Του Βλαση Αγτζιδη*
Τον Δεκέμβριο του 1937 ξεκίνησε η «Ελληνική Επιχείρηση» (Gretseskayia Operatsia) κατά των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης με την υπογραφή του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, κοινώς Στάλιν. Ηδη είχε εξοντωθεί το σύνολο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Η απόλυτη κυριαρχία της σταλινικής ομάδας στην εξουσία, όπως συμβολικά θα αναδειχθεί με τις Δίκες της Μόσχας του '36, θα μετατρέψει τη χώρα σε μια ματωμένη φυλακή. Επικεφαλής των δυνάμεων εσωτερικής καταστολής όρισε τον Λαυρέντι Μπέρια, την ομάδα του οποίου η Απόφαση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης) περιγράφει ως «εγκληματική σπείρα». Ο ίδιος ο Στάλιν θα πιστεύει ότι διαθέτει το Αλάθητο και θα επιβάλλει μια δικτατορική πολιτική, που πρωτίστως θα στραφεί κατά των κομματικών του συντρόφων. Στην ίδια απόφαση του 20ού Συνεδρίου αναφέρεται ότι: «…εσυκοφαντήθηκαν και άνευ ενοχής εδεινοπάθησαν πολλοί τίμιοι κομμουνιστές και άλλοι εξωκομματικοί Σοβιετικοί πολίτες».
Για τον σταλινισμό, ο Γκι Ντεμπόρ στην «Κοινωνία του θεάματος» έγραψε: «Ο σταλινισμός υπήρξε η βασιλεία του τρόμου ακόμα και μέσα στην ίδια τη γραφειοκρατική τάξη. Η τρομοκρατία που θεμελιώνει την εξουσία της τάξης αυτής, πρέπει να πλήξει, επίσης, κι αυτή την ίδια την τάξη γιατί δεν έχει καμιά νομική υπόσταση, που θα μπορούσε να την επεκτείνει και σε καθένα από τα μέλη της… Κάθε γραφειοκράτης είναι απόλυτα εξαρτημένος από μια κεντρική εγγύηση της ιδεολογίας, που αναγνωρίζει ένα δικαίωμα συλλογικής συμμετοχής στη «σοσιαλιστική εξουσία» της όλων των γραφειοκρατών που δεν εξολοθρεύει. Αν όλοι οι
γραφειοκράτες αποφασίζουν από κοινού για όλα, η συνοχή της ίδιας τους της τάξης δεν μπορεί παρά να εξασφαλιστεί μόνο διαμέσου της συγκέντρωσης της τρομοκρατικής τους εξουσίας σ' ένα μόνο πρόσωπο».
Τα «τιμωρημένα έθνη»
Μία από τις συνέπειες του σταλινισμού ήταν ο διαχωρισμός των εθνών σε «προοδευτικά» και «αντιδραστικά». Η ομάδα των «αντιδραστικών εθνών» περιελάμβανε τους Ελληνες, τους Κορεάτες, τους Γερμανούς του Βόλγα, τους Τατάρους της Κριμαίας, τους Τσετσένους κ.ά. Ο σταλινισμός θεωρούσε ότι όλοι αυτοί είχαν «μητέρα-πατρίδα» στον καπιταλιστικό κόσμο. Ετσι, ανεξαρτήτως των πολιτικών φρονημάτων, οι πολίτες αντιμετωπίστηκαν μόνο ως έχοντες «αντιδραστική» εθνική καταγωγή. Το 1937-38 οι Ελληνες γίνονται θύματα ενός φοβερού πογκρόμ. Πρώτα, απαγορεύτηκε η λειτουργία των ελληνικών σχολείων, των θεάτρων, των πολιτιστικών κέντρων, των εκδοτικών οίκων. Εκλεισαν οι ελληνικές εφημερίδες, οι οποίες ακολουθούσαν σκληρή σταλινική γραμμή. Καταργήθηκαν οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές (μία στη Νότια Ρωσία και τρεις στην περιοχή της Μαριούπολης).
Οι μεγαλύτερης έκτασης συλλήψεις Ελλήνων έγιναν στην κοιλάδα του Κουμπάν, στη Νότια Ρωσία. Η μυστική αστυνομία συνέλαβε μαζικά τους Ελληνες άνδρες από 16 ετών και άνω. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα. Οι επιζώντες θυμούνται έντονα τις σκηνές των συλλήψεων και των πορειών των συλληφθέντων με τη συνοδεία έφιππων αστυνομικών. Οι αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες και προέβαιναν σε κατάσχεση των πάντων, ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίες και γράμματα από την Ελλάδα. Οι Ελληνες κάτοικοι της περιφέρειας του Κρασνοντάρ, όπου έγιναν οι περισσότερες συλλήψεις, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και κατέφευγαν σε σπίτια ντόπιων για να σωθούν. Η κύρια κατηγορία που απαγγέλθηκε στην Ελληνική Περιοχή ήταν ότι οι κάτοικοί της ανήκαν σε παράνομες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, που στόχευαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δημιουργία ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία.
Τα κριτήρια των συλλήψεων
Οι καταστάσεις των υποψήφιων συλληφθέντων συντάσσονταν στα κομματικά γραφεία των οργανώσεων των περιοχών. Τα κριτήρια επιλογής σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά αισθήματα των υπεύθυνων κομματικών. Στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όσοι στα παλιότερα χρόνια εξασκούσαν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα και οι πλέον ευκατάστατοι. Επίσης, ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν όσοι εξακολουθούσαν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Αλλο κριτήριο αποτελούσε και η πιθανή αλληλογραφία με συγγενείς στην Ελλάδα. Το «αδίκημα» της αλληλογραφίας με άτομα που ζούσαν σε καπιταλιστική χώρα, οδήγησε πολλούς Ελληνες να απαγορεύσουν στην οικογένειά τους να στέλνει ή να δέχεται γράμματα από την Ελλάδα. Ο αριθμός των προσώπων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κατάσταση οριζόταν από τις περιφερειακές οργανώσεις. Η συνολική διαδικασία άγγιζε τα όρια του παραλόγου, εφόσον οι κεντρικές υπηρεσίες έδιναν μόνο τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να συλληφθούν.
Ο Κοσμάς Τσιμιάνοφ από το χωριό Μερτσάνσκογε του Κρασνοντάρ αναφέρει:
«...έπαιρναν ένα τηλεγράφημα που έγραφε: 500 άτομα, δίχως να έχει ονόματα. Ο αριθμός αυτός μοιραζόταν. Εχουμε 20 ραγιόνια, άρα αντιστοιχούν 25 άτομα σε κάθε ραγιόνι. Αλλες φορές ερχόταν τηλεγράφημα για 100 άτομα. Το έστελναν στο σοβιέτ. Εκείνοι με τον αστυνομικό, συνολικά πέντε άτομα, έλεγαν ποιον θα δώσουν, εκείνον, εκείνον, εκείνον! Τους συγγενείς τους δεν τους πείραζαν. Στον κατάλογο δεν έβαζαν γέρους, αλλά μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να δουλεύουν».
Για όσους τελικά συμπεριλάμβαναν στην κατάσταση, εφεύρισκαν διάφορες κατηγορίες, όπως «έβρισε τον Στάλιν» ή «ανατίναξε ένα γεφύρι» ή «έκανε σαμποτάζ σε εργοστάσιο» ή «συμμετείχε σε εθνικιστική ομάδα» κ.λπ.
Τον Αύγουστο του 1938, δίχως να έχει προηγηθεί δημόσια ανακοίνωση, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία. Η διδασκαλία άρχισε να γίνεται κυρίως στη ρωσική γλώσσα, αλλά αρκετές φορές στη γλώσσα της Δημοκρατίας στην οποία ζούσαν. Με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε η έκδοση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ έκλεισαν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα τυπογραφεία καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος καταστροφής του εκδοτικού οίκου «Κολεκτιβιστής». Τα τυπογραφικά στοιχεία του πετάχτηκαν στην Αζοφική Θάλασσα συμβολικά, «ώστε να μην ξανατυπωθεί στη Ρωσία ελληνικό βιβλίο». Εκλεισαν επίσης και οι ελληνικές θεατρικές σκηνές. Καταστράφηκαν σκόπιμα τα περισσότερα στοιχεία της πολιτιστικής δράσης των Ελλήνων. Πολλοί Ελληνες, επίσης, από φόβο, κατέστρεψαν μόνοι τους πολλά στοιχεία, ένα μέρος των οποίων αφορούσε την ίδια τη θεατρική παραγωγή. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη των ελληνικών εκκλησιών.
Στον δρόμο για το Γκουλάγκ
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Παύλου Κερδεμελίδη, πρόσφυγα της Μικρασιατικής Καταστροφής του '22 από τον Πόντο. Εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, απ' όπου συνελήφθη το 1937 για να περάσει 13 χρόνια της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Ο κυρ Παύλος είναι ένας από τους ελάχιστους Ελληνες από τους περίπου 50.000 που στάλθηκαν στα στρατόπεδα κατά την περίοδο των διώξεων 1937-38 που επέζησε και αφηγείται τις δραματικές στιγμές που έζησε:
«Μας φόρτωσαν σε ενενήντα βαγόνια, εικοσιπέντε χιλιάδες άτομα, και μας πήγαν χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα από το Γκόρκι, στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβγαλαν, ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. «Εδώ θα μείνετε», μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα. Μέσα στο χιόνι. Ετσι σε έξη μήνες από εικοσιπέντε χιλιάδες έμειναν μόνο εξακόσιοι... Εκεί δουλεύαμε. Κόβαμε ξύλα και τα στοιβάζαμε. Γύρω μας ήταν φαντάροι με αυτόματα. Ολα τα ξύλα σάπισαν εκεί βέβαια. Ηθελαν να μας εξοντώσουν. Οι περισσότεροι πέθαναν. Κανείς δε θα μάθει πόσοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι… Πηγαίναμε για δουλειά τέσσερεις-τέσσερεις. Γύρω τα σκυλιά και τα αυτόματα. Ενα βήμα δεξιά, ένα βήμα αριστερά, πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση…»
Στη δεκαετία του '40, οι διώξεις ολοκληρώνονται με τη βίαιη μεταφορά μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην Κεντρική Ασία. Η τελευταία εκτόπιση έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου 1949. Τα σταλινικά στρατεύματα περικύκλωσαν τα ελληνικά χωριά του Καυκάσου και υποχρέωσαν τους κατοίκους τους να τα εκκενώσουν μέσα σε λίγες ώρες. Η υποχρεωτική αυτή εκτόπιση υπήρξε η τελευταία πράξη μιας σειράς βίαιων ενεργειών των σοβιετικών αρχών κατά της ελληνικής μειονότητας, η οποία ανερχόταν σε 450.000 άτομα περίπου. Οι διώξεις αυτές, που αποτελούν μία από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός.
καθημερινή
το είδα
Τον Δεκέμβριο του 1937 ξεκίνησε η «Ελληνική Επιχείρηση» (Gretseskayia Operatsia) κατά των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης με την υπογραφή του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, κοινώς Στάλιν. Ηδη είχε εξοντωθεί το σύνολο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Η απόλυτη κυριαρχία της σταλινικής ομάδας στην εξουσία, όπως συμβολικά θα αναδειχθεί με τις Δίκες της Μόσχας του '36, θα μετατρέψει τη χώρα σε μια ματωμένη φυλακή. Επικεφαλής των δυνάμεων εσωτερικής καταστολής όρισε τον Λαυρέντι Μπέρια, την ομάδα του οποίου η Απόφαση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης) περιγράφει ως «εγκληματική σπείρα». Ο ίδιος ο Στάλιν θα πιστεύει ότι διαθέτει το Αλάθητο και θα επιβάλλει μια δικτατορική πολιτική, που πρωτίστως θα στραφεί κατά των κομματικών του συντρόφων. Στην ίδια απόφαση του 20ού Συνεδρίου αναφέρεται ότι: «…εσυκοφαντήθηκαν και άνευ ενοχής εδεινοπάθησαν πολλοί τίμιοι κομμουνιστές και άλλοι εξωκομματικοί Σοβιετικοί πολίτες».
Για τον σταλινισμό, ο Γκι Ντεμπόρ στην «Κοινωνία του θεάματος» έγραψε: «Ο σταλινισμός υπήρξε η βασιλεία του τρόμου ακόμα και μέσα στην ίδια τη γραφειοκρατική τάξη. Η τρομοκρατία που θεμελιώνει την εξουσία της τάξης αυτής, πρέπει να πλήξει, επίσης, κι αυτή την ίδια την τάξη γιατί δεν έχει καμιά νομική υπόσταση, που θα μπορούσε να την επεκτείνει και σε καθένα από τα μέλη της… Κάθε γραφειοκράτης είναι απόλυτα εξαρτημένος από μια κεντρική εγγύηση της ιδεολογίας, που αναγνωρίζει ένα δικαίωμα συλλογικής συμμετοχής στη «σοσιαλιστική εξουσία» της όλων των γραφειοκρατών που δεν εξολοθρεύει. Αν όλοι οι
γραφειοκράτες αποφασίζουν από κοινού για όλα, η συνοχή της ίδιας τους της τάξης δεν μπορεί παρά να εξασφαλιστεί μόνο διαμέσου της συγκέντρωσης της τρομοκρατικής τους εξουσίας σ' ένα μόνο πρόσωπο».
Τα «τιμωρημένα έθνη»
Μία από τις συνέπειες του σταλινισμού ήταν ο διαχωρισμός των εθνών σε «προοδευτικά» και «αντιδραστικά». Η ομάδα των «αντιδραστικών εθνών» περιελάμβανε τους Ελληνες, τους Κορεάτες, τους Γερμανούς του Βόλγα, τους Τατάρους της Κριμαίας, τους Τσετσένους κ.ά. Ο σταλινισμός θεωρούσε ότι όλοι αυτοί είχαν «μητέρα-πατρίδα» στον καπιταλιστικό κόσμο. Ετσι, ανεξαρτήτως των πολιτικών φρονημάτων, οι πολίτες αντιμετωπίστηκαν μόνο ως έχοντες «αντιδραστική» εθνική καταγωγή. Το 1937-38 οι Ελληνες γίνονται θύματα ενός φοβερού πογκρόμ. Πρώτα, απαγορεύτηκε η λειτουργία των ελληνικών σχολείων, των θεάτρων, των πολιτιστικών κέντρων, των εκδοτικών οίκων. Εκλεισαν οι ελληνικές εφημερίδες, οι οποίες ακολουθούσαν σκληρή σταλινική γραμμή. Καταργήθηκαν οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές (μία στη Νότια Ρωσία και τρεις στην περιοχή της Μαριούπολης).
Οι μεγαλύτερης έκτασης συλλήψεις Ελλήνων έγιναν στην κοιλάδα του Κουμπάν, στη Νότια Ρωσία. Η μυστική αστυνομία συνέλαβε μαζικά τους Ελληνες άνδρες από 16 ετών και άνω. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα. Οι επιζώντες θυμούνται έντονα τις σκηνές των συλλήψεων και των πορειών των συλληφθέντων με τη συνοδεία έφιππων αστυνομικών. Οι αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες και προέβαιναν σε κατάσχεση των πάντων, ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίες και γράμματα από την Ελλάδα. Οι Ελληνες κάτοικοι της περιφέρειας του Κρασνοντάρ, όπου έγιναν οι περισσότερες συλλήψεις, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και κατέφευγαν σε σπίτια ντόπιων για να σωθούν. Η κύρια κατηγορία που απαγγέλθηκε στην Ελληνική Περιοχή ήταν ότι οι κάτοικοί της ανήκαν σε παράνομες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, που στόχευαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και στη δημιουργία ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία.
Τα κριτήρια των συλλήψεων
Οι καταστάσεις των υποψήφιων συλληφθέντων συντάσσονταν στα κομματικά γραφεία των οργανώσεων των περιοχών. Τα κριτήρια επιλογής σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά αισθήματα των υπεύθυνων κομματικών. Στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όσοι στα παλιότερα χρόνια εξασκούσαν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα και οι πλέον ευκατάστατοι. Επίσης, ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν όσοι εξακολουθούσαν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Αλλο κριτήριο αποτελούσε και η πιθανή αλληλογραφία με συγγενείς στην Ελλάδα. Το «αδίκημα» της αλληλογραφίας με άτομα που ζούσαν σε καπιταλιστική χώρα, οδήγησε πολλούς Ελληνες να απαγορεύσουν στην οικογένειά τους να στέλνει ή να δέχεται γράμματα από την Ελλάδα. Ο αριθμός των προσώπων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κατάσταση οριζόταν από τις περιφερειακές οργανώσεις. Η συνολική διαδικασία άγγιζε τα όρια του παραλόγου, εφόσον οι κεντρικές υπηρεσίες έδιναν μόνο τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να συλληφθούν.
Ο Κοσμάς Τσιμιάνοφ από το χωριό Μερτσάνσκογε του Κρασνοντάρ αναφέρει:
«...έπαιρναν ένα τηλεγράφημα που έγραφε: 500 άτομα, δίχως να έχει ονόματα. Ο αριθμός αυτός μοιραζόταν. Εχουμε 20 ραγιόνια, άρα αντιστοιχούν 25 άτομα σε κάθε ραγιόνι. Αλλες φορές ερχόταν τηλεγράφημα για 100 άτομα. Το έστελναν στο σοβιέτ. Εκείνοι με τον αστυνομικό, συνολικά πέντε άτομα, έλεγαν ποιον θα δώσουν, εκείνον, εκείνον, εκείνον! Τους συγγενείς τους δεν τους πείραζαν. Στον κατάλογο δεν έβαζαν γέρους, αλλά μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να δουλεύουν».
Για όσους τελικά συμπεριλάμβαναν στην κατάσταση, εφεύρισκαν διάφορες κατηγορίες, όπως «έβρισε τον Στάλιν» ή «ανατίναξε ένα γεφύρι» ή «έκανε σαμποτάζ σε εργοστάσιο» ή «συμμετείχε σε εθνικιστική ομάδα» κ.λπ.
Τον Αύγουστο του 1938, δίχως να έχει προηγηθεί δημόσια ανακοίνωση, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία. Η διδασκαλία άρχισε να γίνεται κυρίως στη ρωσική γλώσσα, αλλά αρκετές φορές στη γλώσσα της Δημοκρατίας στην οποία ζούσαν. Με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε η έκδοση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ έκλεισαν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα τυπογραφεία καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος καταστροφής του εκδοτικού οίκου «Κολεκτιβιστής». Τα τυπογραφικά στοιχεία του πετάχτηκαν στην Αζοφική Θάλασσα συμβολικά, «ώστε να μην ξανατυπωθεί στη Ρωσία ελληνικό βιβλίο». Εκλεισαν επίσης και οι ελληνικές θεατρικές σκηνές. Καταστράφηκαν σκόπιμα τα περισσότερα στοιχεία της πολιτιστικής δράσης των Ελλήνων. Πολλοί Ελληνες, επίσης, από φόβο, κατέστρεψαν μόνοι τους πολλά στοιχεία, ένα μέρος των οποίων αφορούσε την ίδια τη θεατρική παραγωγή. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη των ελληνικών εκκλησιών.
Στον δρόμο για το Γκουλάγκ
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του Παύλου Κερδεμελίδη, πρόσφυγα της Μικρασιατικής Καταστροφής του '22 από τον Πόντο. Εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, απ' όπου συνελήφθη το 1937 για να περάσει 13 χρόνια της ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Ο κυρ Παύλος είναι ένας από τους ελάχιστους Ελληνες από τους περίπου 50.000 που στάλθηκαν στα στρατόπεδα κατά την περίοδο των διώξεων 1937-38 που επέζησε και αφηγείται τις δραματικές στιγμές που έζησε:
«Μας φόρτωσαν σε ενενήντα βαγόνια, εικοσιπέντε χιλιάδες άτομα, και μας πήγαν χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα από το Γκόρκι, στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβγαλαν, ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. «Εδώ θα μείνετε», μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα. Μέσα στο χιόνι. Ετσι σε έξη μήνες από εικοσιπέντε χιλιάδες έμειναν μόνο εξακόσιοι... Εκεί δουλεύαμε. Κόβαμε ξύλα και τα στοιβάζαμε. Γύρω μας ήταν φαντάροι με αυτόματα. Ολα τα ξύλα σάπισαν εκεί βέβαια. Ηθελαν να μας εξοντώσουν. Οι περισσότεροι πέθαναν. Κανείς δε θα μάθει πόσοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι… Πηγαίναμε για δουλειά τέσσερεις-τέσσερεις. Γύρω τα σκυλιά και τα αυτόματα. Ενα βήμα δεξιά, ένα βήμα αριστερά, πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση…»
Στη δεκαετία του '40, οι διώξεις ολοκληρώνονται με τη βίαιη μεταφορά μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην Κεντρική Ασία. Η τελευταία εκτόπιση έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου 1949. Τα σταλινικά στρατεύματα περικύκλωσαν τα ελληνικά χωριά του Καυκάσου και υποχρέωσαν τους κατοίκους τους να τα εκκενώσουν μέσα σε λίγες ώρες. Η υποχρεωτική αυτή εκτόπιση υπήρξε η τελευταία πράξη μιας σειράς βίαιων ενεργειών των σοβιετικών αρχών κατά της ελληνικής μειονότητας, η οποία ανερχόταν σε 450.000 άτομα περίπου. Οι διώξεις αυτές, που αποτελούν μία από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός.
καθημερινή
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου