Είχαμε επισημάνει σε παλαιότερες εργασίες μας την ύπαρξη των βλάχικων επιθέτων στη Δοβίστα Σερρών και είχαμε τεκμηριώσει και βιβλιογραφικά τη μετακίνηση βλάχικων πληθυσμών, από την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου προς την ανατολική Μακεδονία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ύστερης οθωμανικής περιόδου, δηλαδή από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά. Στη Δοβίστα έως και το 19ο αιώνα υπήρχαν επίθετα όπως Μόσχος, Ντότσιος, Βλάχος, Σκρέτος, Πούλιος, Τσιάπος. Επίσης, πολλές βλάχικες λέξεις έχουν περάσει στο λεξιλόγιο των Δοβιστιανών. Το νεφρό στα βλάχικα είναι «μπουμπουρέκου». Στη Δοβίστα υπήρχε η φράση «μ’ έκουψις τα μπουμπρέκια». Το ρήμα «βουλώνω» στα βλάχικα είναι «αστούπου». Στη Δοβίστα λένε «στούπουστου». Η βρύση στα βλάχικα είναι «σιόπουτου». Σύμφωνα με μαρτυρία πρώτος οικισμός, πριν κατοικηθεί η Δοβίστα, υπήρξε στον Άγιο Αθανάσιο του Σώποτου. «Καρλίγκου» είναι η γκλίτσα. Καρλίκιοϊ έλεγαν οι Δαρνακοχωρίτες το βλαχοχώρι δίπλα στα Σέρρας. Το «θιμνιάμα» είναι το «θυμίαμα», «λίξουρου» είναι ο «λαίμαργος», «μούτου» είναι ο «μουγγός» και οι Δοβιστιανοί λένε σε κάποιον για να σωπάσει «μούλουξι», «ζμπόρου» είναι η «ομιλία» και «ζμπουρό» ήταν συνάξεις για συζήτηση των Δοβιστιανών, «φιτσιόρου» είναι το «παιδί» και στη Δοβίστα υπήρχε παρόμοιο επίθετο, «στριάχα» είναι η στέγη αποθήκης και οι Δοβιστιανοί έλεγαν «στριχιά», «πατούνα» είναι η «φτέρνα» κλπ.
|
Κορίτσια στη Δοβίστα |
Η μελέτη των επιθέτων των Βλάχων του Σελίου και του Ξηρολιβάδου αποκάλυψε μία σειρά επιθέτων τα οποία συναντούμε και σήμερα στη Δοβίστα. Η διασταύρωση και η επιβεβαίωση έγινε και με συνομιλίες που είχαμε με Σελιώτες Βλάχους στη Βέροια. Τα επίθετα Πράπας, Φάκας, Σαμαράς αλλά και το «Τζιγκολιάνης» εκ του «Ζιγκουλεάνου» προέρχονται από Σελιώτικες βλάχικες οικογένειες, που τελικώς παρέμειναν στην ανατολική Μακεδονία και δεν εγκαταστάθηκαν στο Σέλι μαζί με τις υπόλοιπες. Το επίθετο «Χασιώτης» προέρχεται, όπως προαναφέραμε, από το Ξηρολίβαδο, δηλαδή από τη Σαμαρίνα.
Εκτός αυτού έχουμε μία σειρά επιθέτων που παραπέμπουν σε οικογένειες της Νάουσας και της περιοχής της, οι οποίες προφανώς κατέφυγαν στην ανατολική Μακεδονία μετά την ερήμωση της περιοχής από τον διαβολικό γενίτσαρο Εμπού Λουμπούτ το 1822 και την εξόντωση χιλιάδων οικογενειών. Για παράδειγμα, το επίθετο «Τσακμάκης» παραπέμπει σε οικογένεια της Νάουσας την εποχή της Επανάστασης, ενώ το επίθετο «Κάρτσιος» παραπέμπει σε βλάχικη οικογένεια καθώς «Καρτσιούν» στα Σελιώτικα Βλάχικα είναι τα Χριστούγεννα. «Καρτσιούνος» είναι το έθιμο της περιοχής της Νάουσας της καύσης ενός κορμού δένδρου τα Χριστούγεννα, για να ζεσταθεί το Θείο Βρέφος! Παλαιότερα, με την έναρξη του 40ήμερου της Χριστουγεννιάτικης νηστείας οι Ναουσαίοι πήγαιναν στο βουνό να φέρουν «καρτσιούνους», τεράστια κομμάτια κορμών, τα οποία μετέφεραν στις πλατείες και τους μαχαλάδες με έναν ευρηματικό τρόπο.
Κι αυτό ακόμη το επίθετο «Παπάς» της Βασιλικής Παπά, της μητέρας του Εμμανουήλ Παπά, παραπέμπει στους Μοσχοπολίτες εμπόρους αδελφούς Παπά, οι οποίοι έδρασαν από το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και οι οποίοι αποδεδειγμένα είχαν εμπορικό οίκο και στην πόλη των Σερρών. Άλλωστε έχει καταγραφεί ιστορικά η μετακίνηση πληθυσμών προς την ανατολική Μακεδονία μετά τη διάλυση της φημισμένης Μοσχόπολης το 1769. Μία πολύ πιθανή εκτίμηση είναι ότι η τεράστια περιουσία, που απέκτησε στις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς από εμπορικές και τραπεζικές δραστηριότητες ανά τη Βαλκανική, δεν προήλθε εκ του μηδενός αλλά και από περιουσία εκ μητρός προερχόμενη. Ο πατέρας του Εμμανουήλ Παπά, ο παπα – Δημήτριος Οικονόμου ή Λεονταρής δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει τέτοια περιουσία εκ της ιερατικής του ιδιότητας στον μικρό οικισμό της Δοβίστας Σερρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Εμμανουήλ κράτησε το επίθετο της μητρός του. Αλλά επειδή οι εκτιμήσεις δεν γράφουν ιστορία, η σχέση της μητέρας του Εμμανουήλ Παπά με την εκ Μοσχοπόλεως οικογένεια των αδελφών Παπά μένει να τεκμηριωθεί με επιπρόσθετα στοιχεία.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
|
Δοβιστιανοί μπροστά στον πλάτανο στα μέσα της δεκαετίας του 1930 |
Πολλές φορές για να ξεπεραστεί η έλλειψη πηγών, αναφορικά με μεγάλες χρονικές περιόδους, μία προσφιλή τακτική των ερευνητών είναι η αφαιρετική αντιμετώπιση των τεκταινομένων. Τι εννοούμε; Στην πρώιμη κυρίως περίοδο της οθωμανικής διοίκησης, στα πρακτικά των απογραφέων υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση αναφορικά με αυτούς που ανήκουν φορολογικώς σε κάποια χωριά ενός κατεπανικίου αλλά στην πραγματικότητα ήταν εγκατεστημένοι (προσκαθήμενοι) σε άλλα κτήματα τόσο μέσα στο ίδιο όσο και σε γειτονικά κατεπανίκια.
Έτσι λοιπόν, (βλ. Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου, ΚΑΤΕΠΑΝΙΚΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, 1954,) ενώ εμφανίζονται φορολογικά στο χωριό Ραδολήβους, ο Κωνσταντίνος υιός Ιωάννου του Καλλιουπολίτου είναι προσκαθήμενος εις του Μάλουκα (ένα ζευγολατιό κοντά στον Αγγίτη – Πάνακα ποταμό), ο Ιωάννης ο Τζαγκάριος είναι προσκαθήμενος στην Πρεβίστα, η Μαρία η χήρα στον Οβηλό, η Ζωή η χήρα του Μιχαήλ Πάγκαλου στην Τσερέπλιανη, ο Μιχαήλ ο γιός του Σκυλίτζη στη Δοβρίκεια, η Μαρία η χήρα του Ιωάννη Χαριτζά στη Βελτζίστα και ο ιερέας Κωνσταντίνος ο Τρικαληνός στο Δοξόμπους. Δηλαδή, ενώ εμφανίζονται φορολογικά στο χωριό Ραδολήβους, και θα μπορούσε να τους θεωρήσει κάποιος προγόνους των μετέπειτα κατοίκων, αυτοί κατοικούσαν σε άλλους οικισμούς!
|
Η οικογένεια του Μητρούδα Τσιαγκάλη το 1920 |
Οι Οθωμανοί αντέγραψαν σε μεγάλο βαθμό το διοικητικό σύστημα των Βυζαντινών και από τις πρόνοιες, τα θέματα και τα κατεπανίκια περάσαμε στα τιμάρια τα σαντζάκια και τους καζάδες. Αυτή η αναφορά γίνεται γιατί είναι πιθανόν οι ελάχιστοι φορολογούμενοι της Δοβίστας στο φορολογικό κατάστιχο ΤΤ3 του 1454-1455 να είναι προσκαθήμενοι σε άλλους οικισμούς και η φορολογική υπαγωγή τους στη Δοβίστα να εξυπηρετεί τις ανάγκες του τιμαρίου. Ίσως έτσι εξηγείται και η άποψη του γραμματέα Κωνσταντίνου Βοζιάνη, (την οποία διέσωσε ο Δοβιστιανός Αθανάσιος Ξακουστός), σύμφωνα με την οποία η Δοβίστα δημιουργήθηκε το 1443 αλλά δεν ταύτιζε τη δημιουργία του οικισμού με τους προγόνους των σημερινών Δοβιστιανών και έκανε έρευνες στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου του Σώποτου ή Σαρηγιαλούμ μεταξύ Δοβίστας και Ζίχνας. Ο Βοζιάνης, σύμφωνα πάντα με τον Ξακουστό, πίστευε ότι οι πρόγονοι των Δοβιστιανών κατοίκησαν σταδιακά τη Δοβίστα, πιθανώς μετά το 1600, όταν ολοκληρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι τουρκικές κατακτήσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
|
Η βλάχικη "μοντέρνα" φορεσιά |
Επομένως, και αυτό ισχύει για πολλούς οικισμούς, δεν αποδεικνύεται ότι οι ελάχιστοι φορολογούμενοι του ΤΤ3 του 1454-1455 είναι και οι πρόγονοι των σημερινών Δοβιστιανών, εκτός των ανωτέρω, και για τους παρακάτω λόγους: α) Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, εκτός των φορολογικών κατάστιχων, για τουλάχιστον δύο αιώνες μετά την εκτιμώμενη ημερομηνία δημιουργίας του οικισμού. β) Ο υποτυπώδης οικισμός την περίοδο αυτή εξυπηρετούσε τις ανάγκες του τιμαρίου με αδιευκρίνιστη σύνθεση φορολογούμενων ή προσκαθήμενων σε άλλες περιοχές. γ) Η αποδεδειγμένη έως τώρα σχέση των σημερινών κατοίκων με τις οικογένειες της Δοβίστας άρχεται από τον 18ο αιώνα, με την εμφάνιση στο προσκήνιο της οικογένειας Παπά. δ) Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, που διασώθηκαν και καταγράφηκαν, την περίοδο του 1821 ο οικισμός ήταν ακόμη μικρός και άσημος. ε) Έχουν εντοπιστεί σταδιακές μετοικήσεις, κυρίως από την περιοχή της Πίνδου αλλά και της δυτικής Μακεδονίας, όπως μαρτυρούν και τα επίθετα Ζαγόρης, Χασιώτης, Κρανιώτης κλπ. αλλά από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά. Εάν υπήρξαν μόνιμες μετοικήσεις μεταξύ των ετών 1600 – 1750 μένει να αποδειχθεί. Έως τότε δεν μπορούμε να προβούμε σε εικασίες. Τα φορολογικά κατάστιχα αυτής της περιόδου δεν οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Σημ.: Οι φωτογραφίες από το Σέλι είναι από το βιβλίο του Αστερίου Τζίμα. Οι φωτογραφίες από τη Δοβίστα είναι από το αρχείο του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου