ΤΟ ΔΟΓΜΑ “ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΕΥΡΥΤΗΤΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΣΤΕΝΟΤΗΤΑ” ΣΤΗΝ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΘΝΕΓΕΡΤΗΡΙΟ 1821: ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ;
Στέργιος Π. Ζυγούρας
Ενώ ως τώρα είδαμε χαρακτηριστικότατα επεισόδια του πώς νοείται ο ελληνικός πολιτισμός, ο δυτικός πολιτισμός και η μεταξύ τους σχέση, αποφύγαμε επιμελώς την οριοθέτηση αμφοτέρων των εννοιών. Αν και το προηγούμενο επεισόδιο αγγίζει την συνολική ιστορία των διαφορετικών ορισμών και σχέσεων, το “πρόβλημα” είναι και παραμένει υποκειμενικό. Το ζήτημα είναι το πώς και γιατί ο καθένας θεωρεί αυτονόητο το πρίσμα υπό το οποίο εποπτεύει το υλικό και αναπτύσσει τις σκέψεις του. Το τι είναι “Ελλάδα” και τι “Ευρώπη” έχει ως δεδομένες, τόσο αντικρουόμενες θέσεις, ώστε μια θεωρητική προσέγγιση (που κι αυτή θα είχε το στοιχείο της υποκειμενικότητας), ακόμα και μια στεγνή στατιστική παράθεση, θα έφτανε εύκολα το μέγεθος ενός ογκώδους τόμου, χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιαστικό προς την κατεύθυνση της επίλυσης του προβλήματος. Συνεχίζοντας την ίδια πρακτική, θα ανατρέξουμε σε ένα κομβικό ιστορικό σημείο που βλέπει τη σχέση ελληνικού-ευρωπαϊκού πολιτισμού ως σχέση “παράδοσης-νεωτερικότητας” εντός του ελληνισμού. Θα το βρούμε στο κεφάλαιο “1821” δηλαδή στην διαδικασία της γέννησης του ελληνικού κράτους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΕΝΝΗ ΤΟΥ 1814 ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ ΤΟΥ 2014
Το 2014 ήταν ένα ιστορικό-επετειακό έτος για την Ελλάδα. Πέρασαν 200 χρόνια από την γέννηση της Φιλικής Εταιρείας. Ενώ στο χώρο των ιστορικών το ζήτημα δεν πέρασε απαρατήρητο, θα έλεγε κανείς ότι το επίσημο κράτος προτίμησε να σιωπήσει. Μάλλον δεν έκανε άσχημα. Αν μιλούσε, τι θα έλεγε; Πώς θα συνέδεε τις μνημονιακές “αναγκαιότητες” με την Φιλική; Ως σύγχρονο “Ναυαρίνο”; Ούτε αυτό θα μπορούσε, αφού θα σκόνταφτε στον παραλληλισμό της τριμερούς συνθήκης του 1827 με τη τρόικα του 2014. Ευτυχώς για όλους, δεν το επιχείρησε. Ας δούμε λοιπόν τι είπαν οι ιστορικοί για την επέτειο. Και συγκεκριμένα, ας δούμε τι -κατά μέσο όρο- εκφράστηκε στο
διεθνές επιστημονικό συνέδριο της Άρτας, 26-27 Ιουλίου 2014 υπό τον φιλόδοξο και γαργαλιστικό τίτλο “Επαναστατική Δράση και Μυστικές Εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη – Φιλική Εταιρεία”. Πρώτη παρατήρηση: Ως προς την γενικότερη σχέση των επαναστατικών κινημάτων με τις μυστικές Εταιρείες δεν προέκυψε κάτι το εντυπωσιακό. Στην διεθνή βιβλιογραφία το θέμα είναι περιορισμένο και το φως που έριξε το Συνέδριο κινήθηκε στο ίδιο επίπεδο. Με τον περιορισμό μάλιστα του θέματος στον ευρωπαϊκό χώρο, το μυστικοεταιρικό κίνημα περιορίστηκε -σχεδόν εξ ορισμού- στην υπηρέτηση των εθνικών Επαναστάσεων του 18ου-19ου αιώνα, όπου “έθνος” είναι η νεωτερική τοπικότητα, έναντι της παραδοσιακής ολότητας· με άλλα λόγια, το κοσμικοποιημένο έθνος έναντι της χριστιανικής οικουμενικότητας υπό ενιαία ή πολλαπλές -τοπικές- πολιτικές διοικήσεις. Μια καλή αναφορά στην Αμερική θα έφτανε για να δείξει ότι το ζήτημα των Επαναστάσεων σε βόρεια, νότια Αμερική και Ευρώπη είχε κοσμολογική βάση και παγκόσμιο στόχο. Τεχνικά, όμως, αφορούσε στην ολοκλήρωση της αναδιανομής του πλούτου που είχε ξεκινήσει τον 16οαιώνα και μετέφερε το παγκόσμιο θησαυροφυλάκιο από την Βενετία, τη Μαδρίτη και την Λισαβόνα στο Λονδίνο κυρίως, στο Άμστερνταμ και στο Παρίσι δευτερευόντως. Οι Η.Π.Α. έμπαιναν τότε στο παιχνίδι και η μάχη για την ίδρυσή τους περνούσε μέσα από το αν θα παρέμεναν ένας δορυφόρος του Λονδίνου ή αν θα αποτελούσαν έναν νέο οικονομικό παίκτη, παλαιάς κοπής, ίσως και παλιότερης από την Βενετία και την Λισαβόνα. Όλες οι Επαναστάσεις είχαν ένα κοινό στοιχείο. Διεξάγονταν από μυστικές Εταιρείες οι οποίες είχαν σύμβολα-αναφορές σε κοσμολογικό – οντολογικό επίπεδο και συνθήματα σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Τα συνθήματα προσαρμόζονταν κάθε φορά σε επίπεδο οριοθέτησης των Βραζιλιάνων, των Μεξικάνων, των κατοίκων των Η.Π.Α., δηλαδή, το εθνικό στοιχείο ήταν δευτερογενές. Αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι μέσα σ’ αυτές τις μυστικές οργανώσεις το διεθνικό στοιχείο μοιραζόταν σε δυο πλευρές, τότε θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχέστερα την οριοθέτηση κάθε μιας Επανάστασης ως μερικοτήτα ενός συνόλου, όχι ως τοπική επιχείρηση με στόχο μακροπρόθεσμα τοπικό: την εδραίωση μιας πολιτείας-κοινωνίας με κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό την γλώσσα, αν επρόκειτο για την Ευρώπη, ή κάποια σχετικά πρόσφατη οριοθέτηση, αν επρόκειτο για την Αμερική.
διεθνές επιστημονικό συνέδριο της Άρτας, 26-27 Ιουλίου 2014 υπό τον φιλόδοξο και γαργαλιστικό τίτλο “Επαναστατική Δράση και Μυστικές Εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη – Φιλική Εταιρεία”. Πρώτη παρατήρηση: Ως προς την γενικότερη σχέση των επαναστατικών κινημάτων με τις μυστικές Εταιρείες δεν προέκυψε κάτι το εντυπωσιακό. Στην διεθνή βιβλιογραφία το θέμα είναι περιορισμένο και το φως που έριξε το Συνέδριο κινήθηκε στο ίδιο επίπεδο. Με τον περιορισμό μάλιστα του θέματος στον ευρωπαϊκό χώρο, το μυστικοεταιρικό κίνημα περιορίστηκε -σχεδόν εξ ορισμού- στην υπηρέτηση των εθνικών Επαναστάσεων του 18ου-19ου αιώνα, όπου “έθνος” είναι η νεωτερική τοπικότητα, έναντι της παραδοσιακής ολότητας· με άλλα λόγια, το κοσμικοποιημένο έθνος έναντι της χριστιανικής οικουμενικότητας υπό ενιαία ή πολλαπλές -τοπικές- πολιτικές διοικήσεις. Μια καλή αναφορά στην Αμερική θα έφτανε για να δείξει ότι το ζήτημα των Επαναστάσεων σε βόρεια, νότια Αμερική και Ευρώπη είχε κοσμολογική βάση και παγκόσμιο στόχο. Τεχνικά, όμως, αφορούσε στην ολοκλήρωση της αναδιανομής του πλούτου που είχε ξεκινήσει τον 16οαιώνα και μετέφερε το παγκόσμιο θησαυροφυλάκιο από την Βενετία, τη Μαδρίτη και την Λισαβόνα στο Λονδίνο κυρίως, στο Άμστερνταμ και στο Παρίσι δευτερευόντως. Οι Η.Π.Α. έμπαιναν τότε στο παιχνίδι και η μάχη για την ίδρυσή τους περνούσε μέσα από το αν θα παρέμεναν ένας δορυφόρος του Λονδίνου ή αν θα αποτελούσαν έναν νέο οικονομικό παίκτη, παλαιάς κοπής, ίσως και παλιότερης από την Βενετία και την Λισαβόνα. Όλες οι Επαναστάσεις είχαν ένα κοινό στοιχείο. Διεξάγονταν από μυστικές Εταιρείες οι οποίες είχαν σύμβολα-αναφορές σε κοσμολογικό – οντολογικό επίπεδο και συνθήματα σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Τα συνθήματα προσαρμόζονταν κάθε φορά σε επίπεδο οριοθέτησης των Βραζιλιάνων, των Μεξικάνων, των κατοίκων των Η.Π.Α., δηλαδή, το εθνικό στοιχείο ήταν δευτερογενές. Αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι μέσα σ’ αυτές τις μυστικές οργανώσεις το διεθνικό στοιχείο μοιραζόταν σε δυο πλευρές, τότε θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχέστερα την οριοθέτηση κάθε μιας Επανάστασης ως μερικοτήτα ενός συνόλου, όχι ως τοπική επιχείρηση με στόχο μακροπρόθεσμα τοπικό: την εδραίωση μιας πολιτείας-κοινωνίας με κοινό πολιτισμικό χαρακτηριστικό την γλώσσα, αν επρόκειτο για την Ευρώπη, ή κάποια σχετικά πρόσφατη οριοθέτηση, αν επρόκειτο για την Αμερική.
Πιο απλά θα λέγαμε: Εφόσον το παγκόσμιο τεκτονικό κίνημα που διακρινόταν σε αγγλόφωνο, ιταλόφωνο, γαλλόφωνο, γερμανόφωνο είχε αλλεπάλληλες διασπάσεις – συνενώσεις που ξεπερνούσαν τα κρατικά ή εθνικά όρια, εφόσον τα μέλη του έτρεχαν από την μια γεωγραφική περιοχή στην άλλη, προκειμένου να εκφράσουν πρακτικά την διεθνική αλληλεγγύη τους και τον κοινό-πανανθρώπινο στόχο, εφόσον η έννοια του -κατά χριστιανισμό- Θεού ένωνε ή χώριζε τα μέλη των μυστικών εταιρειών, πλην η “αδελφότητα” ήταν η κοινή αναφορά όλων, τότε τι νόημα έχει να ορίζουμε την Αμερικανική Επανάσταση μόνο ως ανεξαρτησία των ΗΠΑ από την Βρετανία, τις Επαναστάσεις της Ν. Αμερικής ως ανεξαρτησία των κρατών από την Ισπανία και την Πορτογαλία, την Γαλλική (Φραγκική) Επανάσταση ως ανεξαρτησία του κράτους από την Ρωμαιο-φραγκική παράδοση και την Ελληνική Επανάσταση ως ανεξαρτησία του κράτους από την Οθωμανική επικράτεια; Κάθε επανάσταση ήταν συνδεδεμένη με τις άλλες και στόχευε σε ένα ευρύτερο, μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Κάθε επαναστατικό αποτέλεσμα ήταν μερικό και προσωρινό. Η “ελευθερία” ήταν σχετική και περισσότερο στόχευε στην λαϊκή κινητοποίηση, το ίδιο και η “ισότητα”. Πίσω από την τελείως σχετική ή ουδέτερη έννοια “ανεξαρτησία” που -μέσω ψυχολογίας- αποκτούσε θετική πρόσληψη, υπήρχε κάθε φορά το χρυσωμένο χάπι της “δημοκρατίας” που απέκρυβε τόσο τη νέα οικονομική εξάρτηση, όσο και τα κριτήρια της δικαιοσύνης· αυτά που -δογματικά- συνδέθηκαν με τις πλειοψηφίες. Η “λαϊκή κυριαρχία” ήταν άλλη μια θεωρία που δεν είχε το ποθούμενο αποτέλεσμα, καθόσον οι κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί ήταν εξαρτημένοι και προσδεδεμένοι σε ένα κοινό, τρίιππο άρμα, τα άλογα του οποίου ήταν το εθνικό θησαυροφυλάκιο, το ιδιωτικό-υπερεθνικό δάνειο, το ιδιωτικό-εθνικό νόμισμα. Η πρόσδεση αυτή ήταν υπεύθυνη για τις εικονικές (ουσιαστικά) διαφορές μεταξύ των κομμάτων, αλλά και για τις πραγματικές μικροδιαφοροποιήσεις και τις συγκρούσεις, των οποίων η κατάληξη ήταν πάντα ένα ή περισσότερα βήματα προς την ίδια κατεύθυνση.
Φτάσαμε έτσι σε ένα διεθνές φαινόμενο: να καθορίζεται η ιστορία με βάση την ψυχολογία, όχι με βάση τα τεκμηριωμένα γεγονότα. Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο, επειδή γνωρίζουμε ότι η εκάστοτε κρατική -φρονηματικού τύπου- παρέμβαση προσαρμόζει το παρελθόν στην υπηρέτηση του στόχου-μέλλοντός της. Είναι όμως αντιφατικό για τον δυτικό νεωτερικό κόσμο, που δηλώνει ότι στηρίζεται στον ορθό λόγο. Είναι αντιφατικό για μια επιστημονική έρευνα, να εισάγει στην ιστορία περισσότερους ανορθολογισμούς από όσους καταρρίπτει. Με δεδομένες και τις τάσεις που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική έρευνα και τις σχολές της κατά τον 20ο αιώνα, δεν θα έπρεπε να κοιτάξουμε περισσότερο το θέμα των μυστικών οργανώσεων που κίνησαν τις επαναστάσεις; Προφανώς ναι. Υπάρχει αντίλογος: η πρόσβαση στα αρχεία των μυστικών εταιρειών είναι από προβληματική έως αδύνατη. Ναι, αλλά α) είναι περιορισμένα εφικτή, β) απόρρητα αρχεία βρίσκονται και εκτός των μυστικών εταιρειών, γ) ακόμα και η συσχέτιση των πολιτικών πράξεων με τις εταιρικές ταυτότητες μπορεί να δώσει πολλά νέα στοιχεία στην ερμηνεία των γεγονότων και δ) -για να επανέλθουμε στην Άρτα- τι νόημα είχε ένα Συνέδριο γι’ αυτό το θέμα; Αν το Συνέδριο δεν κατόρθωνε να διεισδύσει ικανοποιητικά στο πλέον αφανές τμήμα της ιστορίας, θα κινδύνευε να περιοριστεί σε μια εκδήλωση με κεντρικό επετειακό χαρακτήρα, αποκλειστικά για τοπική κατανάλωση.
Φτάσαμε έτσι σε ένα διεθνές φαινόμενο: να καθορίζεται η ιστορία με βάση την ψυχολογία, όχι με βάση τα τεκμηριωμένα γεγονότα. Το φαινόμενο δεν είναι άγνωστο, επειδή γνωρίζουμε ότι η εκάστοτε κρατική -φρονηματικού τύπου- παρέμβαση προσαρμόζει το παρελθόν στην υπηρέτηση του στόχου-μέλλοντός της. Είναι όμως αντιφατικό για τον δυτικό νεωτερικό κόσμο, που δηλώνει ότι στηρίζεται στον ορθό λόγο. Είναι αντιφατικό για μια επιστημονική έρευνα, να εισάγει στην ιστορία περισσότερους ανορθολογισμούς από όσους καταρρίπτει. Με δεδομένες και τις τάσεις που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορική έρευνα και τις σχολές της κατά τον 20ο αιώνα, δεν θα έπρεπε να κοιτάξουμε περισσότερο το θέμα των μυστικών οργανώσεων που κίνησαν τις επαναστάσεις; Προφανώς ναι. Υπάρχει αντίλογος: η πρόσβαση στα αρχεία των μυστικών εταιρειών είναι από προβληματική έως αδύνατη. Ναι, αλλά α) είναι περιορισμένα εφικτή, β) απόρρητα αρχεία βρίσκονται και εκτός των μυστικών εταιρειών, γ) ακόμα και η συσχέτιση των πολιτικών πράξεων με τις εταιρικές ταυτότητες μπορεί να δώσει πολλά νέα στοιχεία στην ερμηνεία των γεγονότων και δ) -για να επανέλθουμε στην Άρτα- τι νόημα είχε ένα Συνέδριο γι’ αυτό το θέμα; Αν το Συνέδριο δεν κατόρθωνε να διεισδύσει ικανοποιητικά στο πλέον αφανές τμήμα της ιστορίας, θα κινδύνευε να περιοριστεί σε μια εκδήλωση με κεντρικό επετειακό χαρακτήρα, αποκλειστικά για τοπική κατανάλωση.
Κοντά στο Κομπότι της Άρτας λοιπόν, δίπλα στη γενέτειρα του Νικολάου Σκουφά, έγινε ένα Συνέδριο για τα 200 χρόνια από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Χωριζόταν σε 4 θεματικές ενότητες, με σαφώς πιο ενδιαφέρουσες την 2η και την 3η, αφού αυτές -λογικά- θα είχαν κάτι νέο να πουν στο τμήμα της Επανάστασης του 1821. Μερικά (υποκειμενικά) συμπεράσματα που αφορούν στο σύνολο του Συνεδρίου:
- Ένα συνέδριο που αφορούσε στη σχέση εταιρισμού και επαναστατισμού δεν διερεύνησε τον δεύτερο ως φαινόμενο διεθνών διαστάσεων, με βάση τις σαφείς ενδείξεις περί του διεθνικού χαρακτήρα των μυστικών εταιρειών
- Ένα συνέδριο που αφορούσε στη σχέση εταιρισμού και επαναστατισμού δεν διερεύνησε το μυστικοεταιρικό ελληνικό στοιχείο στην διαδρομή έως το 1814
- Ένα συνέδριο στην γενέτειρα του Σκουφά δεν μπόρεσε να διαπιστώσει με πειστικότητα την πρωτοκαθεδρία του Σκουφά στην γνωστή Φιλική Εταιρεία των τριών/τεσσάρων ιδρυτών
- Ένα συνέδριο που δέχεται ως έτος δημιουργίας της Φιλικής Εταιρείας το 1814 δεν μπόρεσε να συνδέσει τον χρόνο αυτό με τον χώρο της Βιέννης και το γνωστό συνέδριο που ξεκίνησε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους
- Ένα συνέδριο με ειδικό βάρος στην Φιλική Εταιρεία δεν διερεύνησε τον εθνικό ή διεθνικό στόχο του 1821 σε συνάρτηση με την Εταιρεία
Εξαίρεση -ίσως μοναδική- αποτέλεσε η παρουσία του Κύριλλου Νικολάου. Στην απλή και ορθά δομημένη εισήγησή του έλεγξε την σχέση μεταξύ Ρήγα και Φιλικής/Φιλικών, εντοπίζοντας τρεις φορές την “αντίφαση” ως προς τον επιδιωκόμενο κάθε φορά επαναστατικό στόχο: το πολυεθνικό κράτος του Ρήγα με το εθνικό κράτος των Φιλικών. Τουλάχιστον, υπήρξε ένας εισηγητής που -αν και δεν εξέτασε τα μεταξύ Ρήγα και Φιλικής διατρέξαντα- έμμεσα αναρωτήθηκε για την ευστάθεια της πασίγνωστης απεικόνισης που αναπαριστά την Ελλάδα να ξαναστέκεται όρθια. Πώς θα μπορούσε η (ίδια) Ελλάδα να επανίσταται από τα χέρια του Ρήγα και του Κοραή, όταν ο τελευταίος υπήρξε ένθερμος οπαδός του εθνικού κράτους; Μήπως ο Κοραής υπήρξε και φανατικός εχθρός της Εταιρείας των Φιλικών; Εξαρτάται από το πώς αυτή ορίζεται. Μήπως δεν οργανώθηκε η Επανάσταση από την Εταιρεία αυτή; Μήπως οργανώθηκε, αλλά υλοποιήθηκε από άλλη δύναμη; Μήπως η Φιλική Εταιρεία δεν είναι αυτή που νομίζουμε; Ή μήπως όλα χρήζουν αναθεώρησης, με βάση την διαπίστωση ότι λείπουν πολλά κομμάτια του παζλ και στον Ρήγα και στην Φιλική και στα μεταξύ των δυο; Από το σημείο αυτό ξεκινούν βασικά ερωτήματα που διακλαδίζονται σε πάμπολλα επιμέρους ζητήματα. Όλα παραπέμπουν και όλα επαναφέρουν το βασικό ερώτημα “Τι είδους Επανάσταση έγινε το 1821;” στο οποίο -ως γνωστό- οι απαντήσεις ποικίλουν.
Παρότι μια εισήγηση σε κάθε συνεδρία δεν παρουσιάστηκε, λόγω απουσίας των αντίστοιχων εισηγητών, ο χρόνος ήταν -όπως πάντα- ασφυκτικά λίγος για ελεύθερη συζήτηση. Η γενική αποτίμηση του Συνεδρίου -παρότι παρακινδυνευμένη- έγινε ήδη μέσα στο υποκειμενικό πλαίσιο που τέθηκε. Αν διακινδυνεύαμε επίσης μια γενική τοποθέτηση σ’ ένα δημοσιογραφικού τύπου ερώτημα “τι ξεχώρισε;”, θα λέγαμε ότι πέρα από την οριοθέτηση του Κ. Νικολάου ξεχώρισε ο πολλά υποσχόμενος δυναμισμός με τον οποίο η Α. Μάρου αντιμετώπισε το ακανθώδες θέμα “Φιλική-Αλή πασάς” και η πολλά απογοητευτική -σε σχέση με τον τίτλο της- παρουσίαση της S. Ghervas. Δυο εισηγήσεις ξεχώρισαν για την αρτιότητά τους και την εύστοχη τοποθέτηση του θέματός τους σε σχέση με τον άξονα του συνεδρίου. Του Διονύση Τζάκη και του Νίκου Ροτζώκου. Αμφότερες εξέταζαν συγκεκριμένες πτυχές που αφορούσαν σε προεπαναστατική στάση προσώπων, ομαδοποιημένων με βάση τον κοινωνικό τους ρόλο και σε συνάρτηση με τον επαναστατικό στόχο της Φιλικής Εταιρείας. Τους κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου και τους Μανιάτες μπέηδες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η δράση των προσώπων κρίθηκε “νεωτερική” και όχι “παραδοσιακή”. Ο ρόλος του ιστορικού στο 1821 είναι συχνά άχαρος γιατί ξεκινά ή εξαντλείται στην αντίρρηση. Αυτό είναι αναμενόμενο και υπενθυμίζει συνεχώς ότι το θέμα παραμένει ανοιχτό, αν και πέρασαν δυο αιώνες. Αν και ο λόγος των δυο ιστορικών ήταν κατά βάση αντιρρητικός, είχε σαφή και σφιχτή επιχειρηματολογία και κινήθηκε τελείως έξω από το -αρκετά συνηθισμένο- πλαίσιο της εκφραζόμενης αγανάκτησης έναντι μιας αντίθετης ιστορικής ερμηνείας. Με αφορμή την δημόσια κοινοποίηση της εισήγησης του Δ. Τζάκη (Ιόνιος Λόγος, τ. Ε΄, 2015) και με δεδομένο ότι η δημοσίευση των πρακτικών εκκρεμεί, θα δούμε κάποια στοιχεία αυτής της εισήγησης, προκειμένου να εντοπίσουμε αυτό που εμείς θεωρούμε ενδιαφέρον. Την κατανομή της παράδοσης και της νεωτερικότητας σε πρόσωπα, ομάδες, κρατικές πολιτικές, μυστικές οργανώσεις, κάτι που θα έκανε απόλυτα διάφανο το -μοναδικό- κριτήριο διάκρισης μεταξύ των δυο πλευρών.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ “ΕΘΝΟΣ” ΤΟΥ “ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ” ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ 1821;
Η εισήγηση με τίτλο “Η Εφορία της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο: σκέψεις για τη συμμετοχή των τοπικών ελίτ στο εθνικό κίνημα” διερευνά το αν η ομάδα των Πελοποννησίων προκρίτων μετέχει της Επαναστάσεως από την πλευρά της παράδοσης ή εκείνη της νεωτερικότητας. Ο διαχωρισμός είναι εύστοχος, με δεδομένο ότι παλιότερα η ιστορία εξέταζε τις διαφορετικές οπτικές του αγώνα από γωνίες που δεν συνιστούσαν κεντρική πρόθεση, αλλά δευτερεύον παρακολούθημα (ταξικότητα, εντοπιότητα, πολιτική-στρατιωτική ιδιότητα, ιδιότητα Έλληνα-ξένου). Η παρούσα μελέτη θέτει ως σταθερό άξονα το διμερές αντιθετικό σχήμα “παράδοση-νεωτερικότητα” γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται οι διαφορετικές στοχεύσεις για την Επανάσταση. Συνιστά όμως αυτός ο διαχωρισμός μετατόπιση από την συνολική στρέβλωση της νεωτερικής ερμηνείας που διασχίζει την Επανάσταση από τον Ρήγα και την Φιλική μέχρι τον Καποδίστρια και τον Όθωνα; Προφανώς όχι, αφού μια παλιότερη κεντρική οπτική, ο τοπικισμός, παραμένει -αξιωματικά- ως βασική παράμετρος. Κι αυτό γίνεται επειδή η μελέτη δεν διερευνά τον δυισμό “παράδοση-νεωτερικότητα” ως κεντρικό συγκρουσιακό στοιχείο της Επανάστασης. Διερευνά τον χαρακτήρα της Επανάστασης πάνω στην βάση ενός προκαθορισμένου στόχου. Γι αυτό και κατατάσσει μια ομάδα προσώπων σε μια τάση, έχοντας ως δεδομένη την τάση που (κατά τον μελετητή) έχει χαράξει ο οργανωτικός φορέας της Επανάστασης. Ενώ η μελέτη θέτει μια βασική προϋπόθεση για απεγκλωβισμό από κεντρικά λανθασμένες μαρξιστικές προσεγγίσεις, τελικά παραμένει παγιδευμένη μέσα σ’ ένα δόγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την λογική προσέγγιση. Το δόγμα της “προόδου” υπό την εκφορά του οποίου προσδιορίζονται θεωρητικά και ανορθολογικά τόσο η παράδοση, όσο και η νεωτερικότητα. Είναι λοιπόν αναγκαία η διασαφήνιση των δυο όρων. Υπάρχουν δυο παράλληλες Επαναστάσεις το 1821; Υπάρχουν, δηλαδή, δυο τάσεις στην Επανάσταση; Για ποιο θέμα μάχονται οι δυο πλευρές; Τι είναι “νέο” και τι “παλιό”, απογυμνωμένα από τις ψυχολογικές παραμέτρους που παίρνουν τη θέση της λογικής ανάλυσης και της πραγματικής πραγματικότητας; Γιατί θεωρείται δεδομένο πως η Φιλική Εταιρεία είχε ως στόχο την συγκεκριμένη “πρόοδο” μέσα από το συγκεκριμένο “νέο”;
Κατ’ αρχήν είναι αντιφατικό, το πώς ο μελετητής ερμηνεύει την παραδοσιακή εθνική συνείδηση συγκρίνοντάς την με τη νεωτερική: θεωρεί de jure ότι η δεύτερη είναι ευρύτερη της πρώτης. Με βάση δηλαδή το προς απόδειξη ζήτημα, ότι το “έθνος” που επαναστατεί δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πολιτική [προ]συγκρότηση του επιθυμητού έθνους-κράτους, αξιωματικά θεωρεί ότι η παραδοσιακή εθνική ταυτότητα ταυτίζεται με την εντοπιότητα (το ανήκειν στην τοπική κοινότητα). Άρα, θεωρεί φυσική και την “αδυναμία” των αντίστοιχων προσώπων να αντιληφθούν ή να δεχτούν την νέα (πολιτική) αντίληψη του έθνους που θέτει υπό τον σφιχτό εναγκαλισμό της το παραδοσιακό έθνος. Κι όμως, η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρα στενότερη της παλαιάς, επειδή η παλιά εθνική ταυτότητα δεν συγκροτείται στη βάση της εντοπιότητας. Η παραδοσιακή πολιτισμική ταυτότητα ορίζεται στην χριστιανική κοινότητα, όχι στην τοπική κοινότητα· στο Πατριαρχείο, όχι στην Πελοπόννησο ή σε μια επαρχία της, ούτε στη Μάνη ή σε μια από τις άρχουσες οικογένειες των Μανιατών. Άπαξ και η πολιτική ηγεσία του αυτοκράτορα καταργείται, το χριστιανικό γένος πολιτικά δεν υπάγεται στον Σουλτάνο, αλλά στο Πατριαρχείο. Το “ρωμέικο” έθνος δεν ορίζεται γλωσσικά. Περιλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη εθνότητα η οποία ασπάζεται την ίδια πίστη, δίνοντας όμως την σαφή προτεραιότητα στην ελληνόφωνη εθνότητα, αφού αυτή κυριάρχησε ιστορικά, διαμορφώνοντας τα ιερά κείμενα και πρωτοστατώντας στην παιδεία, στην επιστήμη, στο δίκαιο και στο νομικό σύστημα του κράτους από τον 6ο αιώνα. Αν τα “400 χρόνια σκλαβιάς” είναι το ζήτημα που λέγεται ότι οριοθετεί το 1821, τότε, είτε ονομαστούν “Ρωμαίοι” οι επαναστατούντες, είτε “Έλληνες”, στοχεύουν σε πολυεθνικό αποτέλεσμα, όχι σε (γλωσσικά) εθνικό. Βέβαια, το αν πράγματι τόσα θεωρούν τα χρόνια της σκλαβιάς, αυτό μένει να διαπιστωθεί, αφού η νεωτερική ερμηνεία θεωρεί το 1821 ως απελευθέρωση από το 146 π.Χ., που, συνήθως, έρχεται να κρύψει το 338 π.Χ.
Εξίσου αξιωματικά κρίνεται από τον Δ. Τζάκη και η στόχευση της Εταιρείας: ένα νεωτερικό έθνος-κράτος. Αυτό που δειλά στην περίοδο 1822-27 και πιεστικά μετά το 1833 γίνεται κράτος-περιχαράκωμα του παραδοσιακού έθνους. Αυτή όμως δεν ήταν η βούληση της Εταιρείας, αλλά η επιδίωξη της νεωτερικής τάσης σε εντόπιο και διεθνές επίπεδο. Υπενθυμίζουμε το βασικό στοιχείο που κρίνει την νεωτερικότητα, με βάση όσα έγιναν στη Δύση από τον 16ο και 17ο αιώνα, με βάση όσα προέκυψαν στο ελληνικό κράτος από το 1833: Το νεωτερικό στοιχείο έγκειται στο συλλογικό υποκείμενο του νέου (πολιτικού) έθνους. Το έθνος αυτό δέχεται την χριστιανική πίστη ως δευτερεύον στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης και [περι]ορίζει τον μεσολαβητικό της φορέα (το ιερατείο) στα εθνικά όρια και με εποπτεύουσα αρχή την πολιτική. Το αν η Φιλική Εταιρεία έχει αυτό τον νεωτερικό στόχο μπορεί να αποδειχθεί, εύκολα ή δύσκολα, ακολουθώντας την διαδρομή της: πώς ιδρύεται, πώς μεθοδεύει την οργάνωση και την έκρηξη της Επανάστασης, ποια στάση τηρεί στην διάρκεια του πολέμου. Απαραίτητη είναι και η εξέταση της επαναστατικής περιόδου 1770-1821. Η εισήγηση του Δ. Τζάκη δεν δέχεται ότι το παραδοσιακό έθνος είναι ευρύτερο του νεωτερικού έθνους-κράτους. Ταυτίζει την παραδοσιακή ταυτότητα με την ιδιαίτερη καταγωγή και την τοπική άσκηση εξουσίας, κάτι που θα δούμε από πού προέρχεται και θα εξετάσουμε κατά πόσον ευσταθεί.
Θα πρέπει ακόμα να θυμηθούμε ότι η εντοπιότητα κρίθηκε στο παρελθόν ως κεντρικό αίτιο της σύγκρουσης (ιδιαίτερα στην “εμφύλια” σύγκρουση του 1824). Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αν αυτό όντως ισχύει, όπως θα πρέπει να δούμε και το ποιος εκφράζει εκείνη τη στιγμή την βούληση της Φιλικής Εταιρείας. Αν κύριο ή αποκλειστικό στοιχείο κάποιων παλαιότερων ιστορικών αναλύσεων των εσωτερικών συγκρούσεων (κυρίως 1823-24) θεωρείτο η εντοπιότητα, το κριτήριο αυτό ήταν τελείως αδύναμο, επειδή επέκτεινε την σύγκρουση σε προγενέστερα και μεταγενέστερα του Νοεμβρίου 1824 στάδια, με παράλληλη αδυναμία συσχετισμού άλλων κριτηρίων που έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι Ρουμελιώτες δεν κινήθηκαν εναντίον των Πελοποννησίων από κάποιο πρόσκαιρο ή διαχρονικό στοιχείο αντιπαλότητας, αλλά από την δελεαστική προτροπή της διοίκησης Κουντουριώτη. Και η προτροπή αυτή είχε αίτιο. Πήγαζε από άνωθεν υποδείξεις, πιέσεις, εκβιασμούς. Σήμερα που το ταξικό και το τοπικιστικό κριτήριο των εσωτερικών συγκρούσεων υποχωρεί (αν και κάτι πειστικό δεν πήρε τη θέση του), σήμερα που το σύνολο της Επανάστασης εξετάζεται ως ένα εθνικό γεγονός νεωτερικής φύσεως, είναι ευκαιρία να δούμε από πιο κοντά την νεωτερικότητα και την παράδοση, τόσο στο πεδίο της έκρηξης και της υλοποίησης του 21, όσο και στο προεπαναστατικό επίπεδο εκείνης της μυστικής οργάνωσης που όλοι ονομάζουμε Φιλική Εταιρεία. Επανέρχεται από το παράθυρο του 1819 η εξελθούσα από την πόρτα “τοπικότητα” του 1824; Κανένα πρόβλημα. Αρκεί να συγκρίνουμε την “τοπική” συνείδηση με την “εθνική” και να εξετάσουμε αν η εθνική συνείδηση της Φιλικής ήταν όντως νεωτερική.
Κατ’ αρχήν είναι αντιφατικό, το πώς ο μελετητής ερμηνεύει την παραδοσιακή εθνική συνείδηση συγκρίνοντάς την με τη νεωτερική: θεωρεί de jure ότι η δεύτερη είναι ευρύτερη της πρώτης. Με βάση δηλαδή το προς απόδειξη ζήτημα, ότι το “έθνος” που επαναστατεί δεν είναι τίποτε περισσότερο από την πολιτική [προ]συγκρότηση του επιθυμητού έθνους-κράτους, αξιωματικά θεωρεί ότι η παραδοσιακή εθνική ταυτότητα ταυτίζεται με την εντοπιότητα (το ανήκειν στην τοπική κοινότητα). Άρα, θεωρεί φυσική και την “αδυναμία” των αντίστοιχων προσώπων να αντιληφθούν ή να δεχτούν την νέα (πολιτική) αντίληψη του έθνους που θέτει υπό τον σφιχτό εναγκαλισμό της το παραδοσιακό έθνος. Κι όμως, η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρα στενότερη της παλαιάς, επειδή η παλιά εθνική ταυτότητα δεν συγκροτείται στη βάση της εντοπιότητας. Η παραδοσιακή πολιτισμική ταυτότητα ορίζεται στην χριστιανική κοινότητα, όχι στην τοπική κοινότητα· στο Πατριαρχείο, όχι στην Πελοπόννησο ή σε μια επαρχία της, ούτε στη Μάνη ή σε μια από τις άρχουσες οικογένειες των Μανιατών. Άπαξ και η πολιτική ηγεσία του αυτοκράτορα καταργείται, το χριστιανικό γένος πολιτικά δεν υπάγεται στον Σουλτάνο, αλλά στο Πατριαρχείο. Το “ρωμέικο” έθνος δεν ορίζεται γλωσσικά. Περιλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη εθνότητα η οποία ασπάζεται την ίδια πίστη, δίνοντας όμως την σαφή προτεραιότητα στην ελληνόφωνη εθνότητα, αφού αυτή κυριάρχησε ιστορικά, διαμορφώνοντας τα ιερά κείμενα και πρωτοστατώντας στην παιδεία, στην επιστήμη, στο δίκαιο και στο νομικό σύστημα του κράτους από τον 6ο αιώνα. Αν τα “400 χρόνια σκλαβιάς” είναι το ζήτημα που λέγεται ότι οριοθετεί το 1821, τότε, είτε ονομαστούν “Ρωμαίοι” οι επαναστατούντες, είτε “Έλληνες”, στοχεύουν σε πολυεθνικό αποτέλεσμα, όχι σε (γλωσσικά) εθνικό. Βέβαια, το αν πράγματι τόσα θεωρούν τα χρόνια της σκλαβιάς, αυτό μένει να διαπιστωθεί, αφού η νεωτερική ερμηνεία θεωρεί το 1821 ως απελευθέρωση από το 146 π.Χ., που, συνήθως, έρχεται να κρύψει το 338 π.Χ.
Εξίσου αξιωματικά κρίνεται από τον Δ. Τζάκη και η στόχευση της Εταιρείας: ένα νεωτερικό έθνος-κράτος. Αυτό που δειλά στην περίοδο 1822-27 και πιεστικά μετά το 1833 γίνεται κράτος-περιχαράκωμα του παραδοσιακού έθνους. Αυτή όμως δεν ήταν η βούληση της Εταιρείας, αλλά η επιδίωξη της νεωτερικής τάσης σε εντόπιο και διεθνές επίπεδο. Υπενθυμίζουμε το βασικό στοιχείο που κρίνει την νεωτερικότητα, με βάση όσα έγιναν στη Δύση από τον 16ο και 17ο αιώνα, με βάση όσα προέκυψαν στο ελληνικό κράτος από το 1833: Το νεωτερικό στοιχείο έγκειται στο συλλογικό υποκείμενο του νέου (πολιτικού) έθνους. Το έθνος αυτό δέχεται την χριστιανική πίστη ως δευτερεύον στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης και [περι]ορίζει τον μεσολαβητικό της φορέα (το ιερατείο) στα εθνικά όρια και με εποπτεύουσα αρχή την πολιτική. Το αν η Φιλική Εταιρεία έχει αυτό τον νεωτερικό στόχο μπορεί να αποδειχθεί, εύκολα ή δύσκολα, ακολουθώντας την διαδρομή της: πώς ιδρύεται, πώς μεθοδεύει την οργάνωση και την έκρηξη της Επανάστασης, ποια στάση τηρεί στην διάρκεια του πολέμου. Απαραίτητη είναι και η εξέταση της επαναστατικής περιόδου 1770-1821. Η εισήγηση του Δ. Τζάκη δεν δέχεται ότι το παραδοσιακό έθνος είναι ευρύτερο του νεωτερικού έθνους-κράτους. Ταυτίζει την παραδοσιακή ταυτότητα με την ιδιαίτερη καταγωγή και την τοπική άσκηση εξουσίας, κάτι που θα δούμε από πού προέρχεται και θα εξετάσουμε κατά πόσον ευσταθεί.
Θα πρέπει ακόμα να θυμηθούμε ότι η εντοπιότητα κρίθηκε στο παρελθόν ως κεντρικό αίτιο της σύγκρουσης (ιδιαίτερα στην “εμφύλια” σύγκρουση του 1824). Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αν αυτό όντως ισχύει, όπως θα πρέπει να δούμε και το ποιος εκφράζει εκείνη τη στιγμή την βούληση της Φιλικής Εταιρείας. Αν κύριο ή αποκλειστικό στοιχείο κάποιων παλαιότερων ιστορικών αναλύσεων των εσωτερικών συγκρούσεων (κυρίως 1823-24) θεωρείτο η εντοπιότητα, το κριτήριο αυτό ήταν τελείως αδύναμο, επειδή επέκτεινε την σύγκρουση σε προγενέστερα και μεταγενέστερα του Νοεμβρίου 1824 στάδια, με παράλληλη αδυναμία συσχετισμού άλλων κριτηρίων που έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι Ρουμελιώτες δεν κινήθηκαν εναντίον των Πελοποννησίων από κάποιο πρόσκαιρο ή διαχρονικό στοιχείο αντιπαλότητας, αλλά από την δελεαστική προτροπή της διοίκησης Κουντουριώτη. Και η προτροπή αυτή είχε αίτιο. Πήγαζε από άνωθεν υποδείξεις, πιέσεις, εκβιασμούς. Σήμερα που το ταξικό και το τοπικιστικό κριτήριο των εσωτερικών συγκρούσεων υποχωρεί (αν και κάτι πειστικό δεν πήρε τη θέση του), σήμερα που το σύνολο της Επανάστασης εξετάζεται ως ένα εθνικό γεγονός νεωτερικής φύσεως, είναι ευκαιρία να δούμε από πιο κοντά την νεωτερικότητα και την παράδοση, τόσο στο πεδίο της έκρηξης και της υλοποίησης του 21, όσο και στο προεπαναστατικό επίπεδο εκείνης της μυστικής οργάνωσης που όλοι ονομάζουμε Φιλική Εταιρεία. Επανέρχεται από το παράθυρο του 1819 η εξελθούσα από την πόρτα “τοπικότητα” του 1824; Κανένα πρόβλημα. Αρκεί να συγκρίνουμε την “τοπική” συνείδηση με την “εθνική” και να εξετάσουμε αν η εθνική συνείδηση της Φιλικής ήταν όντως νεωτερική.
Διερευνά λοιπόν ο Δ. Τζάκης το αν οι προεπαναστατικές κινήσεις των προκρίτων φανερώνουν πελοποννησιακή ή εθνική αντίληψη, όπου η πρώτη είναι του μπέη της Μάνης ή του κοτζάμπαση της Γορτυνίας, ενώ η δεύτερη είναι η υψηλαντική. Εδώ έχουμε ένα τριπλό ζήτημα. “Παραδοσιακή” ταυτότητα είναι μια και αναμφισβήτητη: η χριστιανική. Όλη η πολιτική οργάνωση της τοπικότητας απορρέει και χτίζεται πάνω στο χριστιανικό στοιχείο. Και, βέβαια, η χριστιανική ταυτότητα είναι ευρύτερη της εθνικής, αν “έθνος” είναι η πολιτική συγκρότηση μιας μόνο ομάδας από την χριστιανική κοινότητα. Και αυτή η κοινότητα είναι ταυτόχρονα “και πολιτική” σε όλη την οθωμανική περίοδο. Ως δεδομένο πρέπει να θεωρούμε ότι η νεωτερική πλευρά, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, επιδιώκει άλλη σχέση πολιτείας-κοσμοθεωρίας. Όλη η σύγκρουση προ, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και μετά τη συγκρότηση του κράτους γίνεται αποκλειστικά γύρω απ’ αυτό το ζήτημα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η έννοια της “τοπικής (Πελοποννησιακής) ελίτ”. Στην περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων έχουμε μια ηγετική οικογένεια με σαφή τα εγωκεντρικά στοιχεία του Πετρόμπεη. Η οικογένεια θεωρείται ότι έχει προσωπική μόνον αντίληψη των πολιτικών πραγμάτων και αυτή η αντίληψη επιβεβαιώνεται – συνοψίζεται στην δολοφονία του Καποδίστρια. Πρόκειται για μια πρόσληψη απλουστευτική, αλλά και εξαιρετικά προβληματική. Επίσης, η οικογένεια Μαυρομιχάλη και οι άλλες δυο ισχυρές οικογένειες της Μάνης θεωρούνται ικανές να ανταγωνίζονται μόνον μεταξύ τους για την τοπική επικράτηση. Υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό, αλλά και ισοπέδωση των οικογενειών ως προς την προσχώρησή τους στην νεωτερικότητα. Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε ο Ν. Ροτζώκος, τοποθετώντας την Φιλική Εταιρεία στην νεωτερικότητα. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν οι προύχοντες-κοτζαμπάσηδες που θεωρούνται ανίκανοι να αντιληφθούν την ευρωπαϊκή διάσταση, καθώς οι πολιτικές σχέσεις τους περιορίζονταν πάντα στο οθωμανικό πλαίσιο. Εδώ υπάρχουν μόνον ψήγματα αληθείας που κι αυτά διαφοροποιούνται κατά περίπτωση. Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε αρκετές δεκαετίες νωρίτερα και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου -που είχαν σχετικά μικρή παράδοση στην οθωμανική κυριαρχία- μετείχαν σε μυστικές Εταιρείες με σαφή την υπερεθνική διάσταση. Κάποιοι είχαν σαφή γνώση των πολιτικών του περιβάλλοντος κόσμου που τόσο έντονα συγκλονίστηκε στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό που απουσιάζει, είναι η κατά περίπτωση εξέταση της χριστιανικής τους συνείδησης και της στάσης τους ως προς τον επαναστατικό στόχο.
Το τρίτο ζήτημα είναι η κατάταξη του Υψηλάντη στην νεωτερικότητα. Αυτό από πού προκύπτει; Από την προκήρυξη στην οποία μιλάει ξεχωριστά για πίστη και για πατρίδα; Σωστά, στο κείμενο αυτό ο Υψηλάντης ξεκινά με αναφορά στην μίμηση των λαών της Ευρώπης, θεωρεί “αδελφή Επανάσταση” την Ισπανική και κλείνει με την εξύμνηση της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας και την συνήθη, καρμποναρική αναφορά στην τυραννοκτονία. Αλλά ακόμα και σ’ αυτό το κείμενο των σκόπιμων πολιτικών ισορροπιών περιλαμβάνεται καθαρά ο επιδιωκόμενος από τον Υψηλάντη στόχος. Είναι διεθνικός και όχι εθνικός. Ο Υψηλάντης καλεί τους “Έλληνες” μαζί με τους αδελφούς Σέρβους, που έχουν κοινό “το προς την ιεράν Θρησκείαν Σέβας” να υψώσουν το σημείο του Σταυρού για να συντρίψουν τους εχθρούς “Πέρσες”. Ο παραλληλισμός των Οθωμανών με τους Πέρσες δεν είναι περιστασιακός· ως “Περσιάνοι” θα χαρακτηριστούν πολλές φορές οι Οθωμανοί στη διάρκεια του πολέμου. Και ο ιστορικός-Περσικός κίνδυνος αντιμετωπίζεται αρχικά από τον ελληνισμό, απόντος ενός ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια αντιμετωπίζεται τελειωτικά από τον Αλέξανδρο που ηγείται του ελληνικού πολιτισμού στο όνομα μιας ελληνικής “ομοσπονδίας”. Ο (καταδιωκόμενος από την δυτική νεωτερικότητα) Μέγας Αλέξανδρος είναι παρών το 1821. Τον ενσαρκώνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Ο Ρήγας δεν τον ενσαρκώνει, επειδή ο ρόλος του είναι διαφορετικός από του Υψηλάντη. Όμως τον επικαλείται σε κεντρικό πλάνο μιας έκδοσης που έγινε παράλληλα με την Χάρτα. [Ομοίως επικαλείται και τον Ηρακλή, που, ως ημίθεος, εκτελεί ένα έργο διεθνικών διαστάσεων. Παραπέμπουμε πάλι σε μια σύγχρονη νεωτερική ανάλυση που προτιμά να ψάξει αλλού για την ερμηνεία του αμφίστομου αμαζονικού πέλεκυ και του ροπάλου με το οποίο ο Ηρακλής καταδιώκει την Αμαζόνα, βλ. προηγούμενο]. Όμως ο Υψηλάντης ενσαρκώνει έναν ακόμη ρόλο, πιο πρόσφατο από τον Ηρακλή και τον Αλέξανδρο. Τον Κωνσταντίνο Α΄. Ο Υψηλάντης είναι αυτός που καλεί και ενώνει τους Έλληνες, σε μια εθνική Επανάσταση κατά πολύ ευρύτερη της εθνικής του Κοραή. Τους ενώνει, όπως άλλοτε ο Αλέξανδρος για να νικήσει και να διώξει οριστικά έναν εθνικό κίνδυνο, όπως ο Κωνσταντίνος, που το 312 μάχεται για στην μετουσίωση της Αυτοκρατορίας. Ο Κοραής επιθυμεί επανάσταση των Γραικών, ενώ ο Υψηλάντης ακόμα και στην κεντρική προκήρυξη λέει ότι ο Σέρβος και ο Σουλιώτης είναι αδελφοί, υπονοώντας ότι είναι Έλληνες. Τι είδους “Έλληνες”; Το εξηγεί καθαρότερα σε άλλη προκήρυξη της ίδιας μέρας. Εκεί απευθύνεται στους “Έλληνες” της νεωτερικότητας, στους “Γραικούς” (δηλαδή στους ελληνόφωνους) και εκεί δηλώνει ολοκάθαρα ότι Έλληνες είναι όλοι οι χριστιανοί. Έλληνες κατά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη είναι οι Πελοποννήσιοι, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, οι νησιώτες. Σε αμφότερες τις προκηρύξεις το κεντρικό σημείο είναι ο Σταυρός, το σύνθημα είναι ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ. Επιπλέον, στην προς τους Γραικούς προκήρυξη η Πατρίδα -έμμεσα, αλλά ολοκληρωτικά- ταυτίζεται με την Πίστη. Συνεπώς, στόχος της Επανάστασης δεν ήταν το έθνος-κράτος που τελικά προέκυψε.
Είναι οι Χριστιανοί αυτοί που εξεγείρονται το 1821 για να ακυρώσουν το 1453 και για να αναδημιουργήσουν ένα κράτος σαν αυτό του 330; Έτσι λένε τα λόγια, χωρίς όμως να το λένε καθαρά, αφού περιλαμβάνονται και κάποια βασικά στοιχεία της αντίθετης τάσης. Πέρα όμως και από τις προκηρύξεις, υπάρχουν και οι πράξεις. Αν ο Υψηλάντης ταυτιζόταν με τον Κοραή, τον Νέγρη και τον Μαυροκορδάτο, δεν θα γινόταν όλη η σύγκρουση που κορυφώθηκε το 1824, το 1830, το 1832, το 1839. Δεν θα υπήρχε αμφισβήτηση του Αλ. Υψηλάντη το 1820, ούτε του Δ. Υψηλάντη το 1821 (αν και η τελευταία έχει ευρύτερα αίτια). Αν ο Αλ. Υψηλάντης πράγματι θεωρούσε αδελφή Επανάσταση την Ισπανική, η χρηματοδότηση του Λονδίνου θα γινόταν καθολικά δεκτή και δεν θα προτεινόταν ο δανεισμός από Ελβετικά και Γερμανικά κεφάλαια, ούτε θα επιστρατευόταν για άλλη μια φορά ο Βαρβάκης. Ακόμη κι αν δεν ξέρει κάποιος την προϊστορία των Υψηλαντών, τον Καποδίστρια που καταφανώς βρίσκεται πίσω του και τον κύκλο αμφοτέρων, δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ότι οι νεωτερικές αναφορές του Αλ. Υψηλάντη στοχεύουν αφ’ ενός στην εξασφάλιση ανοχής / υποστήριξης από το διεθνές τεκτονικό κίνημα, αφ’ ετέρου στην εξασφάλιση της συνοχής που από το 1818 απειλούσε την Φιλική Εταιρεία. Αυτήν που το 1820 αναγκάστηκε να δημιουργήσει νέο Ταμείο με τίτλο Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία, του οποίου Γενικός Έφορος ήταν ο Αλ. Υψηλάντης. Ήταν η προσπάθεια κατευνασμού της αντιδρώσας πλευράς (Κοραή, Καρατζά, Μαυροκορδάτου) που οδήγησε στην ονομασία αυτή. Με τον τρόπο αυτό δινόταν το μήνυμα προς τους υποστηρικτές της νεωτερικότητας ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχούν και να αντιδρούν. Οι Γραικοί ήταν αυτοί που θα επαναστατούσαν. Βέβαια, για να κατανοήσει κάποιος τις νεωτερικές αναφορές του Υψηλάντη, θα πρέπει να γνωρίζει τα της Φιλικής Εταιρείας.
Η Α΄ Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβριος 1821) δεν κρίνει τίποτε απολύτως, αφού οι συμμαχίες βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση, αφού αβέβαιο είναι ακόμα και το αποτέλεσμα της Επανάστασης. Συγκροτείται μια κεντρική διοίκηση δυο σωμάτων με ισόπαλο αποτέλεσμα (Μαυροκορδάτος στο Εκτελεστικό, Υψηλάντης στο Βουλευτικό). Τα δυο σώματα κατ’ όνομα μόνον έχουν διαφορετικές εξουσίες. Είναι και απόλυτα ισοδύναμα, αφού κάθε απόφαση ή νόμος του ενός πρέπει να επικυρώνεται από το άλλο, σε διαφορετική περίπτωση δεν έχει ισχύ. Οι εξουσίες τους είναι πολύ περιορισμένες, αφού διατηρούνται τα διοικητικά σώματα των τριών περιοχών που εκπροσωπήθηκαν, από όσες έλαβαν τα όπλα: Πελοπόννησος, Δ. Χέρσος Ελλάδα και Αν. Χέρσος Ελλάδα. Συνεπώς, πρόσκαιρα η διοίκηση αποκτά χαρακτηριστικά ομοσπονδίας. Και στην ομοσπονδία προσπαθεί να κυριαρχήσει η νεωτερικότητα. Αν το καταφέρει, θα επικρατήσει με σχέση 2:1. Η νεωτερικότητα είναι αυτή που ευνοεί πρόσκαιρα την πολυδιάσπαση της εξουσίας. Δεν έχει ακόμη εδραιώσει τη δύναμή της, άρα, μέχρι να επικρατήσει στη Ρούμελη (όπου απέκτησε σημαντικά στηρίγματα από το 21), προκρίνει την διαίρεση, για να ακυρώσει την μοναδική εξουσία που, αν υπήρχε, θα κατέληγε στην Φιλική Εταιρεία. Σε πρακτικό αποτέλεσμα, η νεωτερικότητα έχει όντως αποκτήσει προβάδισμα μετά την (μη αντιπροσωπευτική) Επίδαυρο, αφού ελέγχει τα 2/3 των Διοικήσεων και αφού η σημαία και τα σύμβολα του Αλ. Υψηλάντη έχουν καταργηθεί με νόμο. Από την άλλη πλευρά, ούτε η παράδοση επιδιώκει μια κεντρική εξουσία, γιατί ο Δ. Υψηλάντης έχει αποδειχθεί ακατάλληλος πολιτικός χειριστής, γιατί στο ρευστό τοπίο της Στερεάς μόνον η Ανατολική υπό τον Οδυσσέα είχε βιάσει την Επανάσταση, ενώ το θέμα του Αλή πασά -που άμεσα επηρεάζει την Δ. Στερεά- θα κλείσει μετά την Επίδαυρο. Αν μετά την κατάληψη της Τρίπολης η παραδοσιακή πλευρά πίεζε προς μια κεντρική διοίκηση με τον Υψηλάντη σε θέση κομπάρσου, θα φαινόταν ότι υπήρχε ιδεολογική αντίθεση προς την Φιλική Εταιρεία και το θολό τοπίο της Ρούμελης θα κλυδωνιζόταν περαιτέρω. Με αυτά τα δεδομένα, το αποτέλεσμα της Α΄ Εθνοσυνέλευσης ήταν αναμενόμενο.
το είδα
Τι διαφορά έχει το έθνος του Υψηλάντη από το έθνος του Κοραή; Το πρώτο συγκροτείται γύρω από την χριστιανική πίστη, ενώ το δεύτερο γύρω από την ελληνική γλώσσα (που βρίσκεται υπό κατασκευή). Στο πρώτο η ελληνική γλώσσα είναι κεντρικό στοιχείο, αφού είναι τόσο η γλώσσα του Ευαγγελίου, όσο και η κεντρική γλώσσα του κράτους από τον 6ο αιώνα. Στο δεύτερο η πίστη είναι ένα από τα στοιχεία του πολιτικού έθνους. Το πρώτο έχει ως επαναστατικό υποκείμενο τους Έλληνες, το δεύτερο τους Γραικούς. Η παραδοσιακή πλευρά σε κανένα σημείο δεν ονομάζει τους επαναστάτες “Ρωμαίους”. Η νεωτερική πλευρά δείχνει ότι συμβιβάζεται στην ονομασία “Έλληνες”, όμως προτιμά αποκλειστικά τους “Γραικούς”. Ούτε ο Κοραής που μιλά για το έθνος των Γραικογάλλων, ούτε κάποιος άλλος θα διαμαρτυρηθεί για την επίσημη ονομασία του κράτους: Grèce (Γραικία) θα λέγεται η Ελλάδα από το 1827 και η ονομασία “Έλληνας, Ελλάδα” θα περιορίζεται σε εσωτερική χρήση.
Είναι οι Χριστιανοί αυτοί που εξεγείρονται το 1821 για να ακυρώσουν το 1453 και για να αναδημιουργήσουν ένα κράτος σαν αυτό του 330; Έτσι λένε τα λόγια, χωρίς όμως να το λένε καθαρά, αφού περιλαμβάνονται και κάποια βασικά στοιχεία της αντίθετης τάσης. Πέρα όμως και από τις προκηρύξεις, υπάρχουν και οι πράξεις. Αν ο Υψηλάντης ταυτιζόταν με τον Κοραή, τον Νέγρη και τον Μαυροκορδάτο, δεν θα γινόταν όλη η σύγκρουση που κορυφώθηκε το 1824, το 1830, το 1832, το 1839. Δεν θα υπήρχε αμφισβήτηση του Αλ. Υψηλάντη το 1820, ούτε του Δ. Υψηλάντη το 1821 (αν και η τελευταία έχει ευρύτερα αίτια). Αν ο Αλ. Υψηλάντης πράγματι θεωρούσε αδελφή Επανάσταση την Ισπανική, η χρηματοδότηση του Λονδίνου θα γινόταν καθολικά δεκτή και δεν θα προτεινόταν ο δανεισμός από Ελβετικά και Γερμανικά κεφάλαια, ούτε θα επιστρατευόταν για άλλη μια φορά ο Βαρβάκης. Ακόμη κι αν δεν ξέρει κάποιος την προϊστορία των Υψηλαντών, τον Καποδίστρια που καταφανώς βρίσκεται πίσω του και τον κύκλο αμφοτέρων, δεν θα δυσκολευτεί να κατανοήσει ότι οι νεωτερικές αναφορές του Αλ. Υψηλάντη στοχεύουν αφ’ ενός στην εξασφάλιση ανοχής / υποστήριξης από το διεθνές τεκτονικό κίνημα, αφ’ ετέρου στην εξασφάλιση της συνοχής που από το 1818 απειλούσε την Φιλική Εταιρεία. Αυτήν που το 1820 αναγκάστηκε να δημιουργήσει νέο Ταμείο με τίτλο Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία, του οποίου Γενικός Έφορος ήταν ο Αλ. Υψηλάντης. Ήταν η προσπάθεια κατευνασμού της αντιδρώσας πλευράς (Κοραή, Καρατζά, Μαυροκορδάτου) που οδήγησε στην ονομασία αυτή. Με τον τρόπο αυτό δινόταν το μήνυμα προς τους υποστηρικτές της νεωτερικότητας ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχούν και να αντιδρούν. Οι Γραικοί ήταν αυτοί που θα επαναστατούσαν. Βέβαια, για να κατανοήσει κάποιος τις νεωτερικές αναφορές του Υψηλάντη, θα πρέπει να γνωρίζει τα της Φιλικής Εταιρείας.
Πού εμφανίζεται το κεντρικό δόγμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο Δ. Τζάκης; Στις φράσεις που λένε ότι η Φιλική Εταιρεία είναι μια μοντέρνα πολιτική οργάνωση, μια νεωτερικού τύπου πολιτική οργάνωση, μια συνωμοτική οργάνωση που προετοιμάζει εθνική επανάσταση. Στις συγκεκριμένες διατυπώσεις κυριαρχεί η υποκειμενική αντικειμενικότητα περί της Εταιρικής ταυτότητας, εμφανίζεται όμως ελαφρά και το στοιχείο της ψυχολογίας (μοντέρνα = πρόοδος, άρα κάτι θετικότερο του προγενέστερου). Υπενθυμίζουμε και πάλι ότι ως “έθνος” εδώ νοείται, όχι ο προϋπάρχων πολιτισμός, αλλά εκείνη η πολιτική συγκρότηση που στοχεύει στο έθνος-κράτος. Συνεπώς το δόγμα λέει ότι η Εταιρεία των Φιλικών είναι εκείνη η οργάνωση που αντλεί νοηματοδότηση από τον δυτικό διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση. Πριν ακόμα εξετάσουμε την ίδια την Εταιρεία, βλέπουμε ότι αυτή η ερμηνεία είναι χρονικά αντίστροφη, επειδή ο μεταξύ Ορλωφικών και Ρήγα χριστιανο-μουσουλμανικός πόλεμος του 1785 εντάσσεται στο ίδιο σχέδιο και προηγείται της Γαλλικής Επανάστασης. Η ερμηνεία είναι αντίστροφη, επειδή πιθανότατα η Γαλλική Επανάσταση έρχεται για να σταματήσει την Χριστιανική. Επίσης, η ερμηνεία αυτή παραλείπει τον Κοραή, που, ασθμαίνων, σπεύδει το 1805 πίσω από το Αούστερλιτς να επηρεάσει τους Έλληνες κατά των Ρώσων και να ακυρώσει την Επανάσταση που είναι έτοιμη να ξεσπάσει από τα χριστιανικά προγεφυρώματα της Σερβίας και των Επτανήσων. Αν λοιπόν η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν εξ αρχής Χριστιανική, θα είχαμε κάποιες σαφείς ενδείξεις περί της υποστήριξης από τον Ναπολέοντα, τον κατ’ εξοχήν πολιτικό υποστηρικτή και διακινητή της Γαλλικής Επανάστασης. Αντίθετα, ο Ναπολέων, ως αυτοκράτορας δείχνει την ίδια αδιαφορία ή εχθρότητα που έδειξε και ως στρατηγός (1798). Δείχνει καθαρά την προσήλωσή του στην Γραικική αντίληψη των πραγμάτων. Η ερμηνεία όμως του 1821 ως απότοκου της Γαλλικής Επανάστασης είναι και αλλόκοτη, επειδή έρχεται να δηλώσει ότι το κατά Rousseau έθνος-συμβόλαιο είναι ευρύτερο από το έθνος-συμβόλαιο με τον Θεό.
Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη αμφισημία γύρω από τον “Έλληνα” και το “Ελληνικό έθνος”; Η προσπάθεια ορισμού του ελληνισμού και του έθνους δεν είναι σημερινή. Δεν είναι ούτε του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε τον 18ο, όταν η ανακατάληψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους Χριστιανούς άρχισε να λαμβάνει σαφή προοπτική και εδραιώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το “1821” άρχισε να περιγράφεται όχι ως “Ελληνική μεταβολή” (Φιλήμων) ή “Ελληνική Αναγέννηση” (Φραντζής), αλλά ως “Γραικική Επανάσταση” (Γκόρντον, Φίνλεϋ) και εκατό χρόνια αργότερα ως “Γραικική Ανεξαρτησία”. “Ανεξαρτησία” στην περίπτωση αυτή σημαίνει “από την Οθωμανική Διοίκηση και την Ορθοδοξία” (“Ρωσική” η τελευταία κατά τον Φίνλεϋ). Το τονίζει ιδιαίτερα αυτό ο Σκώτος, λέγοντας μάλιστα ότι η Φιλική Εταιρεία (Εταιρεία των Ορθοδόξων την χαρακτηρίζει) είναι αντίθετη σε μια ανεξαρτησία, που [σ’ αυτό το σημείο] την ονομάζει “Ελληνική” (Hellenic). Δηλαδή, στο ύψιστο σημείο “πίεσης” για ξεκαθάρισμα, η διεθνής νεωτερική πλευρά ισχυρίζεται ότι οι νεωτερικοί Γραικοί εξεγείρονται για να δημιουργήσουν ένα Ελληνικό κράτος το οποίο όμως η νεωτερική Δύση θα αναγνωρίσει ως Γραικικό. Έμμεσα ισχυρίζονται ότι η Αθήνα είναι πολιτισμικό κέντρο του ελληνισμού ευρύτερο της Κωνσταντινούπολης και ότι η Φιλική Εταιρεία στοχεύει στην πρώτη, όχι στην δεύτερη. Ο μονάρχης που είναι “ξένος”, αποτελεί πρόβλημα για τους υποστηρικτές της παράδοσης μόνον αν δεν εγγυάται τον διεθνικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Όμως για τους υποστηρικτές της (νεωτερικής) Εθνικής Επανάστασης δεν αποτελεί ζήτημα που απαιτεί εξήγηση, γιατί σύντομα ο μονάρχης θα μιλά την γραικική (κοραϊκή) γλώσσα.
Τι ακριβώς αντικρίζουμε; Τίποτε λιγότερο από το τελευταίο επεισόδιο της ιστορικής πάλης μεταξύ Δύσης και Ανατολής που μορφοποιείται οριστικά στα τέλη του 8ου αιώνα. Τότε εμφανίζονται όροι από το πουθενά (Βυζάντιο, Γραικοί), έννοιες διαστρέφονται ή αντιστρέφονται (Έλληνας, Ρωμαίος). Στην πάλη αυτή που ξεκινά με τον ένα επιτιθέμενο, ιστορικά είναι και τα όπλα. Τον 19ο αιώνα εμφανίζονται ανανεωμένα, αλλά δομούνται -όπως και πριν- στο επίπεδο του αυθαίρετου και της αντιστροφής των εννοιών. Ειδικότερα στον ιστορικό τομέα, η ανάλυση που κρίνει την πρόθεση με βάση το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, χρησιμοποιεί και τα στοιχεία εκείνα που της είναι απαραίτητα για να θεμελιωθεί, αποσιωπώντας ή παρερμηνεύοντας όσα δεν ταιριάζουν με την εξήγηση που προβάλλει.
Οι τελευταίες φράσεις αφορούν στην βιβλιογραφία εκείνη στην οποία στηρίζεται ο Δ. Τζάκης για να θεμελιώσει την υπαρκτή, πλην προβληματικά τοποθετημένη μάχη μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Η έννοια της “τοπικότητας” συστηματικά αποδίδεται ως πολιτισμική ιδιότητα και ως υπόρρητη “μομφή” στην παραδοσιακή πλευρά από την νεωτερική, τουλάχιστον από την περίοδο του George Finlay. Η τοπικότητα είναι μια μόνον παράμετρος της συνειδητής κατασκευής του Finlay. Πρόκειται για μια κατασκευή που στηρίζεται και σε άλλα κεντρικά σημεία. Όλα μαζί συγκροτούν ένα συνολικά εικονικό περιβάλλον επί του οποίου αναπτύσσεται μια Επανάσταση που στόχευε -κατ’ ελάχιστον- στο εθνικό αποτέλεσμα του 1833. Περιλαμβάνει Κλεφταρματολούς, Κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, Οσποδάρους, Έλληνες & Φιλέλληνες, Στρατιωτικούς & Πολιτικούς, Συντηρητικούς & Φιλελεύθερους, πατριώτες & προδότες, ιστορία των Ελλήνων και -φυσικά- την Φιλική Εταιρεία. Δεν περιλαμβάνει την χριστιανική παράμετρο της Επανάστασης, άρα εξηγεί διαφορετικά την σύγκρουση μεταξύ χριστιανισμού και αντιχριστιανικής νεωτερικότητας. Ο παραμορφωτικός και δυσφημιστικός φακός του Finlay αποτελεί συνέχεια και της αντίστοιχης πολιτικής των νεωτερικών δυνάμεων από την εποχή της Επανάστασης. Υλοποιείται με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ταύτιση όλων των πολιτικών αντιπάλων της νεωτερικότητας με το οθωμανικό στοιχείο, το οποίο με τη σειρά του ταυτίζεται με την αδικία και την διαφθορά. Ταυτίζοντας και την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία με τις ίδιες έννοιες και μεταλλάσσοντας όλο το ιστορικό του διχασμού μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, ο υμνητής της Γαλλικής Επανάστασης δεν θα μπει στον κόπο να εξηγήσει την σχέση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού με την Ανατολή. Ούτε θα εξηγήσει γιατί η Φραγκία και η Βρετανία έχουν ως ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τους την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πριν ακόμη η Ρωσία αποκτήσει δύναμη και γίνει απειλητική.
Στο κεφάλαιο αυτό θα δώσουμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία για το πώς ιστορικοί όπως ο John Petropulos αναλύουν το πολιτικό σκηνικό του πρώτου -στην ιστορία- εθνικού ελληνικού κράτους, βασιζόμενοι σε συνιστώσες που δεν ευσταθούν (Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο, 1833-1843, ΜΙΕΤ, 1985 ή Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843, Princeton University Press, 1968).
Η αποσιώπηση της χριστιανικής ταυτότητας στους οπλαρχηγούς και σε μερίδα των προκρίτων και των φαναριωτών έχει ως μονόδρομο την υποκατάστασή της από άλλα στοιχεία που θα συγκροτήσουν μια ταυτότητα απωθητική και αντεπαναστατική, όταν η Επανάσταση έχει ταυτιστεί με την νεωτερικότητα. Ο Finlay θεωρεί δευτερεύουσα την Φιλική Εταιρεία στην πορεία προς μια Επανάσταση, θυγατρική της Γαλλικής. Ο Δ. Τζάκης δεν ενστερνίζεται αυτή την θέση. Θεωρεί όμως δεδομένη την νεωτερική ταυτότητα της Εταιρείας, επικαλούμενος και τον George Frangos που εκπόνησε στις Η.Π.Α. την μοναδική ίσως διδακτορική διατριβή για την Φιλική Εταιρεία (1971). Όμως το πρόσωπο της Φιλικής που σχηματίζεται κυρίως από την στατιστική ανάλυση του καταλόγου των μελών και -συμπληρωματικά- από τα ελλιπέστατα ιστορικά στοιχεία δεν ευσταθεί. Ούτε η ανάλυση του “ελληνικού προβλήματος” (της πολιτικής συγκρότησης) κατά John Petropulos και Νικηφόρο Διαμαντούρο ευσταθεί (ο Δ. Τζάκης στηρίζει την εισήγησή του πάνω στον κορμό που αυτοί χαράσσουν), εφόσον δίπλα στην λοιπή αυθαιρεσία-επιλεκτικότητα εμφανίζουν, ερμηνεύουν ή εξαφανίζουν κατά βούληση και την χριστιανική ταυτότητα. Ακολουθώντας συστηματικά μια κατηγορία ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, οι δυο ιστορικοί ταυτίζουν, συσχετίζουν ή αντικαθιστούν την χριστιανική παράμετρο της εθνικής συνείδησης με την εντοπιότητα, το ποινικό έγκλημα (Κλεφτουριά), την κοινωνική αδικία, την προδοσία. Ταυτόχρονα ταυτίζουν το εθνικό κράτος με τον πατριωτισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, τον διττό όρο “φιλελευθερισμός” και τους ψυχολογικού τύπου όρους “εκσυγχρονισμός” και “πρόοδος”.
Ο Petropulos λ.χ. αφού στην εισαγωγή του παραθέσει τις πολλαπλές κατηγοριοποιήσεις που εμφανίζονται είτε στην λαϊκή πρόσληψη, είτε ως λόγια προσπάθεια εξήγησης του ελληνικού φατριασμού / κομματισμού, καταλήγει να ξεκινήσει την μελέτη του θέτοντας το πλαίσιο των πολιτικών διαιρέσεων. Ονομάζοντας το πρώτο κεφάλαιο “Τοπικισμός και Εθνικισμός”, επισκοπεί με αναχρονισμούς, επιλεκτικότητα και αυθαιρεσία το μερικό έναντι του όλου. Διαχωρίζοντας την εθνικότητα από την θρησκεία, ταυτίζει τους Έλληνες με τους Γραικούς και μεταλλάσσει αναχρονιστικά το Ρωμέικο ή Rum Millet. Παρότι δέχεται ότι το κοσμικό με το θρησκευτικό στοιχείο ταυτίζονται πρακτικά στην χριστιανική κοινότητα, ισχυρίζεται ότι αυτό δεν αποτελεί “έθνος”, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στην διάκριση που κάνει η οθωμανική διοίκηση. Αντί για Ρωμέικο έθνος το Rum Millet αποκαλείται θρησκευτική κοινότητα. Ακολουθώντας αυτόν τον αναχρονισμό ο Petropulos προσδιορίζει αυθαίρετα την αδυναμία ενός προσώπου που προσχωρεί στην Επανάσταση να ανήκει σε ένα προϋπάρχον έθνος, σε έναν προϋπάρχοντα πολιτισμό. Στην θέση έθνους που εξαφανίζει, τοποθετεί την τοπικότητα και την αντιδιαστέλει με ένα “έθνος” που πρωτοδημιουργείται και δημιουργεί την Επανάσταση. Φτάνει να ορίσει ως υπόβαθρο της τριμερούς υποδιαίρεσης που ο ίδιος θα ακολουθήσει (ρωσικό, αγγλικό, γαλλικό κόμμα) τους γεωγραφικούς φραγμούς που δημιουργούσαν τα βουνά και η θάλασσα μεταξύ των τριών περιοχών (Πελοπόννησος, Νησιά, Στερεά Ελλάδα). Αν και αναφέρει στην εισαγωγή του ότι η πολύμορφη και -συνήθως- αποτυχημένη προσπάθεια ορισμού των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων εμφανίζεται ήδη σε όσους έζησαν από κοντά τα γεγονότα 1821-1833 και μετείχαν σε κάποια από τις παρατάξεις (Thiersch, Φιλήμων, Τρικούπης…), ο Petropulos, παρασυρμένος μάλλον και από το ότι εξετάζει κυρίως την περίοδο 1833-1843, περνά δίπλα, αλλά δεν αγγίζει το πώς, πότε και γιατί δημιουργείται το 1824 το “γαλλικό κόμμα”, που μετατρέπει την διμερή -εντός της Επανάστασης- σύγκρουση σε μια εικονικά τριμερή κατηγοριοποίηση. Και πάλι η βάση της σύγχυσης έγκειται στο ότι ο ιστορικός ακολουθεί την αντίστροφη χρονική πορεία, έχοντας ως δεδομένα κάποια μεταγενέστερα σημεία (ανεξαρτησία, πρόοδος, τοπικότητα, ποινικό έγκλημα…), των οποίων την εμφάνιση και την εξέλιξη αναζητά στο παρελθόν. Φτάνει έτσι να θεμελιώσει ένα ανύπαρκτο ζήτημα μέσα στο 1821: τον “πολιτικό τοπικισμό” έναντι του “πολιτικού εθνισμού”, που θεωρεί ως βάση της σύγκρουσης μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.
Με την υποβάθμιση της χριστιανικής ταυτότητας σε θρησκεία και την υποκατάσταση της παραδοσιακής ταυτότητας από την εντοπιότητα, το σχήμα “τοπικισμός-εθνικισμός” καταλήγει σε αντιστροφή των εννοιών. Η αντιστροφή των εννοιών στηρίζεται σε αντιστροφή των γεγονότων. Στην πρόσκαιρη εμφάνιση ενός πολιτικού τοπικισμού (1822), ο ιστορικός αντιστρέφει τα γεγονότα. Στην πραγματικότητα οι όροι “τοπικότητα-εθνικότητα” όπως προβάλλονται από την συγκεκριμένη ιστορική γραμμή, συγκαλύπτουν την αιτία της σύγκρουσης που γίνεται στο επίπεδο των ιδεών ή των πεποιθήσεων. Οι παρατάξεις είναι σταθερά δυο και ο Petropulos εξετάζει την πολιτική συγκρότηση της Ελλάδος αντλώντας στοιχεία από μια και μόνον πλευρά. Φτάνει έτσι να αναρωτηθεί “Τι προσδοκούσαν όμως από την Επανάσταση οι υπόδουλοι και γιατί πήραν τα όπλα;”. Λογική ερώτηση η οποία έρχεται μετά από μια άκρως προβληματική διάταξη του προεπαναστατικού τοπίου και μια ημιεξαφάνιση της Φιλικής Εταιρείας. Μετά απ’ όλα αυτά, η απάντησή του φαντάζει εξίσου λογική: “…Πολλοί προεστοί και οπλαρχηγοί υποχρέωναν συχνά τους χωρικούς, που ήταν δεμένοι με τη γη τους και ανίκανοι να αντιληφθούν στην πράξη το νόημα του εθνικισμού, να λάβουν μέρος στον πόλεμο παρά τους δισταγμούς τους”.
ΑΡΧΗΓΙΑ & ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΒΛΑΧΟΜΠΟΓΔΑΝΙΑΣ, ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Α΄ ΜΕΡΟΣ: “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ”
Στο κεφάλαιο αυτό θα δώσουμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία για το πώς ιστορικοί όπως ο John Petropulos αναλύουν το πολιτικό σκηνικό του πρώτου -στην ιστορία- εθνικού ελληνικού κράτους, βασιζόμενοι σε συνιστώσες που δεν ευσταθούν (Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο, 1833-1843, ΜΙΕΤ, 1985 ή Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843, Princeton University Press, 1968).
Η Α΄ Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβριος 1821) δεν κρίνει τίποτε απολύτως, αφού οι συμμαχίες βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση, αφού αβέβαιο είναι ακόμα και το αποτέλεσμα της Επανάστασης. Συγκροτείται μια κεντρική διοίκηση δυο σωμάτων με ισόπαλο αποτέλεσμα (Μαυροκορδάτος στο Εκτελεστικό, Υψηλάντης στο Βουλευτικό). Τα δυο σώματα κατ’ όνομα μόνον έχουν διαφορετικές εξουσίες. Είναι και απόλυτα ισοδύναμα, αφού κάθε απόφαση ή νόμος του ενός πρέπει να επικυρώνεται από το άλλο, σε διαφορετική περίπτωση δεν έχει ισχύ. Οι εξουσίες τους είναι πολύ περιορισμένες, αφού διατηρούνται τα διοικητικά σώματα των τριών περιοχών που εκπροσωπήθηκαν, από όσες έλαβαν τα όπλα: Πελοπόννησος, Δ. Χέρσος Ελλάδα και Αν. Χέρσος Ελλάδα. Συνεπώς, πρόσκαιρα η διοίκηση αποκτά χαρακτηριστικά ομοσπονδίας. Και στην ομοσπονδία προσπαθεί να κυριαρχήσει η νεωτερικότητα. Αν το καταφέρει, θα επικρατήσει με σχέση 2:1. Η νεωτερικότητα είναι αυτή που ευνοεί πρόσκαιρα την πολυδιάσπαση της εξουσίας. Δεν έχει ακόμη εδραιώσει τη δύναμή της, άρα, μέχρι να επικρατήσει στη Ρούμελη (όπου απέκτησε σημαντικά στηρίγματα από το 21), προκρίνει την διαίρεση, για να ακυρώσει την μοναδική εξουσία που, αν υπήρχε, θα κατέληγε στην Φιλική Εταιρεία. Σε πρακτικό αποτέλεσμα, η νεωτερικότητα έχει όντως αποκτήσει προβάδισμα μετά την (μη αντιπροσωπευτική) Επίδαυρο, αφού ελέγχει τα 2/3 των Διοικήσεων και αφού η σημαία και τα σύμβολα του Αλ. Υψηλάντη έχουν καταργηθεί με νόμο. Από την άλλη πλευρά, ούτε η παράδοση επιδιώκει μια κεντρική εξουσία, γιατί ο Δ. Υψηλάντης έχει αποδειχθεί ακατάλληλος πολιτικός χειριστής, γιατί στο ρευστό τοπίο της Στερεάς μόνον η Ανατολική υπό τον Οδυσσέα είχε βιάσει την Επανάσταση, ενώ το θέμα του Αλή πασά -που άμεσα επηρεάζει την Δ. Στερεά- θα κλείσει μετά την Επίδαυρο. Αν μετά την κατάληψη της Τρίπολης η παραδοσιακή πλευρά πίεζε προς μια κεντρική διοίκηση με τον Υψηλάντη σε θέση κομπάρσου, θα φαινόταν ότι υπήρχε ιδεολογική αντίθεση προς την Φιλική Εταιρεία και το θολό τοπίο της Ρούμελης θα κλυδωνιζόταν περαιτέρω. Με αυτά τα δεδομένα, το αποτέλεσμα της Α΄ Εθνοσυνέλευσης ήταν αναμενόμενο.
Ο Petropulos αρχικά θέτει σωστά το πρόβλημα της αρχηγίας της Επανάστασης μετά την φυλάκιση του Αλ. Υψηλάντη στην Αυστρία. Παρά το ότι υποβαθμίζει και δεν εξηγεί σωστά το θέμα του Πατριαρχείου, κρίνει ορθά ότι το τιμόνι της Επανάστασης διεκδικείται από την Φιλική Εταιρεία και τις αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις. Θεωρεί σοβαρό λάθος την αδυναμία σχηματισμού ενιαίας και μοναδικής διοίκησης και την αποδίδει στην πολιτική ήττα του συγκεντρωτικού Δ. Υψηλάντη. Ως εδώ η περιγραφή, αν και γενικόλογη, μπορεί να θεωρηθεί σωστή. Όμως η ερμηνεία χωλαίνει. Ο Υψηλάντης αναφέρεται ως νόμιμος αρχηγός της Επανάστασης με υποβαθμισμένο τρόπο. Έχει προηγηθεί ο αναλυτικός ορισμός του ως “Φαναριώτης”, ένας από τους τέσσερις που φτάνουν το 1821 στην Πελοπόννησο. Άρα, εμφανίζεται ως ισοδύναμος παράγοντας με τους άλλους τρεις Φαναριώτες, τον Νέγρη, τον Μαυροκορδάτο και τον υιό Καρατζά· και άρα, εμφανίζεται ως ισοδύναμος διεκδικητής της εξουσίας. Συνεπώς, ο Petropulos κρίνει την Επανάσταση λογικά και φυσιολογικά ακέφαλη, χωρίς να εξηγεί καθαρά ότι η διαφωνία στην αρχηγία του Δ. Υψηλάντη ισοδυναμεί με μη αναγνώριση της Φιλικής Εταιρείας. Έτσι, φαίνεται μια έμμεση ταύτιση με τον Finlay, ότι, δηλαδή η Φιλική δεν υπήρξε ο αποκλειστικός οργανωτής και εγγυητής της Επανάστασης. Επίσης, ο ιστορικός δεν εξηγεί επαρκώς τον λόγο για τον οποίο θεωρεί πρόβλημα το σχήμα της Επιδαύρου και ποιο κατά τη γνώμη του θα ήταν εκείνο το διοικητικό σχήμα που θα αντιπροσώπευε την βούληση της Φιλικής Εταιρείας.
Τα 3 ομοσπονδιακά σώματα εμφανίζονται να ανήκουν σε δυο παρατάξεις, όμως αυτές ορίζονται ως “στρατιωτική” και “πολιτική” παράταξη. Ποιο καίριο στοιχείο παραλείπει και παραλλάσει εδώ ο Petropulos; Ότι οι δυο παρατάξεις δεν είναι άλλες από την υπερεθνική της Πελοποννήσου και την εθνική της Δ. και Α. Ρούμελης. Η πρώτη εκπροσωπεί την Φιλική Εταιρεία, ενώ η δεύτερη (που επιθυμεί εθνικό κράτος) πρωτοστατεί στην εξαφάνισή της. Ο πιο δραστήριος και παραγωγικός από τους δυο νεωτεριστές, ο Νέγρης, έχει εξ αρχής ονομάσει και την “δική του” διοίκηση με τρόπο που παραπέμπει σε μυστική Εταιρεία διαφορετικού στόχου από την Φιλική. “Άρειος Πάγος” δεν είναι μια ονομασία-έμπνευση του Νέγρη, αλλά ένας όρος που προέρχεται και παραπέμπει στην πεφωτισμένη νεωτερικότητα έναντι της σκοταδιστικής παραδοσιακότητας (Perfectibilists-18ος αι., John Milton-17ος αι.). Ο Φιλήμων το 1834 κάνει καλυμμένη και περιορισμένη αναφορά για την παράλληλη Εταιρεία στην οποία (εκτός της Φιλικής) ανήκει ο Νέγρης. Χαρακτηρίζοντας τον Νέγρη, στέκεται στην άκρατη ιδιογνωμία, η οποία μπορούσε να τον οδηγήσει στην εξόντωση του αντιπάλου του. Μεγάλη είναι και η περιγραφή της προσπάθειας του Αναγνωστόπουλου να τιθασεύσει την αντίρροπη τάση του Νέγρη στην περίοδο 1819-20.
Φτάνοντας στην Πελοπόννησο, Νέγρης και Μαυροκορδάτος συνεργάζονται για να αποσυνδέσουν την Επανάσταση από τον Δ. Υψηλάντη, φροντίζοντας τα κείμενα των διακηρύξεων Αν. και Δ. Στερεάς να περιέχουν τις λιγότερες δυνατές αναφορές στην χριστιανική πίστη ως παράγοντα της Επανάστασης. Βαρνακιώτης και Ανδρούτσος θα γίνουν στόχοι από την αρχή για τον λόγο αυτό. Και οι προσχηματικές μομφές συνοψίζονται στις ετικέτες “στρατιωτικοί, τοπικιστές, τουρκολάτρες”. Τον Οκτώβριο του 21 ο Μαυροκορδάτος φτάνει ως το έσχατο υποκριτικό σημείο να προτείνει στον Δ. Υψηλάντη να παραιτηθεί υπέρ κάποιου ικανότερου όπως ο κόμης Καποδίστριας. Ο τελευταίος λαμβάνει γνώση και ανταποδίδει την πολιτική υπόσκαψη επαινώντας τον Μαυροκορδάτο για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση και αποκαλώντας τον “πρίγκιπα”. Όλοι γνωρίζουν, όχι μόνο την επίσημη στάση της Ρωσίας, αλλά και ότι ο Καποδίστριας το 1819 έδινε από την Κέρκυρα την κατευθυντήρια γραμμή της Επανάστασης: την χριστιανική πίστη. Όλοι γνωρίζουν ότι στην Προκήρυξη προς τους Αδελφούς της Εταιρείας των Φιλικών ο Αλ. Υψηλάντης έγραφε “Η φιλική εταιρία ήτον ο πρώτος σπόρος της ελευθερίας μας! Η φιλική Εταιρία θέλει διαμείνει και αιωνίως το μόνον ιερόν σύνθημα της ευδαιμονίας μας!”. Πόσο χρόνο μετά τον Αλ. Υψηλάντη κράτησε η αιωνιότητα του ιερού συνθήματος; Μηδενικό. Τα χρώματα και τα σήματα στη σημαία της Αν. Χέρσου Ελλάδος (Άρειος Πάγος) είναι επιβεβαιωτικά της απόκλισης από την Φιλική Εταιρεία, η δε απόρριψη της Σημαίας και των συμβόλων του Αλ. Υψηλάντη από την Επίδαυρο είναι το πλέον επιβεβαιωτικό στοιχείο των νεωτερικών προθέσεων. Αυτές οι προθέσεις, δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές (τόσο σήμερα, όσο και τότε) επειδή και η παραδοσιακή πλευρά -για αντίστοιχους λόγους- δεν διατυμπανίζει τους στόχους της και δεν υποστηρίζει με θέρμη τον Δ. Υψηλάντη. Όμως το γνωστό, νεωτερικό επιχείρημα της Επιδαύρου που δήθεν εκτοπίζει τα σύμβολα του Υψηλάντη και τις αναφορές στην Φιλική Εταιρεία για να κερδίσει την συμπάθεια της “συντηρητικής” Δύσης δεν αναλύεται από τον Petropulos. Πώς η Επίδαυρος προσπαθεί να πείσει την Ευρώπη ότι “δεν είναι Καρμποναρική η Επανάσταση”, όταν τα κείμενά της (ως ένα βαθμό) είναι καρμποναρικά και οι συντάκτες τους είναι καρμπονάροι-ιακωβίνοι; Για την ακρίβεια, η Επίδαυρος εμφανίζει την αντίστροφη αμφισημία από εκείνη του Αλ. Υψηλάντη. Αν ο τελευταίος στην κεντρική του προκήρυξη προσπαθούσε να δηλώνει νεωτερικός όσο και χριστιανός, η Επίδαυρος δηλώνει χριστιανική για να αναδείξει πίσω απ’ αυτή την δήλωση όσο το δυνατόν περισσότερη νεωτερικότητα. Παράδοση και νεωτερικότητα όντως δηλώνουν “δεν είμαστε καρμπονάροι”, όμως οι δεύτεροι υποκρίνονται, όπως οι πρώτοι αντίστοιχα, είχαν υποκριθεί (ως ένα βαθμό) τους καρμπονάρους. Άλλωστε, αστείο είναι και το επιχείρημα ότι η Δύση περίμενε να δει τα κείμενα για να καταλάβει ποιος προκαλεί την Επανάσταση και πού την στρέφει, για τον πρόσθετο λόγο ότι όλη η μοναρχία και η αριστοκρατία ανήκε στις μυστικές Εταιρείες που είχαν ως κορμό τον τεκτονισμό, αλλά στην Δύση η επικρατούσα τάση ήταν ο συγκαλυμμένος αντιχριστιανισμός.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Petropulos διακατέχεται από προκατάληψη, η οποία τον οδηγεί σε μια αντιεπιστημονική προσέγγιση. Έχοντας προκαθορίσει την “τοπικότητα και τον εθνικισμό” στο πρώτο κεφάλαιο, κλείνει τα μάτια (στο 2ο κεφάλαιο) στην διπλή απόρριψη που υφίσταται ο Δ. Υψηλάντης. Έχοντας φροντίσει στις τρεις πρώτες σελίδες να αποδώσει τον διχασμό της Επιδαύρου (που θα εμφανιστεί ύστερα από 70 σελίδες) στα βουνά, στην θάλασσα και στην καχυποψία, δεν χρειάζεται να ερευνήσει ιδιαίτερα το τι συμβαίνει στο διάστημα Ιούλιος-Δεκέμβριος 1821. Συμπληρώνει το ερμηνευτικό κενό αποδεχόμενος ως “πολιτική παράταξη” την νεωτερικότητα και ως “στρατιωτική παράταξη” την παράδοση. Όμως, τον Δ. Υψηλάντη απορρίπτουν τόσο οι νεωτερικοί Μαυροκορδάτος και Νέγρης, όσο και ο παραδοσιακός Κολοκοτρώνης. Η εξήγηση κατά τον Petropulos: οι δυο πρώτοι είναι Φαναριώτες, ο τρίτος είναι κλέφτης και όλοι τους εκπροσωπούν περιοχές δύσβατες, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και κατοικούνται από ανθρώπους καχύποπτους ως προς το “νέο”. Η εξήγηση είναι εσφαλμένη επειδή η προκαθορισμένα ποιοτική διάσταση όλων των όρων δεν ισχύει, άρα, αυτό που αρνείται να διαπιστώσει ο ιστορικός είναι η αντιφατικότητά της. [Η “καχυποψία” συνιστά ένα κούφιο επιχείρημα, ένα “επιχείρημα” που προσπαθεί να δικαιολογήσει την άρνηση του ιστορικού να εξετάσει την ουσία ενός σοβαρού θέματος. Εκτός από ιστορική άμυνα, η “καχυποψία” υποκρύπτει κάποιες φορές και επιθετικότητα, καθώς υπονοεί έναν αφορισμό ιδεοληψίας-συνωμοσιολογίας προς όποιον επιμένει να κινείται στον “ξεκαθαρισμένο χώρο”.]
Ο J. Petropulos δεν εξετάζει τον λόγο για τον οποίο οι Νέγρης-Μαυροκορδάτος και ο κύκλος τους κινούνται βάσει μυστικής συνεννόησης για να καταστρέψουν τις παραδοσιακές τοπικές ηγεσίες που πρόσκεινται στην Φιλική. Εξαφανίζοντας την Φιλική και την επιθετικότητα των νεωτεριστών, βλέπει μόνον “Φαναριώτες” και μια σύγκρουση τοπικής και εθνικής διάστασης. Οι δυο “Φαναριώτες” το 1821 οργάνωσαν δυο Διοικήσεις, αντλώντας νομιμοποίηση από τον “Φαναριώτη” Υψηλάντη, γίνονται δηλαδή πληρεξούσιοι του πληρεξουσίου. Τις Διοικήσεις αυτές τις χρησιμοποιούν εναντίον του Υψηλάντη, όμως από τις αρχές του 1822 προσπαθούν με κάθε τρόπο να τις ακυρώσουν στην πράξη. Στη συνέχεια στρέφουν τον Υψηλάντη εναντίον του Ανδρούτσου και διχάζουν τους Ρουμελιώτες στρέφοντας τον έναν εναντίον του άλλου. Γιατί; Γιατί ήδη τότε η Επανάσταση βρίσκεται σε απόλυτο διχασμό; Μήπως επειδή οι νεωτερικοί παράγοντες θέλουν να βάλουν τρικλοποδιές και να εξαφανίσουν πλαγίως όσους αναγκαστικά συμπεριέλαβαν στις πρώτες Διοικήσεις και όσους παραδοσιακούς είναι άκρως “επικίνδυνοι” λόγω της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος τους; Τη στιγμή που ο Δράμαλης εισβάλλει στην Πελοπόννησο, το θέμα του Αλή πασά έχει λήξει. Το ξεκαθάρισμα των αληπασαλήδων της παράδοσης παίρνει μια μικρή αναστολή, γιατί ο Ανδρούτσος αποσπά με συμφωνία το πιο αξιόμαχο τμήμα του Δράμαλη, τους Αλβανούς, όμως οι υπόλοιποι περνούν αμαχητί στην Πελοπόννησο. Οι Νέγρης και Ορλάνδος από τα πλοία όπου κατέφυγαν θα κατηγορήσουν τον Κολοκοτρώνη και όσους πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα, ότι είναι ληστές και αποτελούν κόμμα σκανδαλοποιών. Θα πουν ότι η τίμια κεντρική κυβέρνηση αδυνατεί να δράσει επειδή την αντιπολιτεύονται ληστές που συνωμοτούν εναντίον της. Φυσικά, εκείνοι που συνωμοτούσαν εναντίον των τοπικών Διοικήσεων (στρεφόμενοι κατά των αποφάσεων της Εθνοσυνέλευσης) ήταν εκείνοι που κατηγορούσαν. Αντίστοιχη αντιστροφή θα υπάρξει και μετά την ήττα στο Πέτα. Ενώ ο Μαυροκορδάτος, θέλοντας ν’ αντιμετωπίσει προσωπικά τον Κιουταχή, έχει μεταπηδήσει από την κεντρική κυβέρνηση στην απόλυτη (πολιτικο-στρατιωτική) Διοίκηση της Δ. Στερεάς, η ήττα στο Πέτα για την οποία φέρει ακέραια την ευθύνη, μεταβιβάζεται στον Μπακόλα με τις ευλογίες των ντροπιασμένων εναπομεινάντων Φιλελλήνων που ανήκαν επίσης στις ιακωβινικές-καρμποναρικές Εταιρείες της Δύσης.
Μετά το Πέτα και τον Δράμαλη η καταρρακωμένη κεντρική Διοίκηση υπογράφει έγγραφο που απευθύνεται στο συνέδριο της Βερόνα. Το έγγραφο με πρώτη ματιά δείχνει να έχει συνταχθεί από τον Καποδίστρια ή, μάλλον, από κάποιον που διατυμπάνιζε περισσότερο απ’ αυτόν την χριστιανική πίστη του. Έχει πολλαπλές αναφορές στον Θεό, στον Χριστό, στον ζωοποιό Σταυρό. Τονίζει την χριστιανικότητα του επαναστατημένου ελληνικού έθνους και αποκλείει τελείως κάθε νεωτερική αναφορά που περιέλαβε ο Υψηλάντης στο “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”. Πώς εξηγείται αυτή η στροφή των Μαυροκορδάτου και Νέγρη;
Δεν αποτελεί στροφή. Έχοντας γνώση της συμφωνίας Ρωσίας-Αυστρίας (καλοκαίρι 1822) που επικύρωσε την αποσυσχέτιση της Ρωσίας από την Επανάσταση και απομάκρυνε τον άμεσο κίνδυνο ενός ρωσοτουρκικού πολέμου, η νεωτερικότητα προσβλέπει σε ευρύτερη επιβεβαίωση αυτής της αποσυσχέτισης. Όλοι υποκρίνονταν, αλλά στη Βερόνα η μαζική υποκρισία έφτασε στο αποκορύφωμα. Ο Μέτερνιχ που εργαζόταν συστηματικά από χρόνια για την καταστροφή των ρωσικών σχεδίων στις ηγεμονίες της Βλαχομπογδανίας, αυτός που πρώτος είχε στα χέρια του τις αναφορές από την τελετή ύψωσης της Υψηλαντικής σημαίας με τον Αγ. Κων/νο και το “Εν Τούτω Νίκα”, παρουσίαζε την Ελληνική Επανάσταση ως δράση των “Καλών Εξαδέλφων” και εμφάνιζε τον Καποδίστρια ως αρχηγό της ευρωπαϊκής καρμποναρίας. Γιατί άραγε ο Καποδίστριας κρίθηκε “ένοχος” μιας νεωτερικής Επανάστασης; Τι θέση έπαιρναν οι υπόλοιποι δυτικοί στις αυστριακές καταγγελίες; Η Βρετανία από το 1800 ενδιαφερόταν έμπρακτα για την ένταξη της Πελοποννήσου στο σύστημα των Επαναστάσεων υπό την κυριαρχία της. Από το 1813 εμφανίζεται ως συνδιοργανώτρια της Ελληνικής Επανάστασης μαζί με την Ρωσία σε επίπεδο μυστικών Εταιρειών. Με δεδομένο ότι είναι η μόνη πολιτική δύναμη που δεν ανήκει στο πρωτόκολλο ηθικής δέσμευσης με τίτλο “Ιερά Συμμαχία”, το 1822 χρησιμοποιεί την αλλαγή του υπουργού εξωτερικών της για να δικαιολογήσει εσωτερικά και εξωτερικά την “αλλαγή” της στάσης της. Η Γαλλία μετά την ήττα του Ναπολέοντα εμφανίζεται να έχει μειωμένη πολιτική δύναμη. Ως το 1818 τυπικά κινδυνεύει με πτώχευση και διάλυση. Όμως ήδη από την Βιέννη του 1814 φαίνεται πως ο πολιτικός της ρόλος δεν μπορεί να μειωθεί. Βρετανία και Ρωσία προσπαθούν να την προσεταιριστούν ως άτυπη σύμμαχο στο συνέδριο της Βιέννης. Η πρώτη το καταφέρνει και οι χριστιανοί ηγεμόνες εμφανίζουν όχι μόνο απροθυμία, αλλά και άρνηση προς μια Ελληνική επανάσταση την οποία επιδιώκει ο χριστιανικός παράγοντας που εδράζεται στην Ρωσία. Συνεπώς, το 1822 οι Νέγρης-Μαυροκορδάτος εμφανίζουν ένα φιλοχριστιανικό κείμενο που είναι δεδομένο ότι θα απορριφθεί, έτσι ώστε η Επανάσταση να διεκδικήσει μια εθνική ταυτότητα και έναν διεθνή εγγυητή αυτής της ταυτότητας.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Petropulos διακατέχεται από προκατάληψη, η οποία τον οδηγεί σε μια αντιεπιστημονική προσέγγιση. Έχοντας προκαθορίσει την “τοπικότητα και τον εθνικισμό” στο πρώτο κεφάλαιο, κλείνει τα μάτια (στο 2ο κεφάλαιο) στην διπλή απόρριψη που υφίσταται ο Δ. Υψηλάντης. Έχοντας φροντίσει στις τρεις πρώτες σελίδες να αποδώσει τον διχασμό της Επιδαύρου (που θα εμφανιστεί ύστερα από 70 σελίδες) στα βουνά, στην θάλασσα και στην καχυποψία, δεν χρειάζεται να ερευνήσει ιδιαίτερα το τι συμβαίνει στο διάστημα Ιούλιος-Δεκέμβριος 1821. Συμπληρώνει το ερμηνευτικό κενό αποδεχόμενος ως “πολιτική παράταξη” την νεωτερικότητα και ως “στρατιωτική παράταξη” την παράδοση. Όμως, τον Δ. Υψηλάντη απορρίπτουν τόσο οι νεωτερικοί Μαυροκορδάτος και Νέγρης, όσο και ο παραδοσιακός Κολοκοτρώνης. Η εξήγηση κατά τον Petropulos: οι δυο πρώτοι είναι Φαναριώτες, ο τρίτος είναι κλέφτης και όλοι τους εκπροσωπούν περιοχές δύσβατες, που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και κατοικούνται από ανθρώπους καχύποπτους ως προς το “νέο”. Η εξήγηση είναι εσφαλμένη επειδή η προκαθορισμένα ποιοτική διάσταση όλων των όρων δεν ισχύει, άρα, αυτό που αρνείται να διαπιστώσει ο ιστορικός είναι η αντιφατικότητά της. [Η “καχυποψία” συνιστά ένα κούφιο επιχείρημα, ένα “επιχείρημα” που προσπαθεί να δικαιολογήσει την άρνηση του ιστορικού να εξετάσει την ουσία ενός σοβαρού θέματος. Εκτός από ιστορική άμυνα, η “καχυποψία” υποκρύπτει κάποιες φορές και επιθετικότητα, καθώς υπονοεί έναν αφορισμό ιδεοληψίας-συνωμοσιολογίας προς όποιον επιμένει να κινείται στον “ξεκαθαρισμένο χώρο”.]
Ο J. Petropulos δεν εξετάζει τον λόγο για τον οποίο οι Νέγρης-Μαυροκορδάτος και ο κύκλος τους κινούνται βάσει μυστικής συνεννόησης για να καταστρέψουν τις παραδοσιακές τοπικές ηγεσίες που πρόσκεινται στην Φιλική. Εξαφανίζοντας την Φιλική και την επιθετικότητα των νεωτεριστών, βλέπει μόνον “Φαναριώτες” και μια σύγκρουση τοπικής και εθνικής διάστασης. Οι δυο “Φαναριώτες” το 1821 οργάνωσαν δυο Διοικήσεις, αντλώντας νομιμοποίηση από τον “Φαναριώτη” Υψηλάντη, γίνονται δηλαδή πληρεξούσιοι του πληρεξουσίου. Τις Διοικήσεις αυτές τις χρησιμοποιούν εναντίον του Υψηλάντη, όμως από τις αρχές του 1822 προσπαθούν με κάθε τρόπο να τις ακυρώσουν στην πράξη. Στη συνέχεια στρέφουν τον Υψηλάντη εναντίον του Ανδρούτσου και διχάζουν τους Ρουμελιώτες στρέφοντας τον έναν εναντίον του άλλου. Γιατί; Γιατί ήδη τότε η Επανάσταση βρίσκεται σε απόλυτο διχασμό; Μήπως επειδή οι νεωτερικοί παράγοντες θέλουν να βάλουν τρικλοποδιές και να εξαφανίσουν πλαγίως όσους αναγκαστικά συμπεριέλαβαν στις πρώτες Διοικήσεις και όσους παραδοσιακούς είναι άκρως “επικίνδυνοι” λόγω της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος τους; Τη στιγμή που ο Δράμαλης εισβάλλει στην Πελοπόννησο, το θέμα του Αλή πασά έχει λήξει. Το ξεκαθάρισμα των αληπασαλήδων της παράδοσης παίρνει μια μικρή αναστολή, γιατί ο Ανδρούτσος αποσπά με συμφωνία το πιο αξιόμαχο τμήμα του Δράμαλη, τους Αλβανούς, όμως οι υπόλοιποι περνούν αμαχητί στην Πελοπόννησο. Οι Νέγρης και Ορλάνδος από τα πλοία όπου κατέφυγαν θα κατηγορήσουν τον Κολοκοτρώνη και όσους πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον εισβολέα, ότι είναι ληστές και αποτελούν κόμμα σκανδαλοποιών. Θα πουν ότι η τίμια κεντρική κυβέρνηση αδυνατεί να δράσει επειδή την αντιπολιτεύονται ληστές που συνωμοτούν εναντίον της. Φυσικά, εκείνοι που συνωμοτούσαν εναντίον των τοπικών Διοικήσεων (στρεφόμενοι κατά των αποφάσεων της Εθνοσυνέλευσης) ήταν εκείνοι που κατηγορούσαν. Αντίστοιχη αντιστροφή θα υπάρξει και μετά την ήττα στο Πέτα. Ενώ ο Μαυροκορδάτος, θέλοντας ν’ αντιμετωπίσει προσωπικά τον Κιουταχή, έχει μεταπηδήσει από την κεντρική κυβέρνηση στην απόλυτη (πολιτικο-στρατιωτική) Διοίκηση της Δ. Στερεάς, η ήττα στο Πέτα για την οποία φέρει ακέραια την ευθύνη, μεταβιβάζεται στον Μπακόλα με τις ευλογίες των ντροπιασμένων εναπομεινάντων Φιλελλήνων που ανήκαν επίσης στις ιακωβινικές-καρμποναρικές Εταιρείες της Δύσης.
Μετά το Πέτα και τον Δράμαλη η καταρρακωμένη κεντρική Διοίκηση υπογράφει έγγραφο που απευθύνεται στο συνέδριο της Βερόνα. Το έγγραφο με πρώτη ματιά δείχνει να έχει συνταχθεί από τον Καποδίστρια ή, μάλλον, από κάποιον που διατυμπάνιζε περισσότερο απ’ αυτόν την χριστιανική πίστη του. Έχει πολλαπλές αναφορές στον Θεό, στον Χριστό, στον ζωοποιό Σταυρό. Τονίζει την χριστιανικότητα του επαναστατημένου ελληνικού έθνους και αποκλείει τελείως κάθε νεωτερική αναφορά που περιέλαβε ο Υψηλάντης στο “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”. Πώς εξηγείται αυτή η στροφή των Μαυροκορδάτου και Νέγρη;
Δεν αποτελεί στροφή. Έχοντας γνώση της συμφωνίας Ρωσίας-Αυστρίας (καλοκαίρι 1822) που επικύρωσε την αποσυσχέτιση της Ρωσίας από την Επανάσταση και απομάκρυνε τον άμεσο κίνδυνο ενός ρωσοτουρκικού πολέμου, η νεωτερικότητα προσβλέπει σε ευρύτερη επιβεβαίωση αυτής της αποσυσχέτισης. Όλοι υποκρίνονταν, αλλά στη Βερόνα η μαζική υποκρισία έφτασε στο αποκορύφωμα. Ο Μέτερνιχ που εργαζόταν συστηματικά από χρόνια για την καταστροφή των ρωσικών σχεδίων στις ηγεμονίες της Βλαχομπογδανίας, αυτός που πρώτος είχε στα χέρια του τις αναφορές από την τελετή ύψωσης της Υψηλαντικής σημαίας με τον Αγ. Κων/νο και το “Εν Τούτω Νίκα”, παρουσίαζε την Ελληνική Επανάσταση ως δράση των “Καλών Εξαδέλφων” και εμφάνιζε τον Καποδίστρια ως αρχηγό της ευρωπαϊκής καρμποναρίας. Γιατί άραγε ο Καποδίστριας κρίθηκε “ένοχος” μιας νεωτερικής Επανάστασης; Τι θέση έπαιρναν οι υπόλοιποι δυτικοί στις αυστριακές καταγγελίες; Η Βρετανία από το 1800 ενδιαφερόταν έμπρακτα για την ένταξη της Πελοποννήσου στο σύστημα των Επαναστάσεων υπό την κυριαρχία της. Από το 1813 εμφανίζεται ως συνδιοργανώτρια της Ελληνικής Επανάστασης μαζί με την Ρωσία σε επίπεδο μυστικών Εταιρειών. Με δεδομένο ότι είναι η μόνη πολιτική δύναμη που δεν ανήκει στο πρωτόκολλο ηθικής δέσμευσης με τίτλο “Ιερά Συμμαχία”, το 1822 χρησιμοποιεί την αλλαγή του υπουργού εξωτερικών της για να δικαιολογήσει εσωτερικά και εξωτερικά την “αλλαγή” της στάσης της. Η Γαλλία μετά την ήττα του Ναπολέοντα εμφανίζεται να έχει μειωμένη πολιτική δύναμη. Ως το 1818 τυπικά κινδυνεύει με πτώχευση και διάλυση. Όμως ήδη από την Βιέννη του 1814 φαίνεται πως ο πολιτικός της ρόλος δεν μπορεί να μειωθεί. Βρετανία και Ρωσία προσπαθούν να την προσεταιριστούν ως άτυπη σύμμαχο στο συνέδριο της Βιέννης. Η πρώτη το καταφέρνει και οι χριστιανοί ηγεμόνες εμφανίζουν όχι μόνο απροθυμία, αλλά και άρνηση προς μια Ελληνική επανάσταση την οποία επιδιώκει ο χριστιανικός παράγοντας που εδράζεται στην Ρωσία. Συνεπώς, το 1822 οι Νέγρης-Μαυροκορδάτος εμφανίζουν ένα φιλοχριστιανικό κείμενο που είναι δεδομένο ότι θα απορριφθεί, έτσι ώστε η Επανάσταση να διεκδικήσει μια εθνική ταυτότητα και έναν διεθνή εγγυητή αυτής της ταυτότητας.
Το 1822 η Γαλλία καιροφυλακτεί πίσω από την Βρετανία. Ως εθνική, η Επανάσταση του 1821 (το νότιο σκέλος της) αναγνωρίζεται άμεσα αλλά ανεπίσημα τόσο από την Βρετανία όσο και την Γαλλία. Ως καθαρός “εχθρός” της Επανάστασης εμφανίζεται μόνον η Αυστρία, ώστε να συρθεί η Επανάσταση προς την Βρετανία και την Γαλλία και να χρεωθεί η αντίθεση προς την Επανάσταση στην “Ιερά Συμμαχία”. Γι αυτό το λόγο ταυτίζουν την Ιερά Συμμαχία με τον Μέττερνιχ, ενώ η Συμμαχία αυτή στην πράξη έχει ένα μόνον μέλος: αυτόν που την δημιούργησε, δηλαδή την Ρωσία. Άρα το παιχνίδι που παίζεται, είναι πώς -μετά τον Αλ. Υψηλάντη- η Επανάσταση θα εμφανιστεί ως κάτι αντίθετο από αυτό που πραγματικά ξεκίνησε. Ως χριστιανική (υπερεθνική) η Επανάσταση δεν αναγνωρίζεται επίσημα από την Ευρώπη, άρα η Βρετανία που πρόκειται πρώτη να την αναγνωρίσει φανερά, θέλει να επιβάλλει de facto (και σταδιακά de jure) τον νεωτερικό (εθνικό) της χαρακτήρα. Αυτό, βεβαίως, θα το κάνει υπό το ένδυμα της φιλο-χριστιανικής παρέμβασης, το οποίο θα φορέσει αρχικά η Φιλογραικική Επιτροπή του Λονδίνου (London Greek Committee). Έτσι θα εξουδετερωθεί και η προσπάθεια που γίνεται να δανειοδοτηθεί η Επανάσταση μέσω της Γαλλίας και του Τάγματος των Ιπποτών της Ιερουσαλήμ. Όπως οι περισσότεροι ιστορικοί, έτσι και ο Petropulos δεν αναρωτιέται γιατί η “συντηρητική” Βρετανία από το 1821 στέλνει στην Πελοπόννησο τον Gordon τον οποίο θα χρησιμοποιήσει μέσα στον επόμενο χρόνο για να στήσει την Επιτροπή του Λονδίνου. Γιατί από το 1823 η Βρετανία στέλνει στην Επανάσταση όλο το καρμποναρικό δίκτυο Άγγλων και Ιταλών, γιατί η Γαλλία με την Αυστρία δεν αντιδρούν σ’ αυτό, γιατί η βουρβονική Γαλλία ήδη από το 21 αναγνωρίζει ανεπίσημα την Επανάσταση (ως καρμποναρική) και επιτρέπει την τροφοδοσία της από την Μασσαλία, γιατί η Ρωσία και το Πατριαρχείο που οργανώνουν την Επανάσταση αρνούνται κάθε σχέση μαζί της; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί γι’ όλα αυτά, έχοντας προσδιορίσει την Φιλική Εταιρεία ως νεωτερική και τα βουνά μαζί με τους Φαναριώτες, τους ληστές και τους τοπικιστές ως τους κύριους πολιτικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τον διχασμό; Προφανώς όχι. Εκείνος που θα παραδεχθεί την αλήθεια, είναι ο Μπάυρον, που απεχθανόμενος την προσωπική, ιδιοτελή υποκρισία και μη αντέχοντας ψυχικά να εκπληρώσει την αποστολή του, θα πει χαριτολογώντας στο Μεσολόγγι ότι μακάρι να ήταν καρμποναρική η Επανάσταση, για να έπαιρνε κι εκείνος (ως καρμπονάρος) λίγη δόξα.
Το 1823, ως προς την Πελοπόννησο, τμήμα της Στερεάς, την Κρήτη και την Σάμο η Επανάσταση φαίνεται να έχει λήξει. Οι Τούρκοι δεν έχουν απομακρυνθεί τελείως, όμως η Επανάσταση δεν απειλείται. Ενώ ξεκινάει η διεθνής πολιτική διευθέτηση του θέματος με πρωτοβουλία του τσάρου Αλέξανδρου, σε εξέλιξη βρίσκεται η προετοιμασία του Ιμπραήμ, η δανειοδότηση από το Λονδίνο και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών εντός της Επανάστασης. Όλα αυτά συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Η καθυστερημένη Β΄ Εθνοσυνέλευση ξεκινά στο Άστρος. Εκεί θα εκπροσωπηθούν πολύ περισσότερες περιοχές, όμως η παρουσία όλων δεν προμηνύει πολιτική διευθέτηση· δείχνει παράταξη μάχης. Αγιαννίτικα και Μελιγγίτικα καλύβια θα φιλοξενήσουν αντίστοιχα τους νεωτερικούς και τους παραδοσιακούς αντιπάλους. Η εξουσία -εκ των πραγμάτων- θα μοιραστεί στις δυο τάσεις. Η διοίκηση θα γίνει πολύ πιο συγκεντρωτική. Οι τρεις τοπικές διοικήσεις θα καταργηθούν και το Βουλευτικό θα ενισχυθεί έναντι του Εκτελεστικού. Τότε ο διχασμός θα μεταφερθεί στα δυο σώματα της μοναδικής διοίκησης και τον λόγο του διαιτητή θα έχει το α΄ δάνειο του Λονδίνου. Η νεωτερική πλευρά έχει το πάνω χέρι, αφού φρόντισε να καταλάβει το ενισχυμένο Βουλευτικό, κάτι που της δίνει νομικό πλεονέκτημα έναντι του Εκτελεστικού. Όταν όμως κάνει την κίνησή της (αντικατάσταση του Πετρόμπεη), αυτή δεν θα είναι νομότυπη. Αν η Β΄ Εθνοσυνέλευση γίνεται με φανερά τα δυο αντικριστά στρατόπεδα, η τελευταία φάση της Γ΄ Συνέλευσης (1827) δεν θα γίνει καν στο ίδιο μέρος. Η παραδοσιακή πλευρά θα συνεδριάσει στην Ερμιόνη και η νεωτερική στην Αίγινα.
Όλα τα βήματα δείχνουν ότι οι δυο τάσεις έρχονται σχηματοποιημένες προ του 1821. Δεν δημιουργούνται επί τόπου, δεν οφείλονται σε τοπικούς παράγοντες και πρόσωπα, αλλά εδράζονται σ’ αυτούς ή δικαιολογούνται μ’ αυτούς εκ των υστέρων (συνειδητά ή ασυνείδητα). Η νεωτερική τάση έχει σαφή στόχο μια Επανάσταση που ορίζεται εκτός της Φιλικής. Τι είναι αυτό που ενώνει τους Νέγρη-Μαυροκορδάτο-Πραΐδη-Κωλέττη-Φαρμακίδη-Πολυζωίδη και τους διαχωρίζει από τους Υψηλάντη-Κολοκοτρώνη-Μεταξά-Βαρνακιώτη-Ανδρούτσο-Καραϊσκάκη; Γιατί η δεύτερη ομάδα δεν εμφανίζεται ενιαία;
Ένα βασικό κλειδί που ρίχνει κάποιο φως στο τελευταίο ερώτημα, είναι η συσχέτιση της υπερεθνικής παράταξης με τους Δ. Υψηλάντη-Κολοκοτρώνη. Η σχέση των δυο δεν έχει επαρκώς αναλυθεί. Ενώ διακρίνεται με σαφήνεια ότι ο Κολοκοτρώνης υποκαθιστά τον Δ. Υψηλάντη -όχι από θέση αντιπαλότητας- και γίνεται άτυπα ο απών “Αλέξανδρος Υψηλάντης” της Επανάστασης, οι λόγοι για τους οποίους ο γέρος του Μωρηά κρίνει ανήμπορο τον Δημήτριο να εκπροσωπήσει την Φιλική Εταιρεία δεν μελετώνται. Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε ότι σύμφωνα με την απόφαση της Πετρούπολης (1820) για ίδρυση Γραικικής Εταιρείας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε Εταιρείαρχος αυτής, που άμεσα, στο σχετικό έγγραφο ονομάζεται “Ελληνική Εταιρεία”. Αυτός είναι ο μόνος τίτλος για τον οποίο έχουμε γραπτά ντοκουμέντα. Αυτός είναι ο τίτλος που από τους περισσότερους θεωρείται ισοδύναμος με τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, πράγμα λανθασμένο, τουλάχιστον τυπικά. Ο γνωστός τίτλος του αρχηγού της Επανάστασης είναι Γενικός Επίτροπος της Αρχής ή Γενικός Έφορος της Ελληνικής Εταιρείας. Υπογράφει όμως και ως του Γενικός Επίτροπος Ελληνικού έθνους και αναφέρεται ως Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού. Άρα, ο στερούμενος ηγετικού προφίλ “πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής” (Δ. Υψηλάντης) περιθωριοποιείται εκ των πραγμάτων μόλις γίνουν γνωστά η κατάληξη του αδελφού του, η στάση της Ρωσίας και του Πατριαρχείου, ο δε Θεόδωρος, που ταυτίζεται στρατηγικά με τον Δημήτριο, τον παραμερίζει, λέγοντας (πολύ αργότερα) ότι “το μυαλό του δεν έσωνε αναλόγως με τας περιστάσεις όπου ευρέθηκε” και εξηγώντας ότι “αν ήθελε έλθει ο Αλέξανδρος ο αδελφός του ηθέλαμεν κάμει δουλειά, διατί ήθελα τον υποστηρίξει· εγώ δεν εγύρευα παρά έναν ν’ ακουμβήσω ταις πλάταις μου, εγώ δεν έκαμνα καπούλι τους Άρχοντας, εκείνοι εμένα, και έτζι κανένας τρίτος· Δεν εγίνοντο διχόνοιαις”.
Η δήλωση αυτή απλώς επιβεβαιώνει την δράση του Κολοκοτρώνη και την βασική ιδιότητά του στην Επανάσταση. Ο -κυρίως- πολιτικός Κολοκοτρώνης βαφτίστηκε “στρατιωτικός” προκειμένου να δικαιολογηθεί ο διχασμός και ο εμφύλιος του 1824 με τρόπο διαφορετικό από τον πραγματικό. Βέβαια, ως ένα σημείο ευθύνεται και ο ίδιος που επίσης χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους. Όμως η πλευρά του Κολοκοτρώνη δεν συνηθίζει να δυσφημεί τους πολιτικούς της αντιπάλους. Από την άλλη πλευρά, είναι απόλυτα σαφές ότι ουδέποτε ο Κολοκοτρώνης αποκαλύπτει το βάθος της πολιτικής διεργασίας που ξεκινούσε από τις μυστικές εταιρείες και δια μέσου του αφανούς παρασκηνίου κατέληγε στο θέατρο της δράσης, έχοντας περάσει από τα ανακτοβούλια, τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια· και ο Κολοκοτρώνης σχετίζεται περισσότερο από κάθε άλλο πρόσωπο με το θέμα αυτό, και λόγω ηλικίας. Πριν καταφύγει στην Ζάκυνθο μετέχει στην ομάδα του Ζαχαριά. Η ιστορία που θέλει να εξηγήσει με άλλο τρόπο τον διχασμό και προσπαθεί πλαγίως να ταυτοποιήσει την Επανάσταση (αφού ευθέως αδυνατεί) ενοχοποιεί την “παράδοση”. Σπεύδει να αποσυνδέσει την δράση των Κλεφτών από το πολιτικό-πολιτισμικό στοιχείο και να τη συνδέσει αποκλειστικά -ως άλλος Σουλτάνος- με το ποινικό αδίκημα της ληστείας. Μετατρέπει δηλαδή τους “Κλέφτες” και τους “Αρματολούς” σε “κλέφτες” (ληστές) ή χρησιμοποιεί απλώς τον όρο “κάποι” θέλοντας -στρουθοκαμηλικά- να αποφύγει το ερώτημα “πώς κατάφεραν κάποιοι κάποι και ληστές να αποτελούν τον πολιτικό αντίπαλο των “γραμματιζούμενων-μορφωμένων” Νέγρη και Μαυροκορδάτου, τον συνομιλητή των Canning και Adam;”
Έτσι μένει μερικώς ανεξήγητη και η δράση του Κολοκοτρώνη στα Βέρβαινα έναντι του Δ. Υψηλάντη με τον πρώτο να εμφανίζεται ως “τοπικιστής” και “κοτζαμπασιδιστής” έναντι του δευτέρου που ζητά “εθνική διοίκηση”. Είναι ίσως η καίρια αιτία απόκλισης του Κολοκοτρώνη από τον Υψηλάντη, που για να ξεφύγει από τις πρόωρες τρικλοποδιές, να σώσει την ενότητα και -μέσω αυτής- την ταυτότητα της Επανάστασης, αποφεύγει τη νεωτερική παγίδα να κινηθεί ο λαός ενάντια στους κοτζαμπάσηδες, ώστε να εμφανιστεί η Επανάσταση ως παράλληλη της Γαλλικής. Πρόκειται για μια καίρια θέση της Φιλικής Εταιρείας που επαναλαμβάνεται κατά κόρον στην υπόμνηση για ενότητα κάτω από την χριστιανική πίστη. Δεν αποκλείεται, ο Κολοκοτρώνης να έκρινε ως πρόβλημα και τον χειρισμό του Δ. Υψηλάντη προς τους Νέγρη και Μαυροκορδάτο, δεδομένου ότι οι τελευταίοι άντλησαν εξουσία πρώτα από τον Υψηλάντη· εμφανίστηκαν δηλαδή ως θεσμικοί παράγοντες της Επανάστασης μετά την συνάντηση των τριών στη Βυτίνα (Αύγουστος 1821). Από την άλλη πλευρά, η διάσταση Υψηλάντη-προκρίτων έδινε προοπτική στους Νέγρη και Μαυροκορδάτο να προσεταιριστούν τους προκρίτους άμεσα, οπότε ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ισχυρό λόγο να διαφυλάξει την συμμαχία μαζί τους. Ας μην ξεχνούμε ότι από τον Ιανουάριο κάποιοι πρόκριτοι αμφισβήτησαν τον Παπαφλέσσα ως εκπρόσωπο μιας ρωσοκινούμενης Επανάστασης υπό τον Αλ. Υψηλάντη. Η ουσία πάντως είναι ότι ο Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει να υποκαταστήσει τον Υψηλάντη, ώστε να διασφαλίσει την ταυτότητα της Επανάστασης και τον συνεπαγόμενο στόχο της. Η αποστασιοποίηση του Κολοκοτρώνη από τον Δ. Υψηλάντη, που τον κρίνει ανελαστικό, ευαπάτητο, άρα και παράγοντα κινδύνου εκτροπής της Επανάστασης από τον στόχο της Φιλικής, δεν είναι το μοναδικό, αλλά ένα βασικό αίτιο που μετατρέπει τον Δ. Υψηλάντη σε βασιλιά χωρίς βασίλειο. Ήδη πριν την άλωση της Τρίπολης ο Υψηλάντης εκπροσωπεί μια Επανάσταση που επίσημα έχει διαψευστεί ως υπερεθνική. Ο Τσάρος (είναι ταυτόχρονα πολιτικός ηγέτης και ηγέτης της Ρωσικής Εκκλησίας) έχει δηλώσει άσχετος και έχει καταδικάσει την πράξη του αξιωματικού του ρωσικού στρατού Αλ. Υψηλάντη. Ο Πατριάρχης το ίδιο. Ο Γρηγόριος Ε΄, στα μάτια των περισσοτέρων είναι ο μάρτυρας και σωτήρας των χριστιανικών πληθυσμών, όμως στα μάτια των ολίγων που θα επιχειρήσουν να εκτροχιάσουν την Επανάσταση από τις ράγες της Φιλικής, ο Πατριάρχης είναι αυτός που ειλικρινώς αρνήθηκε την πατρότητα μιας υπερεθνικής Επανάστασης· αυτής που τώρα -“εύλογα”- αναζητά ένα εθνικό υπόστεγο. [Ο Petropulos θα παραδεχθεί ως αναγκαία την αποκήρυξη της Επανάστασης από τον Πατριάρχη, αλλά θα παραλείψει να αναφέρει την σχέση του Πατριάρχη με την Φιλική Εταιρεία και θα αποδώσει σε άλλη αιτία την εκτέλεσή τόσο αυτού, όσο και των ογδόντα μητροπολιτών]. Μετά την “αποτυχία” του Αλ. Υψηλάντη και την διάψευση του πολυδιαφημιζόμενου ρωσοτουρκικού πολέμου η “Αόρατος Αρχή” πιστοποιείται ως “ανύπαρκτη” και ο Δημήτριος Υψηλάντης φαντάζει Πληρεξούσιος του τίποτα. Και γι’ αυτό το “τίποτα”, η μεν νεωτερικότητα εργάζεται συστηματικά, η δε παράδοση αναλαμβάνει πρωτοβουλίες υποκατάστασης του Υψηλάντη, συνεννοημένη (όπως εκ του αποτελέσματος συνάγεται) με την υπαρκτή “Αόρατο Αρχή” της Φιλικής.
Όταν το 1825 η διεθνής διάσταση της Επανάστασης θα περάσει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο, η απόκλιση στρατηγικής μεταξύ Υψηλάντη-Κολοκοτρώνη θα επιβεβαιωθεί. Αυτή είναι μια πιθανή ερμηνεία. Ο πρώτος θα βρεθεί στην “γαλλική” παράταξη, ο δεύτερος στην “αγγλική”. Ο πρώτος θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα το 1826 διαμαρτυρόμενος για την αίτηση της αγγλικής προστασίας που υπογράφει -μεταξύ άλλων- ο δεύτερος. Ο δεύτερος θα φροντίσει τον επόμενο χρόνο για την αποκατάσταση του πρώτου, εφαρμόζοντας το ρωσο-βρετανικό Πρωτόκολλο της Αγ. Πετρούπολης (1826) που το 1827 στην Τροιζήνα συνοψίζεται στους Καποδίστρια-Τσώρτς-Κόχραν. Από το 1821 ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να κερδίσει την υποστήριξη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού προκρίτων του Μωρηά. Δεληγιάννης, Πετρόμπεης, Σισίνης, Κρεββατάς, Περρούκας, Παπαδιαμαντόπουλος, Χαραλάμπης, Κοπανίτσας, Φωτήλας θα είναι μαζί του, χωρίς να ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους, ή με τον Κολοκοτρώνη. Λόντοι, Ζαΐμηδες, Νοταράδες θα βρεθούν απέναντί του και απέναντι στην Φιλική, κατά περίσταση και σε διαφορετικές δοσολογίες. Η ταξικότητα που παλιότερα ήταν το ψωμοτύρι της νεωτερικής ερμηνείας έχει εγκαταλειφθεί ως βασική παράμετρος της Επανάστασης και χρησιμοποιείται σήμερα μόνο ως δευτερεύουσα παράμετρος, χωρίς όμως να μεταβάλλεται ριζικά η ουσία της νεωτερικής ερμηνείας. Με βάση όλο το σκεπτικό που αναπτύξαμε, δίνεται μια ακόμη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι οι προύχοντες της Πελοποννήσου είναι η πλέον ανομοιογενής ομάδα (ουσιαστικά δεν αποτελούν ομάδα). Είναι αυτή που ισοπεδωτικά της έχει αποδοθεί ομοιογένεια, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως βάση βολικών ερμηνειών των επαναστατικών γεγονότων. Αντίθετα, οι κοτζαμπάσηδες και μπέηδες που εξ ορισμού διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση τον χαρακτήρα και τις προσωπικές τους επιδιώξεις, αποτελούν και ένα κρίσιμο πεδίο ελέγχου του κατά πόσον ισχύει το μόνο βασικό αίτιο του διχασμού· η χριστιανική παράδοση και η κοσμική νεωτερικότητα. Ποια είναι η στάση του καθενός, προ και μετά την Επανάσταση; Πόσο επηρεάζει την προσωπική στάση του καθενός η απουσία της οθωμανικής διοίκησης; Ποια στάση είχε ο καθείς και η οικογένειά του στις προηγούμενες φάσεις της Επανάστασης;
Ο Petropulos αποτυγχάνει απόλυτα να θέσει το ζήτημα των προκρίτων με όρους υπηρέτησης είτε της χριστιανικής παράδοσης είτε της κοσμικής νεωτερικότητας. Αρκείται στην αντιγραφή του Finlay ο οποίος αφού περιγράψει την “επηρμένη συμπεριφορά του Σισίνη” καταλήγει στο “επιστημονικό” συμπέρασμα ότι “οι προεστοί δεν είχαν αντίρρηση για τους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”. Η πηγή της εμπάθειας του Σκώτου δεν ερευνάται. Δεν εξηγείται, για παράδειγμα, ότι ο Σισίνης είναι από τους λίγους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες που μπαίνει στην Επανάσταση με σημαία της Φιλικής Εταιρείας την οποία έχει σχεδιάσει ο μητροπολίτης Γερμανός. O Petropulos δεν ερμηνεύει ούτε την αναφορά του Κολοκοτρώνη μετά την κατάληψη του Ναυπλίου, όπου λέει “υψώσαμεν τας νικητικάς του Σταυρού σημαίας με τρόπον ανήκοντα εις την δόξαν του Χριστού” και αποδίδει την κατάληψη σε άμεση θεϊκή παρέμβαση (θαύμα). Δεν τη συγκρίνει με τις δηλώσεις του Γ. Κουντουριώτη μόλις αυτός αναλάβει πρόεδρος. Ο Κουντουριώτης θα ξεκινήσει με μια αμφίσημη φράση. Αποτείνει τιμή στην “Ουράνιον αντίληψιν του Πατρός των Φώτων” η οποία οδηγεί το έθνος από δόξα σε δόξα. Λίγο μετά λέει ότι πέρα από την απόκρουση του εχθρού θα πρέπει “ν’ αρχίσωμεν να προοδεύωμεν κατά μίμησιν των φωτισμένων εθνών της σοφής Ευρώπης”· και βέβαια, η δήλωση αυτή επί μέρους και φαινομενική μόνον ομοιότητα έχει με τα λόγια του Αλέξανδρου Υψηλάντη, κάτι που θα αποδειχθεί στην πράξη. Ο Petropulos δεν ασχολείται με την απάντηση-δήλωση του Νικηταρά στην διοίκηση Κουντουριώτη που ξεκινά “Είδον εις τα έγγραφα ότι ζητούμαι ως Αντάρτης … εστάθην πάντοτε Αντάρτης της μισαράς ιδιοτελείας, … επείνασα και εδίψασα δια να μην ειδώ επί της κεφαλής μου τον άσπονδον εχθρόν του χριστιανισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων” προσθέτοντας λίγο πιο κάτω “ο Θεός υπερασπιστής του δικαίου ευλόγησε τα επιχειρήματά μου και κατόρθωσα όσα είναι γνωστά εις όλους, κατεφρόνησα τα πλούτη και τας υπεροχάς…”. Δεν προσέχει και πώς η νεωτερική πλευρά ιεραρχεί το ζήτημα χριστιανική πίστη-πολιτειακή συγκρότηση. Στην περίοδο που ο εμφύλιος βρίσκεται στην κορύφωσή του το Βουλευτικό διακηρύσσει προς το Πανελλήνιον ότι οι Έλληνες α) κατά νόμον εξέλεξαν παραστάτας και Βουλευτικό-Εκτελεστικό στην Επίδαυρο και στο Άστρος, β) οι βουλευταί και εκτελεσταί των νόμων υπεσχέθησαν έμπροσθεν Θεού και ανθρώπων να εκπληρώσωσι τα οποία ανέλαβον χρέη και εβεβαίωσαν την υπόσχεσίν των με τους πλέον ιερούς και πιστούς όρκους, ότι θέλουν έχουν βάσιν τον νόμον τον οποίον σεις με το αίμα σας καθιερώσατε. Καθαρότατα πιστοποιείται ότι η πίστη και ο Θεός εμπεριέχονται στον νόμο του οποίου η ισχύς απορρέει από το αίμα που χύθηκε. Το αίμα είναι ανθρώπινο και δεν υπόκειται σε άλλη, υπέρτερη έννοια, συνεπώς για την νεωτερικότητα η ανθρώπινη βούληση που περιστασιακά και παρεμπιπτόντως περιέχει την πίστη στο Θεό, είναι αυτή που ξεκινά την Επανάσταση. Αυτή παρίσταται στην Επίδαυρο και στο Άστρος.
Όταν το 1825 η διεθνής διάσταση της Επανάστασης θα περάσει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο, η απόκλιση στρατηγικής μεταξύ Υψηλάντη-Κολοκοτρώνη θα επιβεβαιωθεί. Αυτή είναι μια πιθανή ερμηνεία. Ο πρώτος θα βρεθεί στην “γαλλική” παράταξη, ο δεύτερος στην “αγγλική”. Ο πρώτος θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα το 1826 διαμαρτυρόμενος για την αίτηση της αγγλικής προστασίας που υπογράφει -μεταξύ άλλων- ο δεύτερος. Ο δεύτερος θα φροντίσει τον επόμενο χρόνο για την αποκατάσταση του πρώτου, εφαρμόζοντας το ρωσο-βρετανικό Πρωτόκολλο της Αγ. Πετρούπολης (1826) που το 1827 στην Τροιζήνα συνοψίζεται στους Καποδίστρια-Τσώρτς-Κόχραν. Από το 1821 ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να κερδίσει την υποστήριξη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού προκρίτων του Μωρηά. Δεληγιάννης, Πετρόμπεης, Σισίνης, Κρεββατάς, Περρούκας, Παπαδιαμαντόπουλος, Χαραλάμπης, Κοπανίτσας, Φωτήλας θα είναι μαζί του, χωρίς να ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ τους, ή με τον Κολοκοτρώνη. Λόντοι, Ζαΐμηδες, Νοταράδες θα βρεθούν απέναντί του και απέναντι στην Φιλική, κατά περίσταση και σε διαφορετικές δοσολογίες. Η ταξικότητα που παλιότερα ήταν το ψωμοτύρι της νεωτερικής ερμηνείας έχει εγκαταλειφθεί ως βασική παράμετρος της Επανάστασης και χρησιμοποιείται σήμερα μόνο ως δευτερεύουσα παράμετρος, χωρίς όμως να μεταβάλλεται ριζικά η ουσία της νεωτερικής ερμηνείας. Με βάση όλο το σκεπτικό που αναπτύξαμε, δίνεται μια ακόμη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι οι προύχοντες της Πελοποννήσου είναι η πλέον ανομοιογενής ομάδα (ουσιαστικά δεν αποτελούν ομάδα). Είναι αυτή που ισοπεδωτικά της έχει αποδοθεί ομοιογένεια, ώστε να χρησιμοποιηθεί ως βάση βολικών ερμηνειών των επαναστατικών γεγονότων. Αντίθετα, οι κοτζαμπάσηδες και μπέηδες που εξ ορισμού διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση τον χαρακτήρα και τις προσωπικές τους επιδιώξεις, αποτελούν και ένα κρίσιμο πεδίο ελέγχου του κατά πόσον ισχύει το μόνο βασικό αίτιο του διχασμού· η χριστιανική παράδοση και η κοσμική νεωτερικότητα. Ποια είναι η στάση του καθενός, προ και μετά την Επανάσταση; Πόσο επηρεάζει την προσωπική στάση του καθενός η απουσία της οθωμανικής διοίκησης; Ποια στάση είχε ο καθείς και η οικογένειά του στις προηγούμενες φάσεις της Επανάστασης;
Αντίστοιχα με τους προκρίτους (όχι μόνον της Πελοποννήσου), τι συμβαίνει με τις άλλες ομάδες των πρωταγωνιστών; Μήπως η ισοπεδωτικού τύπου ομαδοποίηση εξυπηρετούσε και την απόκρυψη των δυο τάσεων; Μήπως οι “Φαναριώτες”, οι “Κλεφταρματολοί”, οι “Φιλέλληνες”, οι “τοπικιστές” και οι “εθνικιστές” λειτούργησαν στην ιστορική διαπραγμάτευση όπως στην πράξη λειτούργησαν οι κάθε λογής μικρές φατρίες, οι τρεις παρατάξεις του 1825, τα τρία κόμματα του 1830 και του 1840; Μήπως όλοι αυτοί οι όροι έρχονται σκόπιμα ή αυθόρμητα, εσκεμμένα ή μη, να καλύψουν το πραγματικό και μοναδικό διακύβευμα / αίτιο του διχασμού που δεν ήταν θέμα αποκλειστικά των Ελλήνων (ως προς την γλώσσα), αλλά θέμα με διεθνή διάσταση; Η Επανάσταση θα οδηγούσε -άμεσα ή έμμεσα- σε κράτος με πολυεθνικό ή εθνικό ελληνισμό; Σε κράτος που θα οριζόταν από το υπερεθνικό στοιχείο του χριστιανισμού ή σε κράτος όπου ο χριστιανισμός θα μαντρωνόταν στα εθνικά όρια, όπως έγινε μερικώς στη Δύση την περίοδο της “Μεταρρύθμισης”; Στην πράξη ο διχασμός εμφανίζεται με τον εξής τρόπο: Ενώ η παραδοσιακή πλευρά διακηρύσσει ότι το δίκαιο πηγάζει από τις εντολές του Θεού, η νεωτερική πλευρά κάνοντας μια γενική επίκληση στο “Θείο”, διακηρύσσει ότι το δίκαιο πηγάζει αποκλειστικά από την ανθρώπινη βούληση.
Ο Petropulos αποτυγχάνει απόλυτα να θέσει το ζήτημα των προκρίτων με όρους υπηρέτησης είτε της χριστιανικής παράδοσης είτε της κοσμικής νεωτερικότητας. Αρκείται στην αντιγραφή του Finlay ο οποίος αφού περιγράψει την “επηρμένη συμπεριφορά του Σισίνη” καταλήγει στο “επιστημονικό” συμπέρασμα ότι “οι προεστοί δεν είχαν αντίρρηση για τους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”. Η πηγή της εμπάθειας του Σκώτου δεν ερευνάται. Δεν εξηγείται, για παράδειγμα, ότι ο Σισίνης είναι από τους λίγους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες που μπαίνει στην Επανάσταση με σημαία της Φιλικής Εταιρείας την οποία έχει σχεδιάσει ο μητροπολίτης Γερμανός. O Petropulos δεν ερμηνεύει ούτε την αναφορά του Κολοκοτρώνη μετά την κατάληψη του Ναυπλίου, όπου λέει “υψώσαμεν τας νικητικάς του Σταυρού σημαίας με τρόπον ανήκοντα εις την δόξαν του Χριστού” και αποδίδει την κατάληψη σε άμεση θεϊκή παρέμβαση (θαύμα). Δεν τη συγκρίνει με τις δηλώσεις του Γ. Κουντουριώτη μόλις αυτός αναλάβει πρόεδρος. Ο Κουντουριώτης θα ξεκινήσει με μια αμφίσημη φράση. Αποτείνει τιμή στην “Ουράνιον αντίληψιν του Πατρός των Φώτων” η οποία οδηγεί το έθνος από δόξα σε δόξα. Λίγο μετά λέει ότι πέρα από την απόκρουση του εχθρού θα πρέπει “ν’ αρχίσωμεν να προοδεύωμεν κατά μίμησιν των φωτισμένων εθνών της σοφής Ευρώπης”· και βέβαια, η δήλωση αυτή επί μέρους και φαινομενική μόνον ομοιότητα έχει με τα λόγια του Αλέξανδρου Υψηλάντη, κάτι που θα αποδειχθεί στην πράξη. Ο Petropulos δεν ασχολείται με την απάντηση-δήλωση του Νικηταρά στην διοίκηση Κουντουριώτη που ξεκινά “Είδον εις τα έγγραφα ότι ζητούμαι ως Αντάρτης … εστάθην πάντοτε Αντάρτης της μισαράς ιδιοτελείας, … επείνασα και εδίψασα δια να μην ειδώ επί της κεφαλής μου τον άσπονδον εχθρόν του χριστιανισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων” προσθέτοντας λίγο πιο κάτω “ο Θεός υπερασπιστής του δικαίου ευλόγησε τα επιχειρήματά μου και κατόρθωσα όσα είναι γνωστά εις όλους, κατεφρόνησα τα πλούτη και τας υπεροχάς…”. Δεν προσέχει και πώς η νεωτερική πλευρά ιεραρχεί το ζήτημα χριστιανική πίστη-πολιτειακή συγκρότηση. Στην περίοδο που ο εμφύλιος βρίσκεται στην κορύφωσή του το Βουλευτικό διακηρύσσει προς το Πανελλήνιον ότι οι Έλληνες α) κατά νόμον εξέλεξαν παραστάτας και Βουλευτικό-Εκτελεστικό στην Επίδαυρο και στο Άστρος, β) οι βουλευταί και εκτελεσταί των νόμων υπεσχέθησαν έμπροσθεν Θεού και ανθρώπων να εκπληρώσωσι τα οποία ανέλαβον χρέη και εβεβαίωσαν την υπόσχεσίν των με τους πλέον ιερούς και πιστούς όρκους, ότι θέλουν έχουν βάσιν τον νόμον τον οποίον σεις με το αίμα σας καθιερώσατε. Καθαρότατα πιστοποιείται ότι η πίστη και ο Θεός εμπεριέχονται στον νόμο του οποίου η ισχύς απορρέει από το αίμα που χύθηκε. Το αίμα είναι ανθρώπινο και δεν υπόκειται σε άλλη, υπέρτερη έννοια, συνεπώς για την νεωτερικότητα η ανθρώπινη βούληση που περιστασιακά και παρεμπιπτόντως περιέχει την πίστη στο Θεό, είναι αυτή που ξεκινά την Επανάσταση. Αυτή παρίσταται στην Επίδαυρο και στο Άστρος.
Ο Petropulos ξεφεύγει και στο Άστρος. Δέχεται ότι τα στρατόπεδα είναι δυο, υιοθετεί όμως και πάλι το σχήμα “πολιτικοί-στρατιωτικοί” που εμφανίζεται στα κείμενα του 1822 για να ονοματίσει τις (σχηματισμένες πλέον) αντίπαλες παρατάξεις. Δεν θα επιμείνει στο ταξικό στοιχείο, αφού θα αδυνατεί να ερμηνεύσει την ομάδα Κολοκοτρώνη-Νικηταρά-Δεληγιάννη-Σισίνη, όμως κάποια εξήγηση θα πρέπει να πάρει τη θέση της έκνομης αντικατάστασης του Μαυρομιχάλη, προέδρου της Κυβέρνησης. Το Βουλετικό έχει κοπεί στα δυο. Το ένα τμήμα του αποφασίζει την έκπτωση του Πετρόμπεη και εκλέγει τον Κουντουριώτη στη θέση του. Οι συνέπειες της πράξης αυτής καθιστούν αναγκαστική την ένοπλη σύγκρουση. Ο ιστορικός όχι μόνον δεν ελέγχει την νομιμότητα της πράξης, αλλά αποσιωπά τελείως τις πράξεις της μειοψηφίας του Βουλευτικού τις οποίες εγκρίνει ο Κοραής. Έτσι, έμμεσα, λογικοποιεί τις κατηγορίες που ως καθαρές συκοφαντίες θα εκτοξευτούν εναντίον του Πετρόμπεη, στη συνέχεια σε όλη την ομάδα των “ανταρτών-αντιπατριωτών-απατεώνων-εξουσιομανών”. Πράγματι, ο Petropulos χρεώνει την ύπαρξη δυο κυβερνήσεων το 1823 στον Πετρόμπεη, επειδή αυτός “στέλνει” τους αντιπάλους του στο Κρανίδι, όπου εκείνοι “υποχρεώνονται” να εξαρτώνται από τους νησιώτες. Ο Ρήγας οριοθέτησε την υπερεθνική Επανάσταση, αποτυπώνοντάς την στην Χάρτα. Η γεωγραφία αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα του πολιτισμού· όταν όμως αυτή λαμβάνει θέση ενεργητικού υποκειμένου και καθίσταται αποκλειστικός παράγοντας λήψης κρίσιμων αποφάσεων, τότε ο ιστορικός κάτι σημαντικό έχει παραλείψει. Όταν μάλιστα ο ιστορικός είναι πολιτικός επιστήμων και γράφει ένα βιβλίο για την πολιτική ιστορία του ελληνικού κράτους, η αδυναμία του λαμβάνει διαστάσεις μεγάλες και σοβαρές.
Μετά το Άστρος η διαμάχη εμφανίζεται στο προσκήνιο υπό την μορφή της νομιμότητας· ποιος τηρεί και ποιος καταπατά τους νόμους. Άρα, η θέση του Petropulos έπρεπε να είναι αναλυτική και διάφανη. Αυτό δεν συμβαίνει. Ο Petropulos λέει ότι “Η κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στο Κρανίδι είχε στοιχεία δύναμης, … είχε το κύρος της νομιμότητας”. Αν και παρακάμπτει την ουσία, ο Petropulos πρακτικά ταυτίζεται με τον Κολοκοτρώνη που για το ίδιο θέμα λέει “Τα δάνεια εδυνάμωσαν την Κυβέρνηση του Κουντουριώτη και η δύναμη την έκαμε νόμιμη”. Δεν είναι μόνον η αποσυσχέτιση της εκλογής Κουντουριώτη από το βρετανικό δάνειο, είναι και άλλες σημαντικές ελλείψεις ή λάθη όπως η προβληματική αναφορά του Δ. Υψηλάντη ως “αποκλεισμένου” από την διακυβέρνηση της Επιδαύρου, η λανθασμένη αναφορά του Μαυροκορδάτου ως προέδρου του Βουλευτικού και αποδέκτη του δανείου (το δεύτερο είναι τυπικά σωστό, αλλά ο Μαυροκορδάτος έμεινε πρόεδρος μόνον τρεις μέρες) και η απόδοση της ίδρυσης του “γαλλικού” κόμματος στον Κωλέττη. Όλα αυτά κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν ο ιστορικός έχει όντως προσωπική πρόσβαση στις πηγές. Το ερώτημα είναι πραγματικό, όχι σχηματικό. Ο Petropulos σε άλλο σημείο αναφέρει σωστά ως μεσολαβητή-ιδρυτή του γαλλικού κόμματος τον Μαυροκορδάτο, ανεξάρτητα αν δεν το ερμηνεύει ή δεν θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα. Φευγαλέα, ατελώς και αποκομμένα θα παραδεχθεί και την σχέση της εκλογής του Κουντουριώτη με το βρετανικό δάνειο. Ούτε θα το αναλύσει, ούτε θα συσχετίσει την εξέλιξη αυτή με τους εμφύλιους. Αντίστοιχες διορθώσεις που συνιστούν ακατανόητες αντιφάσεις, αντίστοιχες τρανταχτές ελλείψεις ή παρερμηνείες που αφήνουν λανθασμένες εντυπώσεις εμφανίζονται και σε άλλα θέματα. Ειδικότερα, για την περίφημη κατάταξη των αντιμαχόμενων σε “πολιτικούς” και “στρατιωτικούς”, ακόμα και ο Petropulos αναγκάζεται τελικά να την απορρίψει. Πρώτα διαπιστώνει ότι στους πολιτικούς περιλαμβάνονταν οπλαρχηγοί και αντίστροφα. Στη συνέχεια, επανεισάγοντας το ταξικό στοιχείο, επιχειρεί μια χλωμή υποκατάσταση του σχήματος “πολιτικοί-στρατιωτικοί”. Προσπαθεί να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό, λέγοντας ότι οι οπλαρχηγοί συμπεριφέρονται ως υποψήφιοι προεστοί, ενώ οι προεστοί αναζητούν υποστήριξη στο λαϊκό στοιχείο. Χωρίς να καταλήξει σε κάποιο στέρεο συμπέρασμα, αφήνει σε θολό τοπίο τον α΄ εμφύλιο (με πηγές τους Finlay, Bartholdy, Σταματόπουλο) για να δηλώσει ότι στον β΄ εμφύλιο τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα: “το αίσθημα του τοπικισμού αποδείχθηκε δυνατότερο από τον ταξικό ανταγωνισμό, όπως απέδειξε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος”.
Μετά το Άστρος η διαμάχη εμφανίζεται στο προσκήνιο υπό την μορφή της νομιμότητας· ποιος τηρεί και ποιος καταπατά τους νόμους. Άρα, η θέση του Petropulos έπρεπε να είναι αναλυτική και διάφανη. Αυτό δεν συμβαίνει. Ο Petropulos λέει ότι “Η κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στο Κρανίδι είχε στοιχεία δύναμης, … είχε το κύρος της νομιμότητας”. Αν και παρακάμπτει την ουσία, ο Petropulos πρακτικά ταυτίζεται με τον Κολοκοτρώνη που για το ίδιο θέμα λέει “Τα δάνεια εδυνάμωσαν την Κυβέρνηση του Κουντουριώτη και η δύναμη την έκαμε νόμιμη”. Δεν είναι μόνον η αποσυσχέτιση της εκλογής Κουντουριώτη από το βρετανικό δάνειο, είναι και άλλες σημαντικές ελλείψεις ή λάθη όπως η προβληματική αναφορά του Δ. Υψηλάντη ως “αποκλεισμένου” από την διακυβέρνηση της Επιδαύρου, η λανθασμένη αναφορά του Μαυροκορδάτου ως προέδρου του Βουλευτικού και αποδέκτη του δανείου (το δεύτερο είναι τυπικά σωστό, αλλά ο Μαυροκορδάτος έμεινε πρόεδρος μόνον τρεις μέρες) και η απόδοση της ίδρυσης του “γαλλικού” κόμματος στον Κωλέττη. Όλα αυτά κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν ο ιστορικός έχει όντως προσωπική πρόσβαση στις πηγές. Το ερώτημα είναι πραγματικό, όχι σχηματικό. Ο Petropulos σε άλλο σημείο αναφέρει σωστά ως μεσολαβητή-ιδρυτή του γαλλικού κόμματος τον Μαυροκορδάτο, ανεξάρτητα αν δεν το ερμηνεύει ή δεν θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα. Φευγαλέα, ατελώς και αποκομμένα θα παραδεχθεί και την σχέση της εκλογής του Κουντουριώτη με το βρετανικό δάνειο. Ούτε θα το αναλύσει, ούτε θα συσχετίσει την εξέλιξη αυτή με τους εμφύλιους. Αντίστοιχες διορθώσεις που συνιστούν ακατανόητες αντιφάσεις, αντίστοιχες τρανταχτές ελλείψεις ή παρερμηνείες που αφήνουν λανθασμένες εντυπώσεις εμφανίζονται και σε άλλα θέματα. Ειδικότερα, για την περίφημη κατάταξη των αντιμαχόμενων σε “πολιτικούς” και “στρατιωτικούς”, ακόμα και ο Petropulos αναγκάζεται τελικά να την απορρίψει. Πρώτα διαπιστώνει ότι στους πολιτικούς περιλαμβάνονταν οπλαρχηγοί και αντίστροφα. Στη συνέχεια, επανεισάγοντας το ταξικό στοιχείο, επιχειρεί μια χλωμή υποκατάσταση του σχήματος “πολιτικοί-στρατιωτικοί”. Προσπαθεί να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό, λέγοντας ότι οι οπλαρχηγοί συμπεριφέρονται ως υποψήφιοι προεστοί, ενώ οι προεστοί αναζητούν υποστήριξη στο λαϊκό στοιχείο. Χωρίς να καταλήξει σε κάποιο στέρεο συμπέρασμα, αφήνει σε θολό τοπίο τον α΄ εμφύλιο (με πηγές τους Finlay, Bartholdy, Σταματόπουλο) για να δηλώσει ότι στον β΄ εμφύλιο τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα: “το αίσθημα του τοπικισμού αποδείχθηκε δυνατότερο από τον ταξικό ανταγωνισμό, όπως απέδειξε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος”.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον συγκεκριμένο ιστορικό; Αντιγράφοντας κατά γράμμα τον Finlay και τον Bartholdy, ο Petropulos μετέχει ετεροχρονισμένα του εμφυλίου με την πλευρά της νεωτερικότητας και είναι τόσο αντικειμενικός, όσο και η πλευρά του Μαυροκορδάτου. Για την ακρίβεια είναι λιγότερο αντικειμενικός κι απ’ αυτόν, αφού η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέφερε τουλάχιστον τις πολιτικές κατηγορίες εναντίον του Μαυρομιχάλη. Ο “εμφύλιος” ακολουθεί την διεθνή διάσταση της Επανάστασης, οπότε, ας μη ξαφνιάζονται όσοι έχουν συνηθίσει να θεωρούν το 1821 ως θέμα που αφορά αποκλειστικά εις τους ελληνόφωνους. Οι Finlay, Raybaud, Thiersch, Bartholdy και άλλοι συγγραφείς, παρόντες ή μη στην Επανάσταση, ανήκουν στην νεωτερική πλευρά, δηλαδή την “φιλογραικική”. Είναι αυτή που -σύμφωνα και με τον Κοραή- υποστηρίζει την Επανάσταση των Γραικών και αυτή που εκ των υστέρων υποστηρίζει ότι τέτοια Επανάσταση επιδίωξε και η Φιλική Εταιρεία. Για να το αποδείξει, συσκοτίζει ή παραλλάσσει την Εταιρεία. Δεν είναι ουδέτεροι ή “ξένοι” οι ξενόγλωσσοι. Δεν είναι καν φιλέλληνες, σύμφωνα με τον ορισμό των Ελλήνων που δίνει ο Αλ. Υψηλάντης. Μόνο που ούτε οι ίδιοι το γνωρίζουν, πλην κάποιων, τρανταχτών περιπτώσεων όπως ο Finlay, o Raybaud, o Cochrane. Οι περισσότεροι αδυνατούν να κρίνουν όσα μαθαίνουν μέσω των μυστικών Εταιρειών για την ιστορία των Ελλήνων. Όλοι τους μετέχουν σε παράλληλες Εταιρείες, αντίπαλες της Φιλικής ως προς τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους (διεθνείς) στόχους. Και στις Εταιρείες αυτές, οι επί τόπου ερχόμενοι εντάσσουν και πολλούς από τους Έλληνες που σε λίγο θα βρεθούν αναμεμιγμένοι σε ό,τι ονομάζουμε “εμφύλιο”.
Ο Petropulos δεν θα αναφέρει ότι ο Μαυροκορδάτος τον Οκτώβριο του 1823 μεταπηδά για δεύτερη φορά από την κεντρική εξουσία στην τοπική. Φροντίζοντας να διοριστεί και πάλι Διοικητής της Δ. Χέρσου Ελλάδος (Διευθυντής θα ονομαστεί αυτή τη φορά, επειδή έχουν καταργηθεί πλέον οι τρεις τοπικές διοικήσεις), θα επιδιώξει να διασφαλίσει την κατάληξη των χρημάτων του δανείου, δεδομένου ότι ο διαχειριστής Μπάυρον έχει δείξει από την Κεφαλονιά σημάδια δισταγμού και μη πλήρους συμμόρφωσης με την αποστολή που του ανατέθηκε. Η μεταπήδηση στην τοπική Διοίκηση είναι μια πολιτική κίνηση και δεν αποτελεί σημείο ελέγχου για τον Μαυροκορδάτο. Αν όμως το μνημόνευε ο Petropulos θα έπρεπε να το εξηγήσει και να εγκαταλείψει την θέση της παραδοσιακής στενότητας (τοπικότητας) έναντι της νεωτερικής ευρύτητας (“προοδευτικής” αντίληψης του κράτους με ισχυρή κεντρική διοίκηση). Δεν θα ασχοληθεί ούτε με την ακρίβεια των αιτιάσεων της Ύδρας που, ουσιαστικά, από τα τέλη του 1823 αντιπροσωπεύει το Βουλευτικό του Κρανιδίου και αποτελεί το φανερό κέντρο της νεωτερικής πλευράς. Η δήλωση-μομφή “ημείς εδαπανήσαμεν όλην την περιουσίαν μας και εφθείραμεν τα πλοία μας … άλλοι με άνομους καταχρήσεις διαρπάζουσι τα εθνικά άπαντα” όχι μόνον έρχεται να κρύψει την απροθυμία των Κουντουριωτών για συμμετοχή στην Επανάσταση, αλλά και να ορίσει την ιδιοτέλεια. Την δήλωση αυτή θα επαναλαμβάνουν όσοι προσχωρήσουν στην αγγλογαλλική παράταξη Μαυροκορδάτου-Κωλέττη-Κουντουριώτη. Και η προσχώρηση αυτή αποτελεί εκμίσθωση και ιδιοτελή στάση όχι των ηγετών της παράταξης, αλλά όσων θα σπεύσουν να προσχωρήσουν. Οι Μαυροκορδάτος-Κωλέττης θα αναδείξουν -μέσω ενός μέρους του Βουλευτικού- τον Κουντουριώτη πρόεδρο της Κυβέρνησης, ώστε αυτός να είναι ο “νόμιμος” παραλήπτης του δανείου, ώστε όλη η διοίκηση να ανήκει στην νεωτερικότητα, ώστε όλοι οι άλλοι (της παράδοσης) να είναι “εκτός νόμου, αντάρτες με αντεθνική δράση”. Με τη βοήθεια των χρημάτων (που υποδουλώνουν το κράτος) και του Τύπου (που ίδρυσε η Γραικική Επιτροπή του Λονδίνου) ο Κολοκοτρώνης στιγματίζεται ως ιδιοτελής, τοπικιστής, αγράμματος, αισχροκερδής. Αντίστοιχα, όλοι όσοι δεν υποτάσσονται στην νεωτερικότητα.
Αν οι μομφές εναντίον του Κολοκοτρώνη ίσχυαν, τότε γιατί η νεωτερική ιστορία δεν σπεύδει να τις αναδείξει αναλυτικά; Γιατί τις επαναλαμβάνει από τότε ως σήμερα, με τον ίδιο ακριβώς γενικόλογο τρόπο; Από τα μέσα του 1823 και ιδιαίτερα από τα τέλη του ίδιου χρόνου το “έθνος” είναι εκείνη η παράταξη που το Λονδίνο έχει ορίσει ως παραλήπτη του δανείου. Οι δυο χρονολογίες ορίζονται από την άφιξη του Byron στην Κεφαλονιά και από την αποβίβασή του στο Μεσολόγγι. Το δάνειο δεν δίνεται στην (νόμιμη) ελληνική διοίκηση, αλλά χρησιμοποιείται για να αναδείξει νέα διοίκηση. Το δάνειο δεν είναι χρήματα κάποιας Τράπεζας, αλλά χρήματα που θα αντληθούν από το Χρηματιστήριο. Το γιατί θα φανεί σύντομα, αλλά για όποιους μπορούσαν τότε να το αντιληφθούν. Και δεν είναι μόνον οι Κουντουριώτες και ο Ορλάνδος που αγνοούσαν το άγριο παιχνίδι στο οποίο επρόκειτο να μπλέξουν. Όλοι είχαν “μεσάνυχτα”, ανάλογα με την θέση στην οποία βρίσκονταν. Το “ευρύ κοινό” πίστευε στις διαδόσεις που έλεγαν ότι τα χρήματα αποτελούσαν ευγενική δωρεά της προσωπικής περιουσίας του Byron και των Βρετανών φιλελλήνων που κινήθηκαν στο πλαίσιο της χριστιανικής αλληλεγγύης.
Το δάνειο (που υπολόγιζαν να δοθεί το 1823) δίνεται παράλληλα με το σχέδιο του πολιτεύματος, την πρόταση για Γερμανό ή Άγγλο βασιλιά και χρησιμοποιείται για να διχάσει, να περιορίσει τις επιτυχίες της Επανάστασης, να υποδουλώσει τον αγώνα και να τον σύρει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό λοιπόν που λείπει τελείως στον J. Petropulos είναι κάθε αναφορά στην δράση της Επιτροπής του Λονδίνου. Μέσω του πρώτου δανείου ανατρέπει τις ισορροπίες και την κυβέρνηση του Μαυρομιχάλη, διχάζοντας φανερά την Επανάσταση και θέτοντας το δίλημμα στην “φιλορωσική” πλευρά του Κολοκοτρώνη ή να πειθαρχήσει, ή να εξοντωθεί. Σε δεύτερη φάση, το Λονδίνο δεν αρκείται στην υποχώρηση του Κολοκοτρώνη που παραδίδει την Τρίπολη και το Ναύπλιο. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την παράδοση του Ναυπλίου όχι στην “κυβέρνηση”, αλλά στους Μωραήτες (Ζαήμη και Λόντο) κηρύσσει τους τελευταίους ως “αντάρτες” που “συμβιβάστηκαν” με τον Κολοκοτρώνη, “αγόρασαν” το Ναύπλιο με χρήματα του έθνους (δανείου) και δεν παρέδωσαν τον Κολοκοτρώνη στο “κριτήριο”. Ενώ το Παρίσι το 1824 έχει φροντίσει -μέσω του Μαυροκορδάτου- να δημιουργήσει ανάλογο δανειακό-πολιτειακό-επικοινωνιακό προγεφύρωμα, το Λονδίνο, μέσω του Ορλάνδου “ειδοποιεί” τους αγαθούς Νησιώτες ότι οι κακούργοι Μωραήτες μπορούν να παταχθούν με την βοήθεια των γενναίων Ρουμελιωτών. Έτσι θα επανέλθει η τιμή της Επανάστασης στο Λονδρέζικο χρηματιστήριο και το κύρος της κυβέρνησης Κουντουριώτη στο εξωτερικό.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η “εγγενής-τοπικιστική” διαίρεση της φύσης που θα αντιστοιχηθεί πολιτικά με τα πολιτικά κόμματα Αγγλίας-Ρωσίας-Γαλλίας (νησιά, Μωρηάς, Ρούμελη). Ας δούμε πόσες πολιτικές εκφράζουν τα τρία κόμματα. Ο Κωλέττης που δεν είναι φιλοάγγλος υλοποιεί το σχέδιο του β΄ εμφυλίου που δεν είναι αγγλικό, αλλά διατραπεζικό-διεθνικό. Λίγο πριν ο “φιλοάγγλος” Μαυροκορδάτος δρα υπέρ της φανερής γαλλικής διείσδυσης που περιλαμβάνει Γάλλο βασιλιά και γαλλικό δάνειο και τελικά δεν πραγματοποιείται. Ο Κοραής εξαίρει τους Γάλλους που δρουν στο ίδιο μήκος κύματος με τους Άγγλους. Ο Κωλέττης είναι ο “παραλήπτης” της γαλλικής διείσδυσης, βασικό μέλος της οποίας είναι ο πολιτικός-στρατιωτικός Fabvier. Ο Γάλλος βοναπαρτιστής Φαβιέρος έρχεται το 1825 για δεύτερη φορά, αλλά … μέσω Αγγλίας. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη του αναθέτει την διοίκηση του τακτικού στρατού. Ο Φαβιέρος συνεννοείται και χρηματοδοτείται από την Φιλογραικική Επιτροπή του Παρισιού που συγκροτείται σε βάση χριστιανικής αλληλεγγύης, όπως η αντίστοιχη Αγγλική. Ηγέτης της τελευταίας ήταν ένας Άγγλος που είχε λάβει τιμητικά την Γαλλική υπηκοότητα για την υποστήριξή του στην Γαλλική Επανάσταση. Την πρώτη φορά που ο Φαβιέρος είχε έρθει στην Επανάσταση, κυκλοφορούσε με ψευδώνυμο και βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Byron. Με την άφιξη του Ιμπραήμ, σύσσωμη η αγγλογαλλική νεωτερικότητα ανταγωνίζεται στο ποιος βασιλιάς θα αναδειχθεί στο υπό ίδρυση “ανεξάρτητο” κράτος, κατηγορώντας την ρωσική παραδοσιακότητα ότι επιθυμεί την διαίρεση του “ανεξάρτητου” κράτους σύμφωνα με το ρωσικό σχέδιο των τριών αυτόνομων ηγεμονιών. Είναι έτσι; Όχι. Το ρωσικό σχέδιο του 1824 έχει ήδη καταρρεύσει. Ενώ το 1825 ο τσάρος Αλέξανδρος ταλαντεύεται ακόμη αν πρέπει να δράσει εναντίον των Τούρκων, ενώ ο Καποδίστριας στην Ελβετία γίνεται δέκτης ποικίλων επισκέψεων και προτάσεων, τα πράγματα λαμβάνουν νέα τροπή, όταν ο αποφυλακισμένος (ρωσόφιλος) Κολοκοτρώνης υπογράφει υπέρ της αγγλικής προστασίας, όταν ο Μαυροκορδάτος -εναντίον του οποίου υπογράφουν όλοι οι οπλαρχηγοί- δεν υπογράφει την αίτηση της αγγλικής προστασίας του 1825. Ακόμα και την εποχή της αποφυλάκισης οι “οδηγίες” από το Λονδίνο μιλούν για εσπευσμένη (άνευ δίκης) εκτέλεση του Κολοκοτρώνη. Ενώ οι πιέσεις ξεκινούν πριν την παραλαβή της α΄ δόσης (καλοκαίρι 1824), το 1825 οι εκβιασμοί προς τον Κουντουριώτη ξεπερνούν κάθε όριο. Ενώ στα τέλη του 24 ο Κουντουριώτης αίρει την εμπιστοσύνη του προς τον “γαλλόφιλο” Μαυροκορδάτο, το 25, βλέποντας ότι ο Κωλέττης έχει αυξήσει την ισχύ του, τον δέχεται και πάλι ως “αγγλικό αντίβαρο” προς τον Κωλέττη. Την ίδια περίοδο, ο Δ. Υψηλάντης, αδελφός του αρχηγού της “ρωσοκινούμενης” Επανάστασης, υποστηρίζει την Γαλλική πρόταση.
Πώς εξηγούνται όλα αυτά και άλλα, πολύ-πολύ περισσότερα που συμβαίνουν στο διάστημα 1824-25; Εξηγούνται ως ένα σημείο μέσω της υπερεθνικής διάστασης των μυστικών Εταιρειών και του υπόγειου πολέμου που διεξάγεται προ πολλού σε διεθνές επίπεδο μεταξύ χριστιανών και αντιχριστιανών. Δεν εξηγούνται από την νεωτερικότητα, επειδή δεν τίθενται. Δεν τίθεται ούτε θέμα εκβιασμών από το Λονδίνο του άτολμου και πολιτικά ανίκανου Κουντουριώτη, που φαίνεται ότι ως τέτοιος προτιμήθηκε από το “Βουλευτικό” του 1823. Δεν τίθεται θέμα παραβίασης όλων των νομικών διατάξεων από εκείνους που εμφανίζονται ως προστάτες των νόμων και της ισονομίας. Τίθεται μόνον θέμα Φαναριωτών, Κοτζαμπάσηδων και Κλεφταρματολών. Νησιωτών, Πελοποννήσιων και Ρουμελιωτών. Ιδιοτελών, τοπικιστών και εθνικιστών. Ποιος πρωτοθέτει τέτοια θέματα; Η Δύση. Ενώ ο Κολοκοτρώνης και οι λοιποί έγκλειστοι της Ύδρας έχουν ήδη αποφυλακιστεί, φτάνει γράμμα στον Κουντουριώτη από το Λονδίνο που απηχεί τις απόψεις των δανειστών, της Επιτροπής και της Βρετανικής κυβέρνησης. Στο γράμμα προτρέπεται η κυβέρνηση να παρακάμψει το ανεξάρτητο “κριτήριο” και να εκτελέσει με συνοπτικές διαδικασίες τους “μουρτάτες” (αποστάτες). Εκτός από τους αποστάτες, υπεύθυνοι για την άσχημη διεθνή εικόνα της χώρας και την κακή εξέλιξη της Επανάστασης είναι -σύμφωνα πάντα με το Λονδίνο- οι κοτζαμπασήδες, οι Μωραΐτες και οι Φαναριώτες. Λίγο νωρίτερα, την εποχή υπογραφής του β΄ δανείου άλλο γράμμα από το Λονδίνο υπενθυμίζει στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη ότι τα μόνα χρήσιμα χρήματα για την Επανάσταση είναι τα αγγλικά. Όχι τα ρωσικά, τα οποία ο Βαρβάκης είχε την “αυθάδεια” να ζητήσει να προτιμηθούν από την κυβέρνηση του Κουντουριώτη. Ο αποστολέας, που επαναλαμβάνει και τις διαιρετικές γραμμές μεταξύ Πελοποννησίων, Νησιωτών και Ρουμελιωτών, παραδέχεται ότι πηγή των απόψεων αυτών είναι ο Canning και οι μυστικές εταιρείες, όπως αυτή που συνάντησε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Εκείνο που δεν παραδέχεται βέβαια, είναι ότι τα χρήματα του Βαρβάκη είναι χρήματα της Φιλικής Εταιρείας.
Θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος εκβιασμός χωρίς την πίεση του χρηματιστηρίου; Προφανώς, αλλά θα είχε την ίδια αποτελεσματικότητα; Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η πτώση των τιμών της Επανάστασης στο χρηματιστήριο δεν πίεζε απ’ ευθείας την προσωρινή Ελληνική κυβέρνηση. Πίεζε πρώτα τα μέλη της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου που είχαν παίξει τα ρέστα τους, επειδή οι ίδιοι, εκτός από “προοδευτικοί-κοινωνικοί ωφελιμιστές” ήταν και αχαλίνωτοι κερδοσκόποι, δηλαδή ατομικοί ωφελιμιστές ή “καπιταλιστές”, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η πίεση διαχεόταν αποτελεσματικότερα, όταν τα μέλη της Επιτροπής πίεζαν τα μέλη της ελληνικής αποστολής που είχαν λόγους να δέχονται την πίεση· οι τελευταίοι είχαν σπαταλήσει και καταχραστεί χρήματα του δανείου.
Πρέπει ακόμα να τονιστεί ότι η δύναμη που αυτοορίζεται ως νεωτερική “γενικότητα” έναντι της παραδοσιακής “μερικότητας” είναι αυτή που κατά σύστημα διαιρεί. Αυτή που δημιουργούσε τις φατρίες και τα κόμματα, κατηγορούσε στη συνέχεια τους αντιπάλους της ως τοπικιστές και φατριαζόμενους. Την θέση αυτή βλέπουμε και στο γράμμα που μόλις αναφέραμε. Οι ανώτεροι εκπρόσωποι της δύναμης που δίχαζε την Επανάσταση στη βάση της, καλούσαν διαρκώς και τελείως υποκριτικά τους Έλληνες σε ομόνοια και ενότητα. Το κάνει ο Γραμματέας της Επιτροπής του Λονδίνου το 1824, το κάνει -με πολύ περισσότερο θράσος- τρία χρόνια αργότερα και ο ναύαρχος Κόχραν, το λαμπρότερο παράδειγμα επιτόπιας διχαστικής δράσης μέσω της εξαγοράς συνειδήσεων. Όταν λοιπόν ο νεωτερικός ναύαρχος και εκπρόσωπος των δανειστών διαλύει με πλάγια μέσα τον στρατό του Καραϊσκάκη για να σμικρυνθεί το υπό ίδρυση κράτος, τότε ο στρατός αυτός είναι “τοπικός”; Δεν είναι “εθνικός”; Δεν υπάρχει απόλυτη πειθαρχία όλων των “τοπικών οπλαρχηγών” στον αρχιστράτηγο του έθνους το 1827; Μήπως είναι “τοπικιστικό” το σχέδιο για ανάκτηση της Στερεάς από τον Κιουταχή; Μήπως ήταν αξιοκρατική η άποψη του Μαυροκορδάτου που το 1826 προωθούσε τον Κ. Μπότσαρη στη θέση του Καραϊσκάκη; Ή μήπως ήταν τοπικιστική η προτίμηση του Α. Ζαΐμη στον Καραϊσκάκη, που, σημειωτέον, ήταν αυτός που είχε διαγουμίσει το αρχοντικό του στον β΄ εμφύλιο; Ποια πλευρά προκρίνει ενότητα και ποια διχασμό; Και ποια από τις δυο εκφράζει πολιτισμικά το “ευρύτερο”; Η πλευρά της διαίρεσης και της αφαίρεσης δυνάμεων ή η πλευρά της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού των δυνάμεων;
Ο Κολοκοτρώνης κατηγορείται ότι θησαυρίζει ως φυσικό πρόσωπο από την Επανάσταση, καταθέτοντας τον πλούτο στις Τράπεζες των βρετανοκρατούμενων Επτανήσων. Κατηγορείται ότι έχει ιδιοτελή και όχι εθνική στάση, απόδειξη ότι διαπραγματεύεται την πώληση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς. Τέτοιες ή παρόμοιες μομφές δεν αναλύουμε εδώ. Τις παρακάμπτουμε ως εύλογα συκοφαντικές, υποκρύπτουσες την πολιτική αντίθεση όσων τις εκστομίζουν. Δεν εξετάζουμε εδώ το βάθος της εχθρότητας στην πράξη, όπου η βαριά σπίλωση αποτελεί ένα μόνο επίπεδο προσπάθειας για την εξόντωση του αντιπάλου. Ας δούμε τις πολιτικές κατηγορίες. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορείται ότι ταυτίζει το πρόσωπό του με το έθνος. Ότι οικειοποιείται τα λάφυρα, ότι έχει προσωπικό στρατό, ότι οικειοποιείται τα εθνικά φρούρια (Τρίπολη και Ναύπλιο) και δεν τα αποδίδει στο έθνος. Το “έθνος” εκείνη τη στιγμή είναι η κυβέρνηση του Κουντουριώτη, η οποία εξελέγη με την μεσολάβηση του δανείου. Το πρώτο επίπεδο μιας πληρέστερης περιγραφής των όσων καταγγέλλονται, είναι ότι ο Κουντουριώτης χρησιμοποιεί όχι μόνον τα χρήματα του δανείου αλλά ακόμα και την φήμη του ως επερχόμενου χρήματος που θα καταλήξει στην δική του διαχείριση, για να σχηματίσει προσωπικό στρατό καταδίωξης όσων δεν δέχονται την εξουσία του. Ότι οικειοποιείται το έθνος, υποκρινόμενος πως απλώς εφαρμόζει τον νόμο, ότι ηγείται της δημιουργίας ενός πελατειακού κράτους πριν το κράτος υπάρξει. Ότι καταστρατηγεί και ευτελίζει τον (νεωτερικό) νόμο, φέρνοντάς τον σε εντελώς προσωπικά όρια. Την ίδια υποκριτική χρήση του έθνους διακρίνουμε στον Μαυροκορδάτο, όταν, ταυτίζοντας το έθνος με το πρόσωπό του, καταστρατηγεί και ευτελίζει κάθε έννοια δικαιοσύνης και ανεξάρτητων εξουσιών στην κατηγορία-δίκη-απόφαση (προαναγγελθείσα και άσχετη με τις κατηγορίες) εναντίον του Καραϊσκάκη. Διευρύνοντας το καθαρά νομικό-πολιτικό πλαίσιο, μπορούμε να πούμε ότι ενδεχομένως οι δυο πλευρές χρησιμοποιούν αντίστοιχους τρόπους για να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση (η “οικειοποίηση” των λαφύρων από τον Κολοκοτρώνη εξυπηρετεί το πολιτικό σχέδιο της παραδοσιακής πλευράς). Ποια είναι η βασική μεταξύ τους διαφορά; Ότι η νεωτερική πλευρά είναι εκείνη που υποκρίνεται την νομιμόφρονα, επειδή οικειοποιείται την εξουσία με παράνομο τρόπο (η εκλογή του Κουντουριώτη είναι απόλυτα παράνομη), επειδή δεν τηρεί ούτε τους δικούς της νόμους. Είναι εκείνη που καταστρατηγεί την ισονομία και την αξιοκρατία. Ενώ υποστηρίζει πως εκπροσωπεί ένα ευρύτερο έθνος, είναι εκείνη που συνεχώς σμικρύνει την Επανάσταση, αδιαφορώντας για τις αποτυχίες που φέρνει στο πεδίο της μάχης. Υπάρχει όμως και μια ακόμη διαφορά. Η ζωή του Κολοκοτρώνη υφίσταται συνεχείς απειλές. Ο ίδιος γλυτώνει, δολοφονείται όμως ο γιός του Πάνος. Αντίστοιχες απειλές υφίσταται ο Ανδρούτσος (από την αρχή της Επανάστασης), ο Βαρνακιώτης (ακόμα και στον Κάλαμο), ο Καραϊσκάκης (ακόμα και μετά την “δίκη” και μάλιστα με την συμβολή των Τούρκων), η Μπουμπουλίνα, ο Κρεββατάς, ο Βισβίζης και άλλοι, ελληνόφωνοι και μη, που ανήκουν στην πλευρά της παράδοσης ή που δεν υπακούν στην πλευρά της νεωτερικότητας. Ο Τύπος της νεωτερικότητας γίνεται όχι μόνον όργανο συκοφαντιών, αλλά και συγκάλυψης δολοφονιών.
Φεύγοντας τελείως από το νομικό πλαίσιο, αναζητούμε και το πρώτο συμπέρασμα του “εμφυλίου”. Η στρατιωτική και ηθική αποδυνάμωση της Επανάστασης πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στην νεωτερική πλευρά, εφόσον αυτή είναι όχι μόνον έκνομη αλλά και επιτιθέμενη. Η πλευρά του Κολοκοτρώνη απορρίπτει την επιθετική πρόταση του Ανδρούτσου, ζητά Εθνοσυνέλευση μετά το Άστρος, απαντά ενωτικά και ήπια στις ποικίλες συκοφαντίες, φυλλοροεί υπό το δέλεαρ των λιρών, παραδίδει την Τρίπολη και το Ναύπλιο, αμύνεται και καταρρέει υπό το ψυχολογικό βάρος της δολοφονίας του Πάνου Κολοκοτρώνη. Είναι η πλευρά που υπομένει την αδικία και δεν ζητά εκδίκηση. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η νεωτερική πλευρά -σε αντίθεση με την παραδοσιακή- υποθηκεύει τον βασικό εθνικό πλούτο που προκύπτει από την εκδίωξη της οθωμανικής διοίκησης: τη γη. Η πράξη αυτή -στο βαθμό που οι συνέπειές της είναι μη άμεσα αναστρέψιμες- ισοδυναμεί με ακύρωση ενός καίριου μέσου για την επίτευξη του επαναστατικού στόχου. Με την πράξη αυτή το προνόμιο της οικονομικής οθωμανικής καταδυνάστευσης μεταβιβάζεται στους δανειστές. Έτσι η “Επανάσταση της Ανεξαρτησίας” που κατά την νεωτερική εκδοχή προκύπτει μέσα από τα “Δάνεια της Ανεξαρτησίας” και την απόσχιση από την Κωνσταντινούπολη, ισοδυναμεί όντως με την απεξάρτηση από τον χριστιανισμό (ορθόδοξο Πατριαρχείο) και την εξάρτηση από ένα νέο κέντρο, που οικονομικά εδράζεται στο Λονδίνο.
Φεύγοντας και από αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο να φτάσουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα σχετικά με την ταυτότητα της σύγκρουσης. Πώς ορίζονται οι δυο πλευρές και από πού πηγάζουν; Ποια πλευρά εκπροσωπεί την Φιλική Εταιρεία και ποια ήταν αυτή η Εταιρεία; Οι δυο πλευρές έχουν διεθνή διάσταση. Κάθε μια εδράζεται σε έναν διαφορετικό ορισμό του δικαίου. Οι δυο ορισμοί είναι αντίθετοι μεταξύ τους γιατί απορρέουν από δυο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Αυτό στην πράξη μπορεί να μην φαίνεται πάντα καθαρά, ιδιαίτερα επειδή αμφότερες οι πλευρές κρίνονται με ίδιους όρους που στην πλειοψηφία ερμηνεύονται με μια και μόνη διάσταση του καλού και του δικαίου. Όμως η εκατέρωθεν θεωρία επιβεβαιώνει το βαθύτερο κίνητρο των περισσοτέρων πράξεων. Και η θεωρία που αναπτύσσεται σε επίπεδο μυστικών εταιρειών, μιλάει είτε για κατά Χριστόν οντολογία είτε για κατ’ άνθρωπον -αγνώστου προελεύσεως- δικαιωματική θεώρηση του κόσμου. Οι δυο τάσεις θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους στην ελληνική Επανάσταση. Η σύγκρουση μπορεί να ονομαστεί και “εμφύλιος”, χωρίς όμως να περιοριστεί αποκλειστικά στο ερμηνευτικό πλαίσιο που η λέξη ορίζει. Η ίδια η Επανάσταση που σωστά λέγεται “Ελληνική”, ορίζεται μέσα στο ίδιο διεθνικό πλαίσιο. Οργανώνεται και προσπαθεί να εκδηλωθεί κάτω από την εκδήλωση δυο αντίθετων τάσεων που καμουφλάρονται και παρουσιάζονται με διαφορετικά προσωπεία.
Την πλήρη αδυναμία του Petropulos να δει και να ορίσει την διαρκή σύγκρουση των δυο πλευρών ως σύγκρουση δυο αντίθετων κοσμοθεωριών, αποτυπώνει η φράση του “οι διάφορες όψεις του θρησκευτικού προβλήματος μπλέχτηκαν με τον κομματικό ανταγωνισμό…” που αναφέρεται στις “εκκλησιαστικές υποθέσεις” 1836-39. Ονομάζοντας “θρησκευτικό πρόβλημα” κάτι που το θεωρεί ως ξεχωριστό ζήτημα από τον “κομματικό ανταγωνισμό” ο Petropulos προεκτείνει και επιδεινώνει τις ερμηνευτικές γραμμές του “τοπικισμού”, του “φαναριωτισμού”, του “κεφταρματολισμού”…, δημιουργεί δηλαδή υποκατάστατες ερμηνείες, επειδή αδυνατεί να δει το 1814, το 1822, το 1839 ως συνέχεια της ιστορικής αναμέτρησης Δύσης-Ανατολής.
Η Επανάσταση είχε στόχο την ανασύσταση της Ανατολής και ο στόχος αυτός περνούσε μέσα από την προσπάθεια αναγέννησης της Δύσης που ξεκίνησε τον 15ο αιώνα. Η προσπάθεια αυτή έφερε περιορισμένους καρπούς στον 18ο αιώνα. Η Ελληνική Επανάσταση που έγινε ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία έγινε ταυτόχρονα και ενάντια στις πάγιες πολιτικές της Βρετανίας και της Γαλλίας που υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανίας, ώστε να μην ανασυσταθεί η Ανατολή, δηλαδή ένα πολυεθνικό χριστιανικό κράτος με κέντρο τον ελληνισμό. Μετά την αποτυχία του διεθνικού 1787-92 που θεμελίωσε και την αλλαγή στάσης της Αυστρίας (θα ολοκληρωθεί στο Αούστερλιτς), το επαναστατικό δόγμα αλλάζει οριστικά. “Ό,τι είναι να κάνουμε, θα το κάνουμε μόνοι μας” σημαίνει ότι Ελληνική Επανάσταση σε διεθνική βάση είναι αδύνατη. Αυτό προκύπτει από την φαινομενική ενότητα μέσα στις μυστικές Εταιρείες που διαψεύδεται όταν έρχεται η ώρα της εφαρμογής, η ώρα της δράσης. Άρα, η ελπίδα για να περιοριστούν τα διεθνή εμπόδια, είναι να εμφανιστεί η Επανάσταση ως εθνικό κίνημα (δηλαδή ελληνόφωνο) και να διασφαλιστεί το αποτέλεσμά της με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή μια διεθνική εξέλιξή της σε μελλοντικό χρόνο. Και αυτό που ο Δ. Υψηλάντης γνωρίζει άριστα, αλλά αδυνατεί πρακτικά να χειριστεί, ο Κολοκοτρώνης το έχει εμπεδώσει, τόσο από την προϊστορία του πατέρα του, όσο και από το εταιρικό κύκλωμα που συναντά στα Επτάνησα το 1806, αλλά μπορεί και να το χειριστεί λόγω χαρακτήρα. Γνωρίζει επίσης τι σημαίνει εθνικός “Γραικός” έναντι του διεθνικού “Έλληνα” και εργάζεται για να ανατρέψει το 1453 και όχι το 338 π.Χ.. Ως άτυπος αρχηγός της Επανάστασης, ως κύριος εκφραστής του φορέα που οργάνωσε και κήρυξε την Επανάσταση, κάνει συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς, ανάλογα με τις συνθήκες και την πληροφόρηση που έχει μέσα από τα μυστικά δίκτυα. Το 1827 θα κατορθώσει να προσφέρει την ηγεσία στον Καποδίστρια, τον πολιτικό με παγκόσμια ενδιαφέροντα και δράση που οποίο η νεωτερική ευρύτητα θα χαρακτηρίσει -μεταξύ άλλων- “Κερκυραίο”. Αυτό που μένει αρκετά σκοτεινό είναι η σχέση της ρωσικής πολιτικής με την Φιλική Εταιρεία, αλλά αυτό είναι αδύνατο να εντοπιστεί όταν ο ιστορικός αυτοπαγιδεύεται σε υστερόπρωτα σχήματα όπου η κατάληξη των γεγονότων συνδέεται αιτιολογικά με την έναρξη. Είναι αδύνατο να εντοπιστεί όταν -χωρίς επαρκή στοιχεία- το αποτέλεσμα ταυτίζεται με την αρχική πρόθεση. Εφόσον μετά το 1833 επικρατεί (με κάποιους συμβιβασμούς) η εθνική διάσταση στο ελληνικό κράτος, αυτό σημαίνει ότι το 1814 έθεσε αντίστοιχο στόχο; Αν η Αθήνα είναι το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, τότε πώς εξηγείται ο εθνικός στόχος της Κωνσταντινούπολης μετά το 1844; Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν τον J. Petropulos να θεωρεί την Φιλική Εταιρεία εκφραστή μιας Μεγάλης Ιδέας στην οποία η Κωνσταντινούπολη θα αποτελεί πρωτεύουσα ενός εθνικού (ελληνόφωνου) κράτους;
Ο Ν. Διαμαντούρος έχει εκπονήσει μια άκρως ενδιαφέρουσα διατριβή. Προεκτείνει τον Petropulos κρατώντας βασικά του στοιχεία, αλλά και διευρύνει το πεδίο “παράγοντες Επανάστασης και συγκρότησης κράτους” με πρωτότυπες παρατηρήσεις πάνω σε κοινωνιολογικούς άξονες. Η προσπάθεια διακρίνεται από τόλμη, ακρίβεια, ευθυκρισία. Σημαντικά είναι και τα μειονεκτήματά της, τα οποία όμως πρέπει να ιδωθούν σε σχέση και με τον χρόνο που η διατριβή γράφτηκε (1972). Ο Ν. Διαμαντούρος ακολουθεί ορισμένα αναπόδεικτα κλισέ, αποφεύγει ορισμένες κλασικές παγίδες αλλά πέφτει σε άλλες, μεγαλύτερες, επειδή διεισδύει περισσότερο στην ερμηνεία των γεγονότων. Διαχωρίζει τους Φαναριώτες με κριτήριο την ένταξή τους σε “παράδοση” ή “νεωτερικότητα”, χωρίς όμως να εμβαθύνει στο θέμα. Διαφοροποιείται και στον συγκρουσιακό άξονα “πολιτικών-στρατιωτικών” που τον προσδιορίζει ως σύγκρουση “προκρίτων-οπλαρχηγών” επειδή εξαιρεί από τους πολιτικούς την ομάδα των “εκσυγχρονιστών”. Όταν όμως παραδέχεται ότι το σχήμα “πολιτικοί-στρατιωτικοί” είναι απλώς μια χονδροειδής περιγραφή της αντίθεσης “εκσυγχρονιστές-παραδοσιακοί” και ότι οι πρώτοι επιδιώκουν έναν “τακτικό στρατό” επειδή αυτός θα υπακούει στον δικό τους επαναστατικό στόχο, σταματά εκεί. Δεν επεκτείνει τον συλλογισμό του, πράγμα που θα του επέτρεπε να δει ότι χωρίς τους εκσυγχρονιστές δεν θα υπήρχε η σύγκρουση που κορυφώθηκε το 1824, το 1830, το 1832, το 1839. Ενώ δέχεται καθαρά ότι οι δυο μεγάλες κατηγορίες ιστορικών στο 2ο μισό του 20ου αιώνα έχουν τη βασική σφραγίδα “ορθόδοξοι” και “νεομαρξιστές”, θεωρεί ότι οι δεύτεροι έχουν μια φυσική προτεραιότητα στην αντικειμενικότητα. Αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα, εξάλλου κατά περίπτωση και κατά συνθήκη μπορεί να αληθεύει. Το πρόβλημα δημιουργείται επειδή ο συγγραφέας διακατέχεται από μια θεμελιώδη προκατάληψη που αντικατοπτρίζεται και στον τίτλο της διατριβής του Political Modernisation, Social Conflict, and Cultural Cleavage in the Formation of the Modern Greek State, 1821-1828, Columbia University, κυρίως όμως στην ελληνική του μετάφραση Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, MIET, 2002. Θεωρεί ότι το νέο είναι “καλύτερο” του παλαιού. Όταν όμως τεκμηριώνει την ανωτερότητα του “σύγχρονου” (δυτικού) πολιτικού συστήματος, μέσα στις σωστές παρατηρήσεις υπεισέρχονται και ελλείψεις και παραμορφώσεις και λανθασμένες εκτιμήσεις. “Παλιό” και “Νέο” ορίζονται αυθαίρετα ή παραμορφωτικά με βάση ελλιπή ή παρερμηνευμένα στοιχεία. Ο βασικός ερμηνευτικός άξονας είναι η “αδυναμία” του παραδοσιακού κόσμου να ακολουθήσει την “πρόοδο” της νεωτερικότητας, επειδή οι πρώτοι έχουν συνείδηση αίματος, όρκων και τοπικότητας, ενώ οι δεύτεροι έχουν συνείδηση απρόσωπου και ενιαίου δικαίου για όλη την επικράτεια. Παρότι η κρίση του είναι αρκετές φορές σωστή με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει, ένα κύριο πρόβλημα έγκειται στο ότι πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο, απουσιάζουν.
Θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος εκβιασμός χωρίς την πίεση του χρηματιστηρίου; Προφανώς, αλλά θα είχε την ίδια αποτελεσματικότητα; Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η πτώση των τιμών της Επανάστασης στο χρηματιστήριο δεν πίεζε απ’ ευθείας την προσωρινή Ελληνική κυβέρνηση. Πίεζε πρώτα τα μέλη της Γραικικής Επιτροπής του Λονδίνου που είχαν παίξει τα ρέστα τους, επειδή οι ίδιοι, εκτός από “προοδευτικοί-κοινωνικοί ωφελιμιστές” ήταν και αχαλίνωτοι κερδοσκόποι, δηλαδή ατομικοί ωφελιμιστές ή “καπιταλιστές”, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η πίεση διαχεόταν αποτελεσματικότερα, όταν τα μέλη της Επιτροπής πίεζαν τα μέλη της ελληνικής αποστολής που είχαν λόγους να δέχονται την πίεση· οι τελευταίοι είχαν σπαταλήσει και καταχραστεί χρήματα του δανείου.
Πρέπει ακόμα να τονιστεί ότι η δύναμη που αυτοορίζεται ως νεωτερική “γενικότητα” έναντι της παραδοσιακής “μερικότητας” είναι αυτή που κατά σύστημα διαιρεί. Αυτή που δημιουργούσε τις φατρίες και τα κόμματα, κατηγορούσε στη συνέχεια τους αντιπάλους της ως τοπικιστές και φατριαζόμενους. Την θέση αυτή βλέπουμε και στο γράμμα που μόλις αναφέραμε. Οι ανώτεροι εκπρόσωποι της δύναμης που δίχαζε την Επανάσταση στη βάση της, καλούσαν διαρκώς και τελείως υποκριτικά τους Έλληνες σε ομόνοια και ενότητα. Το κάνει ο Γραμματέας της Επιτροπής του Λονδίνου το 1824, το κάνει -με πολύ περισσότερο θράσος- τρία χρόνια αργότερα και ο ναύαρχος Κόχραν, το λαμπρότερο παράδειγμα επιτόπιας διχαστικής δράσης μέσω της εξαγοράς συνειδήσεων. Όταν λοιπόν ο νεωτερικός ναύαρχος και εκπρόσωπος των δανειστών διαλύει με πλάγια μέσα τον στρατό του Καραϊσκάκη για να σμικρυνθεί το υπό ίδρυση κράτος, τότε ο στρατός αυτός είναι “τοπικός”; Δεν είναι “εθνικός”; Δεν υπάρχει απόλυτη πειθαρχία όλων των “τοπικών οπλαρχηγών” στον αρχιστράτηγο του έθνους το 1827; Μήπως είναι “τοπικιστικό” το σχέδιο για ανάκτηση της Στερεάς από τον Κιουταχή; Μήπως ήταν αξιοκρατική η άποψη του Μαυροκορδάτου που το 1826 προωθούσε τον Κ. Μπότσαρη στη θέση του Καραϊσκάκη; Ή μήπως ήταν τοπικιστική η προτίμηση του Α. Ζαΐμη στον Καραϊσκάκη, που, σημειωτέον, ήταν αυτός που είχε διαγουμίσει το αρχοντικό του στον β΄ εμφύλιο; Ποια πλευρά προκρίνει ενότητα και ποια διχασμό; Και ποια από τις δυο εκφράζει πολιτισμικά το “ευρύτερο”; Η πλευρά της διαίρεσης και της αφαίρεσης δυνάμεων ή η πλευρά της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού των δυνάμεων;
Ο Κολοκοτρώνης κατηγορείται ότι θησαυρίζει ως φυσικό πρόσωπο από την Επανάσταση, καταθέτοντας τον πλούτο στις Τράπεζες των βρετανοκρατούμενων Επτανήσων. Κατηγορείται ότι έχει ιδιοτελή και όχι εθνική στάση, απόδειξη ότι διαπραγματεύεται την πώληση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς. Τέτοιες ή παρόμοιες μομφές δεν αναλύουμε εδώ. Τις παρακάμπτουμε ως εύλογα συκοφαντικές, υποκρύπτουσες την πολιτική αντίθεση όσων τις εκστομίζουν. Δεν εξετάζουμε εδώ το βάθος της εχθρότητας στην πράξη, όπου η βαριά σπίλωση αποτελεί ένα μόνο επίπεδο προσπάθειας για την εξόντωση του αντιπάλου. Ας δούμε τις πολιτικές κατηγορίες. Ο Κολοκοτρώνης κατηγορείται ότι ταυτίζει το πρόσωπό του με το έθνος. Ότι οικειοποιείται τα λάφυρα, ότι έχει προσωπικό στρατό, ότι οικειοποιείται τα εθνικά φρούρια (Τρίπολη και Ναύπλιο) και δεν τα αποδίδει στο έθνος. Το “έθνος” εκείνη τη στιγμή είναι η κυβέρνηση του Κουντουριώτη, η οποία εξελέγη με την μεσολάβηση του δανείου. Το πρώτο επίπεδο μιας πληρέστερης περιγραφής των όσων καταγγέλλονται, είναι ότι ο Κουντουριώτης χρησιμοποιεί όχι μόνον τα χρήματα του δανείου αλλά ακόμα και την φήμη του ως επερχόμενου χρήματος που θα καταλήξει στην δική του διαχείριση, για να σχηματίσει προσωπικό στρατό καταδίωξης όσων δεν δέχονται την εξουσία του. Ότι οικειοποιείται το έθνος, υποκρινόμενος πως απλώς εφαρμόζει τον νόμο, ότι ηγείται της δημιουργίας ενός πελατειακού κράτους πριν το κράτος υπάρξει. Ότι καταστρατηγεί και ευτελίζει τον (νεωτερικό) νόμο, φέρνοντάς τον σε εντελώς προσωπικά όρια. Την ίδια υποκριτική χρήση του έθνους διακρίνουμε στον Μαυροκορδάτο, όταν, ταυτίζοντας το έθνος με το πρόσωπό του, καταστρατηγεί και ευτελίζει κάθε έννοια δικαιοσύνης και ανεξάρτητων εξουσιών στην κατηγορία-δίκη-απόφαση (προαναγγελθείσα και άσχετη με τις κατηγορίες) εναντίον του Καραϊσκάκη. Διευρύνοντας το καθαρά νομικό-πολιτικό πλαίσιο, μπορούμε να πούμε ότι ενδεχομένως οι δυο πλευρές χρησιμοποιούν αντίστοιχους τρόπους για να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση (η “οικειοποίηση” των λαφύρων από τον Κολοκοτρώνη εξυπηρετεί το πολιτικό σχέδιο της παραδοσιακής πλευράς). Ποια είναι η βασική μεταξύ τους διαφορά; Ότι η νεωτερική πλευρά είναι εκείνη που υποκρίνεται την νομιμόφρονα, επειδή οικειοποιείται την εξουσία με παράνομο τρόπο (η εκλογή του Κουντουριώτη είναι απόλυτα παράνομη), επειδή δεν τηρεί ούτε τους δικούς της νόμους. Είναι εκείνη που καταστρατηγεί την ισονομία και την αξιοκρατία. Ενώ υποστηρίζει πως εκπροσωπεί ένα ευρύτερο έθνος, είναι εκείνη που συνεχώς σμικρύνει την Επανάσταση, αδιαφορώντας για τις αποτυχίες που φέρνει στο πεδίο της μάχης. Υπάρχει όμως και μια ακόμη διαφορά. Η ζωή του Κολοκοτρώνη υφίσταται συνεχείς απειλές. Ο ίδιος γλυτώνει, δολοφονείται όμως ο γιός του Πάνος. Αντίστοιχες απειλές υφίσταται ο Ανδρούτσος (από την αρχή της Επανάστασης), ο Βαρνακιώτης (ακόμα και στον Κάλαμο), ο Καραϊσκάκης (ακόμα και μετά την “δίκη” και μάλιστα με την συμβολή των Τούρκων), η Μπουμπουλίνα, ο Κρεββατάς, ο Βισβίζης και άλλοι, ελληνόφωνοι και μη, που ανήκουν στην πλευρά της παράδοσης ή που δεν υπακούν στην πλευρά της νεωτερικότητας. Ο Τύπος της νεωτερικότητας γίνεται όχι μόνον όργανο συκοφαντιών, αλλά και συγκάλυψης δολοφονιών.
Φεύγοντας τελείως από το νομικό πλαίσιο, αναζητούμε και το πρώτο συμπέρασμα του “εμφυλίου”. Η στρατιωτική και ηθική αποδυνάμωση της Επανάστασης πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στην νεωτερική πλευρά, εφόσον αυτή είναι όχι μόνον έκνομη αλλά και επιτιθέμενη. Η πλευρά του Κολοκοτρώνη απορρίπτει την επιθετική πρόταση του Ανδρούτσου, ζητά Εθνοσυνέλευση μετά το Άστρος, απαντά ενωτικά και ήπια στις ποικίλες συκοφαντίες, φυλλοροεί υπό το δέλεαρ των λιρών, παραδίδει την Τρίπολη και το Ναύπλιο, αμύνεται και καταρρέει υπό το ψυχολογικό βάρος της δολοφονίας του Πάνου Κολοκοτρώνη. Είναι η πλευρά που υπομένει την αδικία και δεν ζητά εκδίκηση. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η νεωτερική πλευρά -σε αντίθεση με την παραδοσιακή- υποθηκεύει τον βασικό εθνικό πλούτο που προκύπτει από την εκδίωξη της οθωμανικής διοίκησης: τη γη. Η πράξη αυτή -στο βαθμό που οι συνέπειές της είναι μη άμεσα αναστρέψιμες- ισοδυναμεί με ακύρωση ενός καίριου μέσου για την επίτευξη του επαναστατικού στόχου. Με την πράξη αυτή το προνόμιο της οικονομικής οθωμανικής καταδυνάστευσης μεταβιβάζεται στους δανειστές. Έτσι η “Επανάσταση της Ανεξαρτησίας” που κατά την νεωτερική εκδοχή προκύπτει μέσα από τα “Δάνεια της Ανεξαρτησίας” και την απόσχιση από την Κωνσταντινούπολη, ισοδυναμεί όντως με την απεξάρτηση από τον χριστιανισμό (ορθόδοξο Πατριαρχείο) και την εξάρτηση από ένα νέο κέντρο, που οικονομικά εδράζεται στο Λονδίνο.
Φεύγοντας και από αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητο να φτάσουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα σχετικά με την ταυτότητα της σύγκρουσης. Πώς ορίζονται οι δυο πλευρές και από πού πηγάζουν; Ποια πλευρά εκπροσωπεί την Φιλική Εταιρεία και ποια ήταν αυτή η Εταιρεία; Οι δυο πλευρές έχουν διεθνή διάσταση. Κάθε μια εδράζεται σε έναν διαφορετικό ορισμό του δικαίου. Οι δυο ορισμοί είναι αντίθετοι μεταξύ τους γιατί απορρέουν από δυο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Αυτό στην πράξη μπορεί να μην φαίνεται πάντα καθαρά, ιδιαίτερα επειδή αμφότερες οι πλευρές κρίνονται με ίδιους όρους που στην πλειοψηφία ερμηνεύονται με μια και μόνη διάσταση του καλού και του δικαίου. Όμως η εκατέρωθεν θεωρία επιβεβαιώνει το βαθύτερο κίνητρο των περισσοτέρων πράξεων. Και η θεωρία που αναπτύσσεται σε επίπεδο μυστικών εταιρειών, μιλάει είτε για κατά Χριστόν οντολογία είτε για κατ’ άνθρωπον -αγνώστου προελεύσεως- δικαιωματική θεώρηση του κόσμου. Οι δυο τάσεις θα έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους στην ελληνική Επανάσταση. Η σύγκρουση μπορεί να ονομαστεί και “εμφύλιος”, χωρίς όμως να περιοριστεί αποκλειστικά στο ερμηνευτικό πλαίσιο που η λέξη ορίζει. Η ίδια η Επανάσταση που σωστά λέγεται “Ελληνική”, ορίζεται μέσα στο ίδιο διεθνικό πλαίσιο. Οργανώνεται και προσπαθεί να εκδηλωθεί κάτω από την εκδήλωση δυο αντίθετων τάσεων που καμουφλάρονται και παρουσιάζονται με διαφορετικά προσωπεία.
Την πλήρη αδυναμία του Petropulos να δει και να ορίσει την διαρκή σύγκρουση των δυο πλευρών ως σύγκρουση δυο αντίθετων κοσμοθεωριών, αποτυπώνει η φράση του “οι διάφορες όψεις του θρησκευτικού προβλήματος μπλέχτηκαν με τον κομματικό ανταγωνισμό…” που αναφέρεται στις “εκκλησιαστικές υποθέσεις” 1836-39. Ονομάζοντας “θρησκευτικό πρόβλημα” κάτι που το θεωρεί ως ξεχωριστό ζήτημα από τον “κομματικό ανταγωνισμό” ο Petropulos προεκτείνει και επιδεινώνει τις ερμηνευτικές γραμμές του “τοπικισμού”, του “φαναριωτισμού”, του “κεφταρματολισμού”…, δημιουργεί δηλαδή υποκατάστατες ερμηνείες, επειδή αδυνατεί να δει το 1814, το 1822, το 1839 ως συνέχεια της ιστορικής αναμέτρησης Δύσης-Ανατολής.
Η Επανάσταση είχε στόχο την ανασύσταση της Ανατολής και ο στόχος αυτός περνούσε μέσα από την προσπάθεια αναγέννησης της Δύσης που ξεκίνησε τον 15ο αιώνα. Η προσπάθεια αυτή έφερε περιορισμένους καρπούς στον 18ο αιώνα. Η Ελληνική Επανάσταση που έγινε ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία έγινε ταυτόχρονα και ενάντια στις πάγιες πολιτικές της Βρετανίας και της Γαλλίας που υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανίας, ώστε να μην ανασυσταθεί η Ανατολή, δηλαδή ένα πολυεθνικό χριστιανικό κράτος με κέντρο τον ελληνισμό. Μετά την αποτυχία του διεθνικού 1787-92 που θεμελίωσε και την αλλαγή στάσης της Αυστρίας (θα ολοκληρωθεί στο Αούστερλιτς), το επαναστατικό δόγμα αλλάζει οριστικά. “Ό,τι είναι να κάνουμε, θα το κάνουμε μόνοι μας” σημαίνει ότι Ελληνική Επανάσταση σε διεθνική βάση είναι αδύνατη. Αυτό προκύπτει από την φαινομενική ενότητα μέσα στις μυστικές Εταιρείες που διαψεύδεται όταν έρχεται η ώρα της εφαρμογής, η ώρα της δράσης. Άρα, η ελπίδα για να περιοριστούν τα διεθνή εμπόδια, είναι να εμφανιστεί η Επανάσταση ως εθνικό κίνημα (δηλαδή ελληνόφωνο) και να διασφαλιστεί το αποτέλεσμά της με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή μια διεθνική εξέλιξή της σε μελλοντικό χρόνο. Και αυτό που ο Δ. Υψηλάντης γνωρίζει άριστα, αλλά αδυνατεί πρακτικά να χειριστεί, ο Κολοκοτρώνης το έχει εμπεδώσει, τόσο από την προϊστορία του πατέρα του, όσο και από το εταιρικό κύκλωμα που συναντά στα Επτάνησα το 1806, αλλά μπορεί και να το χειριστεί λόγω χαρακτήρα. Γνωρίζει επίσης τι σημαίνει εθνικός “Γραικός” έναντι του διεθνικού “Έλληνα” και εργάζεται για να ανατρέψει το 1453 και όχι το 338 π.Χ.. Ως άτυπος αρχηγός της Επανάστασης, ως κύριος εκφραστής του φορέα που οργάνωσε και κήρυξε την Επανάσταση, κάνει συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς, ανάλογα με τις συνθήκες και την πληροφόρηση που έχει μέσα από τα μυστικά δίκτυα. Το 1827 θα κατορθώσει να προσφέρει την ηγεσία στον Καποδίστρια, τον πολιτικό με παγκόσμια ενδιαφέροντα και δράση που οποίο η νεωτερική ευρύτητα θα χαρακτηρίσει -μεταξύ άλλων- “Κερκυραίο”. Αυτό που μένει αρκετά σκοτεινό είναι η σχέση της ρωσικής πολιτικής με την Φιλική Εταιρεία, αλλά αυτό είναι αδύνατο να εντοπιστεί όταν ο ιστορικός αυτοπαγιδεύεται σε υστερόπρωτα σχήματα όπου η κατάληξη των γεγονότων συνδέεται αιτιολογικά με την έναρξη. Είναι αδύνατο να εντοπιστεί όταν -χωρίς επαρκή στοιχεία- το αποτέλεσμα ταυτίζεται με την αρχική πρόθεση. Εφόσον μετά το 1833 επικρατεί (με κάποιους συμβιβασμούς) η εθνική διάσταση στο ελληνικό κράτος, αυτό σημαίνει ότι το 1814 έθεσε αντίστοιχο στόχο; Αν η Αθήνα είναι το κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, τότε πώς εξηγείται ο εθνικός στόχος της Κωνσταντινούπολης μετά το 1844; Ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν τον J. Petropulos να θεωρεί την Φιλική Εταιρεία εκφραστή μιας Μεγάλης Ιδέας στην οποία η Κωνσταντινούπολη θα αποτελεί πρωτεύουσα ενός εθνικού (ελληνόφωνου) κράτους;
Συμπερασματικά, η συσκότιση και η υποβάθμιση τόσο της Φιλικής Εταιρείας, όσο και της νεωτερικότητας που κινείται συστηματικά εναντίον της, καθιστά αναγκαία την ανάδειξη άλλων παραμέτρων που θα υποκαταστήσουν το συγκρουσιακό πλαίσιο και τον ερμηνευτικό άξονα της πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης: ο Νόμος του Ανθρώπου κινείται ενάντια στο Νόμο του Θεού.
Β΄ ΜΕΡΟΣ: “ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ, ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, ΕΚΔΥΤΙΚΙΣΜΟΣ”
Ο Ν. Διαμαντούρος έχει εκπονήσει μια άκρως ενδιαφέρουσα διατριβή. Προεκτείνει τον Petropulos κρατώντας βασικά του στοιχεία, αλλά και διευρύνει το πεδίο “παράγοντες Επανάστασης και συγκρότησης κράτους” με πρωτότυπες παρατηρήσεις πάνω σε κοινωνιολογικούς άξονες. Η προσπάθεια διακρίνεται από τόλμη, ακρίβεια, ευθυκρισία. Σημαντικά είναι και τα μειονεκτήματά της, τα οποία όμως πρέπει να ιδωθούν σε σχέση και με τον χρόνο που η διατριβή γράφτηκε (1972). Ο Ν. Διαμαντούρος ακολουθεί ορισμένα αναπόδεικτα κλισέ, αποφεύγει ορισμένες κλασικές παγίδες αλλά πέφτει σε άλλες, μεγαλύτερες, επειδή διεισδύει περισσότερο στην ερμηνεία των γεγονότων. Διαχωρίζει τους Φαναριώτες με κριτήριο την ένταξή τους σε “παράδοση” ή “νεωτερικότητα”, χωρίς όμως να εμβαθύνει στο θέμα. Διαφοροποιείται και στον συγκρουσιακό άξονα “πολιτικών-στρατιωτικών” που τον προσδιορίζει ως σύγκρουση “προκρίτων-οπλαρχηγών” επειδή εξαιρεί από τους πολιτικούς την ομάδα των “εκσυγχρονιστών”. Όταν όμως παραδέχεται ότι το σχήμα “πολιτικοί-στρατιωτικοί” είναι απλώς μια χονδροειδής περιγραφή της αντίθεσης “εκσυγχρονιστές-παραδοσιακοί” και ότι οι πρώτοι επιδιώκουν έναν “τακτικό στρατό” επειδή αυτός θα υπακούει στον δικό τους επαναστατικό στόχο, σταματά εκεί. Δεν επεκτείνει τον συλλογισμό του, πράγμα που θα του επέτρεπε να δει ότι χωρίς τους εκσυγχρονιστές δεν θα υπήρχε η σύγκρουση που κορυφώθηκε το 1824, το 1830, το 1832, το 1839. Ενώ δέχεται καθαρά ότι οι δυο μεγάλες κατηγορίες ιστορικών στο 2ο μισό του 20ου αιώνα έχουν τη βασική σφραγίδα “ορθόδοξοι” και “νεομαρξιστές”, θεωρεί ότι οι δεύτεροι έχουν μια φυσική προτεραιότητα στην αντικειμενικότητα. Αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα, εξάλλου κατά περίπτωση και κατά συνθήκη μπορεί να αληθεύει. Το πρόβλημα δημιουργείται επειδή ο συγγραφέας διακατέχεται από μια θεμελιώδη προκατάληψη που αντικατοπτρίζεται και στον τίτλο της διατριβής του Political Modernisation, Social Conflict, and Cultural Cleavage in the Formation of the Modern Greek State, 1821-1828, Columbia University, κυρίως όμως στην ελληνική του μετάφραση Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, MIET, 2002. Θεωρεί ότι το νέο είναι “καλύτερο” του παλαιού. Όταν όμως τεκμηριώνει την ανωτερότητα του “σύγχρονου” (δυτικού) πολιτικού συστήματος, μέσα στις σωστές παρατηρήσεις υπεισέρχονται και ελλείψεις και παραμορφώσεις και λανθασμένες εκτιμήσεις. “Παλιό” και “Νέο” ορίζονται αυθαίρετα ή παραμορφωτικά με βάση ελλιπή ή παρερμηνευμένα στοιχεία. Ο βασικός ερμηνευτικός άξονας είναι η “αδυναμία” του παραδοσιακού κόσμου να ακολουθήσει την “πρόοδο” της νεωτερικότητας, επειδή οι πρώτοι έχουν συνείδηση αίματος, όρκων και τοπικότητας, ενώ οι δεύτεροι έχουν συνείδηση απρόσωπου και ενιαίου δικαίου για όλη την επικράτεια. Παρότι η κρίση του είναι αρκετές φορές σωστή με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει, ένα κύριο πρόβλημα έγκειται στο ότι πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο, απουσιάζουν.
Ταυτόχρονα, απουσιάζει παντελώς το κριτήριο της υπόγειας σύγκρουσης των δυο κόσμων σε διεθνές επίπεδο. Λείπει κάθε αναφορά στον τεκτονισμό και στον δυϊσμό που διακρίνεται εντός αυτού, άρα λείπει κάθε ευκαιρία για επανεκτίμηση όλων των διαπιστώσεων. Η αναφορά στην Φιλική Εταιρεία είναι εξαιρετικά συνοπτική, προβληματική και κυριαρχείται από το αξίωμα του Finlay περί οργανισμού δευτερεύουσας σημασίας για την Επανάσταση. Δυο φορές διαπιστώνει το τέλος της Εταιρείας. Την πρώτη, όταν αναλαμβάνει ο Αλ. Υψηλάντης. Τότε η Εταιρεία που “την είχαν συλλάβει και οργανώσει αρχικά κάποιοι άνθρωποι άσημης κοινωνικής προέλευσης και περιορισμένης κοινωνικής επιφάνειας” παύει να υπάρχει. Η δεύτερη φορά είναι το Δραγατσάνι. Τότε τελειώνει και η μετασχηματισμένη Φιλική Εταιρεία.
Στο σημείο αυτό έχουμε δυο προβληματικά τοποθετημένες έννοιες. Την Εταιρεία που, αποτελεί ένα μυστήριο, δογματικά τοποθετημένο στην ιστορία και τον Υψηλάντη, παρότι, όπως είπαμε, ο Διαμαντούρος αποφεύγει την ομαδοποίηση των Φαναριωτών. Ο πρώτος όρος που έχει υποστεί βάναυση κακοποίηση και έχοντας καταστεί ένα αρνητικό στερεότυπο, αποτελεί προϋπόθεση εκτροπής από το ερμηνευτικό πλαίσιο της Επανάστασης είναι ο όρος “Φαναριώτες”. Η ευθύνη για την κακοποίηση ανήκει σε αμφότερες τις πλευρές. Η μεν παράδοση με την αρνητική φόρτιση του όρου ρίχνει στο πυρ το εξώτερο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (δευτερευόντως τους Νέγρη, Καρατζά, Καλλιμάχη, Αλ. Σούτσο της Βλαχίας), η δε νεωτερικότητα θυσιάζει την ηγετική της μορφή, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, προκειμένου με τον βδελυγματικό όρο “Φαναριώτες” να αφανίσει μαζί του τους αδελφούς Υψηλάντη του 21, τον πατέρα Κωνσταντίνο, τον παππού Αλέξανδρο Υψηλάντη, κυρίως όμως τον συνονόματο του νεωτερικού ηγέτη, τον Αλέξανδρο Ι. Μαυροκορδάτο, τον λεγόμενο φιραρή, ηγεμόνα της Μολδαβίας πριν γίνει “φυγάς” (φιραρής) στην Ρωσία. Δευτερευόντως δίπλα στους Υψηλάντες και τους Μαυροκορδάτους που έχουν δράση από τον 17ο αιώνα, εξαφανίζονται οι Μουρούζηδες και ο Μ. Σούτσος της Μολδαβίας, κάποιοι από τους Μαυρογένηδες. Με τους Φαναριώτες εξαφανισμένους από το κάδρο των μακροχρόνιων υπόγειων διεργασιών, μια Επανάσταση του 21 μοιάζει περισσότερο πιθανό να οργανώθηκε από τον Σκουφά, τον Τσακάλωφ, τον Αναγνωστόπουλο, τον Ξάνθο, όπως -αντίστοιχα- ο Ρήγας εμφανίζεται ως ένας αυτόφωτος αστέρας της Ανατολής, μέχρι που μετατρέπεται σε ετερόφωτο αστέρα της Δύσης.
Πέρα από τον αξιωματικό λόγο περί της ταυτότητας της Εταιρείας, εδώ επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης προκατάληψη σχετικά με τα σημεία από τα οποία απορρέουν η έννοια του δικαίου και η κοινωνία της αδικίας. Ο Αλ. Υψηλάντης -όπως και στον Petropulos- αναφέρεται επίμονα ως “ανώτατος αρχηγός / ηγέτης” της Φιλικής. Και αυτό το στοιχείο -ως εξωιστορικό- επιβεβαιώνει από την μια πλευρά την επιθυμία του συγγραφέα, από την άλλη, την απροθυμία του να εξηγήσει τη δική του θέση (επιφύλαξη;) στην κίνηση που θεωρείται “ανάθεση της ηγεσίας”. Η Πελοποννησιακή Γερουσία εμφανίζεται να θέλει να αποσπάσει την εξουσία από τον Δ. Υψηλάντη και να την αποδώσει στους προκρίτους, άρα, “φυσιολογικά”, ο συγγραφέας δεν παραδέχεται την διακριτική, αλλά σαφή αντιπροσώπευση της Φιλικής Εταιρείας από την Π. Γερουσία και τον ισορροπιστικό ρόλο του Κολοκοτρώνη μέσα σ’ αυτή την κίνηση. Τα κενά που αφήνονται είναι τεράστια, όχι μόνο στο θέμα της Εταιρείας, αλλά και στο θέμα του Αλή και στον Ρήγα και στην Ναπολεόντεια περίοδο. Και πώς να μην υπάρχει κενό στην Εταιρεία, όταν αυτή “παίζει δευτερεύοντα ρόλο” και όταν ο Φιλήμων κατατάσσεται στις δευτερογενείς πηγές. Κι αν αυτό μπορούσε κάπως να δικαιολογηθεί το 1972, μπορεί να γίνει το ίδιο και το 2002, στην ελληνική έκδοση, όταν έχουν μεσολαβήσει και νέα στοιχεία για την Φιλική Εταιρεία; Η παραμόρφωση της Εταιρείας κάνει ίσως περισσότερο ανεκτή την παραμόρφωση άλλων στοιχείων, όπως η εξήγηση των διεθνών τάσεων, των εμφυλίων, των δανείων … σε σχέση -πάντα- με αυτό που ονομάζεται modernization (εκσυγχρονισμός).
Έτσι το φίλτρο μέσα από το οποίο ο Ν. Διαμαντούρος κατατάσσει και κρίνει τα πρόσωπα και τις πράξεις τους είναι ελλειπτικό και το γενικό ερμηνευτικό πλαίσιο είναι -αναγκαστικά- μεροληπτικό. Ενώ το διεθνικό στοιχείο του χριστιανισμού είναι απόλυτα σαφές στην έκρηξη της Επανάστασης και στο επίπεδο των μυστικών Εταιρειών, ενώ η αντίπαλη τάση εμφανίζει εξίσου σαφή υπερπροσπάθεια να σύρει εκτός πολυεθνικού πλαισίου και εντός εθνικού (νεωτερικού) πλαισίου την Επανάσταση, ο Ν. Διαμαντούρος αναγκάζεται να υιοθετήσει το ερμηνευτικό πλαίσιο “τοπικισμός-εθνικισμός”, επειδή πρέπει να εξηγήσει μια Επανάσταση που κυριαρχείται από έριδες. Στην αλλοπρόσαλλη αυτή Επανάσταση θα εμφανιστεί ο μοναδικός θετικός παράγοντας. Αυτός που είναι ενωτικός, δίκαιος και ανιδιοτελής: ο Εκδυτικισμένος Εκσυγχρονιστής. Αντλεί το υλικό του και τα μέσα εφαρμογής αυτού από την Φωτισμένη Φιλελληνική Δύση. Αυτό που -τουλάχιστον- θα μπορούσε να διαπιστώσει ο Ν. Διαμαντούρος είναι ότι κεντρικά πρόσωπα της ομάδας των φιλελλήνων “εκπλήσσονται” μόλις φτάνουν στην Επανάσταση για το τι είδους “Έλληνες” συναντούν, σε σχέση με αυτούς που θεωρούσαν ότι θα έβρισκαν. Πρόκειται για την σκοπιμότητα της διαφοροποίησης μεταξύ της θεωρίας που διδασκόταν στα νεωτερικά τεκτονικά δίκτυα και της ρουμελιώτικης (π.χ.) πράξης. Την “διαφορά επιπέδου” μεταξύ του εξευγενισμένου Θεμιστοκλή και του απολίτιστου Καραϊσκάκη θα αναλάμβανε να καλύψει ο Ε.Ε. με την καθοδήγηση της Φ.Φ.Δ. Αυτή είναι η πλήρης εφαρμογή της μετακένωσης που διακηρύσσει ο Κοραής. Είναι ο εκπολιτισμός των απολίτιστων, ο φωτισμός των αφώτιστων, ο εκδημοκρατισμός των βαρβάρων, η συνένωση των κατακερματισμένων. Και η εφαρμογή αυτή δεν είναι προαιρετική, πράγμα που από μόνο του εγείρει αμφιβολίες. Είναι δυνατόν ένας ανώτερος πολιτισμός να επικρατεί δια του ροπάλου και όχι από την αυτόματη πειθώ που προκαλεί η ανωτερότητά του;
Το αντιθετικό πλαίσιο “τοπικισμός-εθνικισμός” εφευρίσκεται από την διεθνή νεωτερικότητα, θεμελιώνεται πολύπλευρα από τον Finlay και υιοθετείται από ιστορικούς ως σήμερα, επειδή η χριστιανική Φιλική Εταιρεία έχει εξαφανιστεί, επειδή η συνείδηση των κινούντων την Επανάσταση έχει στριμωχτεί μεταξύ αναχρονιστικού βαρβαρισμού και δυνατότητας άσκησης μιας προσωπικής θρησκευτικότητας ενός εκάστου. Εμμένουν αρκετοί ιστορικοί ότι η “πατρίδα” για τον Μαυροκορδάτο είναι ευρύτερη της πατρίδας του Κολοκοτρώνη ή του Σισίνη, επειδή ο πρώτος εννοεί το κράτος και ο δεύτερος το χωριό και τα συμπεθέρια του. Δεν βλέπουν ούτε το γεγονός ότι τα συμπεθεριάσματα του Κολοκοτρώνη με τον Δεληγιάννη και την Λασκαρίνα είναι ό,τι το συμπεθέριασμα του Μαυροκορδάτου με τον Τρικούπη. Επιμένουν ταυτόχρονα να μην βλέπουν τον λόγο για τον οποίο οι δυο πλευρές είναι αδύνατο να συμφωνήσουν. Η παράδοση θεωρεί “πατρίδα” ό,τι απορρέει και χτίζεται γύρω από την έννοια της “πατρότητας” δηλαδή της παραδοχής του Χριστού ως Υιού του (Πατρός) Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι ο (πνευματικά αθάνατος, αλλά εκπεσών) άνθρωπος σώζεται μέσω του Χριστού και δυνητικά οδηγείται στην θέωση, δηλαδή δίπλα στον Θεό-Πατέρα του (Δημιουργό του). Αντίθετα, η νεωτερικότητα ονομάζει “πατρίδα” το έθνος-κράτος (κατ’ ουσίαν το κράτος), δηλαδή, ό,τι διαιρεί τους ανθρώπους έναντι του Θεού ό,τι απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό. Το έθνος-κράτος -με το πρώτο υπόδουλο στο δεύτερο- είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Καποδίστριας χαρακτηρίζεται από τον Διαμαντούρο “πατερναλιστής” ή “πατριαρχικός” επειδή δεν ασκεί την πολιτική του έθνους-κράτους. Και η μομφή αυτή στηρίζεται στις δογματικές περί Φιλικής Εταιρείας, “σύγχρονου” κράτους…, δείχνει όμως και την αναποδογυρισμένη οπτική του κρίνοντος ιστορικού, επειδή αντιφατικά επικαλύπτει ακόμη και την καποδιστριακή πολιτική που ο ίδιος ονομάζει εκσυγχρονιστική και την αποδίδει σ’ αυτόν που “πρωτοεμφανίζεται” στην Επανάσταση το 1827. Πώς φτάνει, λοιπόν, ο Διαμαντούρος στο συμπέρασμα ότι η παραδοσιακή πλευρά επιζητούσε ένα πολιτικό αποτέλεσμα φεουδαρχικού τύπου, ενώ η νεωτερική πλευρά επιδίωκε ένα σύγχρονο κράτος εντελώς ανεξάρτητο από την οθωμανική επιρροή; Πώς φτάνει στο συμπέρασμα ότι η παράδοση που μιλάει για χριστιανική ενότητα, Παλαιολόγο, Κωνσταντίνο Α΄, Μ. Αλέξανδρο και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ζητά ένα κράτος υπό οθωμανική εξάρτηση; Μια υποκατάσταση της μάχης χριστιανών-αντιχριστιανών προκύπτει από ελλείψεις και από την υποκατάσταση των πραγματικών στοιχείων από φαντασιακά. Όλα αυτά οφείλονται σε προκαταλήψεις που με της σειρά τους εδράζονται σε αναπόδεικτες εκτιμήσεις και προσωπικές προτιμήσεις. Αυτά γεννούν την “Αντίστροφη Ιστορία”.
Ουσιαστικά, στην ανάλυση του Ν. Διαμαντούρου το επιθυμητό παίρνει συχνά την θέση του γεγονότος, επειδή η αξιολογική προ-εκτίμηση των δυο κοσμοθεωριών έχει εξοβελίσει από το μεθοδολογικό πλαίσιο του μελετητή την μια και έχει μεταποιήσει τα τεχνικά στοιχεία από αμφότερες. Ενώ ο Διαφωτισμός ξεκινά από την Ανατολή με πρώτο στόχο την Αναγέννηση της Δύσης και τελικό στόχο την επανένωση του χριστιανικού κόσμου (15ος αιώνας), ενώ ακόμη και στη διάρκεια του 18ου αιώνα στον ελληνόφωνο Διαφωτισμό κυριαρχεί η μορφή του ιεράρχη που δεν ασπάζεται τις διαιρετικές (ταξικές) θέσεις του πατρός Σεγιές, ο συγγραφέας διατείνεται ότι η Δύση -επειδή αποστασιοποιήθηκε από τον Χριστιανισμό- κατάφερε για πρώτη φορά στην ιστορία, ν’ ανακαλύψει το πολιτικό σύστημα που εγγυάται την ελευθερία του ανθρώπου, την δικαιοσύνη και την ισονομία. Το δυτικού τύπου-απρόσωπο “κράτος δικαίου” αντιφατικά υμνείται στην θεωρία ως αντίρροπο του “πεπαλαιωμένου βυζαντινού συστήματος”, ενώ η πράξη του 1823-25 δείχνει προσωποπαγή αντίληψη και ευτελισμό των θεσμών, ιδιαίτερα της δικαιοσύνης και της ελευθεροτυπίας. Ο “Συνταγματισμός” προβάλλεται ως λύση αυτοματισμού για την επίτευξη των προηγούμενων, ενώ ο παραλογισμός της θέσης αυτής δεν εντυπωσιάζει, ούτε όταν σταθερά διαψεύδεται στην πράξη. Μάλιστα, παραγνωρίζεται ότι ο όρος “Σύνταγμα” προέρχεται από τους κανόνες λειτουργίας των ελευθεροτεκτονικών στοών και ότι σ’ αυτές σταδιακά επικράτησε το αντιχριστιανικό στοιχείο. Ενώ ο “Φιλελευθερισμός” είναι κυρίως μια οικονομική θεωρία που στην πράξη καταλήγει συνώνυμη με την ηθική δικαίωση της αχαλίνωτης ατομικής κερδοσκοπίας (ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό), ο “φιλελεύθερος” ψυχολογικά προβάλλεται ως αντίθετος του ανελεύθερου (χριστιανού). Το Rum Millet της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ορίζεται ως “θρησκευτική κοινότητα” και ο συγγραφέας διαπιστώνει πως προεπαναστατικά η Εκκλησία ανακατευόταν στην πολιτική. Αν και το Οθωμανικό κράτος υποκατέστησε την Ρωμανία, αυτοί που επαναστατούν διαπιστώνεται ότι είναι οι Εθνικοί Έλληνες (Γραικοί) και όχι οι Χριστιανοί Έλληνες (Ρωμαίοι). Αν και οι Οθωμανοί κατέλυσαν την πολιτική οντότητα του πολυεθνικού χριστιανισμού, αυτοί που ξεσηκώνονται εναντίον τους με το σύνθημα Εν Τούτω Νίκα θεωρείται ότι επιθυμούν την ίδρυση ενός εθνικού χριστιανικού κράτους. Μετά τους εξοβελισμούς και τις μεταμορφώσεις ο συγγραφέας αναγκάζεται να ερμηνεύει με άλλους τρόπους την σύγκρουση των δυο κόσμων.
Όμως αυτό που άμεσα απορρίπτει, έμμεσα το δέχεται. Δέχεται ότι ο Χριστιανισμός έχει οικουμενική και όχι εθνική διάσταση, την οποία -βεβαίως- δεν βλέπει ούτε στην Φιλική Εταιρεία, ούτε στην Επανάσταση από την πλευρά της παράδοσης. Η κεντρική του θέση είναι “το θεμέλιο του νόμου απορρέει από τον Άνθρωπο, όχι από τον Θεό” (εξ ου και Ανθρώπινα Δικαιώματα ή Φυσικά Δίκαια που παραπέμπουν στην άρνηση του Θεού), επειδή όσο οι άνθρωποι εφάρμοζαν τους νόμους του Θεού, μόνον αδικίες και δεινά συσσωρεύτηκαν στον κόσμο. Τα υπόλοιπα στοιχεία απορρέουν ή συνδέονται μ’ αυτό. Η “ελληνικότητα” ορίζεται εκτός χριστιανικότητας για προφανείς λόγους, ο εθνικός στρατός ορίζεται ως “τακτικός” για να αποκλειστούν οι χριστιανοί οπλαρχηγοί κλπ.
Η αγκύλωση -το επαναλαμβάνουμε- είναι εμφανής από τον τίτλο ήδη. Ο συγγραφέας εξηγεί μέσα στην μελέτη του ότι ταυτίζει την επαναστατική διαδικασία με την προσπάθεια δημιουργίας κράτους στο διάστημα 1821-28. Το ότι το κράτος de jure υφίσταται μόνον μετά το 1829, χάρη δηλαδή στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, δεν το κρίνει άξιο αναφοράς. Αντίθετα. Επιμένει στο Ναβαρίνο, ενώ εξαφανίζει το γεγονός ότι την συνθήκη του Λονδίνου που δεν επιβάλλει στην Πύλη το Ναβαρίνο, την επιβάλλει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε. Δεν βλέπει δηλαδή ούτε την απροθυμία εφαρμογής της Συνθήκης του Λονδίνου από τους αγγλογάλλους, πράγμα που θα τον οδηγούσε σταδιακά στο συμπέρασμα ότι η τριμερής συμφωνία προέκυψε από την διμερή του προηγούμενου έτους και η Ρωσία ήταν αυτή που έσυρε τελικά την Βρετανία στο Πρωτόκολλο του 1826, όταν ανέλαβε ο τσάρος Νικόλαος Α΄. Ο Ν. Διαμαντούρος α) ταυτίζει την Επανάσταση με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρότι η πολιτισμική σύγκρουση με στόχο την κρατική οντότητα συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο, β) προεκτείνει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και μετά το 1824, παρότι στο διάστημα 1825-29 ο πόλεμος έχει διάσταση ευρύτερη από αυτήν που ο ίδιος δέχεται με βάση τον ορισμό του Έλληνα επαναστάτη, γ) σμικρύνει την μελέτη για την σχέση Επανάστασης-θεσμών στο διάστημα 1821-28, παρότι η καποδιστριακή περίοδος, ο ακολουθούμενος εμφύλιος και η περίοδος της αντιβασιλείας αποτελούν το πιο καίριο τμήμα για το θέμα του. Τελικά, η μελέτη του Ν. Διαμαντούρου για τους κρατικούς θεσμούς προσδιορίζει λανθασμένα την σχέση κράτους-Επανάστασης, επειδή εξετάζει μόνον αυτό που ο ίδιος ονομάζει “σύγχρονο” κράτος και αρνείται να εντάξει στις “απαρχές της συγκρότησης” του κράτους την διακυβέρνηση του Καποδίστρια, την “αντιπολίτευση” των εκδυτικισμένων εκσυγχρονιστών (ανταρσία 1830-31), όπως αρνείται να συγκρίνει το κράτος του Καποδίστρια με το κράτος του Μαυροκορδάτου, του Κουντουριώτη και της Αντιβασιλείας. Έτσι όμως, προσδιορίζει αναχρονιστικά την ροή των γεγονότων και -τελικά- ορίζει την Επανάσταση με τρόπο αντίστροφο των γεγονότων. Η χριστιανική τάση είναι αυτή που οργανώνει και δημιουργεί την Επανάσταση και η εκσυγχρονιστική είναι αυτή που επεμβαίνει ως αντίρροπη δύναμη. Αντίστοιχα, το όλο προβληματικό πρίσμα υπό το οποίο ο Ν. Διαμαντούρος κρίνει το πολιτισμικό ζήτημα ως κρατικό ζήτημα μιας επαναστατικής πρόθεσης-πράξης, επιβεβαιώνεται στον αποκλεισμό της περιόδου 1800-1814 και στην παρουσίαση της Φιλικής Εταιρείας είτε αξιωματικά είτε περιθωριακά. Συνεπώς, η προκατάληψη του Ν. Διαμαντούρου για το “παλιό” και το “σύγχρονο”, που αποτελεί προσωπική άποψη και δικαιωματική του θέση, τον οδηγεί σε έναν αντιεπιστημονικό δρόμο που ορίζει την Επανάσταση ως έκρηξη της ελληνόφωνης νεωτερικότητας.
Το κεντρικό δόγμα λοιπόν του Ν. Διαμαντούρου είναι κοινό στον Petropulos και στον Finlay. Από αυτούς το δανείζεται ο Δ. Τζάκης. Το δόγμα αυτό προκύπτει από διάφορες στρεβλώσεις, αποσιωπήσεις ή αντίστροφες ιστορικές αναγνώσεις που τελικά συνιστούν άρνηση παραδοχής του λόγου για τον οποίο η νεωτερικότητα συγκρούεται με την παράδοση. Η άρνηση διαμορφώνεται από ιστορικές συνιστώσες που περιλαμβάνουν και ένα αντίστροφο – αυθαίρετο σκεπτικό. Πρόκειται για το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ο Χριστός απευθύνθηκε σε έθνη, όχι στον άνθρωπο. Πρόκειται για το σκεπτικό που λέει ότι η κρατική οργάνωση με βάση τη διδασκαλία του Χριστού συντηρούσε την ανισότητα και την ανομία. Έτσι καταλήγουν ότι το εκτός Θεού -οριζόμενο- έθνος είναι ευρύτερο και δικαιότερο αυτού που -κατ’ αρχήν- λαμβάνει ύπαρξη, παραδεχόμενο τον Θεό, πράγμα που εκφράζεται ως εξής: το νεωτερικό έθνος που κινεί την Επανάσταση, είναι ευρύτερο του τοπικιστικού έθνους, που δυσπιστεί ή αντιδρά από αγραμματοσύνη ή ιδιοτέλεια. Η τελευταία άποψη μπορεί να εξεταστεί μέσω της ιστορικής επιστήμης. Ο Δ. Τζάκης είναι προσδεδεμένος στην διάκριση της νεωτερικής εθνικής ευρύτητας έναντι της παραδοσιακής τοπικότητας. Το άρθρο του “Από την τοπικότητα στην εθνική επικράτεια: ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στα χρόνια του 21” που περιέχεται στο συλλογικό έργο του Π. Πιζάνια (επιμ) “Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός”, Κέδρος, 2009, είναι χαρακτηριστικό. Με τα γνωστά εργαλεία, ο Καραϊσκάκης παρουσιάζεται ως ο απειθάρχητος αρματολός των συγγενικών δικτύων με την ασταθή “εθνική” συνείδηση που μετά το 1824 αντιλαμβάνεται, μεταστρέφεται και υπηρετεί το νεωτερικό έθνος, την εκσυγχρονισμένη, συγκεντρωτική πατρίδα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι από τα μέσα του 1824 ο Καραϊσκάκης υπηρετεί το Μαυροκορδάτειο έθνος και την Κωλέττεια πατρίδα. Ο τίτλος του άρθρου στην αγγλική του μετάφραση είναι περισσότερο ενδεικτικός: “From Locality to National State Loyalty: Georgios Karaiskakis During the Greek Revolution”. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η παρουσία του Δ. Τζάκη στην Άρτα είναι περισσότερο αξιοπρόσεκτη.
Όμως αυτό που άμεσα απορρίπτει, έμμεσα το δέχεται. Δέχεται ότι ο Χριστιανισμός έχει οικουμενική και όχι εθνική διάσταση, την οποία -βεβαίως- δεν βλέπει ούτε στην Φιλική Εταιρεία, ούτε στην Επανάσταση από την πλευρά της παράδοσης. Η κεντρική του θέση είναι “το θεμέλιο του νόμου απορρέει από τον Άνθρωπο, όχι από τον Θεό” (εξ ου και Ανθρώπινα Δικαιώματα ή Φυσικά Δίκαια που παραπέμπουν στην άρνηση του Θεού), επειδή όσο οι άνθρωποι εφάρμοζαν τους νόμους του Θεού, μόνον αδικίες και δεινά συσσωρεύτηκαν στον κόσμο. Τα υπόλοιπα στοιχεία απορρέουν ή συνδέονται μ’ αυτό. Η “ελληνικότητα” ορίζεται εκτός χριστιανικότητας για προφανείς λόγους, ο εθνικός στρατός ορίζεται ως “τακτικός” για να αποκλειστούν οι χριστιανοί οπλαρχηγοί κλπ.
Η αγκύλωση -το επαναλαμβάνουμε- είναι εμφανής από τον τίτλο ήδη. Ο συγγραφέας εξηγεί μέσα στην μελέτη του ότι ταυτίζει την επαναστατική διαδικασία με την προσπάθεια δημιουργίας κράτους στο διάστημα 1821-28. Το ότι το κράτος de jure υφίσταται μόνον μετά το 1829, χάρη δηλαδή στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, δεν το κρίνει άξιο αναφοράς. Αντίθετα. Επιμένει στο Ναβαρίνο, ενώ εξαφανίζει το γεγονός ότι την συνθήκη του Λονδίνου που δεν επιβάλλει στην Πύλη το Ναβαρίνο, την επιβάλλει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε. Δεν βλέπει δηλαδή ούτε την απροθυμία εφαρμογής της Συνθήκης του Λονδίνου από τους αγγλογάλλους, πράγμα που θα τον οδηγούσε σταδιακά στο συμπέρασμα ότι η τριμερής συμφωνία προέκυψε από την διμερή του προηγούμενου έτους και η Ρωσία ήταν αυτή που έσυρε τελικά την Βρετανία στο Πρωτόκολλο του 1826, όταν ανέλαβε ο τσάρος Νικόλαος Α΄. Ο Ν. Διαμαντούρος α) ταυτίζει την Επανάσταση με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρότι η πολιτισμική σύγκρουση με στόχο την κρατική οντότητα συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο, β) προεκτείνει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και μετά το 1824, παρότι στο διάστημα 1825-29 ο πόλεμος έχει διάσταση ευρύτερη από αυτήν που ο ίδιος δέχεται με βάση τον ορισμό του Έλληνα επαναστάτη, γ) σμικρύνει την μελέτη για την σχέση Επανάστασης-θεσμών στο διάστημα 1821-28, παρότι η καποδιστριακή περίοδος, ο ακολουθούμενος εμφύλιος και η περίοδος της αντιβασιλείας αποτελούν το πιο καίριο τμήμα για το θέμα του. Τελικά, η μελέτη του Ν. Διαμαντούρου για τους κρατικούς θεσμούς προσδιορίζει λανθασμένα την σχέση κράτους-Επανάστασης, επειδή εξετάζει μόνον αυτό που ο ίδιος ονομάζει “σύγχρονο” κράτος και αρνείται να εντάξει στις “απαρχές της συγκρότησης” του κράτους την διακυβέρνηση του Καποδίστρια, την “αντιπολίτευση” των εκδυτικισμένων εκσυγχρονιστών (ανταρσία 1830-31), όπως αρνείται να συγκρίνει το κράτος του Καποδίστρια με το κράτος του Μαυροκορδάτου, του Κουντουριώτη και της Αντιβασιλείας. Έτσι όμως, προσδιορίζει αναχρονιστικά την ροή των γεγονότων και -τελικά- ορίζει την Επανάσταση με τρόπο αντίστροφο των γεγονότων. Η χριστιανική τάση είναι αυτή που οργανώνει και δημιουργεί την Επανάσταση και η εκσυγχρονιστική είναι αυτή που επεμβαίνει ως αντίρροπη δύναμη. Αντίστοιχα, το όλο προβληματικό πρίσμα υπό το οποίο ο Ν. Διαμαντούρος κρίνει το πολιτισμικό ζήτημα ως κρατικό ζήτημα μιας επαναστατικής πρόθεσης-πράξης, επιβεβαιώνεται στον αποκλεισμό της περιόδου 1800-1814 και στην παρουσίαση της Φιλικής Εταιρείας είτε αξιωματικά είτε περιθωριακά. Συνεπώς, η προκατάληψη του Ν. Διαμαντούρου για το “παλιό” και το “σύγχρονο”, που αποτελεί προσωπική άποψη και δικαιωματική του θέση, τον οδηγεί σε έναν αντιεπιστημονικό δρόμο που ορίζει την Επανάσταση ως έκρηξη της ελληνόφωνης νεωτερικότητας.
Το κεντρικό δόγμα λοιπόν του Ν. Διαμαντούρου είναι κοινό στον Petropulos και στον Finlay. Από αυτούς το δανείζεται ο Δ. Τζάκης. Το δόγμα αυτό προκύπτει από διάφορες στρεβλώσεις, αποσιωπήσεις ή αντίστροφες ιστορικές αναγνώσεις που τελικά συνιστούν άρνηση παραδοχής του λόγου για τον οποίο η νεωτερικότητα συγκρούεται με την παράδοση. Η άρνηση διαμορφώνεται από ιστορικές συνιστώσες που περιλαμβάνουν και ένα αντίστροφο – αυθαίρετο σκεπτικό. Πρόκειται για το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ο Χριστός απευθύνθηκε σε έθνη, όχι στον άνθρωπο. Πρόκειται για το σκεπτικό που λέει ότι η κρατική οργάνωση με βάση τη διδασκαλία του Χριστού συντηρούσε την ανισότητα και την ανομία. Έτσι καταλήγουν ότι το εκτός Θεού -οριζόμενο- έθνος είναι ευρύτερο και δικαιότερο αυτού που -κατ’ αρχήν- λαμβάνει ύπαρξη, παραδεχόμενο τον Θεό, πράγμα που εκφράζεται ως εξής: το νεωτερικό έθνος που κινεί την Επανάσταση, είναι ευρύτερο του τοπικιστικού έθνους, που δυσπιστεί ή αντιδρά από αγραμματοσύνη ή ιδιοτέλεια. Η τελευταία άποψη μπορεί να εξεταστεί μέσω της ιστορικής επιστήμης. Ο Δ. Τζάκης είναι προσδεδεμένος στην διάκριση της νεωτερικής εθνικής ευρύτητας έναντι της παραδοσιακής τοπικότητας. Το άρθρο του “Από την τοπικότητα στην εθνική επικράτεια: ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στα χρόνια του 21” που περιέχεται στο συλλογικό έργο του Π. Πιζάνια (επιμ) “Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός”, Κέδρος, 2009, είναι χαρακτηριστικό. Με τα γνωστά εργαλεία, ο Καραϊσκάκης παρουσιάζεται ως ο απειθάρχητος αρματολός των συγγενικών δικτύων με την ασταθή “εθνική” συνείδηση που μετά το 1824 αντιλαμβάνεται, μεταστρέφεται και υπηρετεί το νεωτερικό έθνος, την εκσυγχρονισμένη, συγκεντρωτική πατρίδα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι από τα μέσα του 1824 ο Καραϊσκάκης υπηρετεί το Μαυροκορδάτειο έθνος και την Κωλέττεια πατρίδα. Ο τίτλος του άρθρου στην αγγλική του μετάφραση είναι περισσότερο ενδεικτικός: “From Locality to National State Loyalty: Georgios Karaiskakis During the Greek Revolution”. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η παρουσία του Δ. Τζάκη στην Άρτα είναι περισσότερο αξιοπρόσεκτη.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ
Είναι απόλυτα θετικό ότι το 2014 στην Άρτα ο Δ. Τζάκης, εξετάζοντας έμμεσα τα της Φιλικής Εταιρείας, αποφεύγει μερικά από τα ολισθήματα που προκύπτουν από τους Petropulos, Διαμαντούρο ή άλλους που στηρίζονται σε αντίστοιχο ερμηνευτικό κορμό. Ορθά εντοπίζει τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα των Εφοριών που ασκούνται στο όνομα της Αρχής. Ορθά, επίσης, κρίνει ότι το έγγραφο “Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί καλού Συστήματος” προς την Αρχή της Φιλικής δεν αποτελεί προσπάθεια των Πελοποννήσιων προκρίτων και ιερέων να υπερβούν την Αρχή, ρυθμίζοντας οι ίδιοι σε τοπικό επίπεδο την οργάνωση του αγώνα. Οι Πελοποννήσιοι όντως αναγνωρίζουν την ισχύ της Εταιρείας να λαμβάνει εκείνη τις κεντρικές αποφάσεις και ιδιαίτερα στο κρίσιμο οικονομικό ζήτημα. Είναι όμως μόνο ζήτημα νομιμοφροσύνης και οργάνωσης η ουσία του εγγράφου αυτού; Ο Φιλήμων σημειώνει το προφανές: ότι αυτός που ανέλαβε την αποστολή, επεφορτίσθη να εξετάση και την κατάστασιν της Αρχής. Υπονοεί την κρίση που είχε ξεσπάσει από το 1818 στην Εταιρεία (μετά τον θάνατο του Σκουφά) και η οποία στα τέλη του 1819 με αρχές του 1820 είχε λάβει την μορφή “ποιος θα ηγηθεί της Επανάστασης”, με άλλα λόγια, ποιος θα είναι ο επαναστατικός στόχος που θα εκφραστεί μέσα από το πρόσωπο του ηγέτη της. Το σύστημα των Εφοριών από τη μια προσπαθούσε να διασφαλίσει τα διασπαθιζόμενα χρήματα των εισφορών, από την άλλη, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα συνεκτικό ιστό έναντι της αμφισβήτησης που εκφράστηκε, ιδιαίτερα μετά τον χαμό του Σκουφά για την ταυτότητα της Εταιρείας. Ο Σκουφάς υπήρξε πρωταπόστολος της Εταιρείας, τουλάχιστον ως προς τον βραχίονα της Οδησσού. Η απουσία του δημιουργούσε ένα κενό εξουσίας και μια αμφισβήτηση των λόγων του για την προέλευση της Εταιρείας και συγκεκριμένα για την σχέση της με τον τσάρο της Ρωσίας. Η αμφισβήτηση αυτή προερχόταν από την νεωτερική πλευρά και εκφραζόταν περισσότερο καθαρά και δυναμικά από τον Νέγρη. Αντίστοιχη ήταν η αμφισβήτηση και στους Μανιάτες, οι οποίοι είχαν ήδη μια παράδοση νεωτερικότητας (γαλλικός τεκτονισμός) από προηγούμενες επαναστατικές φάσεις. Γι αυτό και το καίριο έργο του Περραιβού κλήθηκε να συνδράμει ο Πατριάρχης, στέλνοντας επιστολή στον Πετρόμπεη τον Ιούλιο του 1819. Όμως ούτε η ενώπιον του Περραιβού μανιάτικη συμφωνία του Οκτωβρίου έλυσε οριστικά το θέμα με τον Πετρόμπεη, αφού ακολούθησε η υπόθεση με τον Καμαρινό στη Ρωσία που κατέληξε στην δολοφονία του. Γι αυτό και ο Φιλήμων το 1834 θα γράψει “Ολιγώτερον τρομερά ως προς την Εταιρίαν περίστασις δεν εστάθη και εκείνη του Π. Μαυρομιχάλου, ενεχομένου εις την ιδίαν και του Θ. Νέγρη”.
Στις αρχές λοιπόν του 1820, όλοι περιμένουν την επαλήθευση. Αν θα εμφανιστεί ως ηγέτης της Επανάστασης ο Καποδίστριας, κάτι που θα αποδεικνύει την θρυλούμενη Αρχή της Εταιρείας, η οποία ενσαρκώνεται στον τσάρο Αλέξανδρο. Όλοι περιμένουν την εγγύηση της στρατιωτικής συμμετοχής των Ρώσων στην Επανάσταση. Για την ακρίβεια, αυτό που πολλοί περιμένουν, είναι η επιβεβαίωση του χριστιανικού χαρακτήρα της Επανάστασης, ενώ κάποιοι λίγοι, περισσότεροι ενημερωμένοι, περιμένουν την αντίδραση που θα επιφέρει η εμφάνιση του Υψηλάντη, για να δράσουν πυροσβεστικά ή εμπρηστικά, ανάλογα με την πλευρά στην οποία ανήκουν. Οι στοχασμοί των Πελοποννησίων περιέχουν στοιχεία που μπορούν να ερμηνευτούν προς την κατεύθυνση της πυρόσβεσης. Δεν αμφισβητούν το σύστημα των εφοριών. Αναφέρονται στην ωφέλεια της ολομελείας, ζητούν να διασφαλιστεί ότι θα ενεργήται καθετί, χωρίς να ημπορή καθένας να κινήται ή να ενεργή τι ιδιορρύθμως και κατά το δοκούν αυτώ, τονίζουν ότι οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται από την κοινή γνώμη και ότι όποιος παρεκτρέπεται ή παρακούει τις οδηγίες των προκρίτων πρέπει να αποβάλλεται ως μέλος σεσηπός.
Αυτό που δεν ερευνά ο Δ. Τζάκης είναι το κατά πόσον το σύστημα των εφοριών είναι μια άμυνα της παραδοσιακής πλευράς έναντι του “εμφυλίου” που έχει ξεσπάσει εντός της Εταιρείας. Δεν διερευνά αν ο “παραδοσιακός” τρόπος σκέπτεσθαι και ενεργείν υπόκειται στην χριστιανική ταυτότητα, αυτήν που διαμορφώνει τον ευρύτερο τρόπο σκέψης και δράσης. Τον ονομάζει “παραδοσιακό τοπικισμό”, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον εθνικό τρόπο και νεωτερικό στόχο της Φιλικής Εταιρείας. Το πρώτο ζήτημα ήδη το αναπτύξαμε, δίνοντας και αρκετά στοιχεία για τον χαρακτήρα της Φιλικής. Το υπόλοιπο μέρος συνίσταται στο εξής: ποιος είναι ο στόχος και ο τρόπος της Φιλικής; Ποια είναι η Αρχή της; Στα μέσα του 1820 επίσημα εμφανίζεται ο Υψηλάντης. Είναι ο Γενικός Έφορος της Γραικικής Εταιρείας που μόλις έχει δημιουργηθεί για να μαζέψει χρήματα, καθώς το τμήμα του ταμείου που εμφανίζει ο Ξάνθος δεν ανταποκρίνεται στα σχέδια του αγώνα. Ταυτόχρονα, ο Υψηλάντης αναφέρεται και ως Γενικός Έφορος των υποθέσεων της Φιλικής Εταιρείας. Η Φιλική Εταιρεία του Σκουφά μάζευε χρήματα ως θυγατρική της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών που είχε δημιουργήσει ο Καποδίστριας, μέσω του περίφημου (φανερού) εράνου στη Βιέννη υπέρ της Φιλομούσου Εταιρείας των Αθηνών. Η Ελληνική Εταιρεία του 1820 που για χάρη των νεωτερικών θα ονομαστεί επίσημα “Γραικική”, θα κάνει το ίδιο και υπό τον ίδιο σχεδόν τίτλο (Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος). Ο Υψηλάντης εκπροσωπεί την Αρχή της Φιλικής Εταιρείας. Αν και είναι απίθανο ότι την προσωποποιεί, το βέβαιο είναι ότι την εκφράζει. Και ποιες θέσεις εκφράζει; Ας δούμε πέντε σημεία της απάντησης που στέλνει στους Πελοποννησίους -εξ ονόματος της Αρχής- σχετικά με το “Καλό Σύστημα”.
- Τα χρέη προς τον πλησίον είναι ιερά και απαραβίαστα
- Πρώτος συμβοηθός εις εκέλεσιν παντός επιχειρήματος είναι ο Άγιος Θεός, εξ ου τα πάντα κινούνται
- Τώρα που το σκότος της αμαθείας εξέλιπε και άρχισε το Έθνος να προβαίνη εις τον φωτισμόν, δεν χρειάζεται άλλο, δια να καταλάβη τόσον, οπώσας δεξιωτάτας περιστάσεις έχασεν εκ της διχονοίας
- Προσκαλούμεν άπαντας εις το αγαθόν και Θεώ φίλον: ο έστιν Η προς τον Πλησίον Αγάπη
- Η μηχανή του μεγάλου Έργου ετεχνουργήθη τη του Θεού βοηθεία και δεν χρειάζεται άλλο πλέον παρά ένας μοχλός μόνον, δια να την κινήση
Τα σημεία αυτά δεν μαρτυρούν “την προϊούσα ενσωμάτωση του παραδοσιακού τοπικιστικού πνεύματος σε μοντέρνες πολιτικές δομές”, όπως λέει ο Δ. Τζάκης, αλλά την συνταύτιση ορισμένων Πελοποννησίων προκρίτων με το πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας η οποία εκφράζει το έθνος που πρόκειται να επαναστατήσει. Τα γράμματα που υπογράφει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Κισινόφ στο τελευταίο τρίμηνο του 1820 είναι γεμάτα από δραματικές εκκλήσεις για χρήματα, πειθαρχία προς τους Εφόρους και ενότητα μεταξύ όλων των Αδελφών (Φίλων). Και η ενότητα προβάλλεται με αναφορές στον Θεό και έμφαση στη φράση “Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.
Η συναπεικόνιση Ρήγα και Κοραή (στην οποία αρχικά αναφερθήκαμε) έγινε στο πλαίσιο μιας τεχνητής σύζευξης που συμβίβαζε το δισυπόστατο “εθνικό” επαναστατικό παρελθόν ενόψει μιας μέλλουσας ελληνικής “Μεγάλης Ιδέας”. Η σύζευξη έλεγε ότι η νικήτρια (εθνική) πλευρά αναγνωρίζει και δέχεται στην οργάνωση του κράτους και στοιχεία της ηττημένης (πολυεθνικής) πλευράς. Γι αυτό και κάτω από τον Χριστό συνυπάρχουν ο Ρήγας με τον Κοραή, ο Φοίνικας με την Αθηνά, η νεκροκεφαλή με την κουκουβάγια. Αν όμως ο Ρήγας εκπροσωπεί την παράδοση, τότε απουσιάζει το πρόσωπο που εκφράζει την Φιλική. Η Φιλική Εταιρεία αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας που εκφράστηκε μέσα από τον Ρήγα Φεραίο και στη συνέχεια από τον Ζαχαριά και τον Κατσαντώνη. Στο 21 η Φιλική εκφράζεται από τους Υψηλάντες, το πώς όμως εμφανίζεται ο Υψηλάντης το 1820 είναι αρκετά σκοτεινό. Ο Κοραής χρονικά επικαλύπτει και την περίοδο του Ρήγα και την περίοδο της Φιλικής. Γιατί στην ενωτική απεικόνιση παράδοσης και νεωτερικότητας απουσιάζει η προσωποποίηση της Φιλικής;
Ήταν στο ίδιο πνεύμα με την Γαλλική Επανάσταση η Ελληνική; Ή μήπως ήταν δυο απολύτως αντίθετες Επαναστάσεις με διεθνή χαρακτήρα και στόχο; Γιατί αυτό που συνάγεται, είναι ότι το παραδοσιακό ελληνικό έθνος είναι ευρύτερο από το εθνικό. Το πρώτο θέτει ως στόχο το χριστιανικό -άρα υπερεθνικό- κράτος. Το δεύτερο θέτει ως στόχο το έθνος-κράτος. Αν ο δεύτερος στόχος είναι προσωρινός και ο απώτερος (τελικός) στόχος είναι ο κοσμικός διεθνισμός (η εκκοσμικευμένη αυτοκρατορία), τότε οι στόχοι της παράδοσης και της νεωτερικότητας κατά το 1821 είναι ίσοι και διαμετρικά αντίθετοι.
Η συναπεικόνιση Ρήγα και Κοραή (στην οποία αρχικά αναφερθήκαμε) έγινε στο πλαίσιο μιας τεχνητής σύζευξης που συμβίβαζε το δισυπόστατο “εθνικό” επαναστατικό παρελθόν ενόψει μιας μέλλουσας ελληνικής “Μεγάλης Ιδέας”. Η σύζευξη έλεγε ότι η νικήτρια (εθνική) πλευρά αναγνωρίζει και δέχεται στην οργάνωση του κράτους και στοιχεία της ηττημένης (πολυεθνικής) πλευράς. Γι αυτό και κάτω από τον Χριστό συνυπάρχουν ο Ρήγας με τον Κοραή, ο Φοίνικας με την Αθηνά, η νεκροκεφαλή με την κουκουβάγια. Αν όμως ο Ρήγας εκπροσωπεί την παράδοση, τότε απουσιάζει το πρόσωπο που εκφράζει την Φιλική. Η Φιλική Εταιρεία αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας που εκφράστηκε μέσα από τον Ρήγα Φεραίο και στη συνέχεια από τον Ζαχαριά και τον Κατσαντώνη. Στο 21 η Φιλική εκφράζεται από τους Υψηλάντες, το πώς όμως εμφανίζεται ο Υψηλάντης το 1820 είναι αρκετά σκοτεινό. Ο Κοραής χρονικά επικαλύπτει και την περίοδο του Ρήγα και την περίοδο της Φιλικής. Γιατί στην ενωτική απεικόνιση παράδοσης και νεωτερικότητας απουσιάζει η προσωποποίηση της Φιλικής;
Αν με κάποια “ευνόητα” στοιχεία ο Δ. Τζάκης κρίνει την Φιλική Εταιρεία ως συνεχιστή του πνεύματος της “Ελληνικής Νομαρχίας” (εκδόθηκε το 1806 στο πνεύμα Ναπολέοντα-Κοραή), τότε δεν είναι μόνον όσα είπαμε σχετικά με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη που θα πρέπει να χωρέσουν στην ίδια επιχειρηματολογία. Είναι και άλλα εμφανή στοιχεία μετά το 1821 όπως ο όρκος του Ιερού Λόχου. Ένας όρκος που δεν δίνουν πλέον κρυφά και υπό το φως ενός κεριού, αλλά φανερά και στο φως του χειμωνιάτικου ήλιου της Μολδαβίας, εκείνοι που σπούδαζαν με χρήματα της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών. Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι με την στολή του ιερολοχίτη ζήτησε να ταφεί ο Αλ. Υψηλάντης το 1828, φορώντας την ίδια στολή εμφανίστηκε ο Δ. Υψηλάντης στην Πελοπόννησο το 1821. Ο όρκος του Ιερού Λόχου, τα σύμβολα και οι προκηρύξεις είναι αυτά που συστηματικά παραλείπονται από όσους βλέπουν την Φιλική Εταιρεία να ξεκινά από εκκοσμικευμένα κοινωνικά στρώματα της γραικικής παροικίας.
Είναι επίσης προφανές, ότι ο Δ. Τζάκης θεωρεί αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας αυτούς που πλαισιώνουν τους ιδρυτές της Οδησσού. Πρόκειται για ένα θέμα που αφορά δυο σκέλη. Οι μεν “αρχηγοί” ουδόλως επιβεβαιώνονται ως ιστορική διαδικασία από τις διηγήσεις του Ξάνθου και του Λεβέντη, οι δε “ιδρυτές” είναι ένα θέμα το οποίο θα έπρεπε να εντοπίζουν ως πιθανότατη μυθοποίηση όλοι οι ιστορικοί, ιδιαίτερα όμως εκείνοι που εντοπίζουν ως ουσιαστικά διαστρεβλωτική την διήγηση της Αγ. Λαύρας από τον Πουκεβίλ. Ο ισχυρισμός ότι η Εταιρεία ιδρύεται στην Οδησσό από μερικούς ανώνυμους Έλληνες της διασποράς έχει το στοιχείο της μυθοποίησης, επειδή όλα τα τεκμήρια οδηγούν προς άλλη κατεύθυνση. Η μυθοποίηση οφείλεται στην νεωτερική πλευρά, γίνεται όμως δεκτή υπό όρους και από την παραδοσιακή.
Πέρα από τα λογικά στοιχεία που απουσιάζουν, η θεωρία της Οδησσού αναδεικνύει τον εξής -άκρως παράδοξο- πυρήνα: μια απίστευτα εφευρετική και πρωτοποριακή Εταιρεία πτωχευμένων μικροεμπόρων, εμποροϋπαλλήλων, φοιτητών, συλλαμβάνει και εκτελεί ένα συνωμοτικό σχέδιο για την Επανάσταση, αλλά αδυνατώντας να καλέσει εκείνη το έθνος στα όπλα και να ηγηθεί του κράτους που θα προκύψει, το αναθέτει τους παραδοσιακούς ταγούς του. Οι τελευταίοι δέχονται, επειδή κατανόησαν και προσχώρησαν στο νεωτερικό σχέδιο των “ιδρυτών” που οι ίδιοι αδυνατούσαν να συλλάβουν.
Συνεπώς, ένα ακόμη συμπέρασμα, δίπλα στα πέντε που αναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου, έρχεται να συμπληρώσει την κριτική αποτίμηση του Συνεδρίου της Άρτας, μέσα από το οποίο κρίναμε την παραδοσιακή στενότητα και την νεωτερική ευρύτητα:
6. Ένα συνέδριο επετειακό και με ειδικό βάρος στην Φιλική Εταιρεία δεν διερεύνησε τον θρύλο περί των προσώπων που, ατεκμηρίωτα, φέρονται ως ιδρυτές της
Μάρτιος 2016
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου