, «στριάχα» είναι η στέγη αποθήκης και οι Δοβιστιανοί έλεγαν «στριχιά», «πατούνα» είναι η «φτέρνα» κλπ.
Κορίτσια στη Δοβίστα |
Η μελέτη των επιθέτων των Βλάχων του Σελίου και του Ξηρολιβάδου αποκάλυψε μία σειρά επιθέτων τα οποία συναντούμε και σήμερα στη Δοβίστα. Η διασταύρωση και η επιβεβαίωση έγινε και με συνομιλίες που είχαμε με Σελιώτες Βλάχους στη Βέροια. Τα επίθετα Πράπας, Φάκας, Σαμαράς αλλά και το «Τζιγκολιάνης» εκ του «Ζιγκουλεάνου» προέρχονται από Σελιώτικες βλάχικες οικογένειες, που τελικώς παρέμειναν στην ανατολική Μακεδονία και δεν εγκαταστάθηκαν στο Σέλι μαζί με τις υπόλοιπες. Το επίθετο «Χασιώτης» προέρχεται, όπως προαναφέραμε, από το Ξηρολίβαδο, δηλαδή από τη Σαμαρίνα.
Εκτός αυτού έχουμε μία σειρά επιθέτων που παραπέμπουν σε οικογένειες της Νάουσας και της περιοχής της, οι οποίες προφανώς κατέφυγαν στην ανατολική Μακεδονία μετά την ερήμωση της περιοχής από τον διαβολικό γενίτσαρο Εμπού Λουμπούτ το 1822 και την εξόντωση χιλιάδων οικογενειών. Για παράδειγμα, το επίθετο «Τσακμάκης» παραπέμπει σε οικογένεια της Νάουσας την εποχή της Επανάστασης, ενώ το επίθετο «Κάρτσιος» παραπέμπει σε βλάχικη οικογένεια καθώς «Καρτσιούν» στα Σελιώτικα Βλάχικα είναι τα Χριστούγεννα. «Καρτσιούνος» είναι το έθιμο της περιοχής της Νάουσας της καύσης ενός κορμού δένδρου τα Χριστούγεννα, για να ζεσταθεί το Θείο Βρέφος! Παλαιότερα, με την έναρξη του 40ήμερου της Χριστουγεννιάτικης νηστείας οι Ναουσαίοι πήγαιναν στο βουνό να φέρουν «καρτσιούνους», τεράστια κομμάτια κορμών, τα οποία μετέφεραν στις πλατείες και τους μαχαλάδες με έναν ευρηματικό τρόπο.
Κι αυτό ακόμη το επίθετο «Παπάς» της Βασιλικής Παπά, της μητέρας του Εμμανουήλ Παπά, παραπέμπει στους Μοσχοπολίτες εμπόρους αδελφούς Παπά, οι οποίοι έδρασαν από το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και οι οποίοι αποδεδειγμένα είχαν εμπορικό οίκο και στην πόλη των Σερρών. Άλλωστε έχει καταγραφεί ιστορικά η μετακίνηση πληθυσμών προς την ανατολική Μακεδονία μετά τη διάλυση της φημισμένης Μοσχόπολης το 1769. Μία πολύ πιθανή εκτίμηση είναι ότι η τεράστια περιουσία, που απέκτησε στις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς από εμπορικές και τραπεζικές δραστηριότητες ανά τη Βαλκανική, δεν προήλθε εκ του μηδενός αλλά και από περιουσία εκ μητρός προερχόμενη. Ο πατέρας του Εμμανουήλ Παπά, ο παπα – Δημήτριος Οικονόμου ή Λεονταρής δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει τέτοια περιουσία εκ της ιερατικής του ιδιότητας στον μικρό οικισμό της Δοβίστας Σερρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εμμανουήλ κράτησε το επίθετο της μητρός του. Αλλά επειδή οι εκτιμήσεις δεν γράφουν ιστορία, η σχέση της μητέρας του Εμμανουήλ Παπά με την εκ Μοσχοπόλεως οικογένεια των αδελφών Παπά μένει να τεκμηριωθεί με επιπρόσθετα στοιχεία.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Δοβιστιανοί μπροστά στον πλάτανο στα μέσα της δεκαετίας του 1930 |
Πολλές φορές για να ξεπεραστεί η έλλειψη πηγών, αναφορικά με μεγάλες χρονικές περιόδους, μία προσφιλή τακτική των ερευνητών είναι η αφαιρετική αντιμετώπιση των τεκταινομένων. Τι εννοούμε; Στην πρώιμη κυρίως περίοδο της οθωμανικής διοίκησης, στα πρακτικά των απογραφέων υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση αναφορικά με αυτούς που ανήκουν φορολογικώς σε κάποια χωριά ενός κατεπανικίου αλλά στην πραγματικότητα ήταν εγκατεστημένοι (προσκαθήμενοι) σε άλλα κτήματα τόσο μέσα στο ίδιο όσο και σε γειτονικά κατεπανίκια.
Έτσι λοιπόν, (βλ. Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου, ΚΑΤΕΠΑΝΙΚΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, 1954,) ενώ εμφανίζονται φορολογικά στο χωριό Ραδολήβους, ο Κωνσταντίνος υιός Ιωάννου του Καλλιουπολίτου είναι προσκαθήμενος εις του Μάλουκα (ένα ζευγολατιό κοντά στον Αγγίτη – Πάνακα ποταμό), ο Ιωάννης ο Τζαγκάριος είναι προσκαθήμενος στην Πρεβίστα, η Μαρία η χήρα στον Οβηλό, η Ζωή η χήρα του Μιχαήλ Πάγκαλου στην Τσερέπλιανη, ο Μιχαήλ ο γιός του Σκυλίτζη στη Δοβρίκεια, η Μαρία η χήρα του Ιωάννη Χαριτζά στη Βελτζίστα και ο ιερέας Κωνσταντίνος ο Τρικαληνός στο Δοξόμπους. Δηλαδή, ενώ εμφανίζονται φορολογικά στο χωριό Ραδολήβους, και θα μπορούσε να τους θεωρήσει κάποιος προγόνους των μετέπειτα κατοίκων, αυτοί κατοικούσαν σε άλλους οικισμούς!
Η οικογένεια του Μητρούδα Τσιαγκάλη το 1920 |
Οι Οθωμανοί αντέγραψαν σε μεγάλο βαθμό το διοικητικό σύστημα των Βυζαντινών και από τις πρόνοιες, τα θέματα και τα κατεπανίκια περάσαμε στα τιμάρια τα σαντζάκια και τους καζάδες. Αυτή η αναφορά γίνεται γιατί είναι πιθανόν οι ελάχιστοι φορολογούμενοι της Δοβίστας στο φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 του 1454-1455 να είναι προσκαθήμενοι σε άλλους οικισμούς και η φορολογική υπαγωγή τους στη Δοβίστα να εξυπηρετεί τις ανάγκες του τιμαρίου. Ίσως έτσι εξηγείται και η άποψη του γραμματέα Κωνσταντίνου Βοζιάνη, (την οποία διέσωσε ο Δοβιστιανός Αθανάσιος Ξακουστός), σύμφωνα με την οποία η Δοβίστα δημιουργήθηκε το 1443 αλλά δεν ταύτιζε τη δημιουργία του οικισμού με τους προγόνους των σημερινών Δοβιστιανών και έκανε έρευνες στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου του Σώποτου ή Σαρηγιαλούμ μεταξύ Δοβίστας και Ζίχνας. Ο Βοζιάνης, σύμφωνα πάντα με τον Ξακουστό, πίστευε ότι οι πρόγονοι των Δοβιστιανών κατοίκησαν σταδιακά τη Δοβίστα, πιθανώς μετά το 1600, όταν ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι τουρκικές κατακτήσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η βλάχικη "μοντέρνα" φορεσιά |
Επομένως, και αυτό ισχύει για πολλούς οικισμούς, δεν αποδεικνύεται ότι οι ελάχιστοι φορολογούμενοι του ΤΤ3 του 1454-1455 είναι και οι πρόγονοι των σημερινών Δοβιστιανών, εκτός των ανωτέρω, και για τους παρακάτω λόγους: α) Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, εκτός των φορολογικών κατάστιχων, για τουλάχιστον δύο αιώνες μετά την εκτιμώμενη ημερομηνία δημιουργίας του οικισμού. β) Ο υποτυπώδης οικισμός την περίοδο αυτή εξυπηρετούσε τις ανάγκες του τιμαρίου με αδιευκρίνιστη σύνθεση φορολογούμενων ή προσκαθήμενων σε άλλες περιοχές. γ) Η αποδεδειγμένη έως τώρα σχέση των σημερινών κατοίκων με τις οικογένειες της Δοβίστας άρχεται από τον 18ο αιώνα, με την εμφάνιση στο προσκήνιο της οικογένειας Παπά. δ) Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, που διασώθηκαν και καταγράφηκαν, την περίοδο του 1821 ο οικισμός ήταν ακόμη μικρός και άσημος. ε) Έχουν εντοπιστεί σταδιακές μετοικήσεις, κυρίως από την περιοχή της Πίνδου αλλά και της δυτικής Μακεδονίας, όπως μαρτυρούν και τα επίθετα Ζαγόρης, Χασιώτης, Κρανιώτης κλπ. αλλά από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά. Εάν υπήρξαν μόνιμες μετοικήσεις μεταξύ των ετών 1600 – 1750 μένει να αποδειχθεί. Έως τότε δεν μπορούμε να προβούμε σε εικασίες. Τα φορολογικά κατάστιχα αυτής της περιόδου δεν οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Σημ.: Οι φωτογραφίες από το Σέλι είναι από το βιβλίο του Αστερίου Τζίμα. Οι φωτογραφίες από τη Δοβίστα είναι από το αρχείο του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου