ΟΙ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΟΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Του Δημοσθένη Κούκουνα
(Άρθρο στο περιοδικό CRASH, Δεκέμβριος 2013, σελ. 154-160)
Στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό δεν αναγνωρίζεται η συλλογική ή η οικογενειακή ευθύνη. Και καλώς, θα έλεγα. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα, με την κληρονομική διαδοχή των πολιτικών οικογενειών. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο, ούτε καν περιορίζεται στην Ελλάδα. Είναι σχεδόν καθιερωμένο οι πολιτικές οικογένειες να διαιωνίζονται και να ασκούν εξουσία. Υπό μία οπτική γωνία θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι και ένδειξη δημοκρατικής λειτουργίας. Δεν πρέπει να δίνονται σε όλους ίσες ευκαιρίες; Γιατί να μην παρέχεται και στους γόνους των πολιτικών οικογενειών η δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική;
Αλλά αυτά δεν είναι παρά ένας καλοπροαίρετος θεωρητικός προβληματισμός. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν στη χώρα μας πολιτικά τζάκια και επιβιώνουν μέσα από την κληροδοσία ενός προνομιακού «δαχτυλιδιού», όπως επίσης υπάρχουν και μεγαλοεπιχειρηματικά τζάκια. Και τα δύο είδη ανακυκλώνονται αενάως…
Έχει διαπιστωθεί ότι οι πολιτικοί και οι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν μια ιδιότυπη αντίληψη περί του νομίμου και του ηθικού. Ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, από του έτους 2010 και εξής, έχουν παραμερισθεί πολλές αναστολές που σε
προηγούμενες εποχές είχαν μια κάποια αξία. Το γεγονός ότι πραγματικά και νομοθετικά η χώρα μας έχει περιέλθει σε μια υποτελή σχέση θα κριθεί ιστορικά εν καιρώ – υποθέτω ενδελεχώς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η νεώτερη Ελλάδα φθάνει στη χρεοκοπία, ούτε η πρώτη φορά που χάνει την εθνική κυριαρχία της. Και βεβαίως ούτε η πρώτη φορά που μια μειοδοτική έως προδοτική πολιτική εξουσία αυθαιρετεί και επιβάλλει ασφυκτικά δεσμά στον λαό μας.
Έχοντας ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σύγχρονη ιστορία και ειδικά με την περίοδο της Κατοχής 1941-44, διαπιστώνω πολλά κοινά σημεία εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Το ζήτημα είναι ότι αίφνης συναντώ συνεπώνυμα πρόσωπα να κυριαρχούν σήμερα όπως και τότε. Και εδώ ακριβώς ανακύπτει το μέγα ερώτημα: Πόσο συμπτωματικό είναι το γεγονός είναι ότι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση από τα ίδια «επώνυμα»;
Στον χώρο του Τύπου σήμερα το πιο ισχυρό συγκρότημα είναι ο ΔΟΛ, ο οποίος μεταξύ άλλων ελέγχει και ορισμένα ηλεκτρονικά μέσα. Ακριβώς μια παρόμοια ισχύ είχε και επί Κατοχής. Όπως αναλύω λεπτομερέστερα στο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός), το Συγκρότημα Λαμπράκη είχε ευθέως συνεταιρισθεί από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής με τη γερμανική ημικρατική εταιρία «Mundus», η οποία ανήκε κατά 50% στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς και κατά 50% στο υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ. Τόσο απλά. Η πλευρά Λαμπράκη κατείχε το 49% της ελληνικής εταιρίας που ιδρύθηκε και η Mundus το 51%. Ο αείμνηστος Δημήτριος Λαμπράκης διά των εντολοδόχων του, των Γ. Συριώτη, Α. Ζαφειρόπουλου και Ι. Τζαρτίλη (διευθυντικών στελεχών του Συγκροτήματος πριν, κατά και μετά την Κατοχή), είχε επιτύχει έτσι ένα σημαντικό οικονομικό όφελος, χωρίς να χάσει την επιχείρησή του. Με την εκχώρηση του μεριδίου στους Γερμανούς μπόρεσε να αποκτήσει το γνωστό ακίνητο της οδού Αναγνωστοπούλου.
Οι Γερμανοί που έστειλε ο Γκαίμπελς στην Ελλάδα μόλις η χώρα μας κατακτήθηκε είχαν και άλλες επιτυχείς δράσεις. Συνεταιρίσθηκαν με τον Ελευθερουδάκη και τον Κάουφμαν για να ελέγξουν τη διανομή βιβλίων, ενώ ο συνεταιρισμός τους με τον Λαμπράκη εξασφάλιζε την εκτύπωση ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων εφημερίδων και εντύπων. Ακόμη, συνεταιρίσθηκαν προνομιακά με τον Όθωνα Πικραμμένο και τη χήρα Τσιβόγλου (την πεθερά της Μαρίας Ρεζάν) για να ελέγχουν πλήρως τη διανομή των εφημερίδων και περιοδικών, ελληνικών και ξένων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο πρακτορείο εφημερίδων και η οικογένεια Πικραμμένου από την εκχώρηση μεριδίου μπόρεσε να αγοράσει το ακίνητο της οδού Ακαδημίας. Τα ονόματα αυτά δεν είναι φανταστικά, είναι αληθινά. Ούτε και τόσο απόμακρα από τη σημερινή πραγματικότητα, αν λάβουμε υπόψη ότι το Συγκρότημα Λαμπράκη εξακολουθεί να δεσπόζει, ο δε υιός Πικραμμένος είναι εκείνος που διεξήγαγε τις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Κάπως έτσι το 1941 είχε ήσυχο το κεφάλι του ο Γκαίμπελς στο Βερολίνο για ό,τι είχε να κάνει με την προπαγάνδα του στη μακρινή κατεχόμενη Ελλάδα. Χωρίς την παραμικρή δυσκολία τα είχαν ρυθμίσει καλά οι άνθρωποί του, ενώ για τα θέματα του χαρτιού υπήρχε ο έμπιστος των Γερμανών από την προπολεμική περίοδο Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος παράλληλα δεν έπαυε να έχει την ιδιότητα του …μέλους του ΚΚΕ!
Αλλά ας έρθουμε στην πραγματική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η ελληνική οικονομία καταποντίσθηκε. Υπέστη μια άνευ προηγουμένου καταλήστευση εκ μέρους των κατακτητών, ώστε η επισιτιστική ανεπάρκεια να οδηγήσει στην τραγική πείνα. Ταυτόχρονα γιγαντωνόταν η μαύρη αγορά. Αν κανείς θα είχε την υπομονή να εντρυφήσει στους καταδικασμένους από τα αγορανομικά δικαστήρια της κατοχικής περιόδου, τι έπραξαν και γιατί καταδικάστηκαν, θα έφριττε για τους νεόκοπους «επιχειρηματίες» που θησαύρισαν. Και το θέμα δεν ήταν μόνον οικονομικό, αλλά είχε να κάνει με την εξαπάτηση των αγοραστών, όσων δηλαδή κατάφερναν να βρουν ρευστό για να αγοράσουν σε τιμές μαύρης αγοράς τρόφιμα. Κατά κανόνα αυτά τα τρόφιμα ήταν νοθευμένα με απίθανες αναμίξεις, εντελώς ακατάλληλα για βρώση.
Και όμως. Όλοι οι αυτοί οι ασυνείδητοι εκμεταλλευτές επιβίωσαν της Κατοχής, έχοντας δημιουργήσει τεράστιες μαυραγορίτικες περιουσίες. Παράπλευρα σ’ αυτούς τους γλοιώδεις και κυνικούς μαυραγορίτες υπήρχαν και οι εργολάβοι μηχανικοί και οι προμηθευτές των στρατιωτικών αρχών κατοχής. Αυτοί αναλάμβαναν «νόμιμα», κάθε άλλο παρά ηθικά όμως, διάφορα οχυρωματικά έργα για την προστασία των κατοχικών στρατευμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις αναθέσεις τις έπαιρναν απευθείας από τους Γερμανούς, χωρίς κανένα έστω υποτυπώδη μειοδοτικό διαγωνισμό. Τιμολογούσαν κατά βούληση και αρκούσε η μονογραφή ενός Γερμανού ή Ιταλού αξιωματικού για να προσκομίσουν και να εισπράξουν το τιμολόγιό τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Χωρίς καμιά άλλη διαδικασία δημοσίου λογιστικού κ.ο.κ.
Απέκτησαν τεράστιες περιουσίες όλοι αυτοί. Υπάρχει ένας κατάλογος των οικονομικών μεγαλοδοσιλόγων, που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Ένας εξ αυτών, που αρχικά προμήθευε το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, για να περιφρουρούνται οι φυλακές και τα στρατόπεδα των Γερμανών, αλλά στη συνέχεια προμήθευε και κάθε είδους οικοδομικό υλικό, ήταν η εταιρία της οικογένειας Αγγελοπούλου. Οι γνωστοί αδελφοί Αγγελόπουλοι, ένας εκ των οποίων έγινε υπουργός του ΕΑΜ, ένας άλλος δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» και ένας τρίτος μέγας ευεργέτης του Πατριαρχείου. Χωρίς την περιουσία αυτή, είναι αμφίβολο τι καριέρα θα είχε κάνει η υπερφίαλη Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου.
Για όσους ξενίζονται από την ύπαρξη δοσιλόγων που συνεργάστηκαν με το ΕΑΜ, δεν έχουν παρά να το ερευνήσουν. Και σε επίπεδο οικονομικού δοσιλογισμού, όπως ο μηχανικός Δοανίδης ή ο εκπαιδευτικός Παπαμαύρος.
Ένας άλλος τέτοιος οικονομικός μεγαλοδοσίλογος είχε εβραϊκή καταγωγή (ας μην απορεί ο αναγνώστης αν υπήρξαν και Εβραίοι δοσίλογοι – η δίωξή τους στην Ελλάδα άρχισε το 1943). Λεγόταν Λάζαρος ή Λεωνίδας Ροζενστάιν ή Ροζάκης και ο γιος του διέπρεψε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ενώ έγινε γνωστός ως πανεπιστημιακός καθηγητής και στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη.
Η περίπτωση Ροζάκη-Ροζενστάιν έχει μια ιδιαιτερότητα, που ανάγεται στον αρχικό προβληματισμό μας περί οικογενειακής ευθύνης. Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία πήρε την απόφαση, στο πλαίσιο της τιμωρίας των οικονομικών δοσιλόγων, να εξορίσει σε νησιά του Αιγαίου ορισμένους απ’ αυτούς. Και, προφανώς για να τιμωρήσει μαζί και τις οικογένειές τους που στο διάστημα της Κατοχής δεν πείνασαν όπως όλοι οι άλλοι απλοί πολίτες, τους έστειλε οικογενειακώς… (Μια συγκυριακή λεπτομέρεια: Η κυβερνητική απόφαση για το πρωτοφανές αυτό μέτρο ανακοινώθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946 από τον υπουργό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας και αδελφό του ιδρυτή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!).
Βεβαίως και υπήρξαν πολλοί άλλοι συνεργάτες των κατακτητών που διέλαθαν και απέφυγαν την τιμωρία. Ίσως επειδή ήταν πιο προνοητικοί από τους πολλούς και εγκαίρως κατάλαβαν ότι η Γερμανία δεν επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο. Ένας εξ αυτών, ο πολιτικός μηχανικός Μιχαήλ Αβέρωφ (αδελφός του γνωστού πολιτικού), κέρδισε τεράστια ποσά από τη συνεργασία του με τον κατακτητή στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, αλλά είχε την πρόνοια από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και ύστερα να συνεργασθεί με τους Συμμάχους. Άλλοι, όπως ο εφοπλιστής Βερνίκος, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να πολιτευθεί μεταπολεμικά. Πολλές οι περιπτώσεις, που όμως δεν έχουν τόσο ιστορικό όσο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Θα σταθώ όμως σε μια άλλη περίπτωση, ενός ευφυούς και δραστήριου επιχειρηματία με τοπικό ορίζοντα, στη Δυτική Μακεδονία. Λεγόταν Γεώργιος Παπακωνσταντίνου και ίσως θα παρέμενε ασήμαντος αν ο συνονόματος εγγονός του δεν συνέπιπτε με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών να είναι εκείνος που έδεσε χειροπόδαρα την Ελλάδα τον Μάιο του 2010 με το απεχθές και επαχθές Μνημόνιο. Σήμερα είναι υπόλογος όχι γι’ αυτό, αλλά για τις αλλοιώσεις που επέφερε στην περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ».
Ο παλαιός Γ. Παπακωνσταντίνου στην προπολεμική περίοδο είχε αναπτύξει δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης με ιδιόκτητο αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο. Ήταν πληροφορημένος ότι κάποιοι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες είχαν ενδιαφερθεί για την περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπου υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη, και τα σχέδιά τους να δημιουργήσουν μεγάλα λιγνιτωρυχεία εκεί ανατράπηκαν λόγω του πολέμου. Εν τω μεταξύ με την Κατοχή έμαθε από Γερμανούς στρατιωτικούς ότι, καθώς η μόνη πηγή ενέργειας θα μπορούσε πλέον – λόγω των πολεμικών συνθηκών – να είναι ο λιγνίτης, θα ήταν έξυπνο να ασχοληθεί με τέτοια επιχείρηση. Αγόρασε τα χωράφια, στα οποία γνώριζε ότι υπήρχε λιγνίτης και η κατοχική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να του παραχωρήσει προνομιακή άδεια για την ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για όλη την περιοχή.
Η ηλεκτροδότηση της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης ήταν πλέον μια πολύ κερδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση για τον Γ. Παπακωνσταντίνου και το τέλος της Κατοχής δεν μπορούσε να την ανατρέψει, ούτε οι μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις διανοήθηκαν να στερήσουν την περιοχή από ηλεκτρική ενέργεια. Αντίθετα οι δύο γιοι του, ο Μιχάλης και ο Στέλιος, συμμετείχαν στην επιχειρηματική προσπάθειά του, αυτή τη φορά σε μια νέα βάση: Να πωλήσουν τη μονάδα της Πτολεμαΐδας όσο γινόταν ακριβότερα.
Με ομολογουμένως ευφυείς κινήσεις η οικογένεια Παπακωνσταντίνου κράτησε μια σκληρή διαπραγματευτική στάση και μόνον όταν πήρε το τίμημα που θεωρούσε λογικό, το 1958, παρέδωσε τη λιγνιτοφόρο περιοχή στη ΔΕΗ. Ένας πρόσθετος όρος ήταν η πρόσληψη του Στέλιου Παπακωνσταντίνου ως στελέχους της ΔΕΗ. Διατηρήθηκε σε κρίσιμες διευθυντικές θέσεις μέχρι που εμφανίστηκε το δικτατορικό καθεστώς και τον απέλυσε.
Ο πρεσβύτερος αδελφός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που είχε σπουδάσει νομικός στη Γερμανία και την Αγγλία και μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1954 ανέλαβε μαζί με τον Στέλιο τα ηνία της μικρής αλλά περιζήτητης επιχείρησης, προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στην Κατοχή είχε υπηρετήσει ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη, αλλά κατά την τελευταία κατοχική χρονιά συνδέθηκε με αντιστασιακούς. Παρά ταύτα τον συνόδευε το ψευδώνυμο «Μποτάκιας», λόγω της εμμονής του να φοράει γερμανικές μπότες μέσα από τα πολιτικά ρούχα του. Πιο φανατικός ένας πρώτος εξάδελφός του, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, φοιτητής της Νομικής, υπηρέτησε επίσης ως διερμηνέας και πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη και αναμίχθηκε σε καταδόσεις Ελλήνων και Βρετανών – και όχι μόνο.
Η αρχική ενασχόληση του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου με την πολιτική είχε τοποθέτηση ακροδεξιά. Κατέβηκε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του αινιγματικού «μακεδονάρχη» Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, που επί Κατοχής είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών και εγκαίρως είχε διαφύγει στην Ιταλία πριν τελειώσει η Κατοχή. Εκεί, όπου είχε πολλούς δεσμούς από τα φοιτητικά του χρόνια, κρύφτηκε επί χρόνια φυγοδικώντας από την ελληνική δικαιοσύνη, που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Στις αρχές της δεκαετίας 1950 επέτυχε να αμνηστευθεί και να του επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία του (διασώζεται μεταξύ άλλων ένα σχετικό έγγραφό του προς τον τότε νεαρό υφυπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη).
Ο Γκοτζαμάνης επανήλθε στην Ελλάδα και τα πράγματα είχαν αλλάξει. Επιχείρησε να πολιτευθεί στις δημοτικές εκλογές του 1954 ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης και συγκέντρωσε πολύ υψηλό ποσοστό, αλλά δεν εξελέγη. Ένας εκ των πολύ φανατικών υποστηρικτών του ήταν ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που τον θεωρούσε ως τον «μεγαλύτερο ζώντα πολιτικό στην Ελλάδα». Μετά την εξαγορά του εργοστασίου της Πτολεμαΐδας και αφού είχε αποβιώσει ο Γκοτζαμάνης, μεταπήδησε πολιτικά στον κεντρώο χώρο που πλέον άρχιζε βάσιμα να διεκδικεί την εξουσία. Αργότερα θα εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτές και θα καταλάβει υπουργικά αξιώματα, ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας θα προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία.
Μη έχοντας άρρενες απογόνους θα τον διαδεχθεί πολιτικά στην Κοζάνη ο ανιψιός του, ο γνωστός μας αρχιτέκτονας του «Μνημονίου» Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος σήμερα είναι υπόδικος για τη «Λίστα Λαγκάρντ», επειδή επιχείρησε να την αλλοιώσει για να μην είναι υπόλογες οι κόρες του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, που απέκτησε αμύθητο πλούτο από μια υπογραφή του Τσολάκογλου σε μια προνομιακή άδεια για τη δημιουργία ηλεκτρικού εργοστασίου στη μακρινή και ασήμαντη τότε Πτολεμαΐδα.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Και τώρα τα πρόσωπα. Ας δούμε τους κύριους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής. Δεν είναι απαραιτήτως όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Είναι όμως όλοι τους εκείνοι που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αφαιρεθεί ούτε ένα όνομα, ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης. Τον δημοσιεύουμε λοιπόν μάλλον ενδεικτικά, ώστε να ανιχνεύσουμε κάποια γνωστά ονόματα που απέκτησαν την τεράστια περιουσία τους, ελισσόμενοι επί Κατοχής και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις. Την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένειά τους, που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους ή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό τις συνθήκες αυτές, οι άνθρωποι αυτοί έσπευσαν με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.
Είναι γνωστή η περίπτωση μεγαλοβιομηχάνου επίπλων, ο οποίος επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερμανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεόρατα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε, προμήθευε με έπιπλα για την καθημερινή τους διαβίωση τους Γερμανούς. Π.χ. ερχόταν με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας, επιτασσόταν το δωμάτιο ενός καλού αστικού σπιτιού και του το παραχωρούσαν για να κατοικεί. Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωναν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ.
Αλλά τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογενείας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή πλούτος και πάλι πλούτος. Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνεταίροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο την Τράπεζα της Ελλάδος που όλο και πλήρωνε. Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και ο Έλληνας «συνεταίρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμιγμένοι. Ειδικά μάλιστα τότε, την εποχή του πολέμου, η χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλ. στις κατεχόμενες χώρες. Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης λοιπόν υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κλπ.) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις.
Θα αναρωτηθείτε τη συνέχεια. Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος (πρόκειται περί του Ελ. Σαρίδη) επέζησε. Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του, κατάδικος ων πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό, πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σ’ έναν άλλον Έλληνα. Σ’ έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «εξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του, ταξίδεψε στο Βερολίνο και κατόρθωσε να γλυτώσει τον πελάτη του. Όχι όμως και τους Γερμανούς «συνεταίρους» του τελευταίου. Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες από τους συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο, ενώ ο νεαρός εκείνος δικηγόρος (ο Ιωάννης Γεωργάκης, έπειτα εξ απορρήτων του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση) επέπρωτο αργότερα να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών...
Αν κάπως έτσι αντλούσαν τα αμύθητα κέρδη τους οι προμηθευτές των Αρχών Κατοχής, φαντασθείτε τι γινόταν με τους εργολάβους και τους κατασκευαστές τεχνικών έργων. Ας αναλογισθούμε την πρώτη ημέρα της Κατοχής πόσοι δρόμοι, πόσα γεφύρια, πόσα λιμάνια και πόσες εγκαταστάσεις είχαν καταστραφεί. Αλλά και στη συνέχεια πόσες ανάγκες προέκυπταν για τις Κατοχικές Αρχές να ανεγείρουν φυλάκια, διάφορες εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, οικήματα, φυλακές, κτίρια, αποθήκες, να ιδρύουν ή να επεκτείνουν αεροδρόμια και λιμάνια, να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα κ.ο.κ. Έτσι άρχισε η «χρυσή εποχή» των διαπλεκομένων κατασκευαστών. Όμως πολλά γνωστά ονόματα συνεργάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Έλληνας πολιτικός μηχανικός (που δεν καταδικάστηκε!) έφτασε στο σημείο να εφεύρει ένα υποκατάστατο των φορτηγίδων που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών στα νησιά. Οαι οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που είχαν εξασφαλίσει μια τέτοια καινοτόμο λύση για τις μεταφορές τους, ώστε έστειλαν αντίγραφα της εφεύρεσης στο Βερολίνο και από εκεί σε άλλες παραθαλάσσιες κατεχόμενες χώρες. Εννοείται ότι ο ίδιος θησαύρισε εξωφρενικά, αφού άλλωστε και εδώ το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά αμύθητα ποσά.
Στη συνέχεια σχεδόν όλοι αυτοί, χωρίς να πάψουν να παίρνουν αναθέσεις και να συνεχίζουν την είσπραξη των αμύθητων κερδών τους, περνούν σε ένα άλλο στάδιο: σκέπτονται και το αύριο. Αρχίζουν να ενισχύουν οικονομικά διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, να χρηματοδοτούν αντιστασιακά έντυπα, στέλνουν κάποιο από τα παιδιά τους στα βουνά ή ακόμα και στο εξωτερικό για να «συμμετάσχουν στον κατά του εχθρού πόλεμο», ή επιτυγχάνουν να διασυνδεθούν με πράκτορες των συμμαχικών υπηρεσιών, στους οποίους παραδίδουν τα τοπογραφικά των έργων που εκτελούν και σωρεία άλλων χρήσιμων πληροφοριών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους περί οχυρώσεων, νηοπομπών, ελλιμενισμών κλπ. Πολλές φορές τα χρήσιμα στοιχεία που διοχετεύονται στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής καταλήγουν στον βομβαρδισμό των υπό εκτέλεση έργων. Αλλά αυτό δεν είναι άσχημο, διότι έτσι παίρνουν νέα ανάθεση να ξαναρχίσουν από την αρχή, οπότε αυξάνεται ο τζίρος.
Με όλη αυτή τη διαδικασία, πολλοί από τους κατασκευαστές, που παραπέμφθηκαν μεταπολεμικά να δικαστούν για δοσιλογισμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, έφεραν ως μάρτυρες υπεράσπισης Βρετανούς αξιωματικούς ή αξιόπιστους αντιστασιακούς, οι οποίοι φυσικά κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν στη ...συμμαχική νίκη. Ευνόητο είναι ότι σχεδόν όλοι αθωώθηκαν και οι θησαυροί-θησαυροί. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν των μετόχων μιας τεχνικής εταιρίας, γνωστών ονομάτων της αθηναϊκής κοινωνίας (ο αδελφός του ενός υπήρξε μάλιστα επί πολλά χρόνια βουλευτής και υπουργός), οι οποίοι όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν, αλλά και ...παρασημοφορήθηκαν! Φυσικά στα μεταπολεμικά χρόνια διατήρησαν όλη τους την αίγλη και συνέχισαν οι ίδιοι, και σήμερα οι κληρονόμοι τους, να παίρνουν μεγάλα δημόσια έργα με προϋπολογισμούς που καλύπτονταν από τις αμερικανικές βοήθειες.
Κάπως έτσι έχει γραφεί η ιστορία των οικονομικών δοσιλόγων. Και αφού τελικά δεν τα κατάφεραν να γλυτώσουν τις καταδίκες και τις τιμωρίες, επανήλθαν λαύροι και στελέχωσαν τη νεώτερη μεγαλοαστική τάξη.
Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία, αν και τιμώρησε τους οικονομικούς δοσιλόγους, δεν εξάντλησε την αυστηρότητά της ώστε να τους απομονώσει. Ούτε και η κοινωνία τους απολάκτισε. Αντίθετα, οι αρχές τους αντιμετώπισαν συχνά ευνοϊκά, σεβόμενες προφανώς την ογκώδη οικονομική επιφάνεια που είχαν στο σκότος και σε βάρος του λιμώττοντος λαού αποκτήσει.
Και όταν κάποτε ο οικονομικός δοσιλογισμός ξεχάστηκε, τα ίδια πρόσωπα, δηλ. πολλά απ’ αυτά, επανέκαμψαν με ζήλο στην επιχειρηματική δράση. Απαίτησαν προνόμια και τα έλαβαν. Με τα ισχυρά κεφάλαια, κεφάλαια που είχαν αποκτηθεί με κατοχικό «ιδρώτα» και υπό καθεστώς άκρατου αμοραλισμού, επένδυσαν σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά είδη και τα πολλαπλασίασαν. Έγιναν οι Ηρακλείς της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από τους αναφερόμενους οικονομικούς δοσιλόγους, υπάρχουν και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, όπως οι κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες. Διαθέτοντας και καλλιεργώντας πάσης φύσεως διασυνδέσεις με τις Αρχές Κατοχής συγκέντρωσαν στα χέρια τους ποσότητες δυσεύρετων ειδών, κυρίως τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, που τις έσπρωχναν στην κατανάλωση με χιλιοπλάσιες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν μαυραγορίτες να θησαυρίζουν ανενόχλητοι και φυσικά ανεξέλεγκτοι, ο δε λαός να στερείται τα στοιχειώδη αγαθά που θα μπορούσε να προμηθευθεί, εκτός αν ήταν έτοιμος να διαθέσει ένα ολόκληρο σπίτι για να εξασφαλίσει λίγα μόλις γεύματα. Οι θάνατοι από πείνα οφείλονται σ’ αυτό το κλίμα μαυραγοριτισμού που απλώθηκε επί Κατοχής, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο, τον φοβερό χειμώνα 1941-42.
Το παράδοξο όμως είναι που μεταπολεμικά αυτοί οι μεγαλομαυραγορίτες επέζησαν οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, παρά το γεγονός ότι η κατοχική συμπεριφορά τους ήταν πάνω απ’ όλα αντικοινωνική και ανθελληνική. Και βεβαίως όσοι δεν επέζησαν βιολογικά, είχαν τους φυσικούς διαδόχους τους για να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το μεσουράνημα των επιχειρήσεών τους. Και πάλι το κατοχικό παρελθόν ξεχάστηκε. Και έχουμε χαρακτηριστική περίπτωση τον γόνο ενός τέτοιου μεγαλομαυραγορίτη τροφίμων, διαθέτοντα πάντα το ισχυρότατο ταμείο που με τέτοια διαγωγή είχε σχηματίσει ο πατέρας ή ο παππούς του, να φθάσει - πενήντα χρόνια αργότερα - στη δημοσιότητα, ως αγοραστής της κληρονομητέας έπαυλης Μινέικο του Ψυχικού, την οποία αγόρασε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι εκείνος που στη συνέχεια πάλι στη δημοσιότητα, ζητώντας να του επιστραφούν τα χρήματα που είχε διαθέσει για την αγορά, η οποία ύστερα από ένα περίπλοκο πλέγμα διαδικασιών, ακυρώθηκε. Και, να προσθέσουμε, είναι ο ίδιος που στα τελευταία χρόνια τιμήθηκε με ηγετική θέση στη διοίκηση του Κολλεγίου Αθηνών.
Όλους αυτούς τους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, που απέκτησαν τέτοιες αμύθητες περιουσίες, ο πανδαμάτωρ χρόνος - όπως ήταν αναμενόμενο - δεν τους λησμόνησε και ελάχιστοι σήμερα ίσως επιζούν. Αλλά και εκείνοι που πέθαναν και εκείνοι που τυχόν ζουν ανάμεσά μας, έχουν επιμελώς αποκρύψει το πραγματικό παρελθόν τους. Θα ήταν έλλειψη στοιχειωδών φυσικών ανακλαστικών, αν γινόταν διαφορετικά.
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΩΝ ΣΕ ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑ
Αβραμίδης Ιωακείμ, Αγγελόπουλος Θ. & Υιοί, Αγιουτάντης Α., Αλβανόπουλοι Κ. και Ι., Αλεξάτος Ιωάννης, Αντωνόπουλος Α., Βαρχανέα Σ., Βασιλάκος Α., Βασιλειάδης Αθανάσιος, Βέλλιος Ε., Βερνίκος Αλέξανδρος, Βερνίκος Κωνσταντίνος, Βερνίκος Νικόλαος, Βόμβα Αφοί, Βόμβας Δημήτριος, Βορεάδης Ιωάννης, Γεωργιάδης Γ., Γεωργιάδης Σ., Γιαδικιάρογλου Ρ., Γιαδικιάρογλου Φ., Γιαννουλάτος Ε., Γιατζόγλου Ε., Γκέρτσος Δημήτριος, Γκέρτσος Θεόδωρος, Γκέρτσος Κωνσταντίνος, Γκορίτσας Ε., Γκουντελιάν Α., Γκουτρούμ Κ., Δαμιανός Μ., Δευκόπουλος Κ., Δήμας Σ., Διάκος Ε., Δοανίδης Πέτρος, Δολτσέτης Ι., Έμκε ή Αθηναίος Φραγκίσκος, Ευστρατίου Δ., Ζαλώνης Μαξ, Ζαννέτος Κ., Ζανουδάκης Α., Ζανουδάκης Σ., Ζαντεμίκωφ Ζωή, Ζαχάρωφ Γεώργιος, Ζήζηλας Ι., Θεοδωρόπουλος Ε., Ιγγλέσης Γ., Ιωαννίδης Β., Ιωαννίδης Γ., Καβαντζάς Δ., Καββαδίας Κ., Καϊβάνοι Αφοί, Καλημέρης Β., Καλιάζης Κ., Καλιαμπέτσος Α. και Σ., Κάμφωνας Α., Καραγιάννης Κ., Καράσσος Σ., Καρδασιλάρη Υιοί, Κατηφόρης Παναγιώτης, Κατσίγερας Σταύρος, Κατσουρόπουλος Λεωνίδας, Κεφάλας Κωνσταντίνος, Κεχαγιάς Χ., Κηρύκοι-Αλεξάτος, Κηρύκος Γεώργιος, Κιλιτζιάν Κιρκόρ, Κόβερης Ιωάννης, Κόκκινος Κίμων, Κολοβός Γ., Κολοζώφ Α., Κοραής Σ., Κορωναίος Α., Κουμς Δημήτριος, Κουρμούλης Μ., Κουρτ Μ., Κούρτογλου Ι., Κοφτ Βενιαμίν, Κρανιώτη Αφοί, Κριεζής Ιωάννης, Κρίκος Μ., Κυπαρισσόπουλος Ε., Κυφιώτης Α., Κωστάλας Σταύρος, Λαζαράκης Ανδρέας, Λαζαράκης Κωνσταντίνος, Λαζαρίδης Παναγιώτης, Λασκαρίδης Χ., Λιοπυράκης Θ., Λυμπεράκης Μ., Μαθιουδάκης Ι., Μανιάκης Α., Μάνος Α., Μαντζάκας Σ., Ματαρατζής Ιωάννης, Μάτσας Λουκάς & Υιοί, Μαυράγγελος Μ., Μαύρος Φ., Μεγαλοοικονόμου Λεωνίδας, Μεϊμαρίδης-Πιρπίρογλου, Μήκας Δημήτριος, Μικέλης Ν., Μόσχος Πασχάλης, Μπαντζάς Ν., Μπαρμπαγιαννάκης Ιωάννης, Μπαρμπαρής Σ., Μπρούνο Λ., Μωυσόγλου Α., Ναούμ Ανδρέας, Ναχνικιάν Ζ., Νισίμ Κ., Νταής Α., Ντεκιπέλο Κατάλιτο, Ντιλέρνια Γ., Ξανθόπουλος Α., Ξανθόπουλος Ιωάννης, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Παβεζόπουλος Αλέξανδρος, Παπαδάκης Ε., Παπαδόπουλος Γ., Παπαδόπουλος Κ., Παπαδόπουλος Ο.Ε., Παπανικολάου Π., Παπασταύρου Χ., Παραβάντος Ι., Πασσάς Ιωάννης, Περδικάρης Εμμανουήλ, Πετρίδης Ι., Πετρίδης Κ., Πετρόπουλος Κ., Πετυχάκης Φαίδων, Πλέσσας Αντώνιος, Πλέσσας Κωνσταντίνος, Πλέσσας Σπυρίδων, Πλέσσας Σταμάτης, Πουλάκος Β., Προφέτας Άρης, Ρεμέντζης Γ., Ρόζενσταϊν-Ροζάκης Λ., Ρουρούλης Σ., Ρούσσος Δ., Σαλαπάτας Α., Σαλαπάτας Β., Σαλαπάτας Σ., Σαλούστρος Παντελής, Σαραντάκης Ο., Σαράντης Ι., Σαράντης Ρ., Σαρφάτης Ρ., Σεραφειμίδης-Γεωργακάς, Σκλαβούνος Λ., Σουπίλας Ελευθέριος, Σοφιανόπουλος Π., Σταματόπουλοι Α., Λ., Θ., Ρ. & Ο., Στασινόπουλοι Ι., Η & Μ., Στίκας Α., Στίπας Π., Συριανάκης Θ., Τερζόγλου Νικόλαος, Τολιάς Β., Φερλάτσο Ουμβέρτος, Φουρναράκης-Ιωαννίδης, Φώκερ Σ., Χάινε Ε., Χαραλάμπους Μιχαήλ, Χασαπάκος Χρ., Χατζηνάκος Γ., Χατζηπαναγιώτης Ι., Χόχνετς Φραντς.
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αδαμίδης Κωνσταντίνος, Ακρίτας Γεώργιος, Αλεξανδρίδου Καπνοβιομηχανία, Αλούπης Μάνος, Αναστασιάδης Χρήστος, Ανδρεάδη Αδελφοί, Ανεζίνης Σταύρος, Αντωνίου Ανδρέας, Βαρδαλής Γ., Βέλλος Μιχαήλ, Βοράκης Ιωάννης, Βουλώνης Απόστολος, Βουλώνης Γεώργιος, Γαρυφάλλου Περικλής, Γεωργιάδη Αδελφοί, Γεωργιάδης Βασίλειος, Γεωργιάδης Γεώργιος, Γιαγκόπουλος Γεώργιος, Γκέκας Ευάγγελος, Γκέκας Στέφανος, Γκίμπελ Ελένη, Γκλάνοβιτς Στέφανος, Γκοτζαμάνης Χριστόφορος, Γκρος Ροβέρτος, Δανέζη Φανουρία, Δανίδης Εμμανουήλ, Δάνου-Καραβάνη Έλλη, Δερζακαριάν Βαρτάν, Δημητρακούδης Περικλής, Δημητρίου Γεώργιος, Διαμαντής Μενέλαος, Διαμαντής Νικόλαος, Διβόλης, Ζάρος Χρήστος, Ηλιάδης Δημ., Ηλιάδης Ηλίας, Ηλιάδης Ιορδάνης, Θεοδοσιάδης Αλέξανδρος, Καβουνίδης Νικόλαος, Καμπάνης Νικόλαος, Καμπούρογλου Κοσμάς, Καρατζάς Σωτήριος, Καρράς Γεώργιος, Καρύδα Αδελφοί, Καρύδας Κωνσταντίνος, Καστάνης Νικ., Κεχαγιάς Χρήστος, Κιζιρίδης Παναγιώτης, Κιουτσής Χρήστος, Κλάιμπερ Αιμίλιος, Κοσμίδης Κωνσταντίνος, Κουλάκογλου Χαράλαμπος, Κουφοδόντης Κωνσταντίνος, Κυριακόπουλος Κυρ., Κύρου Αδελφοί, Κύρου Κύρος, Κυφιώτης Ιωάννης, Λαγουρός Λεωνίδας, Λαδόπουλος Πάνος, Λαζαρίδης Τηλέμαχος, Λαζόπουλος Γεώργιος, Λισσαίος Γεώργιος, Μανθόπουλος Πέτρος, Μανιάς Ν., Μανούζας Εμμανουήλ, Μαρατσίτας Σπύρος, Μαυρομμάτης Δ., Μελάς Αθανάσιος, Μήλιος Δημ., Μητσικολάβος, Μιχαηλίδης Αθ., Μιχαηλίδης Μιχαήλ, Μπλέκας Νικόλαος, Μπόζοβιτς Αντώνιος, Μπούσιος Ι., Μύλλερ Ιωάννης, Ναθαναήλ Κωνσταντίνος, Ναούμ Νικίας, Νικολαΐδης Α., Νικολαΐδης Όμηρος, Νικολαΐδης Περικλής, Νικολαΐδης Πρόδρομος, Νικόπουλος Δημ., Ξανθόπουλος Γεράσιμος, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Ξενάκης-Δημητρακόπουλος, Οικονομόπουλος Αντώνιος, Οικονόμου Ιωάννης, Παιονίδης Φιλ., εργολάβος, Πανίτογλου Βασίλειος, Παπαγεωργίου Αθ., Παπαγιαννόπουλος Δημ., Παπαδόπουλος Εμμανουήλ, Παπαδόπουλος Ζαχαρίας, Παπακώστας Χαρ., Παπαναούμ Λάσκαρης, Παπανικολάου Βάιος, Παπαζιάν Κιρκόρ, Παπαστρατηγάκης Μιχαήλ, Περδικάρης Ορέστης, Περτσινίδης Θεοχάρης, Πετράκης Νικόλαος, Πετρόπουλος Π., Πολλάτος Γεώργιος, Πράσινος Δημήτριος, Ριζόπουλος Άγγελος, Σαργός Παντελής, Σβες Χρ., Σεμερτζιάν Χατζίκ, Σκενδέρης Αναστάσιος, Στάθης Θεόδωρος, Σταματόπουλος Χρήστος, Στεργιάδης Νικόλαος, Ταμπακίδης Ανδρέας, Ταντές Αντίγονος, Ταπτικλής Θεόδωρος, Τορνιβούκας Καπνοβιομηχανία, Τρύφωνος Άννα, Τσέντελης Αθανάσιος, Τσιγαρίδας Θωμάς, Τσούρκας Δημοσθένης, Φέσσας-Δήμας, Φέσσας Μιχαήλ, Φόνσερ Παύλος, Φραγκόπουλος Στέργιος, Φωτιάδης Βασίλειος, Χαλατζιάν Αρτίν, Χαμπούρης Άρης, Χαριζάνης Απ., Χατζηγεωργίου Καπνοβιομηχανία, Χατζηγεωργίου Γεώργιος, Χατζηγεωργίου Νικ., Χατζηνάκου Αδελφοί, Χατζηχρήστου Αρ., εργολάβος, Χατζόπουλος Γ., Χατζόπουλος Δημ., Χουβαρδάς Δημ., Χριστόπουλος Ταξ., Ωρολογάς Αλέξανδρος, Ωρολογάς Πέτρος.
το είδα
Του Δημοσθένη Κούκουνα
(Άρθρο στο περιοδικό CRASH, Δεκέμβριος 2013, σελ. 154-160)
Στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό δεν αναγνωρίζεται η συλλογική ή η οικογενειακή ευθύνη. Και καλώς, θα έλεγα. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα, με την κληρονομική διαδοχή των πολιτικών οικογενειών. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο, ούτε καν περιορίζεται στην Ελλάδα. Είναι σχεδόν καθιερωμένο οι πολιτικές οικογένειες να διαιωνίζονται και να ασκούν εξουσία. Υπό μία οπτική γωνία θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι και ένδειξη δημοκρατικής λειτουργίας. Δεν πρέπει να δίνονται σε όλους ίσες ευκαιρίες; Γιατί να μην παρέχεται και στους γόνους των πολιτικών οικογενειών η δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική;
Αλλά αυτά δεν είναι παρά ένας καλοπροαίρετος θεωρητικός προβληματισμός. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν στη χώρα μας πολιτικά τζάκια και επιβιώνουν μέσα από την κληροδοσία ενός προνομιακού «δαχτυλιδιού», όπως επίσης υπάρχουν και μεγαλοεπιχειρηματικά τζάκια. Και τα δύο είδη ανακυκλώνονται αενάως…
Έχει διαπιστωθεί ότι οι πολιτικοί και οι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν μια ιδιότυπη αντίληψη περί του νομίμου και του ηθικού. Ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, από του έτους 2010 και εξής, έχουν παραμερισθεί πολλές αναστολές που σε
προηγούμενες εποχές είχαν μια κάποια αξία. Το γεγονός ότι πραγματικά και νομοθετικά η χώρα μας έχει περιέλθει σε μια υποτελή σχέση θα κριθεί ιστορικά εν καιρώ – υποθέτω ενδελεχώς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η νεώτερη Ελλάδα φθάνει στη χρεοκοπία, ούτε η πρώτη φορά που χάνει την εθνική κυριαρχία της. Και βεβαίως ούτε η πρώτη φορά που μια μειοδοτική έως προδοτική πολιτική εξουσία αυθαιρετεί και επιβάλλει ασφυκτικά δεσμά στον λαό μας.
Έχοντας ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σύγχρονη ιστορία και ειδικά με την περίοδο της Κατοχής 1941-44, διαπιστώνω πολλά κοινά σημεία εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Το ζήτημα είναι ότι αίφνης συναντώ συνεπώνυμα πρόσωπα να κυριαρχούν σήμερα όπως και τότε. Και εδώ ακριβώς ανακύπτει το μέγα ερώτημα: Πόσο συμπτωματικό είναι το γεγονός είναι ότι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση από τα ίδια «επώνυμα»;
Στον χώρο του Τύπου σήμερα το πιο ισχυρό συγκρότημα είναι ο ΔΟΛ, ο οποίος μεταξύ άλλων ελέγχει και ορισμένα ηλεκτρονικά μέσα. Ακριβώς μια παρόμοια ισχύ είχε και επί Κατοχής. Όπως αναλύω λεπτομερέστερα στο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός), το Συγκρότημα Λαμπράκη είχε ευθέως συνεταιρισθεί από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής με τη γερμανική ημικρατική εταιρία «Mundus», η οποία ανήκε κατά 50% στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς και κατά 50% στο υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ. Τόσο απλά. Η πλευρά Λαμπράκη κατείχε το 49% της ελληνικής εταιρίας που ιδρύθηκε και η Mundus το 51%. Ο αείμνηστος Δημήτριος Λαμπράκης διά των εντολοδόχων του, των Γ. Συριώτη, Α. Ζαφειρόπουλου και Ι. Τζαρτίλη (διευθυντικών στελεχών του Συγκροτήματος πριν, κατά και μετά την Κατοχή), είχε επιτύχει έτσι ένα σημαντικό οικονομικό όφελος, χωρίς να χάσει την επιχείρησή του. Με την εκχώρηση του μεριδίου στους Γερμανούς μπόρεσε να αποκτήσει το γνωστό ακίνητο της οδού Αναγνωστοπούλου.
Οι Γερμανοί που έστειλε ο Γκαίμπελς στην Ελλάδα μόλις η χώρα μας κατακτήθηκε είχαν και άλλες επιτυχείς δράσεις. Συνεταιρίσθηκαν με τον Ελευθερουδάκη και τον Κάουφμαν για να ελέγξουν τη διανομή βιβλίων, ενώ ο συνεταιρισμός τους με τον Λαμπράκη εξασφάλιζε την εκτύπωση ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων εφημερίδων και εντύπων. Ακόμη, συνεταιρίσθηκαν προνομιακά με τον Όθωνα Πικραμμένο και τη χήρα Τσιβόγλου (την πεθερά της Μαρίας Ρεζάν) για να ελέγχουν πλήρως τη διανομή των εφημερίδων και περιοδικών, ελληνικών και ξένων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο πρακτορείο εφημερίδων και η οικογένεια Πικραμμένου από την εκχώρηση μεριδίου μπόρεσε να αγοράσει το ακίνητο της οδού Ακαδημίας. Τα ονόματα αυτά δεν είναι φανταστικά, είναι αληθινά. Ούτε και τόσο απόμακρα από τη σημερινή πραγματικότητα, αν λάβουμε υπόψη ότι το Συγκρότημα Λαμπράκη εξακολουθεί να δεσπόζει, ο δε υιός Πικραμμένος είναι εκείνος που διεξήγαγε τις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Κάπως έτσι το 1941 είχε ήσυχο το κεφάλι του ο Γκαίμπελς στο Βερολίνο για ό,τι είχε να κάνει με την προπαγάνδα του στη μακρινή κατεχόμενη Ελλάδα. Χωρίς την παραμικρή δυσκολία τα είχαν ρυθμίσει καλά οι άνθρωποί του, ενώ για τα θέματα του χαρτιού υπήρχε ο έμπιστος των Γερμανών από την προπολεμική περίοδο Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος παράλληλα δεν έπαυε να έχει την ιδιότητα του …μέλους του ΚΚΕ!
Αλλά ας έρθουμε στην πραγματική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η ελληνική οικονομία καταποντίσθηκε. Υπέστη μια άνευ προηγουμένου καταλήστευση εκ μέρους των κατακτητών, ώστε η επισιτιστική ανεπάρκεια να οδηγήσει στην τραγική πείνα. Ταυτόχρονα γιγαντωνόταν η μαύρη αγορά. Αν κανείς θα είχε την υπομονή να εντρυφήσει στους καταδικασμένους από τα αγορανομικά δικαστήρια της κατοχικής περιόδου, τι έπραξαν και γιατί καταδικάστηκαν, θα έφριττε για τους νεόκοπους «επιχειρηματίες» που θησαύρισαν. Και το θέμα δεν ήταν μόνον οικονομικό, αλλά είχε να κάνει με την εξαπάτηση των αγοραστών, όσων δηλαδή κατάφερναν να βρουν ρευστό για να αγοράσουν σε τιμές μαύρης αγοράς τρόφιμα. Κατά κανόνα αυτά τα τρόφιμα ήταν νοθευμένα με απίθανες αναμίξεις, εντελώς ακατάλληλα για βρώση.
Και όμως. Όλοι οι αυτοί οι ασυνείδητοι εκμεταλλευτές επιβίωσαν της Κατοχής, έχοντας δημιουργήσει τεράστιες μαυραγορίτικες περιουσίες. Παράπλευρα σ’ αυτούς τους γλοιώδεις και κυνικούς μαυραγορίτες υπήρχαν και οι εργολάβοι μηχανικοί και οι προμηθευτές των στρατιωτικών αρχών κατοχής. Αυτοί αναλάμβαναν «νόμιμα», κάθε άλλο παρά ηθικά όμως, διάφορα οχυρωματικά έργα για την προστασία των κατοχικών στρατευμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις αναθέσεις τις έπαιρναν απευθείας από τους Γερμανούς, χωρίς κανένα έστω υποτυπώδη μειοδοτικό διαγωνισμό. Τιμολογούσαν κατά βούληση και αρκούσε η μονογραφή ενός Γερμανού ή Ιταλού αξιωματικού για να προσκομίσουν και να εισπράξουν το τιμολόγιό τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Χωρίς καμιά άλλη διαδικασία δημοσίου λογιστικού κ.ο.κ.
Απέκτησαν τεράστιες περιουσίες όλοι αυτοί. Υπάρχει ένας κατάλογος των οικονομικών μεγαλοδοσιλόγων, που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Ένας εξ αυτών, που αρχικά προμήθευε το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, για να περιφρουρούνται οι φυλακές και τα στρατόπεδα των Γερμανών, αλλά στη συνέχεια προμήθευε και κάθε είδους οικοδομικό υλικό, ήταν η εταιρία της οικογένειας Αγγελοπούλου. Οι γνωστοί αδελφοί Αγγελόπουλοι, ένας εκ των οποίων έγινε υπουργός του ΕΑΜ, ένας άλλος δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» και ένας τρίτος μέγας ευεργέτης του Πατριαρχείου. Χωρίς την περιουσία αυτή, είναι αμφίβολο τι καριέρα θα είχε κάνει η υπερφίαλη Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου.
Για όσους ξενίζονται από την ύπαρξη δοσιλόγων που συνεργάστηκαν με το ΕΑΜ, δεν έχουν παρά να το ερευνήσουν. Και σε επίπεδο οικονομικού δοσιλογισμού, όπως ο μηχανικός Δοανίδης ή ο εκπαιδευτικός Παπαμαύρος.
Ένας άλλος τέτοιος οικονομικός μεγαλοδοσίλογος είχε εβραϊκή καταγωγή (ας μην απορεί ο αναγνώστης αν υπήρξαν και Εβραίοι δοσίλογοι – η δίωξή τους στην Ελλάδα άρχισε το 1943). Λεγόταν Λάζαρος ή Λεωνίδας Ροζενστάιν ή Ροζάκης και ο γιος του διέπρεψε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ενώ έγινε γνωστός ως πανεπιστημιακός καθηγητής και στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη.
Η περίπτωση Ροζάκη-Ροζενστάιν έχει μια ιδιαιτερότητα, που ανάγεται στον αρχικό προβληματισμό μας περί οικογενειακής ευθύνης. Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία πήρε την απόφαση, στο πλαίσιο της τιμωρίας των οικονομικών δοσιλόγων, να εξορίσει σε νησιά του Αιγαίου ορισμένους απ’ αυτούς. Και, προφανώς για να τιμωρήσει μαζί και τις οικογένειές τους που στο διάστημα της Κατοχής δεν πείνασαν όπως όλοι οι άλλοι απλοί πολίτες, τους έστειλε οικογενειακώς… (Μια συγκυριακή λεπτομέρεια: Η κυβερνητική απόφαση για το πρωτοφανές αυτό μέτρο ανακοινώθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946 από τον υπουργό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας και αδελφό του ιδρυτή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!).
Βεβαίως και υπήρξαν πολλοί άλλοι συνεργάτες των κατακτητών που διέλαθαν και απέφυγαν την τιμωρία. Ίσως επειδή ήταν πιο προνοητικοί από τους πολλούς και εγκαίρως κατάλαβαν ότι η Γερμανία δεν επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο. Ένας εξ αυτών, ο πολιτικός μηχανικός Μιχαήλ Αβέρωφ (αδελφός του γνωστού πολιτικού), κέρδισε τεράστια ποσά από τη συνεργασία του με τον κατακτητή στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, αλλά είχε την πρόνοια από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και ύστερα να συνεργασθεί με τους Συμμάχους. Άλλοι, όπως ο εφοπλιστής Βερνίκος, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να πολιτευθεί μεταπολεμικά. Πολλές οι περιπτώσεις, που όμως δεν έχουν τόσο ιστορικό όσο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Θα σταθώ όμως σε μια άλλη περίπτωση, ενός ευφυούς και δραστήριου επιχειρηματία με τοπικό ορίζοντα, στη Δυτική Μακεδονία. Λεγόταν Γεώργιος Παπακωνσταντίνου και ίσως θα παρέμενε ασήμαντος αν ο συνονόματος εγγονός του δεν συνέπιπτε με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών να είναι εκείνος που έδεσε χειροπόδαρα την Ελλάδα τον Μάιο του 2010 με το απεχθές και επαχθές Μνημόνιο. Σήμερα είναι υπόλογος όχι γι’ αυτό, αλλά για τις αλλοιώσεις που επέφερε στην περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ».
Ο παλαιός Γ. Παπακωνσταντίνου στην προπολεμική περίοδο είχε αναπτύξει δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης με ιδιόκτητο αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο. Ήταν πληροφορημένος ότι κάποιοι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες είχαν ενδιαφερθεί για την περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπου υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη, και τα σχέδιά τους να δημιουργήσουν μεγάλα λιγνιτωρυχεία εκεί ανατράπηκαν λόγω του πολέμου. Εν τω μεταξύ με την Κατοχή έμαθε από Γερμανούς στρατιωτικούς ότι, καθώς η μόνη πηγή ενέργειας θα μπορούσε πλέον – λόγω των πολεμικών συνθηκών – να είναι ο λιγνίτης, θα ήταν έξυπνο να ασχοληθεί με τέτοια επιχείρηση. Αγόρασε τα χωράφια, στα οποία γνώριζε ότι υπήρχε λιγνίτης και η κατοχική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να του παραχωρήσει προνομιακή άδεια για την ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για όλη την περιοχή.
Η ηλεκτροδότηση της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης ήταν πλέον μια πολύ κερδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση για τον Γ. Παπακωνσταντίνου και το τέλος της Κατοχής δεν μπορούσε να την ανατρέψει, ούτε οι μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις διανοήθηκαν να στερήσουν την περιοχή από ηλεκτρική ενέργεια. Αντίθετα οι δύο γιοι του, ο Μιχάλης και ο Στέλιος, συμμετείχαν στην επιχειρηματική προσπάθειά του, αυτή τη φορά σε μια νέα βάση: Να πωλήσουν τη μονάδα της Πτολεμαΐδας όσο γινόταν ακριβότερα.
Με ομολογουμένως ευφυείς κινήσεις η οικογένεια Παπακωνσταντίνου κράτησε μια σκληρή διαπραγματευτική στάση και μόνον όταν πήρε το τίμημα που θεωρούσε λογικό, το 1958, παρέδωσε τη λιγνιτοφόρο περιοχή στη ΔΕΗ. Ένας πρόσθετος όρος ήταν η πρόσληψη του Στέλιου Παπακωνσταντίνου ως στελέχους της ΔΕΗ. Διατηρήθηκε σε κρίσιμες διευθυντικές θέσεις μέχρι που εμφανίστηκε το δικτατορικό καθεστώς και τον απέλυσε.
Ο πρεσβύτερος αδελφός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που είχε σπουδάσει νομικός στη Γερμανία και την Αγγλία και μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1954 ανέλαβε μαζί με τον Στέλιο τα ηνία της μικρής αλλά περιζήτητης επιχείρησης, προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στην Κατοχή είχε υπηρετήσει ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη, αλλά κατά την τελευταία κατοχική χρονιά συνδέθηκε με αντιστασιακούς. Παρά ταύτα τον συνόδευε το ψευδώνυμο «Μποτάκιας», λόγω της εμμονής του να φοράει γερμανικές μπότες μέσα από τα πολιτικά ρούχα του. Πιο φανατικός ένας πρώτος εξάδελφός του, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, φοιτητής της Νομικής, υπηρέτησε επίσης ως διερμηνέας και πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη και αναμίχθηκε σε καταδόσεις Ελλήνων και Βρετανών – και όχι μόνο.
Η αρχική ενασχόληση του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου με την πολιτική είχε τοποθέτηση ακροδεξιά. Κατέβηκε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του αινιγματικού «μακεδονάρχη» Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, που επί Κατοχής είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών και εγκαίρως είχε διαφύγει στην Ιταλία πριν τελειώσει η Κατοχή. Εκεί, όπου είχε πολλούς δεσμούς από τα φοιτητικά του χρόνια, κρύφτηκε επί χρόνια φυγοδικώντας από την ελληνική δικαιοσύνη, που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Στις αρχές της δεκαετίας 1950 επέτυχε να αμνηστευθεί και να του επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία του (διασώζεται μεταξύ άλλων ένα σχετικό έγγραφό του προς τον τότε νεαρό υφυπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη).
Ο Γκοτζαμάνης επανήλθε στην Ελλάδα και τα πράγματα είχαν αλλάξει. Επιχείρησε να πολιτευθεί στις δημοτικές εκλογές του 1954 ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης και συγκέντρωσε πολύ υψηλό ποσοστό, αλλά δεν εξελέγη. Ένας εκ των πολύ φανατικών υποστηρικτών του ήταν ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που τον θεωρούσε ως τον «μεγαλύτερο ζώντα πολιτικό στην Ελλάδα». Μετά την εξαγορά του εργοστασίου της Πτολεμαΐδας και αφού είχε αποβιώσει ο Γκοτζαμάνης, μεταπήδησε πολιτικά στον κεντρώο χώρο που πλέον άρχιζε βάσιμα να διεκδικεί την εξουσία. Αργότερα θα εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτές και θα καταλάβει υπουργικά αξιώματα, ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας θα προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία.
Μη έχοντας άρρενες απογόνους θα τον διαδεχθεί πολιτικά στην Κοζάνη ο ανιψιός του, ο γνωστός μας αρχιτέκτονας του «Μνημονίου» Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος σήμερα είναι υπόδικος για τη «Λίστα Λαγκάρντ», επειδή επιχείρησε να την αλλοιώσει για να μην είναι υπόλογες οι κόρες του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, που απέκτησε αμύθητο πλούτο από μια υπογραφή του Τσολάκογλου σε μια προνομιακή άδεια για τη δημιουργία ηλεκτρικού εργοστασίου στη μακρινή και ασήμαντη τότε Πτολεμαΐδα.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Και τώρα τα πρόσωπα. Ας δούμε τους κύριους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής. Δεν είναι απαραιτήτως όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Είναι όμως όλοι τους εκείνοι που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αφαιρεθεί ούτε ένα όνομα, ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης. Τον δημοσιεύουμε λοιπόν μάλλον ενδεικτικά, ώστε να ανιχνεύσουμε κάποια γνωστά ονόματα που απέκτησαν την τεράστια περιουσία τους, ελισσόμενοι επί Κατοχής και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις. Την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένειά τους, που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους ή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό τις συνθήκες αυτές, οι άνθρωποι αυτοί έσπευσαν με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.
Είναι γνωστή η περίπτωση μεγαλοβιομηχάνου επίπλων, ο οποίος επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερμανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεόρατα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε, προμήθευε με έπιπλα για την καθημερινή τους διαβίωση τους Γερμανούς. Π.χ. ερχόταν με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας, επιτασσόταν το δωμάτιο ενός καλού αστικού σπιτιού και του το παραχωρούσαν για να κατοικεί. Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωναν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ.
Αλλά τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογενείας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή πλούτος και πάλι πλούτος. Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνεταίροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο την Τράπεζα της Ελλάδος που όλο και πλήρωνε. Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και ο Έλληνας «συνεταίρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμιγμένοι. Ειδικά μάλιστα τότε, την εποχή του πολέμου, η χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλ. στις κατεχόμενες χώρες. Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης λοιπόν υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κλπ.) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις.
Θα αναρωτηθείτε τη συνέχεια. Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος (πρόκειται περί του Ελ. Σαρίδη) επέζησε. Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του, κατάδικος ων πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό, πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σ’ έναν άλλον Έλληνα. Σ’ έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «εξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του, ταξίδεψε στο Βερολίνο και κατόρθωσε να γλυτώσει τον πελάτη του. Όχι όμως και τους Γερμανούς «συνεταίρους» του τελευταίου. Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες από τους συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο, ενώ ο νεαρός εκείνος δικηγόρος (ο Ιωάννης Γεωργάκης, έπειτα εξ απορρήτων του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση) επέπρωτο αργότερα να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών...
Αν κάπως έτσι αντλούσαν τα αμύθητα κέρδη τους οι προμηθευτές των Αρχών Κατοχής, φαντασθείτε τι γινόταν με τους εργολάβους και τους κατασκευαστές τεχνικών έργων. Ας αναλογισθούμε την πρώτη ημέρα της Κατοχής πόσοι δρόμοι, πόσα γεφύρια, πόσα λιμάνια και πόσες εγκαταστάσεις είχαν καταστραφεί. Αλλά και στη συνέχεια πόσες ανάγκες προέκυπταν για τις Κατοχικές Αρχές να ανεγείρουν φυλάκια, διάφορες εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, οικήματα, φυλακές, κτίρια, αποθήκες, να ιδρύουν ή να επεκτείνουν αεροδρόμια και λιμάνια, να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα κ.ο.κ. Έτσι άρχισε η «χρυσή εποχή» των διαπλεκομένων κατασκευαστών. Όμως πολλά γνωστά ονόματα συνεργάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Έλληνας πολιτικός μηχανικός (που δεν καταδικάστηκε!) έφτασε στο σημείο να εφεύρει ένα υποκατάστατο των φορτηγίδων που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών στα νησιά. Οαι οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που είχαν εξασφαλίσει μια τέτοια καινοτόμο λύση για τις μεταφορές τους, ώστε έστειλαν αντίγραφα της εφεύρεσης στο Βερολίνο και από εκεί σε άλλες παραθαλάσσιες κατεχόμενες χώρες. Εννοείται ότι ο ίδιος θησαύρισε εξωφρενικά, αφού άλλωστε και εδώ το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά αμύθητα ποσά.
Στη συνέχεια σχεδόν όλοι αυτοί, χωρίς να πάψουν να παίρνουν αναθέσεις και να συνεχίζουν την είσπραξη των αμύθητων κερδών τους, περνούν σε ένα άλλο στάδιο: σκέπτονται και το αύριο. Αρχίζουν να ενισχύουν οικονομικά διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, να χρηματοδοτούν αντιστασιακά έντυπα, στέλνουν κάποιο από τα παιδιά τους στα βουνά ή ακόμα και στο εξωτερικό για να «συμμετάσχουν στον κατά του εχθρού πόλεμο», ή επιτυγχάνουν να διασυνδεθούν με πράκτορες των συμμαχικών υπηρεσιών, στους οποίους παραδίδουν τα τοπογραφικά των έργων που εκτελούν και σωρεία άλλων χρήσιμων πληροφοριών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους περί οχυρώσεων, νηοπομπών, ελλιμενισμών κλπ. Πολλές φορές τα χρήσιμα στοιχεία που διοχετεύονται στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής καταλήγουν στον βομβαρδισμό των υπό εκτέλεση έργων. Αλλά αυτό δεν είναι άσχημο, διότι έτσι παίρνουν νέα ανάθεση να ξαναρχίσουν από την αρχή, οπότε αυξάνεται ο τζίρος.
Με όλη αυτή τη διαδικασία, πολλοί από τους κατασκευαστές, που παραπέμφθηκαν μεταπολεμικά να δικαστούν για δοσιλογισμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, έφεραν ως μάρτυρες υπεράσπισης Βρετανούς αξιωματικούς ή αξιόπιστους αντιστασιακούς, οι οποίοι φυσικά κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν στη ...συμμαχική νίκη. Ευνόητο είναι ότι σχεδόν όλοι αθωώθηκαν και οι θησαυροί-θησαυροί. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν των μετόχων μιας τεχνικής εταιρίας, γνωστών ονομάτων της αθηναϊκής κοινωνίας (ο αδελφός του ενός υπήρξε μάλιστα επί πολλά χρόνια βουλευτής και υπουργός), οι οποίοι όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν, αλλά και ...παρασημοφορήθηκαν! Φυσικά στα μεταπολεμικά χρόνια διατήρησαν όλη τους την αίγλη και συνέχισαν οι ίδιοι, και σήμερα οι κληρονόμοι τους, να παίρνουν μεγάλα δημόσια έργα με προϋπολογισμούς που καλύπτονταν από τις αμερικανικές βοήθειες.
Κάπως έτσι έχει γραφεί η ιστορία των οικονομικών δοσιλόγων. Και αφού τελικά δεν τα κατάφεραν να γλυτώσουν τις καταδίκες και τις τιμωρίες, επανήλθαν λαύροι και στελέχωσαν τη νεώτερη μεγαλοαστική τάξη.
Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία, αν και τιμώρησε τους οικονομικούς δοσιλόγους, δεν εξάντλησε την αυστηρότητά της ώστε να τους απομονώσει. Ούτε και η κοινωνία τους απολάκτισε. Αντίθετα, οι αρχές τους αντιμετώπισαν συχνά ευνοϊκά, σεβόμενες προφανώς την ογκώδη οικονομική επιφάνεια που είχαν στο σκότος και σε βάρος του λιμώττοντος λαού αποκτήσει.
Και όταν κάποτε ο οικονομικός δοσιλογισμός ξεχάστηκε, τα ίδια πρόσωπα, δηλ. πολλά απ’ αυτά, επανέκαμψαν με ζήλο στην επιχειρηματική δράση. Απαίτησαν προνόμια και τα έλαβαν. Με τα ισχυρά κεφάλαια, κεφάλαια που είχαν αποκτηθεί με κατοχικό «ιδρώτα» και υπό καθεστώς άκρατου αμοραλισμού, επένδυσαν σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά είδη και τα πολλαπλασίασαν. Έγιναν οι Ηρακλείς της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από τους αναφερόμενους οικονομικούς δοσιλόγους, υπάρχουν και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, όπως οι κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες. Διαθέτοντας και καλλιεργώντας πάσης φύσεως διασυνδέσεις με τις Αρχές Κατοχής συγκέντρωσαν στα χέρια τους ποσότητες δυσεύρετων ειδών, κυρίως τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, που τις έσπρωχναν στην κατανάλωση με χιλιοπλάσιες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν μαυραγορίτες να θησαυρίζουν ανενόχλητοι και φυσικά ανεξέλεγκτοι, ο δε λαός να στερείται τα στοιχειώδη αγαθά που θα μπορούσε να προμηθευθεί, εκτός αν ήταν έτοιμος να διαθέσει ένα ολόκληρο σπίτι για να εξασφαλίσει λίγα μόλις γεύματα. Οι θάνατοι από πείνα οφείλονται σ’ αυτό το κλίμα μαυραγοριτισμού που απλώθηκε επί Κατοχής, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο, τον φοβερό χειμώνα 1941-42.
Το παράδοξο όμως είναι που μεταπολεμικά αυτοί οι μεγαλομαυραγορίτες επέζησαν οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, παρά το γεγονός ότι η κατοχική συμπεριφορά τους ήταν πάνω απ’ όλα αντικοινωνική και ανθελληνική. Και βεβαίως όσοι δεν επέζησαν βιολογικά, είχαν τους φυσικούς διαδόχους τους για να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το μεσουράνημα των επιχειρήσεών τους. Και πάλι το κατοχικό παρελθόν ξεχάστηκε. Και έχουμε χαρακτηριστική περίπτωση τον γόνο ενός τέτοιου μεγαλομαυραγορίτη τροφίμων, διαθέτοντα πάντα το ισχυρότατο ταμείο που με τέτοια διαγωγή είχε σχηματίσει ο πατέρας ή ο παππούς του, να φθάσει - πενήντα χρόνια αργότερα - στη δημοσιότητα, ως αγοραστής της κληρονομητέας έπαυλης Μινέικο του Ψυχικού, την οποία αγόρασε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι εκείνος που στη συνέχεια πάλι στη δημοσιότητα, ζητώντας να του επιστραφούν τα χρήματα που είχε διαθέσει για την αγορά, η οποία ύστερα από ένα περίπλοκο πλέγμα διαδικασιών, ακυρώθηκε. Και, να προσθέσουμε, είναι ο ίδιος που στα τελευταία χρόνια τιμήθηκε με ηγετική θέση στη διοίκηση του Κολλεγίου Αθηνών.
Όλους αυτούς τους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, που απέκτησαν τέτοιες αμύθητες περιουσίες, ο πανδαμάτωρ χρόνος - όπως ήταν αναμενόμενο - δεν τους λησμόνησε και ελάχιστοι σήμερα ίσως επιζούν. Αλλά και εκείνοι που πέθαναν και εκείνοι που τυχόν ζουν ανάμεσά μας, έχουν επιμελώς αποκρύψει το πραγματικό παρελθόν τους. Θα ήταν έλλειψη στοιχειωδών φυσικών ανακλαστικών, αν γινόταν διαφορετικά.
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΩΝ ΣΕ ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑ
Αβραμίδης Ιωακείμ, Αγγελόπουλος Θ. & Υιοί, Αγιουτάντης Α., Αλβανόπουλοι Κ. και Ι., Αλεξάτος Ιωάννης, Αντωνόπουλος Α., Βαρχανέα Σ., Βασιλάκος Α., Βασιλειάδης Αθανάσιος, Βέλλιος Ε., Βερνίκος Αλέξανδρος, Βερνίκος Κωνσταντίνος, Βερνίκος Νικόλαος, Βόμβα Αφοί, Βόμβας Δημήτριος, Βορεάδης Ιωάννης, Γεωργιάδης Γ., Γεωργιάδης Σ., Γιαδικιάρογλου Ρ., Γιαδικιάρογλου Φ., Γιαννουλάτος Ε., Γιατζόγλου Ε., Γκέρτσος Δημήτριος, Γκέρτσος Θεόδωρος, Γκέρτσος Κωνσταντίνος, Γκορίτσας Ε., Γκουντελιάν Α., Γκουτρούμ Κ., Δαμιανός Μ., Δευκόπουλος Κ., Δήμας Σ., Διάκος Ε., Δοανίδης Πέτρος, Δολτσέτης Ι., Έμκε ή Αθηναίος Φραγκίσκος, Ευστρατίου Δ., Ζαλώνης Μαξ, Ζαννέτος Κ., Ζανουδάκης Α., Ζανουδάκης Σ., Ζαντεμίκωφ Ζωή, Ζαχάρωφ Γεώργιος, Ζήζηλας Ι., Θεοδωρόπουλος Ε., Ιγγλέσης Γ., Ιωαννίδης Β., Ιωαννίδης Γ., Καβαντζάς Δ., Καββαδίας Κ., Καϊβάνοι Αφοί, Καλημέρης Β., Καλιάζης Κ., Καλιαμπέτσος Α. και Σ., Κάμφωνας Α., Καραγιάννης Κ., Καράσσος Σ., Καρδασιλάρη Υιοί, Κατηφόρης Παναγιώτης, Κατσίγερας Σταύρος, Κατσουρόπουλος Λεωνίδας, Κεφάλας Κωνσταντίνος, Κεχαγιάς Χ., Κηρύκοι-Αλεξάτος, Κηρύκος Γεώργιος, Κιλιτζιάν Κιρκόρ, Κόβερης Ιωάννης, Κόκκινος Κίμων, Κολοβός Γ., Κολοζώφ Α., Κοραής Σ., Κορωναίος Α., Κουμς Δημήτριος, Κουρμούλης Μ., Κουρτ Μ., Κούρτογλου Ι., Κοφτ Βενιαμίν, Κρανιώτη Αφοί, Κριεζής Ιωάννης, Κρίκος Μ., Κυπαρισσόπουλος Ε., Κυφιώτης Α., Κωστάλας Σταύρος, Λαζαράκης Ανδρέας, Λαζαράκης Κωνσταντίνος, Λαζαρίδης Παναγιώτης, Λασκαρίδης Χ., Λιοπυράκης Θ., Λυμπεράκης Μ., Μαθιουδάκης Ι., Μανιάκης Α., Μάνος Α., Μαντζάκας Σ., Ματαρατζής Ιωάννης, Μάτσας Λουκάς & Υιοί, Μαυράγγελος Μ., Μαύρος Φ., Μεγαλοοικονόμου Λεωνίδας, Μεϊμαρίδης-Πιρπίρογλου, Μήκας Δημήτριος, Μικέλης Ν., Μόσχος Πασχάλης, Μπαντζάς Ν., Μπαρμπαγιαννάκης Ιωάννης, Μπαρμπαρής Σ., Μπρούνο Λ., Μωυσόγλου Α., Ναούμ Ανδρέας, Ναχνικιάν Ζ., Νισίμ Κ., Νταής Α., Ντεκιπέλο Κατάλιτο, Ντιλέρνια Γ., Ξανθόπουλος Α., Ξανθόπουλος Ιωάννης, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Παβεζόπουλος Αλέξανδρος, Παπαδάκης Ε., Παπαδόπουλος Γ., Παπαδόπουλος Κ., Παπαδόπουλος Ο.Ε., Παπανικολάου Π., Παπασταύρου Χ., Παραβάντος Ι., Πασσάς Ιωάννης, Περδικάρης Εμμανουήλ, Πετρίδης Ι., Πετρίδης Κ., Πετρόπουλος Κ., Πετυχάκης Φαίδων, Πλέσσας Αντώνιος, Πλέσσας Κωνσταντίνος, Πλέσσας Σπυρίδων, Πλέσσας Σταμάτης, Πουλάκος Β., Προφέτας Άρης, Ρεμέντζης Γ., Ρόζενσταϊν-Ροζάκης Λ., Ρουρούλης Σ., Ρούσσος Δ., Σαλαπάτας Α., Σαλαπάτας Β., Σαλαπάτας Σ., Σαλούστρος Παντελής, Σαραντάκης Ο., Σαράντης Ι., Σαράντης Ρ., Σαρφάτης Ρ., Σεραφειμίδης-Γεωργακάς, Σκλαβούνος Λ., Σουπίλας Ελευθέριος, Σοφιανόπουλος Π., Σταματόπουλοι Α., Λ., Θ., Ρ. & Ο., Στασινόπουλοι Ι., Η & Μ., Στίκας Α., Στίπας Π., Συριανάκης Θ., Τερζόγλου Νικόλαος, Τολιάς Β., Φερλάτσο Ουμβέρτος, Φουρναράκης-Ιωαννίδης, Φώκερ Σ., Χάινε Ε., Χαραλάμπους Μιχαήλ, Χασαπάκος Χρ., Χατζηνάκος Γ., Χατζηπαναγιώτης Ι., Χόχνετς Φραντς.
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αδαμίδης Κωνσταντίνος, Ακρίτας Γεώργιος, Αλεξανδρίδου Καπνοβιομηχανία, Αλούπης Μάνος, Αναστασιάδης Χρήστος, Ανδρεάδη Αδελφοί, Ανεζίνης Σταύρος, Αντωνίου Ανδρέας, Βαρδαλής Γ., Βέλλος Μιχαήλ, Βοράκης Ιωάννης, Βουλώνης Απόστολος, Βουλώνης Γεώργιος, Γαρυφάλλου Περικλής, Γεωργιάδη Αδελφοί, Γεωργιάδης Βασίλειος, Γεωργιάδης Γεώργιος, Γιαγκόπουλος Γεώργιος, Γκέκας Ευάγγελος, Γκέκας Στέφανος, Γκίμπελ Ελένη, Γκλάνοβιτς Στέφανος, Γκοτζαμάνης Χριστόφορος, Γκρος Ροβέρτος, Δανέζη Φανουρία, Δανίδης Εμμανουήλ, Δάνου-Καραβάνη Έλλη, Δερζακαριάν Βαρτάν, Δημητρακούδης Περικλής, Δημητρίου Γεώργιος, Διαμαντής Μενέλαος, Διαμαντής Νικόλαος, Διβόλης, Ζάρος Χρήστος, Ηλιάδης Δημ., Ηλιάδης Ηλίας, Ηλιάδης Ιορδάνης, Θεοδοσιάδης Αλέξανδρος, Καβουνίδης Νικόλαος, Καμπάνης Νικόλαος, Καμπούρογλου Κοσμάς, Καρατζάς Σωτήριος, Καρράς Γεώργιος, Καρύδα Αδελφοί, Καρύδας Κωνσταντίνος, Καστάνης Νικ., Κεχαγιάς Χρήστος, Κιζιρίδης Παναγιώτης, Κιουτσής Χρήστος, Κλάιμπερ Αιμίλιος, Κοσμίδης Κωνσταντίνος, Κουλάκογλου Χαράλαμπος, Κουφοδόντης Κωνσταντίνος, Κυριακόπουλος Κυρ., Κύρου Αδελφοί, Κύρου Κύρος, Κυφιώτης Ιωάννης, Λαγουρός Λεωνίδας, Λαδόπουλος Πάνος, Λαζαρίδης Τηλέμαχος, Λαζόπουλος Γεώργιος, Λισσαίος Γεώργιος, Μανθόπουλος Πέτρος, Μανιάς Ν., Μανούζας Εμμανουήλ, Μαρατσίτας Σπύρος, Μαυρομμάτης Δ., Μελάς Αθανάσιος, Μήλιος Δημ., Μητσικολάβος, Μιχαηλίδης Αθ., Μιχαηλίδης Μιχαήλ, Μπλέκας Νικόλαος, Μπόζοβιτς Αντώνιος, Μπούσιος Ι., Μύλλερ Ιωάννης, Ναθαναήλ Κωνσταντίνος, Ναούμ Νικίας, Νικολαΐδης Α., Νικολαΐδης Όμηρος, Νικολαΐδης Περικλής, Νικολαΐδης Πρόδρομος, Νικόπουλος Δημ., Ξανθόπουλος Γεράσιμος, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Ξενάκης-Δημητρακόπουλος, Οικονομόπουλος Αντώνιος, Οικονόμου Ιωάννης, Παιονίδης Φιλ., εργολάβος, Πανίτογλου Βασίλειος, Παπαγεωργίου Αθ., Παπαγιαννόπουλος Δημ., Παπαδόπουλος Εμμανουήλ, Παπαδόπουλος Ζαχαρίας, Παπακώστας Χαρ., Παπαναούμ Λάσκαρης, Παπανικολάου Βάιος, Παπαζιάν Κιρκόρ, Παπαστρατηγάκης Μιχαήλ, Περδικάρης Ορέστης, Περτσινίδης Θεοχάρης, Πετράκης Νικόλαος, Πετρόπουλος Π., Πολλάτος Γεώργιος, Πράσινος Δημήτριος, Ριζόπουλος Άγγελος, Σαργός Παντελής, Σβες Χρ., Σεμερτζιάν Χατζίκ, Σκενδέρης Αναστάσιος, Στάθης Θεόδωρος, Σταματόπουλος Χρήστος, Στεργιάδης Νικόλαος, Ταμπακίδης Ανδρέας, Ταντές Αντίγονος, Ταπτικλής Θεόδωρος, Τορνιβούκας Καπνοβιομηχανία, Τρύφωνος Άννα, Τσέντελης Αθανάσιος, Τσιγαρίδας Θωμάς, Τσούρκας Δημοσθένης, Φέσσας-Δήμας, Φέσσας Μιχαήλ, Φόνσερ Παύλος, Φραγκόπουλος Στέργιος, Φωτιάδης Βασίλειος, Χαλατζιάν Αρτίν, Χαμπούρης Άρης, Χαριζάνης Απ., Χατζηγεωργίου Καπνοβιομηχανία, Χατζηγεωργίου Γεώργιος, Χατζηγεωργίου Νικ., Χατζηνάκου Αδελφοί, Χατζηχρήστου Αρ., εργολάβος, Χατζόπουλος Γ., Χατζόπουλος Δημ., Χουβαρδάς Δημ., Χριστόπουλος Ταξ., Ωρολογάς Αλέξανδρος, Ωρολογάς Πέτρος.
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου