άρθρο του Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
Όπως είναι γνωστό, το «σύντροφος» είναι μία λέξη την οποία χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν οι κομμουνιστές για να υποδηλώσουν την αλληλοεκτίμηση, τα φιλικά αισθήματα, τον πολύ στενό σύνδεσμο ανάμεσα σ’ ανθρώπους κοινών αγώνων για την επίτευξη υψηλών ιδανικών. Για μας τους παλαιούς απλούς κομμουνιστές, σήμαινε σε τελευταία ανάλυση ότι: «Θα πεθάνω εγώ ή θα σκοτωθώ εγώ, για να ζήσεις εσύ» ή «θα μοιράσουμε το ψωμί μας».
Στο απώτερο παρελθόν, και ιδιαίτερα στην κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και των «πέτρινων χρόνων» του εμφυλίου, υπήρξαν τέτοιες συντροφικές αναλαμπές ανάμεσα στους συντρόφους.
Ήταν το απόγειο του κομμουνιστικού μεγαλείου, το οποίο έδινε στον κομμουνιστή διαστάσεις υπερφυσικές και δεν αναφέρουμε στις χιλιάδες που προτίμησαν να στηθούν στο εκτελεστικό παρά ν’ αποκηρύξουν το ΚΚΕ. (Ανάμεσά τους και ο Λαρισαίος δημοσιογράφος Γιάννης Παπαγαρυφάλλου). Όμως, παράλληλα μ’ αυτό το ανθρώπινο και το συντροφικό μεγαλείο, και ιδιαίτερα στα ανώτερα και ανώτατα κομματικά κλιμάκια, λειτουργούσε και η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής, η οποία για πολλούς και διαφόρους λόγους (ιδεολογίας, ατομικού συμφέροντος, καριέρας κ.λπ.) έφερνε στην επιφάνεια τα πιο ποταπά αισθήματα και ένστικτα που φωλιάζουν στις ψυχές μας, στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Γιατί τα γράφω αυτά; Τα γράφω απ’ αφορμή τα όσα σχετικά ξαναδιάβασα από το ντοκουμενταρισμένο έργο ενός παθιασμένου κομμουνιστή που πολέμησε – όχι από τα καφέ του Κολωνακίου – από τα είκοσί του χρόνια, στα Δεκεμβριανά, την Αντίσταση και το ΔΣΕ, καταλήγοντας στην εμιγκράτσια των πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση.
Πρόκειται για τον Πειραιώτη συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, φανατικό ζαχαριαδικό, που σπούδασε στο «Φιλολογικό Ινστιτούτο του Γκορκι», της Μόσχας.
Όταν, λοιπόν, μετά την ήττα μας – θεωρούσα και τον
εαυτό μου ηττημένο – στο Γράμμο και το Βίτσι, οι χιλιάδες πολεμιστές του Δ.Σ.Ε. βρέθηκαν και στη Σοβιετική Ένωση και τέθηκε το θέμα: «Αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη από την ηγεσία», ξέσπασε αληθινός πόλεμος ανάμεσα στους χιλιάδες κομμουνιστές που βρίσκονταν στην Τασκένδη.
Επρόκειτο για ένα νέο εμφύλιο μεταξύ κομμουνιστών.
Ημέρα της ντροπής η 9η Σεπτεμβρίου 1955.
Για την άθλια αυτή περίοδο, στην οποία βασίλευε το μίσος και οι κάθε λογής διαβολές και ανθρώπινες πολιτικές χυδαιότητες, ο Πάρνης γράφει και τα εξής: «Είχε ανοιχτεί το χάσμα του μίσους ανάμεσα στους χτεσινούς συντρόφους και «αδελφούς» της ίδιας οικογένειας. Ήταν ένα μίσος εσωστρεφές, και γι’ αυτό πιο βαθύ, άγριο και αυτοκαταστροφικό αφού διαχώριζε με αβυσσαλέα χάσματα ανθρώπους προσανατολισμένους σε μια κοινή ιδεολογική αποστολή και ενταγμένοι στο ίδιο στρατόπεδο».
Συνεχίζει ο βραβευμένος συγγραφέας – ποιητής την περιγραφή της ανατομίας του συντροφικού εγκλήματος: «Δημιουργούσε με σφοδρότητα και ταχύτητα τυφώνα αλληλομισούμενες ομάδες, κατηγορίες, φράξιες, συντεχνίες, αιρέσεις, δόγματα, που είχαν τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν με τον καιρό σε κοινωνικές κάστες, πολύ πιο κλειστές κι’ αντιδραστικές απ’ αυτές που καταπολεμούσε η κοσμοθεωρία τους». Συνεχίζοντας δεν θα το κρύψει ότι: «Είχα προσβληθεί αναμφισβήτητα, και μάλιστα σ’ ένα μεγάλο βαθμό απ’ αυτό το ιδιόμορφο «μίσος», είχα κάνει συμβιώσει μ’ αυτό δύο ολόκληρα χρόνια, εδώ στη Μόσχα, το είχα κάνει κινητήριο άνεμο της πορείας μου. Και τ’ άκουγα να σφυρίζει στα πανιά και τα ξάρτια της ψυχής μου όταν ξεκίνησα με φιλοπόλεμη «ζαχαριάδικη» διάθεση, να συναντήσω τον Κολιγιάννη» (σ.σ. ο Κολιγιάννης τοποθετήθηκε από την χρουτσαφική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ως διάδοχος του αποπέμθεντος και εξορισθέντος Ζαχαριάδη, στον οποίο οι άμεσοι συνεργάτες του φόρτωσαν τα πάντα και τον εγκατέλειψαν ασπαζόμενοι τη νέα κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση). Αυτά καταγράφει ο άμεσος γνώστης των γεγονότων Πάρνης στο πρόσφατο έργο του: «Γειά χαρά, Νίκος. Η αλληλογραφία μου με το Ν. Ζαχαριάδη», (εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2009, σελ. 262).
Τα διαβάζεις και ανατριχιάζεις – τουλάχιστον όσοι υπηρετήσαμε αυτή την υπόθεση προσφέροντας τη ζωή μας – και θλίβεσαι για το κατάντημα πολλών, πολλών κουμουνιστών, οι οποίοι πορεύθηκαν ανάμεσα στο μεγαλείο και την κατάπτωση.
Προσωπική κατάθεση για το θέμα: Την περίοδο της πρόσφατης δικτατορίας, ανάμεσα στα 1968-1970, βρέθηκα εξόριστος, για πρώτη φορά, στο «Παρθένη» της Λέρου, ως «συνειδητόν όργανον των εκτός νόμου ΚΚΕ/ΕΔΑ, με εκτεταμένη κατά το παρελθόν κομμουνιστικήν δράσιν» (Έτσι έγραφε η υπ’ αριθμ. 155/12/10/1968 Απόφαση εκτοπίσεως), προσθέτοντας: «Επειδή ούτος… όχι μόνον ουδεμίαν μεταμέλειαν επέδειξεν, αλλ’ αρνήθη να δηλώση έστω και προφορικώς, ότι αφιέμενος ελεύθερος δεν θα αναμειχθεί εις τας παρανόμους ενέργειας… και ότι θα διάγη… φιλησύχως και νομιμοφρόνως…» (Το πλήρες κείμενο αυτής της αποφάσεως – με τις δύο επακολουθήσασες ταυτόσημες – βλ. στο έργο μου: «Γιάννης Παπαγαρυφάλλου: Θύμα Διπλής Δολοφονίας», εκδ. «Ergo», Αθήνα 2000, σελ. 228).
Εκεί, λοιπόν, στο «Παρθένι» – που βρίσκονταν τα στελέχη και η ηγεσία της ΕΔΑ και του ΚΚΕ – βρέθηκα τον Οκτώβρη του 1968, μετά από δίμηνη απομόνωση στη γνωστή «Μπουμπουλίνας».
Το Φεβρουάριο του 1968, είχε προηγηθεί η διάσπαση του ΚΚΕ, σε δύο παρατάξεις, με τη διαβόητη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Βρέθηκα χαμένος και μετέωρος όταν αντίκρισα το αδιανόητο μίσος που βασίλευε ανάμεσα στους άλλοτε συντρόφους. Συζούσαν μαζί στα ίδια πρόχειρα καταλύματα – δύο μεγάλες ιταλικές αποθήκες – τολ – στις οποίες ζούσαν οι 400 κρατούμενοι, αλλά δεν έλεγαν καλημέρα μεταξύ τους. Εκεί γνώρισα και τον Χαρίλαο Φλωράκη – λόγω εντοπιότητος – με τον οποίο ένα διάστημα παίζαμε σκάκι και τάβλι.
Στην πορεία του χρόνου, ακούγοντας, βλέποντας, μαθαίνοντας, αποστασιοποιήθηκα, και χωρίς να το καταλάβω ακολούθησα και εγώ το ρεύμα της διάσπασης: Έκοψα με τον Χαρίλαο και τους λεγόμενους «Δωδεκατηκούς» – δηλαδή του ορθοδόξου ΚΚΕ Εξωτερικού (τότε), την καλημέρα. Το μίσος γιγάντωνε και η διαβολή και συκοφαντία στην ημερήσια διάταξη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της υπανθρωπίας και της πολύμορφης αθλιότητας, ένας «Δωδεκατηκός», ρίχνει τη λάσπη: «Ο Παπαγαρυφάλλου πήγε στη Διοίκηση και έκανε δήλωση»! ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε (δεν είναι υπερβολή).
Αρπάζω ένα μεγάλο μαχαίρι από το μαγειρείο και ανεβαίνω σ’ ένα τραπέζι του εστιατορίου. Το κραδαίνω και λέω: «Ο δικηγόρος… είπε ότι έκανα δήλωση» και ορμώ πάνω του με το μαχαίρι. Πανικός στο εστιατόριο, στο οποίο ήρθαν και με συγκράτησαν όσοι βρέθηκαν δίπλα μου.
Ήταν κάτι που ζούσα για πρώτη φορά στη ζωή μου:
Στο νοσηρό και θανατηφόρο αυτό πολιτικό κλίμα, ένα βράδυ, που είμασταν στην καλύβα μερικοί αντιδωδεκατηκοί, ένα αρκετά μεγάλο και επικίνδυνο κοτρώνη, τρύπησε τα καλάμια και πέφτει μέσα.
Από τύχη δεν τραυματίστηκε κανένας. Το γεγονός με εξόργισε και το έκανα θέμα στο στρατόπεδο απαιτώντας να βρεθεί ο δράστης! Ματαίως. Ανάμεσα σ’ αυτά τα «συντροφικά» και η διανομή των χρηματικών εμβασμάτων που ερχόταν απ’ έξω – μέσω του Ερυθρού Σταυρού – μόνο στους ενταγμένους του ΚΚΕ Εξωτερικού! Ζούσαμε μια κόλαση όχι εξαιτίας της δικτατορίας αλλά λόγω του εσωκομματικού πολέμου, ο οποίος οδήγησε τις ανθρώπινες και συντροφικές σχέσεις στα έσχατα σκαλοπάτια της ύπαρξης κατρακύλα.
Τα γεγονότα αυτά – και όχι μόνο – με οδήγησαν ένα χρόνο μετά την απόλυσή μου από την εξορία να τα καταγράψω σε μια καταγγελτική μου επιστολή, (στον «Eλεύθερο κόσμο» της 10-8-1971).
Διέκοψα κάθε σχέση με το ΚΚΕ κάνοντας πολιτικό και ατομικό χαρακίρι για να αποτρέψω ανάλογα φαινόμενα στους κόλπους του. Ήταν μια ουτοπική πράξη που πλήρωσα πολύ ακριβά μετά τη μεταπολίτευση.
Εντελώς μόνος, και ουσιαστικά ανέντακτος, αποτέλεσα εύκολο στόχο κομμουνιστών, δεξιών, και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, αφού αρνήθηκα να πάω στο Καστρί στο οποίο με ζητούσε ο Ανδρέας ν’ αναλάβω τον τομέα αυτοδιοίκησης (Μάρτυρες ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Π. Ζακολίκος και ο Αντώνης Λιβάνης).
Δεν με φόβισαν τα τανκς, δεν με φόβισαν οι απομονώσεις στα κρατητήρια. Με φόβισαν οι… σύντροφοι, όπως και τον Πάρνη.
Να σημειωθεί ότι αυτά τα οποία κατήγγειλα το 1971 για την επιλεκτική διανομή των χρημάτων στο στρατόπεδο, τα κατέθεσε το 1979 και ο Μ. Γλέζος στο Σοβιετικό πρεσβευτή στην Αθήνα Λεβίτσκιν, στις 12 Ιουνίου 1979. Του είπε ότι τα χρήματα τα έπαιρναν μόνο όσοι ακολουθούσαν τον γραμματέα του ΚΚΕ Κ. Κολιγιάννη δηλαδή του διασπασμένου τμήματος του Εξωτερικού (βλ. τη συνομιλία αυτή στο συλλογικό έργο: «Οι σχέσεις ΚΚΕ και ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης στο διάστημα 1953-1977, σύμφωνα με τα έγγραφα του Αρχείου της Κ.Ε. του ΚΚΕ», με συγγραφείς Β. Αφινιάν, Β. Κόντη και λοιπών, εκδ. «Επίκεντρο» Θεσ/νίκη 2009, σελ. 190 επ).
Επιμύθιον: Μέσα στους αιμάτινους και οδυνηρούς κύκλους της πορείας των αγωνιστών του ΚΚΕ παρουσιάζονται μαζί και αγκαλιά το μεγαλείο, ο ηρωϊσμός και η κατάπτωση, η οποία σφραγίστηκε επίσημα με τα όσα διαδραματίστηκαν στη Σταλινική Σοβιετική Ένωση, που οδήγησαν στην αυτοκατάρρευσή της.
Με την εμπειρία μου των δεκαετιών και των μελετών κατέληξα στο συμπέρασμα ότι: «Εχθρός του κομμουνισμού» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και ιδιαιτέρως ο Έλλην άνθρωπος (βλ. το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία» – Διαλεκτικές και φυσιολογικές αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού», εκδ. β’ «Πελασγός» – Γιαννάκενας – Αθήνα 2013, σελ. 582 με βιβλιογραφία 12 σελίδων).
Ένα έργο που αντιμετώπισε τη συνωμοσία της σιωπής.
Αθήνα 23/04/2015
Πολίτης Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
Φωτό από το allworldwars.com
το είδα
Όπως είναι γνωστό, το «σύντροφος» είναι μία λέξη την οποία χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν οι κομμουνιστές για να υποδηλώσουν την αλληλοεκτίμηση, τα φιλικά αισθήματα, τον πολύ στενό σύνδεσμο ανάμεσα σ’ ανθρώπους κοινών αγώνων για την επίτευξη υψηλών ιδανικών. Για μας τους παλαιούς απλούς κομμουνιστές, σήμαινε σε τελευταία ανάλυση ότι: «Θα πεθάνω εγώ ή θα σκοτωθώ εγώ, για να ζήσεις εσύ» ή «θα μοιράσουμε το ψωμί μας».
Στο απώτερο παρελθόν, και ιδιαίτερα στην κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και των «πέτρινων χρόνων» του εμφυλίου, υπήρξαν τέτοιες συντροφικές αναλαμπές ανάμεσα στους συντρόφους.
Ήταν το απόγειο του κομμουνιστικού μεγαλείου, το οποίο έδινε στον κομμουνιστή διαστάσεις υπερφυσικές και δεν αναφέρουμε στις χιλιάδες που προτίμησαν να στηθούν στο εκτελεστικό παρά ν’ αποκηρύξουν το ΚΚΕ. (Ανάμεσά τους και ο Λαρισαίος δημοσιογράφος Γιάννης Παπαγαρυφάλλου). Όμως, παράλληλα μ’ αυτό το ανθρώπινο και το συντροφικό μεγαλείο, και ιδιαίτερα στα ανώτερα και ανώτατα κομματικά κλιμάκια, λειτουργούσε και η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής, η οποία για πολλούς και διαφόρους λόγους (ιδεολογίας, ατομικού συμφέροντος, καριέρας κ.λπ.) έφερνε στην επιφάνεια τα πιο ποταπά αισθήματα και ένστικτα που φωλιάζουν στις ψυχές μας, στην ψυχή κάθε ανθρώπου. Γιατί τα γράφω αυτά; Τα γράφω απ’ αφορμή τα όσα σχετικά ξαναδιάβασα από το ντοκουμενταρισμένο έργο ενός παθιασμένου κομμουνιστή που πολέμησε – όχι από τα καφέ του Κολωνακίου – από τα είκοσί του χρόνια, στα Δεκεμβριανά, την Αντίσταση και το ΔΣΕ, καταλήγοντας στην εμιγκράτσια των πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση.
Πρόκειται για τον Πειραιώτη συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, φανατικό ζαχαριαδικό, που σπούδασε στο «Φιλολογικό Ινστιτούτο του Γκορκι», της Μόσχας.
Όταν, λοιπόν, μετά την ήττα μας – θεωρούσα και τον
εαυτό μου ηττημένο – στο Γράμμο και το Βίτσι, οι χιλιάδες πολεμιστές του Δ.Σ.Ε. βρέθηκαν και στη Σοβιετική Ένωση και τέθηκε το θέμα: «Αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη από την ηγεσία», ξέσπασε αληθινός πόλεμος ανάμεσα στους χιλιάδες κομμουνιστές που βρίσκονταν στην Τασκένδη.
Επρόκειτο για ένα νέο εμφύλιο μεταξύ κομμουνιστών.
Ημέρα της ντροπής η 9η Σεπτεμβρίου 1955.
Για την άθλια αυτή περίοδο, στην οποία βασίλευε το μίσος και οι κάθε λογής διαβολές και ανθρώπινες πολιτικές χυδαιότητες, ο Πάρνης γράφει και τα εξής: «Είχε ανοιχτεί το χάσμα του μίσους ανάμεσα στους χτεσινούς συντρόφους και «αδελφούς» της ίδιας οικογένειας. Ήταν ένα μίσος εσωστρεφές, και γι’ αυτό πιο βαθύ, άγριο και αυτοκαταστροφικό αφού διαχώριζε με αβυσσαλέα χάσματα ανθρώπους προσανατολισμένους σε μια κοινή ιδεολογική αποστολή και ενταγμένοι στο ίδιο στρατόπεδο».
Συνεχίζει ο βραβευμένος συγγραφέας – ποιητής την περιγραφή της ανατομίας του συντροφικού εγκλήματος: «Δημιουργούσε με σφοδρότητα και ταχύτητα τυφώνα αλληλομισούμενες ομάδες, κατηγορίες, φράξιες, συντεχνίες, αιρέσεις, δόγματα, που είχαν τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν με τον καιρό σε κοινωνικές κάστες, πολύ πιο κλειστές κι’ αντιδραστικές απ’ αυτές που καταπολεμούσε η κοσμοθεωρία τους». Συνεχίζοντας δεν θα το κρύψει ότι: «Είχα προσβληθεί αναμφισβήτητα, και μάλιστα σ’ ένα μεγάλο βαθμό απ’ αυτό το ιδιόμορφο «μίσος», είχα κάνει συμβιώσει μ’ αυτό δύο ολόκληρα χρόνια, εδώ στη Μόσχα, το είχα κάνει κινητήριο άνεμο της πορείας μου. Και τ’ άκουγα να σφυρίζει στα πανιά και τα ξάρτια της ψυχής μου όταν ξεκίνησα με φιλοπόλεμη «ζαχαριάδικη» διάθεση, να συναντήσω τον Κολιγιάννη» (σ.σ. ο Κολιγιάννης τοποθετήθηκε από την χρουτσαφική ηγεσία του ΚΚΣΕ, ως διάδοχος του αποπέμθεντος και εξορισθέντος Ζαχαριάδη, στον οποίο οι άμεσοι συνεργάτες του φόρτωσαν τα πάντα και τον εγκατέλειψαν ασπαζόμενοι τη νέα κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση). Αυτά καταγράφει ο άμεσος γνώστης των γεγονότων Πάρνης στο πρόσφατο έργο του: «Γειά χαρά, Νίκος. Η αλληλογραφία μου με το Ν. Ζαχαριάδη», (εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 2009, σελ. 262).
Τα διαβάζεις και ανατριχιάζεις – τουλάχιστον όσοι υπηρετήσαμε αυτή την υπόθεση προσφέροντας τη ζωή μας – και θλίβεσαι για το κατάντημα πολλών, πολλών κουμουνιστών, οι οποίοι πορεύθηκαν ανάμεσα στο μεγαλείο και την κατάπτωση.
Προσωπική κατάθεση για το θέμα: Την περίοδο της πρόσφατης δικτατορίας, ανάμεσα στα 1968-1970, βρέθηκα εξόριστος, για πρώτη φορά, στο «Παρθένη» της Λέρου, ως «συνειδητόν όργανον των εκτός νόμου ΚΚΕ/ΕΔΑ, με εκτεταμένη κατά το παρελθόν κομμουνιστικήν δράσιν» (Έτσι έγραφε η υπ’ αριθμ. 155/12/10/1968 Απόφαση εκτοπίσεως), προσθέτοντας: «Επειδή ούτος… όχι μόνον ουδεμίαν μεταμέλειαν επέδειξεν, αλλ’ αρνήθη να δηλώση έστω και προφορικώς, ότι αφιέμενος ελεύθερος δεν θα αναμειχθεί εις τας παρανόμους ενέργειας… και ότι θα διάγη… φιλησύχως και νομιμοφρόνως…» (Το πλήρες κείμενο αυτής της αποφάσεως – με τις δύο επακολουθήσασες ταυτόσημες – βλ. στο έργο μου: «Γιάννης Παπαγαρυφάλλου: Θύμα Διπλής Δολοφονίας», εκδ. «Ergo», Αθήνα 2000, σελ. 228).
Εκεί, λοιπόν, στο «Παρθένι» – που βρίσκονταν τα στελέχη και η ηγεσία της ΕΔΑ και του ΚΚΕ – βρέθηκα τον Οκτώβρη του 1968, μετά από δίμηνη απομόνωση στη γνωστή «Μπουμπουλίνας».
Το Φεβρουάριο του 1968, είχε προηγηθεί η διάσπαση του ΚΚΕ, σε δύο παρατάξεις, με τη διαβόητη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Βρέθηκα χαμένος και μετέωρος όταν αντίκρισα το αδιανόητο μίσος που βασίλευε ανάμεσα στους άλλοτε συντρόφους. Συζούσαν μαζί στα ίδια πρόχειρα καταλύματα – δύο μεγάλες ιταλικές αποθήκες – τολ – στις οποίες ζούσαν οι 400 κρατούμενοι, αλλά δεν έλεγαν καλημέρα μεταξύ τους. Εκεί γνώρισα και τον Χαρίλαο Φλωράκη – λόγω εντοπιότητος – με τον οποίο ένα διάστημα παίζαμε σκάκι και τάβλι.
Στην πορεία του χρόνου, ακούγοντας, βλέποντας, μαθαίνοντας, αποστασιοποιήθηκα, και χωρίς να το καταλάβω ακολούθησα και εγώ το ρεύμα της διάσπασης: Έκοψα με τον Χαρίλαο και τους λεγόμενους «Δωδεκατηκούς» – δηλαδή του ορθοδόξου ΚΚΕ Εξωτερικού (τότε), την καλημέρα. Το μίσος γιγάντωνε και η διαβολή και συκοφαντία στην ημερήσια διάταξη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της υπανθρωπίας και της πολύμορφης αθλιότητας, ένας «Δωδεκατηκός», ρίχνει τη λάσπη: «Ο Παπαγαρυφάλλου πήγε στη Διοίκηση και έκανε δήλωση»! ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε (δεν είναι υπερβολή).
Αρπάζω ένα μεγάλο μαχαίρι από το μαγειρείο και ανεβαίνω σ’ ένα τραπέζι του εστιατορίου. Το κραδαίνω και λέω: «Ο δικηγόρος… είπε ότι έκανα δήλωση» και ορμώ πάνω του με το μαχαίρι. Πανικός στο εστιατόριο, στο οποίο ήρθαν και με συγκράτησαν όσοι βρέθηκαν δίπλα μου.
Ήταν κάτι που ζούσα για πρώτη φορά στη ζωή μου:
Στο νοσηρό και θανατηφόρο αυτό πολιτικό κλίμα, ένα βράδυ, που είμασταν στην καλύβα μερικοί αντιδωδεκατηκοί, ένα αρκετά μεγάλο και επικίνδυνο κοτρώνη, τρύπησε τα καλάμια και πέφτει μέσα.
Από τύχη δεν τραυματίστηκε κανένας. Το γεγονός με εξόργισε και το έκανα θέμα στο στρατόπεδο απαιτώντας να βρεθεί ο δράστης! Ματαίως. Ανάμεσα σ’ αυτά τα «συντροφικά» και η διανομή των χρηματικών εμβασμάτων που ερχόταν απ’ έξω – μέσω του Ερυθρού Σταυρού – μόνο στους ενταγμένους του ΚΚΕ Εξωτερικού! Ζούσαμε μια κόλαση όχι εξαιτίας της δικτατορίας αλλά λόγω του εσωκομματικού πολέμου, ο οποίος οδήγησε τις ανθρώπινες και συντροφικές σχέσεις στα έσχατα σκαλοπάτια της ύπαρξης κατρακύλα.
Τα γεγονότα αυτά – και όχι μόνο – με οδήγησαν ένα χρόνο μετά την απόλυσή μου από την εξορία να τα καταγράψω σε μια καταγγελτική μου επιστολή, (στον «Eλεύθερο κόσμο» της 10-8-1971).
Διέκοψα κάθε σχέση με το ΚΚΕ κάνοντας πολιτικό και ατομικό χαρακίρι για να αποτρέψω ανάλογα φαινόμενα στους κόλπους του. Ήταν μια ουτοπική πράξη που πλήρωσα πολύ ακριβά μετά τη μεταπολίτευση.
Εντελώς μόνος, και ουσιαστικά ανέντακτος, αποτέλεσα εύκολο στόχο κομμουνιστών, δεξιών, και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, αφού αρνήθηκα να πάω στο Καστρί στο οποίο με ζητούσε ο Ανδρέας ν’ αναλάβω τον τομέα αυτοδιοίκησης (Μάρτυρες ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Π. Ζακολίκος και ο Αντώνης Λιβάνης).
Δεν με φόβισαν τα τανκς, δεν με φόβισαν οι απομονώσεις στα κρατητήρια. Με φόβισαν οι… σύντροφοι, όπως και τον Πάρνη.
Να σημειωθεί ότι αυτά τα οποία κατήγγειλα το 1971 για την επιλεκτική διανομή των χρημάτων στο στρατόπεδο, τα κατέθεσε το 1979 και ο Μ. Γλέζος στο Σοβιετικό πρεσβευτή στην Αθήνα Λεβίτσκιν, στις 12 Ιουνίου 1979. Του είπε ότι τα χρήματα τα έπαιρναν μόνο όσοι ακολουθούσαν τον γραμματέα του ΚΚΕ Κ. Κολιγιάννη δηλαδή του διασπασμένου τμήματος του Εξωτερικού (βλ. τη συνομιλία αυτή στο συλλογικό έργο: «Οι σχέσεις ΚΚΕ και ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης στο διάστημα 1953-1977, σύμφωνα με τα έγγραφα του Αρχείου της Κ.Ε. του ΚΚΕ», με συγγραφείς Β. Αφινιάν, Β. Κόντη και λοιπών, εκδ. «Επίκεντρο» Θεσ/νίκη 2009, σελ. 190 επ).
Επιμύθιον: Μέσα στους αιμάτινους και οδυνηρούς κύκλους της πορείας των αγωνιστών του ΚΚΕ παρουσιάζονται μαζί και αγκαλιά το μεγαλείο, ο ηρωϊσμός και η κατάπτωση, η οποία σφραγίστηκε επίσημα με τα όσα διαδραματίστηκαν στη Σταλινική Σοβιετική Ένωση, που οδήγησαν στην αυτοκατάρρευσή της.
Με την εμπειρία μου των δεκαετιών και των μελετών κατέληξα στο συμπέρασμα ότι: «Εχθρός του κομμουνισμού» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και ιδιαιτέρως ο Έλλην άνθρωπος (βλ. το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία» – Διαλεκτικές και φυσιολογικές αντιφάσεις της κοσμοθεωρίας του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού», εκδ. β’ «Πελασγός» – Γιαννάκενας – Αθήνα 2013, σελ. 582 με βιβλιογραφία 12 σελίδων).
Ένα έργο που αντιμετώπισε τη συνωμοσία της σιωπής.
Αθήνα 23/04/2015
Πολίτης Π. Λ. Παπαγαρυφάλλου
Φωτό από το allworldwars.com
το είδα
Oλοι σαπιοι....
ΑπάντησηΔιαγραφή