του Mahdi DariusNazemroaya
Οι ΗΠΑ και το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας ανησύχησαν πολύ όταν το κίνημα των Χούτι, ήΑνσαραλλάχ(Υποστηρικτές του Θεού) κέρδισε, το Σεπτέμβριο του 2014, τον έλεγχο της πρωτεύουσας της Υεμένης Σαναά. Στον υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ πρόεδρο Αμπντ Ραμπούχ Μανσούρ Αλ-Χάντι επεβλήθη η ταπεινωτική μοιρασιά της εξουσίας με τους Χούτι και το συνασπισμό των φυλών της βόρειας Υεμένης που τους βοήθησε να εισέλθουν στη Σαναά. Ο Αλ-Χάντι έκανε λόγο για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας ενώ οι σύμμαχοί του, ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία, επεδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τον νέο εθνικό διάλογο και τις διαμεσολαβητικές συνομιλίες για να προσεταιριστούν και να εξευμενίσουν τους Χούτι.
Η αλήθεια για τον πόλεμο στην Υεμένη έχει διαστρεβλωθεί.
Ο πόλεμος και η αποπομπή του Προέδρου Αλ-Χάντι στην Υεμένη δεν είναι αποτέλεσμα ενός πραξικοπήματος των Χούτι στην Υεμένη. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο Αλ-Χάντι αποπέμφθηκε διότι, με τους Σαούντ και τη στήριξη των ΗΠΑ, προσπάθησε να αναστείλει τις συμφωνίες για κατανομή εξουσίας που είχε κάνει και να επιστρέψει στην αυταρχική διακυβέρνηση. Η αποπομπή του πρόεδρου Αλ-Χάντι, από τους Χούτι και τους συμμάχους τους, ήταν μια αναπάντεχη αντίδραση στην ανάληψη της απόλυτης εξουσίας από τον Αλ-Χάντι, που σχεδίαζε με την Ουάσιγκτον και τους Σαούντ.
Οι Χούτι και οι σύμμαχοί τους αντιπροσωπεύουν πολλά στρώματα της κοινωνίας της Υεμένης και την πλειοψηφία των κατοίκων της Υεμένης. Οι εσωτερικοί σύμμαχοι του κινήματος των Χούτι εναντίον του Αλ-Χάντι περιλαμβάνει και σιίτες και σουνίτες. Οι ΗΠΑ και οι Σαούντ δεν ανέμεναν ποτέ ότι οι Χούτι θα δοκίμαζαν να απομακρύνουν τον Αλ-Χάντι από την εξουσία, αλλά αυτή η αντίδραση είχε προετοιμαστεί εδώ και μια δεκαετία. Με τους Σαούντ, ο Αλ-Χάντι είχε εμπλακεί στην δίωξη των Χούτι και στην πολιτική χειραγώγηση των φυλών ακόμη και πριν γίνει πρόεδρος. Όταν έγινε πρόεδρος της Υεμένης εργάστηκε ενάντια στην εφαρμογή των συμφωνιών που είχαν επιτευχθεί κατά τον εθνικό διάλογο, που συγκλήθηκε αφού ο Αλί Αμπντουλλάχ Σαλέχ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τη προεδρία το 2011.
Πραξικόπημα ή αντι-πραξικόπημα: Τι συνέβη στην Υεμένη;
Αρχικώς, οι Χούτι, όταν κατέλαβαν τη Σαναά το 2014, απέρριψαν τις προτάσεις του Αλ-Χάντι και τη νέα του προσφορά για μια επίσημη συμφωνία για το μοίρασμα της εξουσίας, αποκαλώντας τον ως χρεοκοπημένη ηθικά φιγούρα, που είχε αθετήσει τις προηγούμενες
υποσχέσεις του. Σε εκείνο τη φάση, η υποστήριξη του προέδρου Αλ-Χάντι από την Ουάσιγκτον και τους Σαούντ τον έκανε εξαιρετικά αντιδημοφιλή στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Δύο μήνες μετά, στις 8 Νοεμβρίου, το ίδιο το κόμμα του Αλ-Χάντι, το «Γενικό Συμβούλιο του Λαού της Υεμένης», θα του στερούσε και την αρχηγία του κόμματος.
υποσχέσεις του. Σε εκείνο τη φάση, η υποστήριξη του προέδρου Αλ-Χάντι από την Ουάσιγκτον και τους Σαούντ τον έκανε εξαιρετικά αντιδημοφιλή στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Δύο μήνες μετά, στις 8 Νοεμβρίου, το ίδιο το κόμμα του Αλ-Χάντι, το «Γενικό Συμβούλιο του Λαού της Υεμένης», θα του στερούσε και την αρχηγία του κόμματος.
Οι Χούτι τελικώς έβαλαν σε περιορισμό τον Αλ-Χάντι και κατέλαβαν το προεδρικό μέγαρο και άλλα κυβερνητικά κτίρια στις 20 Ιανουαρίου. Με λαϊκή στήριξη, λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες μετά, στις 6 Φεβρουαρίου, οι Χούτι σχημάτισαν μια μεταβατική κυβέρνηση. Ο Αλ-Χάντι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Οι Χούτι δήλωσαν, στις 26 Φεβρουαρίου, ότι ο Αλ-Χάντι, οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία σχεδίαζαν να καταστρέψουν την Υεμένη.
Η παραίτηση του Αλ-Χάντι συνιστούσε πλήγμα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την στρατιωτική και επιχειρησιακή υποχώρηση για τη CIA και το Πεντάγωνο, που υποχρεώθηκαν να αποσύρουν το στρατιωτικό προσωπικό και τους μυστικούς τους πράκτορες από την Υεμένη. Οι «Los Angeles Times» ανέφεραν στις 25 Μαρτίου, επικαλούμενοι αξιωματούχους των ΗΠΑ, ότι στους Χούτι περιήλθε μεγάλος αριθμός απόρρητων εγγράφων αφού κατέλαβαν την έδρα της Εθνικής Ασφαλείας, η οποία συνεργαζόταν στενά με τη CIA, και αυτό έβαζε σε κίνδυνο τις επιχειρήσεις της Ουάσιγκτον στην Υεμένη.
Ο Αλ-Χάντι εγκατέλειψε την Σαναά και στις 21 Φεβρουαρίου κατέφυγε στο Άντεν, που στις 7 Μαρτίου το ανακήρυξε προσωρινή πρωτεύουσα. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Τουρκία και οι δυτικοί τους σύμμαχοι έκλεισαν τις πρεσβείες τους. Λίγο αργότερα, σε πιθανή συνεργασία με τις ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μετέφεραν τις πρεσβείες τους στο Άντεν. Ο Αλ-Χάντι ανακάλεσε τη παραίτησή του από τη προεδρία και ανακοίνωσε ότι σχηματίζει εξόριστη κυβέρνηση. Οι Χούτι και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι αρνήθηκαν να ευθυγραμμισθούν με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, που αρθρώνονταν μέσω του Αλ-Χάντι στο Άντεν και από το ολοένα και πιο υστερικό Ριάντ. Ως αποτέλεσμα, ο υπουργός εξωτερικών του Αλ-Χάντι, Ριγιάντ Γιασήν, κάλεσε, στις 23 Μαρτίου, τη Σαουδική Αραβία και τα αραβικά πετρο-εμιράτα να κάνουν στρατιωτική επέμβαση για να εμποδίσουν τους Χούτι να αποκτήσουν τον έλεγχο του εναέριου χώρου της Υεμένης. Ο Γιασήν είπε στην Al-Sharq Al-Awsa, εφημερίδα που εκφράζει τους Σαούντ, ότι μια εκστρατεία με βομβαρδισμούς ήταν αναγκαία και έπρεπε να επιβληθεί μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στην Υεμένη. Τη στιγμή που οι Χούτι και οι σύμμαχοί τους εισέρχονταν στο Άντεν, ο Αλ-Χάντι διέφυγε από αυτό το επίνειο της Υεμένης. Ο Αλ-Χάντι θα επανεμφανισθεί στη Σαουδική Αραβία στις 26 Μαρτίου, τη στιγμή που οι Σαούντ ξεκίνησαν την επίθεση στην Υεμένη. Από τη Σαουδική Αραβία ο Αλ-Χάντι θα πετούσε στην Αίγυπτο για τη συνάντηση του Αραβικού Συνδέσμου, ώστε να νομιμοποιήσει τον πόλεμο στην Υεμένη.
Η Υεμένη και η αλλαγή της Στρατηγικής Εξίσωσης στην Μέση Ανατολή
Η κατάληψη της Σαναά από τους Χούτι έλαβε χώρα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με μια σειρά περιφερειακών επιτυχιών για το Ιράν, τη Χεζμπολλάχ, τη Συρία και το Μπλοκ Αντίστασης που αυτοί και άλλοι παράγοντες έχουν από κοινού σχηματίσει. Στη Συρία, η κυβέρνηση κατόρθωσε εδραιώσει τις θέσεις της ενώ στο Ιράκ το Ισλαμικό Κράτος απωθείται με την αξιοσημείωτη βοήθεια του Ιράν και της τοπικής ιρακινής πολιτοφυλακής, που είναι σύμμαχος της Τεχεράνης.
Η στρατηγική εξίσωση στην Μέση Ανατολή άρχισε να αλλάζει καθώς έγινε καθαρό ότι το Ιράν γινόταν επίκεντρο για την αρχιτεκτονική της ασφάλειας και τη σταθερότητας. Οι Σαούντ και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου άρχισαν τις κλάψες και τα παράπονα ότι το Ιράν ήλεγχε τέσσερεις περιφερειακές πρωτεύουσες –Βηρυτό, Δαμασκό, Βαγδάτη, Σαναά- και ότι κάτι έπρεπε να γίνει για να σταματήσει η ιρανική επέκταση. Το αποτέλεσμα της νέας στρατηγικής εξίσωσης ήταν το Ισραήλ και οι Σαούντ να ευθυγραμμιστούν τέλεια στο στρατηγικό τους στόχο για την εξουδετέρωση του Ιράν και των περιφερειακών του συμμάχων. «Όταν το Ισραήλ και οι Άραβες είναι στην ίδια σελίδα, οι λαοί πρέπει να προσέχουν» είπε ο Ισραηλινός πρέσβης Ron Derner στο FoxNews, στις 5 Μαρτίου, σχετικά με την ευθυγράμμιση Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας.
Η κινδυνολογία του Ισραήλ και των Σαούντ δεν έπιασε. Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση της Gallup, την ώρα που ο Νετανιάχου έφθανε στην Ουάσιγκτον να μιλήσει κατά μιας ενδεχόμενης συμφωνίας ΗΠΑ- Ιράν, μόνον 9% των Αμερικανών πολιτών έβλεπαν το Ιράν ως το μεγαλύτερο εχθρό.
Οι γεω-στρατηγικοί στόχοι των ΗΠΑ και των Σαούντ πίσω από τον πόλεμο στην Υεμένη
Ενώ οι Σαούντ για καιρό θεωρούν την Υεμένη ως μια υποδεέστερη επαρχία με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά και ως τμήμα της σφαίρας επιρροής του Ριάντ, οι ΗΠΑ θέλουν να διασφαλίσουν ότι μπορούν να ελέγχουν το Μπαμπ Αλ-Μάντεμπ, τον κόλπο του Άντεν και τα νησιά Σοκότρα.
Το Μπαμπ Αλ-Μάντεμπ είναι σημαντικό στρατηγικό σημείο πυκνής διέλευσης για τη διεθνή εμπορική ναυσιπλοΐα και τα τάνκερ, και συνδέει τον Περσικό Κόλπο μέσω του Ινδικού Ωκεανού και την Μεσόγειο Θάλασσα μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Είναι τόσο σημαντικό όσο η Διώρυγα του Σουέζ για τις θαλάσσιες οδούς και το εμπόριο μεταξύ της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης.
Το Ισραήλ εξέφρασε επίσης την ανησυχία του, επειδή ο έλεγχος της Υεμένης θα μπορούσε να αποκόψει την πρόσβαση του προς τον Ινδικό Ωκεανό, μέσω της Ερυθράς Θάλασσας, και να εμποδίσει τα υποβρύχιά του από την άνετη προώθησή τους στον Περσικό Κόλπο ώστε να απειλεί το Ιράν. Αυτό εξηγεί το γιατί ο έλεγχος της Υεμένης ήταν ένα από ζητήματα της ομιλίας του Νετανιάχου στο αμερικανικό Κογκρέσο σχετικά με το Ιράν στις 3 Μαρτίου, που οι New York Times χαρακτήρισαν ως «μη πειστική ομιλία». Η Σαουδική Αραβία εμφανώς φοβάται ότι η Υεμένη θα ευθυγραμμισθεί με το Ιράν και ότι τα γεγονότα θα μπορούσαν να καταλήξουν σε νέες εξεγέρσεις στην Αραβική χερσόνησο εναντίον του Οίκου των Σαούντ.
Οι ΗΠΑ ήταν επίσης πολύ ανήσυχες γι’ αυτό το λόγο, αλλά σκέφτονταν επίσης με όρους του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Εμποδίζουν το Ιράν, τη Ρωσσία ή την Κίνα από το να έχουν ένα στρατηγικό έρεισμα στην Υεμένη, ώστε να αποτρέψουν το ενδεχόμενο άλλες δυνάμεις να αποκτήσουν πρόσβαση στο παρατηρητήριο του κόλπου του Άντεν ή στο Μπαμπ Αλ-Μάντεμπ, που είναι και η μέγιστη ανησυχία των ΗΠΑ.
Στην γεωπολιτική σπουδαιότητα της Υεμένης λόγω της εποπτείας των στρατηγικών ναυτικών διαδρόμων προστέθηκε και το οπλοστάσιό της μεστρατιωτικούς πυραύλους. Οι πύραυλοι της Υεμένης μπορούν να κτυπήσουν κάθε πλοίο στον κόλπα του Άντεν ή στο Μπαμπ Αλ-Μάντεμπ. Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση της Σαουδικής Αραβίας στις αποθήκες φύλαξης των πυραύλων της Υεμένης εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Ο σκοπός είναι όχι μόνον να αποτρέψει να χρησιμοποιηθούν ως αντίποινα στις ενέργειες του σαουδαραβικού στρατού, αλλά επίσης από το να είναι διαθέσιμα σε μια κυβέρνηση της Υεμένης που θα συμμαχήσει με το Ιράν, τη Ρωσσία ή τη Κίνα.
Με μια δημόσια τοποθέτηση, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του Ριάντ προς τη Συρία, οι Σαούντ απείλησαν με στρατιωτική δράση εάν οι Χούτι και οι σύμμαχοί τους δεν συνομιλούσαν με τον Αλ-Χάντι. Ως αποτέλεσμα των σαουδαραβικών απειλών, στις 25 Μαρτίου, ξέσπασαν διαδηλώσεις ενάντια στους Σαούντ, σε όλη την Υεμένη. Έτσι ξεκίνησε ένας ακόμη πόλεμος στη Μέση Ανατολή, καθώς οι ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα ΗΑΕ, το Κατάρ και το Κουβέιτ άρχισαν να προετοιμάζονται για να επαναφέρουν τον Αλ-Χάντι.
Η σαουδαραβική πορεία προς τον πόλεμο στην Υεμένη και ένα νέο μέτωπο κατά του Ιράν
Παρά όλες τις συζητήσεις για τη Σαουδική Αραβία ως περιφερειακή δύναμη, είναι πολύ αδύνατη να αντιμετωπίσει το Ιράν μόνη της. Η στρατηγική των Σαούντ στοχεύει να δημιουργήσει ή να ενδυναμώσει ένα περιφερειακό σύστημα συμμαχιών για μια παρατεταμένη αντιπαράθεση με το Ιράν και το Μπλοκ της Αντίστασης. Σε σχέση με αυτό η Σαουδική Αραβία χρειάζεται την Αίγυπτο, τη Τουρκία και το Πακιστάν – μια ψευδεπίγραφη αποκαλούμενη σουνιστική συμμαχία ή άξονας- για να τη βοηθήσει να αντιπαρατεθεί στο Ιράν και στους περιφερειακούς του σύμμαχους.
Ο διάδοχος του Εμιράτου του Άμπου Ντάμπι, Μωχάμετ μπιν Ζαγιέντ μπιν Σουλτάν Αλ Ναχιάν, υπαρχηγός του στρατού των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, επισκέφθηκε, στις 17 Μαρτίου, το Μαρόκο για να συζητήσει μια κοινή στρατιωτική επίθεση στην Υεμένη, με τα πετρο-εμιράτα, το Μαρόκο, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Στις 21 Μαρτίου ο Ζαγιέντ συνάντησε τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν μπιν Αμπντουλαζίζ Αλ-Σαούντ για να συζητήσουν τη στρατιωτική επίθεση στην Υεμένη. Αυτό συνέβη ενώ ο Αλ-Χάντι καλούσε την Σαουδική Αραβία και το Συμβούλιο των Χωρών του Κόλπου (GCC, Gulf CooperationCouncil) να τον βοηθήσουν, κάνοντας στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη. Τις συναντήσεις ακολούθησε συζήτηση για ένα νέο περιφερειακό σύμφωνο ασφαλείας για τα αραβικά πετρο-εμιράτα.
Με τα υπόλοιπα πέντε μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας των χωρών του Κόλπου διαφώνησε το Ομάν. Το σουλτανάτο του Ομάν αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πόλεμο ενάντια στην Υεμένη. Η Μουσκάτ διατηρεί φιλικές σχέσεις με τη Τεχεράνη. Επιπλέον, οι κάτοικοι του Ομάν είναι δύσπιστοι στο σχέδιο των Σαούντ και του GCC να χρησιμοποιήσουν το θρησκευτικό σεκταρισμό για να υποδαυλίσουν την αντιπαράθεση με το Ιράν και τους συμμάχους του. Η πλειοψηφία των κατοίκων του Ομάν δεν είναι ούτε σουνίτες ούτε σιίτες, είναι ιμπαντί, και φοβάται τις ανατροπές του σεκταρισμού που ενισχύουν οι Σαούντ και τα άλλα πετρο-εμιράτα.
Οι προπαγανδιστές των Σαούντ, με υπερωρίες, ψευδώς ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος ήταν μια απάντηση στην ιρανική παραβίαση των συνόρων της Σαουδικής Αραβίας. Η Τουρκία ανακοίνωσε επίσης την στήριξή της σε έναν πόλεμο στην Υεμένη. Την ημέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος οΕρντογάν ισχυρίστηκε ότι το Ιράν επδίωξε να κυριαρχήσει στη περιφέρεια και ότι η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, και οι χώρες Συνεργασίας του Κόλπου ήσαν ενοχλημένες. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, ο Σίσι της Αιγύπτου δήλωσε ότι η ασφάλεια του Καΐρου και η ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας και των αραβικών πετρο-εμηράτων είναι μία. Στην πραγματικότητα, η Αίγυπτος στις 25 Μαρτίου είπε ότι δεν θα συμμετείχε σε έναν πόλεμο στην Υεμένη , αλλά την επόμενη ημέρα το Κάιρο συνέδραμε τη Σαουδική Αραβία στην επίθεση στην Υεμένη, στέλνοντας αεροσκάφη και πλοία. Στο ίδιο πνεύμα, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν Ναουάζ Σαρίφ δήλωσε στις 26 Μαρτίου ότι κάθε απειλή στη Σαουδική Αραβία θα «προκαλέσει μια ισχυρή απάντηση». Το μήνυμα αυτό υπόρρητα είχε αποδέκτη το Ιράν.
Ο ρόλος των ΗΠΑ και του Ισραήλ στον πόλεμο της Υεμένης
Στις 27 Μαρτίου, ανακοινώθηκε στην Υεμένη ότι το Ισραήλ βοηθούσε τη Σαουδική Αραβία να επιτεθεί στην αραβική χώρα. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που οι Σιωνιστές (Ισραήλ) διεξάγουν κοινή επιχείρηση σε συνεργασία με Άραβες» έγραψε ο Χασσάν Ζαΐντ, επικεφαλής του κόμματος Al-Haq της Υεμένης, στο διαδίκτυο, για να επισημάνει τη σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Η ισραηλινο-σαουδική συμμαχία για την Υεμένη, ωστόσο, δεν είναι νέα. Οι Ισραηλινοί βοήθησαν τον Οίκο των Σαούντ κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Βόρεια Υεμένη, που ξεκίνησε το 1962, παρέχοντας στη Σαουδική Αραβία οπλισμό για να βοηθήσει τους μοναρχικούς ενάντια στους δημοκρατικούς.
Οι ΗΠΑ είναι επίσης αναμειγμένες και καθοδηγούν από το παρασκήνιο ή από απόσταση. Ενώ εργάζονται για να κλείσουν μια συμφωνία με το Ιράν, θέλουν επίσης να διατηρήσουν μια συμμαχία ενάντια στη Τεχεράνη, χρησιμοποιώντας τους Σαουδάραβες. Το Πεντάγωνο θα παράσχει αυτό που καλείται στήριξη επιμελητείας και μυστικής πληροφόρησης προς τους Σαούντ. Μην λαθεύετε: ο πόλεμος στην Υεμένη είναι επίσης πόλεμος της Ουάσιγκτον. Το Συμβούλιο των Χωρών του Κόλπου έχει επιτεθεί στην Υεμένη λόγω των ΗΠΑ. Γίνεται λόγος εδώ και καιρό για τη διαμόρφωση μιας παναραβικής στρατιωτικής δύναμης, αλλά οι προτάσεις για τη δημιουργία του επανήλθαν στις 9 Μαρτίου από τον Αραβικό Σύνδεσμο.Οι προτάσεις για μια ενωμένη αραβική στρατιωτική δύναμη εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Οι συνομιλίες σχετικά για μια παναραβική στρατιωτική δύναμη έχουν ως κίνητρο την προετοιμασία για την επίθεση στην Υεμένη, ώστε να επιστρέψει ο Αλ-Χάντι, και για να αντιπαρατεθεί περιφερειακά στο Ιράν, στη Συρία, στη Χεζμπολλάχ και στο Μπλοκ της Αντίστασης.
*Ο Μαχντί Νταρίους Ναζεμροάγια είναι βραβευμένος συγγραφέας και γεωπολιτικός αναλυτής, έχει εκδώσει το βιβλίο «Ἡ παγκοσμιοποίηση του ΝΑΤΟ»(Clarity Press) και πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Ο πόλεμος στη Λιβύη και η επαναποικιοποίηση της Αφρικής».
Απόδοση στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος
το είδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου