Ο ευρωατλαντικός συνασπισμός (όρος με τον οποίο αναφέρομαι συλλογικώς στο ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και θεσμούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, όπως λ.χ. το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα) έχει πολεμήσει εναντίον του σοβιετικού κομμουνισμού και εναντίον του εθνικισμού/φασισμού, όχι χάριν της πνευματικής και πολιτικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας, αλλά για να επιβάλλει ένα δικό του, ευρωατλαντικό, μοντέλο ολιγαρχίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο σημερινός, μετασοβιετικός και μεταδιπολικός κόσμος κυβερνάται από μια μυριάδα πολυεθνικών εταιρειών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που ανήκουν σε ένα δίκτυο ιδιωτικών οργανώσεων στρογγυλής τραπέζης το οποίο εκτείνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Υπάρχει, πράγματι, μια διεθνής άρχουσα ελίτ η οποία οικοδομεί μια οικονομικοεπιχειρηματική αυτοκρατορία εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα και η οποία καταπολεμά συστηματικά κάθε απόκλιση από την ατζέντα της.
To 2014, o Martin Gilens, καθηγητής Πολιτικής στο Princeton University, και ο Benjamin I. Page, καθηγητής της θεωρίας λήψης αποφάσεων στο Northwestern University, εξέδωσαν μια επιστημονική εργασία με τίτλο “Testing Theories of American Politics: Elites, Interest Groups, and Average Citizens” (Perspectives on Politics, τόμος 12, έτος 2014, σελ. 564–581). Σε αυτήν την επιστημονική εργασία, συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν πολιτικά δεδομένα από το 1981 μέχρι και το 2002, μεταξύ των οποίων αναλύθηκαν 1.800 πολιτικές αποφάσεις που έλαβε το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας χρονικής περιόδου. Το πόρισμα της εν λόγω επιστημονικής έρευνας είναι ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν διευθύνεται από τον αμερικανικό λαό, αλλά από ένα δίκτυο «οικονομικών ελίτ» και «επιχειρηματικών συμφερόντων». Με άλλα λόγια, η προαναφερθείσα μελέτη αποδεικνύει επιστημονικώς ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι ολιγαρχία, στην οποία «οι επιθυμίες εταιρειών και επιχειρηματικών και επαγγελματικών συνδέσμων» αποτελούν την κινητήρια δύναμη πίσω από τη λήψη πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης. Κατά λέξη, στην
προαναφερθείσα μελέτη τους, οι καθηγητές Gilens και Page καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: «Το κεντρικό σημείο που αναδύεται από την έρευνά μας είναι ότι οι οικονομικές ελίτ και οι οργανωμένες ομάδες που αντιπροσωπεύουν επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν ουσιαστικές ανεξάρτητες επιδράσεις στην κυβερνητική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ οι ομάδες συμφερόντων που είναι βασισμένες στη μάζα και οι μέσοι πολιτές έχουν μικρή ή μηδαμινή επιρροή».
Επίσης, στην προαναφερθείσα επιστημονική έρευνα των καθηγητών Gilens και Page, καθίσταται σαφής η μεγάλη ισχύς των υπερεθνικών επιχειρήσεων και των διεθνών χρηματοοικονομικών παραγόντων επί των λαών. Το Council on Foreign Relations (CFR), ελληνιστί Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, αποτελεί την επιτομή της επιχειρηματικοοικονομικής διακυβέρνησης που ασκείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου σήμερα, καθώς τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα όλο και περισσότερο διαβρώνονται από ομάδες πίεσης (λόμπι) και δίκτυα ειδικών συμφερόντων. Το Council on Foreign Relations αυτοπροσδιορίζεται ως «ανεξάρτητη, μη κομματική οργάνωση μελών, δεξαμενή σκέψης και εκδότης» («independent, nonpartisan membership organisation, think tank and publisher»), αλλά ουσιαστικά αποτελεί την οργάνωση που συσπειρώνει την αμερικανική ολιγαρχία.
Βλέποντας τη λίστα των εταιρικών μελών του Council on Foreign Relations, διαπιστώνουμε ότι, στα μέλη του, συμπεριλαμβάνονται περίπου 200 από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως οικονομικούς παίκτες, όπως οι εξής εταιρείες: Exxon Mobil Corporation, Goldman Sachs Group Inc, BP plc, Barclays, Google Inc, Lockheed Martin, Deutsche Bank AG, Shell Oil Company, και Soros Fund Management. Το Council on Foreign Relations έχει τύχει ενδελεχούς επιστημονικής διερεύνησης από τον διακεκριμένο Αμερικανό ιστορικό Carroll Quigley, καθηγητή του Georgetown University, ο οποίος συνέγραψε δύο πολύ αποκαλυπτικά βιβλία: το ένα τιτλοφορείται «Tragedy and Hope: A History of the World in our Time» (έκδοση 1966) και το άλλο «The Anglo-American Establishment» (έκδοση 1981). Όπως έχει εξηγήσει ο καθηγητής Quigley, ο πατέρας του Council on Foreign Relations είναι το βρετανικό ίδρυμα Royal Institute of International Affairs (RIIA), ελληνιστί Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, του οποίου η έδρα βρίσκεται στο κτίριο Chatham House, στη St James’s Square, στο Λονδίνο, και γι’ αυτό, συνήθως το Royal Institute of International Affairs αναφέρεται συνοπτικά ως το Chatham House.
Το Chatham House συστήθηκε ως έκγονο αφενός της βρετανικής μυστικής οργάνωσης Cecil Rhodes (την οποία ίδρυσε, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Βρετανός μεγιστάνας της Νοτίου Αφρικής και διαμαντέμπορος Cecil John Rhodes, με σκοπό την προστασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την επιβολή μιας βρετανικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων), αφετέρου του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner. Συγκεκριμένα, το Chatham House ιδρύθηκε το 1919 από τον Lionel Curtis (σύμφωνα με τον οποίο, η Βρετανική Αυτοκρατορία θα έπρεπε να μετεξελιχθεί σε ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης και να ενταχθούν/επιστρέψουν σε αυτήν οι ΗΠΑ) και άλλα στελέχη του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner. Ο καθηγητής Carroll Quigley, στο βιβλίο του «Tragedy and Hope: A History of the World in our Time» (έκδοση 1966, σελ. 132), γράφει σχετικά: «Το 1919 ίδρυσαν το Royal Institute of International Affairs (Chatham House) του οποίου οι κυριότεροι χρηματοδότες ήταν ο Sir Abe Bailey και η οικογένεια Astor (ιδιοκτήτες των Times).
Παρόμοια ινστιτούτα Διεθνών Υποθέσεων ιδρύθηκαν στις κυριότερες βρετανικές κτήσεις και στις ΗΠΑ (όπου ήταν γνωστό ως Council on Foreign Relations) κατά τη χρονική περίοδο 1919–1927». Αυτού του είδους οι οργανισμοί αποτελούνται από «εσωτερικούς κύκλους» (inner circles) και «εξωτερικούς κύκλους» (outer circles), καθώς τα μεγαλύτερα ινστιτούτα αυτού του είδους λειτουργούν ως «βιτρίνες» και εξωτερικοί βραχίονες παρέμβασης του εσωτερικού κύκλου που διευθύνει την αντίστοιχη ομάδα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), που ιδρύθηκε το 1919 ως οργάνωση «βιτρίνα» και βραχίων δημόσιας παρέμβασης του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner (βλ. Carroll Quigley, «The Anglo-American Establishment», έκδοση 1981, σελ. 197). Ο λόρδος Alfred Milner και η μυστική λέσχη Cecil Rhodes είχαν την άποψη ότι η κουλτούρα και οι αρχές του βρετανικού ιμπεριαλισμού θα αποτελούσαν τη βάση (και θα έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση) για την εγκαθίδρυση ενός μελλοντικού παγκοσμίου συστήματος.
Γράφει σχετικώς ο καθηγητής Carroll Quigley, στο βιβλίο του «The Anglo-American Establishment» (έκδοση 1981, σελ. 49): «Οι σκοποί τους οποίους επεδίωκαν ο Rhodes και ο Milner και οι μέθοδοι με τις οποίες ήλπιζαν ότι θα τους επετύγχαναν ήταν τόσο παρόμοιοι μεταξύ τους το 1902 που ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις τον έναν από τον άλλο. Και οι δύο επεδίωκαν να ενώσουν τον κόσμο, πάνω απ’ όλα τον αγγλόγλωσσο κόσμο, στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης δομής πέριξ της Βρετανίας. Και οι δύο είχαν την αίσθηση ότι αυτός ο σκοπός θα επιτυγχανόταν από μια μυστική ομάδα ανθρώπων ενωμένων μεταξύ τους με αφοσίωση στον κοινό σκοπό και με αμοιβαία προσωπική πίστη. Και οι δύο είχαν την αίσθηση ότι αυτή η ομάδα θα έπρεπε να επιδιώξει τον σκοπό της μέσω μυστικής πολιτικής και οικονομικής επιρροής από τα παρασκήνια και μέσω του ελέγχου δημοσιογραφικών, εκπαιδευτικών και προπαγανδιστικών συστημάτων».
Σήμερα, το Royal Institute of International Affairs (Chatham House) είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα διαμόρφωσης και εφαρμογής της πολιτικής του Ευρωατλαντικού συνασπισμού και, μεταξύ των εταιρικών μελών του, ανήκουν οι ακόλουθοι βρετανικοί δημοσιογραφικοί/εκδοτικοί οργανισμοί: BBC, Thomas Reuters, Bloomberg, Telegraph Media Group, Daily Mail and General Trust plc, The Guardian, και The Economist. Επίσης, στα εταιρικά μέλη του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες Raytheon, BAE Systems plc, Chevron, Royal Bank of Scotland, HSBC Holdings plc, καθώς και το βρετανικό υπουργείο Άμυνας, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο Βρετανικός Στρατός, η κυβέρνηση της Σκωτίας, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission). Τον Μάρτιο του 2014, ο διευθυντής του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), δρ Robin Niblett, ορίστηκε από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ ως ο πρόεδρος μιας νεοσύστατης επιτροπής ειδικών η οποία ανέλαβε να επεξεργαστεί τη διαμόρφωση της πολιτικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ και να συμβουλεύει συστηματικά τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και το North Atlantic Council.
Ειδικά ως προς το ΝΑΤΟ, πρέπει να αναφέρουμε ότι διαθέτει μια στενά δική του λέσχη, γνωστή ως Bilderberg Group. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ αυτοπροσδιορίζεται ως «ένα φόρουμ για ανεπίσημες, off-the-record συζητήσεις γύρω από τις μεγάλες τάσεις και τα κύρια ζητήματα του κόσμου». Με άλλα λόγια είναι συναντήσεις στρατηγικής συζήτησης μεταξύ μελών του σκληρού πυρήνα του ατλαντισμού. Αυτές οι συναντήσεις έχουν ημιμυστικό χαρακτήρα, είναι δε ανεπίσημες για να μπορούν οι σύνεδροι να ομιλούν άνετα χωρίς να δεσμεύονται από τα πρωτόκολλα των θεσμών/κρατών που εκπροσωπούν. Έτσι, οι πολιτικοί που συμμετέχουν σε αυτές τις συνεδριάσεις, εφόσον συμμετέχουν και συζητούν ως πρόσωπα και όχι ως φορείς θεσμικής εξουσίας, δεν δεσμεύονται από την εθνική πολιτική και νομοθεσία των χωρών τους και δεν υποχρεούνται να λογοδοτήσουν στα κοινοβούλια ούτε στους ψηφοφόρους των χωρών τους για το περιεχόμενο και την κατάληξη των συζητήσεών τους στη λέσχη Μπίλντερμπεργκ.
Ο «ανεπίσημος», λοιπόν, χαρακτήρας των συνεδριάσεων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ είναι πολύ σημαντικό μέσο προστασίας της λέσχης, εφόσον τη διατηρεί στο απυρόβλητο των κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ έχει τρία επίπεδα συμμετοχής: Πρώτον υπάρχουν τα προσκεκλημένα μέλη, δηλαδή πρόσωπα που προσκαλούνται από την ιεραρχία της λέσχης σε συγκεκριμένη συνεδρία αυτής. Σε αυτό το επίπεδο κάποιος μπορεί λ.χ. να προσκληθεί στη φετεινή σύνοδο της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, αλλά να μην είχε προσκληθεί σε προηγούμενη σύνοδο ή να μην προσκληθεί σε επόμενη. Πέρα από τα προσκεκλημένα μέλη, υπάρχουν τα μόνιμα μέλη της λέσχης Μπίλντερμπεργκ. Αυτά διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες: στα μέλη της καθοδηγητικής επιτροπής (Steering Committee), που έχουν την ευθύνη διοίκησης και οργάνωσης της λέσχης, και στα μέλη του συμβουλευτικού σώματος (Advisory Board), στο οποίο συμμετέχουν τα κορυφαία και πιο «φανταχτερά» μόνιμα ανώτατα στελέχη της λέσχης (π.χ. ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ) καθώς και τα περισσότερα μέλη της καθοδηγητικής επιτροπής.
Στις 16 Μαρτίου 2009, σε συνέντευξή στη διαδικυτακή εφημερίδα http://euobserver.com, ο τότε προεδρεύων των συνόδων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, Ετιέν Νταβινιόν (Étienne Davignon), δήλωσε ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ευρώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ ασχολήθηκε επισήμως με την ιδέα δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος στη σύνοδό της που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα 23-25 Σεπτεμβρίου 1955 στο ξενοδοχείο Grand Hotel Sonnenbichl στην περιοχή Garmisch-Partenkirchen της τότε Δυτικής Γερμανίας, δηλαδή περίπου 40 χρόνια πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Προεδρεύων των συναντήσεων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ μέχρι το 1976 ήταν ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Ολλανδίας, ο οποίος έλαβε αρνητική δημοσιότητα αφενός επειδή είχε χρηματίσει μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και των SS, αφετέρου επειδή το όνομά του είχε εμπλακεί στο οικονομικό σκάνδαλο της πολεμικής βιομηχανίας Lockheed, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από την προεδρία της λέσχης Μπίλντερμπεργκ το 1976 (για το ναζιστικό παρελθόν του Πρίγκιπα Βερνάρδου της Ολλανδίας, βλ. σχετικό αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα The Telegraph στις 5 Μαρτίου 2010). Τον πρίγκιπα Βερνάρδο της Ολλανδίας διαδέχθηκε στη θέση του προέδρου της λέσχης Μπίλντερμπεργκ ο λόρδος Πίτερ Κάρινγκτον (Peter Carrington), πρώην Βρετανός υπουργός και γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο οποίος συνδέεται με την οικογένεια Ροθτσάιλντ μέσω γάμου.
Στη σύνοδο της λέσχης Μπίλντερμπεργκ που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα 6-9 Ιουνίου 2013, στο ξενοδοχείο Grove Hotel, σε ένα προάστιο του Λονδίνου, η εν λόγω λέσχη αποφάσισε ότι, για να επιτύχει τους σκοπούς της, πρέπει να αναδιαρθρωθεί η τεχνοκρατική σφαίρα και μάλιστα ταχύτατα και μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η λέσχη Μπίλντερμπεργκ έχει ενωθεί με την εταιρεία Google υπό τη διοίκηση του Έρικ Έμερσον Σμιντ (Eric Emerson Schmidt), ο οποίος συμμετέχει τακτικά στις συναντήσεις αυτής της ομάδας. Οι δεσμοί μεταξύ της Google και της λέσχης Μπίλντερμπεργκ γίνονται όλο και στενότεροι, σε βαθμό de facto συγχώνευσης αυτών των δύο πυλώνων του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η ευρωατλαντική ολιγαρχία. Ήδη τα διεθνή ΜΜΕ συγκρίνουν τα συνέδρια «Google Zeitgeist» με τα αντίστοιχα του Φόρουμ του Νταβός (Davos forum). Τα συνέδρια «Google Zeitgeist» συγκεντρώνουν εκείνους που θεωρούνται ικανοί «να διαμορφώσουν το παγκόσμιο μέλλον». Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, θωρακισμένη με πλήρη μυστικότητα, δεν είναι μια λέσχη απλής συζήτησης, αλλά αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα επιβολής και λειτοτργίας του ολιγαρχικού πολιτεύματος που ισχύει στις χώρες του ευρωατλαντικού συνασπισμού. Συγκεκριμένα, στις 4 Ιουνίου 2010, συνειδητά ή εκ λάθους, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Willy Claes, σε συνέντευξή του στη βελγική ενημερωτική ιστοσελίδα www.zonnewind.be, είπε στον οικοδεσπότη του, ονόματι Koen Fillet, ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ διαμορφώνει πολιτική και ότι τα μέλη της υποχρεούνται να εφαρμόσουν τις κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της εν λόγω λέσχης.
Η ανάλυση των θεμελιωδών πυλώνων του ολιγαρχικού συστήματος του ευρωατλαντικού συνασπισμού καταδεικνύει ότι, στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής και ολιγαρχικής στρατηγικής του, αυτός ο συνασπισμός λειτουργεί και προωθεί την πολιτική και τα συμφέροντά του μέσω τριών ομάδων οργανισμών/θεσμών:
1. Αναλώσιμοι οργανισμοί, π.χ. Ευρωζώνη. Η ευρωατλαντική ολιγαρχία μπορεί να κερδοσκοπήσει και να επιδιώξει προώθηση των σχεδίων της περί ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης του ευρωατλαντικού γεωπολιτικού και γεωοικονομικού χώρου τόσο μέσω του σεναρίου της ευρωζώνης, το οποίο άλλωστε η ίδια η ευρωατλαντική ολιγαρχία εξύφανε και εφάρμοσε, όσο, αν καταστεί αναπόφευκτο, και χωρίς την ευρωζώνη, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
2. Εργαλειακοί οργανισμοί: ΟΟΣΑ, ΟΑΣΕ, BRICS, κ.λπ. Αυτού του είδους οι οργανισμοί αντιμετωπίζονται από την ευρωατλαντική ολιγαρχία εργαλειακά και μέσω προσπαθειών παρασκηνιακής χειραγώγησης, στον βαθμό που αυτοί οι οργανισμοί είναι θεμελιωδώς εναρμονισμένοι με τις αρχές, τις επιταγές και τη βασική λογική του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του ΝΑΤΟ και του καθεστώτος του πετροδολλαρίου, ή τουλάχιστον δεν κινούνται εντόνως αντισυστημικά προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ΝΑΤΟ και το καθεστώς του πετροδολλαρίου.
3. Πάγιοι οργανισμοί: ΝΑΤΟ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, κ.λπ. Αυτού του είδους οι οργανισμοί συνθέτουν τον θεσμικό πυρήνα του συστήματος της ευρωατλαντικής ολιγαρχίας.
Οι κυριότερες αντισυστημικές κινήσεις που αναδύονται αυτήν την περίοδο είναι η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας και οι παράγοντες εκείνοι των BRICS που επιδιώκουν ουσιώδη αυτονόμηση των BRICS από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.
του Νικόλαου Λάου
το είδα
To 2014, o Martin Gilens, καθηγητής Πολιτικής στο Princeton University, και ο Benjamin I. Page, καθηγητής της θεωρίας λήψης αποφάσεων στο Northwestern University, εξέδωσαν μια επιστημονική εργασία με τίτλο “Testing Theories of American Politics: Elites, Interest Groups, and Average Citizens” (Perspectives on Politics, τόμος 12, έτος 2014, σελ. 564–581). Σε αυτήν την επιστημονική εργασία, συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν πολιτικά δεδομένα από το 1981 μέχρι και το 2002, μεταξύ των οποίων αναλύθηκαν 1.800 πολιτικές αποφάσεις που έλαβε το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας χρονικής περιόδου. Το πόρισμα της εν λόγω επιστημονικής έρευνας είναι ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν διευθύνεται από τον αμερικανικό λαό, αλλά από ένα δίκτυο «οικονομικών ελίτ» και «επιχειρηματικών συμφερόντων». Με άλλα λόγια, η προαναφερθείσα μελέτη αποδεικνύει επιστημονικώς ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι ολιγαρχία, στην οποία «οι επιθυμίες εταιρειών και επιχειρηματικών και επαγγελματικών συνδέσμων» αποτελούν την κινητήρια δύναμη πίσω από τη λήψη πολιτικών αποφάσεων της κυβέρνησης. Κατά λέξη, στην
προαναφερθείσα μελέτη τους, οι καθηγητές Gilens και Page καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: «Το κεντρικό σημείο που αναδύεται από την έρευνά μας είναι ότι οι οικονομικές ελίτ και οι οργανωμένες ομάδες που αντιπροσωπεύουν επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν ουσιαστικές ανεξάρτητες επιδράσεις στην κυβερνητική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ οι ομάδες συμφερόντων που είναι βασισμένες στη μάζα και οι μέσοι πολιτές έχουν μικρή ή μηδαμινή επιρροή».
Επίσης, στην προαναφερθείσα επιστημονική έρευνα των καθηγητών Gilens και Page, καθίσταται σαφής η μεγάλη ισχύς των υπερεθνικών επιχειρήσεων και των διεθνών χρηματοοικονομικών παραγόντων επί των λαών. Το Council on Foreign Relations (CFR), ελληνιστί Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, αποτελεί την επιτομή της επιχειρηματικοοικονομικής διακυβέρνησης που ασκείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου σήμερα, καθώς τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα όλο και περισσότερο διαβρώνονται από ομάδες πίεσης (λόμπι) και δίκτυα ειδικών συμφερόντων. Το Council on Foreign Relations αυτοπροσδιορίζεται ως «ανεξάρτητη, μη κομματική οργάνωση μελών, δεξαμενή σκέψης και εκδότης» («independent, nonpartisan membership organisation, think tank and publisher»), αλλά ουσιαστικά αποτελεί την οργάνωση που συσπειρώνει την αμερικανική ολιγαρχία.
Βλέποντας τη λίστα των εταιρικών μελών του Council on Foreign Relations, διαπιστώνουμε ότι, στα μέλη του, συμπεριλαμβάνονται περίπου 200 από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως οικονομικούς παίκτες, όπως οι εξής εταιρείες: Exxon Mobil Corporation, Goldman Sachs Group Inc, BP plc, Barclays, Google Inc, Lockheed Martin, Deutsche Bank AG, Shell Oil Company, και Soros Fund Management. Το Council on Foreign Relations έχει τύχει ενδελεχούς επιστημονικής διερεύνησης από τον διακεκριμένο Αμερικανό ιστορικό Carroll Quigley, καθηγητή του Georgetown University, ο οποίος συνέγραψε δύο πολύ αποκαλυπτικά βιβλία: το ένα τιτλοφορείται «Tragedy and Hope: A History of the World in our Time» (έκδοση 1966) και το άλλο «The Anglo-American Establishment» (έκδοση 1981). Όπως έχει εξηγήσει ο καθηγητής Quigley, ο πατέρας του Council on Foreign Relations είναι το βρετανικό ίδρυμα Royal Institute of International Affairs (RIIA), ελληνιστί Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, του οποίου η έδρα βρίσκεται στο κτίριο Chatham House, στη St James’s Square, στο Λονδίνο, και γι’ αυτό, συνήθως το Royal Institute of International Affairs αναφέρεται συνοπτικά ως το Chatham House.
Το Chatham House συστήθηκε ως έκγονο αφενός της βρετανικής μυστικής οργάνωσης Cecil Rhodes (την οποία ίδρυσε, στα τέλη του 19ου αιώνα ο Βρετανός μεγιστάνας της Νοτίου Αφρικής και διαμαντέμπορος Cecil John Rhodes, με σκοπό την προστασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την επιβολή μιας βρετανικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων), αφετέρου του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner. Συγκεκριμένα, το Chatham House ιδρύθηκε το 1919 από τον Lionel Curtis (σύμφωνα με τον οποίο, η Βρετανική Αυτοκρατορία θα έπρεπε να μετεξελιχθεί σε ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης και να ενταχθούν/επιστρέψουν σε αυτήν οι ΗΠΑ) και άλλα στελέχη του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner. Ο καθηγητής Carroll Quigley, στο βιβλίο του «Tragedy and Hope: A History of the World in our Time» (έκδοση 1966, σελ. 132), γράφει σχετικά: «Το 1919 ίδρυσαν το Royal Institute of International Affairs (Chatham House) του οποίου οι κυριότεροι χρηματοδότες ήταν ο Sir Abe Bailey και η οικογένεια Astor (ιδιοκτήτες των Times).
Παρόμοια ινστιτούτα Διεθνών Υποθέσεων ιδρύθηκαν στις κυριότερες βρετανικές κτήσεις και στις ΗΠΑ (όπου ήταν γνωστό ως Council on Foreign Relations) κατά τη χρονική περίοδο 1919–1927». Αυτού του είδους οι οργανισμοί αποτελούνται από «εσωτερικούς κύκλους» (inner circles) και «εξωτερικούς κύκλους» (outer circles), καθώς τα μεγαλύτερα ινστιτούτα αυτού του είδους λειτουργούν ως «βιτρίνες» και εξωτερικοί βραχίονες παρέμβασης του εσωτερικού κύκλου που διευθύνει την αντίστοιχη ομάδα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), που ιδρύθηκε το 1919 ως οργάνωση «βιτρίνα» και βραχίων δημόσιας παρέμβασης του επιχειρηματικού ομίλου του λόρδου Alfred Milner (βλ. Carroll Quigley, «The Anglo-American Establishment», έκδοση 1981, σελ. 197). Ο λόρδος Alfred Milner και η μυστική λέσχη Cecil Rhodes είχαν την άποψη ότι η κουλτούρα και οι αρχές του βρετανικού ιμπεριαλισμού θα αποτελούσαν τη βάση (και θα έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση) για την εγκαθίδρυση ενός μελλοντικού παγκοσμίου συστήματος.
Γράφει σχετικώς ο καθηγητής Carroll Quigley, στο βιβλίο του «The Anglo-American Establishment» (έκδοση 1981, σελ. 49): «Οι σκοποί τους οποίους επεδίωκαν ο Rhodes και ο Milner και οι μέθοδοι με τις οποίες ήλπιζαν ότι θα τους επετύγχαναν ήταν τόσο παρόμοιοι μεταξύ τους το 1902 που ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις τον έναν από τον άλλο. Και οι δύο επεδίωκαν να ενώσουν τον κόσμο, πάνω απ’ όλα τον αγγλόγλωσσο κόσμο, στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης δομής πέριξ της Βρετανίας. Και οι δύο είχαν την αίσθηση ότι αυτός ο σκοπός θα επιτυγχανόταν από μια μυστική ομάδα ανθρώπων ενωμένων μεταξύ τους με αφοσίωση στον κοινό σκοπό και με αμοιβαία προσωπική πίστη. Και οι δύο είχαν την αίσθηση ότι αυτή η ομάδα θα έπρεπε να επιδιώξει τον σκοπό της μέσω μυστικής πολιτικής και οικονομικής επιρροής από τα παρασκήνια και μέσω του ελέγχου δημοσιογραφικών, εκπαιδευτικών και προπαγανδιστικών συστημάτων».
Σήμερα, το Royal Institute of International Affairs (Chatham House) είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα διαμόρφωσης και εφαρμογής της πολιτικής του Ευρωατλαντικού συνασπισμού και, μεταξύ των εταιρικών μελών του, ανήκουν οι ακόλουθοι βρετανικοί δημοσιογραφικοί/εκδοτικοί οργανισμοί: BBC, Thomas Reuters, Bloomberg, Telegraph Media Group, Daily Mail and General Trust plc, The Guardian, και The Economist. Επίσης, στα εταιρικά μέλη του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες Raytheon, BAE Systems plc, Chevron, Royal Bank of Scotland, HSBC Holdings plc, καθώς και το βρετανικό υπουργείο Άμυνας, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο Βρετανικός Στρατός, η κυβέρνηση της Σκωτίας, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission). Τον Μάρτιο του 2014, ο διευθυντής του Royal Institute of International Affairs (Chatham House), δρ Robin Niblett, ορίστηκε από τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ ως ο πρόεδρος μιας νεοσύστατης επιτροπής ειδικών η οποία ανέλαβε να επεξεργαστεί τη διαμόρφωση της πολιτικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ και να συμβουλεύει συστηματικά τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ και το North Atlantic Council.
Ειδικά ως προς το ΝΑΤΟ, πρέπει να αναφέρουμε ότι διαθέτει μια στενά δική του λέσχη, γνωστή ως Bilderberg Group. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ αυτοπροσδιορίζεται ως «ένα φόρουμ για ανεπίσημες, off-the-record συζητήσεις γύρω από τις μεγάλες τάσεις και τα κύρια ζητήματα του κόσμου». Με άλλα λόγια είναι συναντήσεις στρατηγικής συζήτησης μεταξύ μελών του σκληρού πυρήνα του ατλαντισμού. Αυτές οι συναντήσεις έχουν ημιμυστικό χαρακτήρα, είναι δε ανεπίσημες για να μπορούν οι σύνεδροι να ομιλούν άνετα χωρίς να δεσμεύονται από τα πρωτόκολλα των θεσμών/κρατών που εκπροσωπούν. Έτσι, οι πολιτικοί που συμμετέχουν σε αυτές τις συνεδριάσεις, εφόσον συμμετέχουν και συζητούν ως πρόσωπα και όχι ως φορείς θεσμικής εξουσίας, δεν δεσμεύονται από την εθνική πολιτική και νομοθεσία των χωρών τους και δεν υποχρεούνται να λογοδοτήσουν στα κοινοβούλια ούτε στους ψηφοφόρους των χωρών τους για το περιεχόμενο και την κατάληξη των συζητήσεών τους στη λέσχη Μπίλντερμπεργκ.
Ο «ανεπίσημος», λοιπόν, χαρακτήρας των συνεδριάσεων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ είναι πολύ σημαντικό μέσο προστασίας της λέσχης, εφόσον τη διατηρεί στο απυρόβλητο των κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών. Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ έχει τρία επίπεδα συμμετοχής: Πρώτον υπάρχουν τα προσκεκλημένα μέλη, δηλαδή πρόσωπα που προσκαλούνται από την ιεραρχία της λέσχης σε συγκεκριμένη συνεδρία αυτής. Σε αυτό το επίπεδο κάποιος μπορεί λ.χ. να προσκληθεί στη φετεινή σύνοδο της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, αλλά να μην είχε προσκληθεί σε προηγούμενη σύνοδο ή να μην προσκληθεί σε επόμενη. Πέρα από τα προσκεκλημένα μέλη, υπάρχουν τα μόνιμα μέλη της λέσχης Μπίλντερμπεργκ. Αυτά διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες: στα μέλη της καθοδηγητικής επιτροπής (Steering Committee), που έχουν την ευθύνη διοίκησης και οργάνωσης της λέσχης, και στα μέλη του συμβουλευτικού σώματος (Advisory Board), στο οποίο συμμετέχουν τα κορυφαία και πιο «φανταχτερά» μόνιμα ανώτατα στελέχη της λέσχης (π.χ. ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ) καθώς και τα περισσότερα μέλη της καθοδηγητικής επιτροπής.
Στις 16 Μαρτίου 2009, σε συνέντευξή στη διαδικυτακή εφημερίδα http://euobserver.com, ο τότε προεδρεύων των συνόδων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ, Ετιέν Νταβινιόν (Étienne Davignon), δήλωσε ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ είχε παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ευρώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ ασχολήθηκε επισήμως με την ιδέα δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος στη σύνοδό της που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα 23-25 Σεπτεμβρίου 1955 στο ξενοδοχείο Grand Hotel Sonnenbichl στην περιοχή Garmisch-Partenkirchen της τότε Δυτικής Γερμανίας, δηλαδή περίπου 40 χρόνια πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Προεδρεύων των συναντήσεων της λέσχης Μπίλντερμπεργκ μέχρι το 1976 ήταν ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Ολλανδίας, ο οποίος έλαβε αρνητική δημοσιότητα αφενός επειδή είχε χρηματίσει μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και των SS, αφετέρου επειδή το όνομά του είχε εμπλακεί στο οικονομικό σκάνδαλο της πολεμικής βιομηχανίας Lockheed, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από την προεδρία της λέσχης Μπίλντερμπεργκ το 1976 (για το ναζιστικό παρελθόν του Πρίγκιπα Βερνάρδου της Ολλανδίας, βλ. σχετικό αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα The Telegraph στις 5 Μαρτίου 2010). Τον πρίγκιπα Βερνάρδο της Ολλανδίας διαδέχθηκε στη θέση του προέδρου της λέσχης Μπίλντερμπεργκ ο λόρδος Πίτερ Κάρινγκτον (Peter Carrington), πρώην Βρετανός υπουργός και γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, ο οποίος συνδέεται με την οικογένεια Ροθτσάιλντ μέσω γάμου.
Στη σύνοδο της λέσχης Μπίλντερμπεργκ που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα 6-9 Ιουνίου 2013, στο ξενοδοχείο Grove Hotel, σε ένα προάστιο του Λονδίνου, η εν λόγω λέσχη αποφάσισε ότι, για να επιτύχει τους σκοπούς της, πρέπει να αναδιαρθρωθεί η τεχνοκρατική σφαίρα και μάλιστα ταχύτατα και μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η λέσχη Μπίλντερμπεργκ έχει ενωθεί με την εταιρεία Google υπό τη διοίκηση του Έρικ Έμερσον Σμιντ (Eric Emerson Schmidt), ο οποίος συμμετέχει τακτικά στις συναντήσεις αυτής της ομάδας. Οι δεσμοί μεταξύ της Google και της λέσχης Μπίλντερμπεργκ γίνονται όλο και στενότεροι, σε βαθμό de facto συγχώνευσης αυτών των δύο πυλώνων του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η ευρωατλαντική ολιγαρχία. Ήδη τα διεθνή ΜΜΕ συγκρίνουν τα συνέδρια «Google Zeitgeist» με τα αντίστοιχα του Φόρουμ του Νταβός (Davos forum). Τα συνέδρια «Google Zeitgeist» συγκεντρώνουν εκείνους που θεωρούνται ικανοί «να διαμορφώσουν το παγκόσμιο μέλλον». Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, θωρακισμένη με πλήρη μυστικότητα, δεν είναι μια λέσχη απλής συζήτησης, αλλά αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα επιβολής και λειτοτργίας του ολιγαρχικού πολιτεύματος που ισχύει στις χώρες του ευρωατλαντικού συνασπισμού. Συγκεκριμένα, στις 4 Ιουνίου 2010, συνειδητά ή εκ λάθους, ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Willy Claes, σε συνέντευξή του στη βελγική ενημερωτική ιστοσελίδα www.zonnewind.be, είπε στον οικοδεσπότη του, ονόματι Koen Fillet, ότι η λέσχη Μπίλντερμπεργκ διαμορφώνει πολιτική και ότι τα μέλη της υποχρεούνται να εφαρμόσουν τις κοινές αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της εν λόγω λέσχης.
Αναλώσιμοι, εργαλειακοί και πάγιοι οργανισμοί
Η ανάλυση των θεμελιωδών πυλώνων του ολιγαρχικού συστήματος του ευρωατλαντικού συνασπισμού καταδεικνύει ότι, στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής και ολιγαρχικής στρατηγικής του, αυτός ο συνασπισμός λειτουργεί και προωθεί την πολιτική και τα συμφέροντά του μέσω τριών ομάδων οργανισμών/θεσμών:
1. Αναλώσιμοι οργανισμοί, π.χ. Ευρωζώνη. Η ευρωατλαντική ολιγαρχία μπορεί να κερδοσκοπήσει και να επιδιώξει προώθηση των σχεδίων της περί ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης του ευρωατλαντικού γεωπολιτικού και γεωοικονομικού χώρου τόσο μέσω του σεναρίου της ευρωζώνης, το οποίο άλλωστε η ίδια η ευρωατλαντική ολιγαρχία εξύφανε και εφάρμοσε, όσο, αν καταστεί αναπόφευκτο, και χωρίς την ευρωζώνη, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
2. Εργαλειακοί οργανισμοί: ΟΟΣΑ, ΟΑΣΕ, BRICS, κ.λπ. Αυτού του είδους οι οργανισμοί αντιμετωπίζονται από την ευρωατλαντική ολιγαρχία εργαλειακά και μέσω προσπαθειών παρασκηνιακής χειραγώγησης, στον βαθμό που αυτοί οι οργανισμοί είναι θεμελιωδώς εναρμονισμένοι με τις αρχές, τις επιταγές και τη βασική λογική του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του ΝΑΤΟ και του καθεστώτος του πετροδολλαρίου, ή τουλάχιστον δεν κινούνται εντόνως αντισυστημικά προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ΝΑΤΟ και το καθεστώς του πετροδολλαρίου.
3. Πάγιοι οργανισμοί: ΝΑΤΟ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, κ.λπ. Αυτού του είδους οι οργανισμοί συνθέτουν τον θεσμικό πυρήνα του συστήματος της ευρωατλαντικής ολιγαρχίας.
Οι κυριότερες αντισυστημικές κινήσεις που αναδύονται αυτήν την περίοδο είναι η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ο Οργανισμός του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας και οι παράγοντες εκείνοι των BRICS που επιδιώκουν ουσιώδη αυτονόμηση των BRICS από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα.
του Νικόλαου Λάου
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου