Σελίδες

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Οἱ Ἀργυραμοιβοὶ (Μέρος 2)

Οἱ Ἀργυραμοιβοὶ (Μέρος 2)
ΟΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΡΑΒΔΟΙ


O βασιλιάς Ερρίκος ο Α΄, γιος του Γουλιέλμου του Κατακτητή, αναρριχήθηκε στον Αγγλικό θρόνο το 1100 μ.Χ. Εκείνη την εποχή, αρκετό καιρό πριν την εισαγωγή της τυπογραφίας, οι φόροι συνήθως πληρώνονταν σε είδος – π.χ. προϊόντα – σύμφωνα με την παραγωγική δυνατότητα της γης υπό τη φροντίδα του δουλοπάροικου ή του μικρότερου σε βαθμό ευγενή. Εκείνων δηλαδή που πλήρωναν τους φόρους. Για να καταμετρήσουν την παραγωγή οι Μεσαιωνικοί δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούσαν ένα χοντροκομμένο λογιστικό σύστημα: χάραζαν εγκοπές σε ράβδους (tallies: από το λατινικό talea που σημαίνει κλαδί ή πάσσαλος). Οι συμπληρωματικοί ράβδοι είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από την ατελή ανθρώπινη μνήμη ή από τις εγκοπές στην πόρτα του αχυρώνα – όπως γινόταν μερικές φορές.


Για να αποφευχθούν αλλαγές ή παραποιήσεις, οι ράβδοι χωρίζονταν στη μέση κατά μήκος τους αφήνοντας το ένα μέρος της εγκοπής στο ένα μέρος και το υπόλοιπο στο άλλο – η μισή ράβδος παραδινόταν στον φορολογούμενο και μπορούσε να συγκριθεί για την ακρίβεια της
 συναλλαγής με την ένωση των δύο μερών. Ο Ερρίκος υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο για την τήρηση των φορολογικών αρχείων στην Αγγλία.

Με τον καιρό, ο ρόλος των συμπληρωματικών ράβδων αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε. Τον καιρό του Ερρίκου του Β΄ οι φόροι πληρώνονταν δύο φορές το χρόνο. Η πρώτη πληρωμή γινόταν το Πάσχα.
Ως απόδειξη της πληρωμής, δινόταν στον φορολογούμενο μια συμπληρωματική ράβδος με εγκοπή, γεγονός που αποδείκνυε την καταβολή της τμηματικής πληρωμής. Η διαδικασία ολοκληρωνόταν με το υπόλοιπο της ράβδου, η οποία κρατείτο σαν αρχείο.
Τα δύο μέρη της ράβδου παρουσιάζονταν τηνημέρα της εορτής “των Ταξιαρχών”, όταν το υπόλοιπο των φόρων εθεωρείτο ληξιπρόθεσμο.
Χρειάζεται μόνο λίγη φαντασία για να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα: τη κατασκευή ράβδων από την κυβέρνηση ως προκαταβολή φόρων προς πληρωμή με σκοπό τη συγκέντρωση χρηματικών πόρων για επείγουσες ανάγκες ή οικονομικές δυσκολίες. Οι αποδέκτες των ράβδων τις αποδέχονταν έναντι αγαθών που θα πωλούνταν με κέρδος ή για νομίσματα με έκπτωση. Ή μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν αργότερα, το Πάσχα ή των Ταξιαρχών, για πληρωμή των φόρων. Μ’ αυτό τον τρόπο,οι ράβδοι απέκτησαν παρόμοιες λειτουργίες μ’ αυτές του νομίσματος: Χρησιμοποιούνταν αντί χρημάτων για την πληρωμή των φόρων.


Μετά το 1694, η κυβέρνηση εξέδιδε “χάρτινα συμπληρώματα” ως γραπτή επιβεβαίωση του χρέους της, του κυβερνητικού δανεισμού, με την προοπτική της συγκέντρωσης μελλοντικών φόρων. Το χαρτίήταν εύκολα μεταβιβάσιμο κάτι που έκανε τα “χάρτινα συμπληρώματα” ακριβές ισοδύναμο του χάρτινου τραπεζογραμματίου-νομίσματος που εξέδωσε για πρώτη φορά η Τράπεζα της Αγγλίας το 1694 (Bank of England, BoE). Γύρω στο 1697, τα “συμπληρώματα” και τα τραπεζογραμμάτια
κυκλοφορούσαν ελεύθερα ως ανταλλάξιμες και εναλλακτικές μορφές χρήματος. Οι ξύλινοι συμπληρωματικοί ράβδοι συνέχισαν να βρίσκονται σε χρήση μέχρι το 1826. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν βρεθεί τρόποι χρησιμοποίησης τους με έκπτωση όπως τα “χάρτινα συμπληρώματα”.
Μια συγκεκριμένη συμπληρωματική ράβδος είχε ανεκτίμητη αξία. Αντιπροσώπευε το ποσό των 25.000 λιρών. Ένας από τους ιδρυτικούς μετόχους της ΒοΕ αγόρασε τις μετοχές του με μια τέτοια ράβδο. Δηλαδή αγόρασε το μερίδιο του σε μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες επιχειρήσεις τουκόσμου με ένα κομμάτι ξύλο.
Το ειρωνικό σημείο της ιστορίας είναι ότι η ΒοΕ μετά την ίδρυσή της το 1694 πολέμησε το σύστημα των συμπληρωματικών ράβδων επειδή αντιπροσώπευαν χρήματα που κυκλοφορούσαν πέρα από τον έλεγχο των αργυραμοιβών.


Γιατί όμως οι άνθρωποι αποδέχονταν κομμάτια ξύλου έναντι χρημάτων; Να μια έξυπνη ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας οι άνθρωποι εμπορεύτηκαν ο,τιδήποτε και θεωρούσαν ότι είχε αξία και το χρησιμοποιούσαν αντί χρημάτων. Βλέπετε το μυστικό είναι ότι νόμισμα-χρήμα είναι αυτό που οι άνθρωποι συμφωνούν να χρησιμοποιούν ως τέτοιο. Τι είναι λοιπόν τα σημερινά χαρτονομίσματα; Στην πραγματικότητα απλό χαρτί!


Αυτό ήταν το τέχνασμα. Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Ζ’ διέταξε οι συμπληρωματικοί ράβδοι να χρησιμοποιούνται ως απόδειξη της πληρωμής των φόρων που συγκέντρωνε η κυβέρνηση. Αυτή η πράξη δημιούργησε ζήτηση γύρω από τις ράβδους και τελικά τις έθεσε στην κυκλοφορία και τις έκανε αποδεκτές αντί χρημάτων. Το σύστημα δούλεψε πολύ καλά και ιστορικά καμία άλλη μορφή χρήματος δεν κυκλοφόρησε για τόσο διάστημα κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο βασιλιάς Ερρίκος ο Η’ χαλάρωσε τους νόμους που αφορούσαν στην τοκογλυφία και οι σαράφηδες δεν έχασαν χρόνο για να επαναβεβαιώσουν και να ισχυροποιήσουν την θέση τους. Κατασκεύασαν δικά τους χρυσά και αργυρά νομίσματα που κυκλοφόρησαν άφθονα για δεκαετίες. Αλλά όταν η βασίλισσα Μαίρη ανέβηκε στο θρόνο και έκανε πάλι αυστηρούς τους νόμους για την τοκογλυφία οι σαράφηδες καταχώνιασαν και αποθησαύρισαν τα χρυσά και αργυρά νομίσματά τους οδηγώντας την οικονομία σε κάθετη πτώση.


Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ ανέβηκε στο θρόνο το 1558 ήταν αποφασισμένη να επανακτήσει τον έλεγχο πάνω στο Αγγλικό νόμισμα. Η λύση που έδωσε ήταν η έκδοση χρυσών και αργυρών νομισμάτων από τον Δημόσιο Θησαυρό και με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να αφαιρέσει τον έλεγχο του χρηματικού αποθέματος από τους αργυραμοιβούς.
Αν και ο έλεγχος του χρήματος δεν ήταν η μοναδική αιτία της Αγγλικής Επανάστασης του 1642 (οι θρησκευτικές διενέξεις επίσης πυροδότησαν τη σύγκρουση) η νομισματική πολιτική έπαιξε τον κύριο ρόλο. Χρηματοδοτούμενος από τους σαράφηδες, ο Όλιβερ Κρόμγουελ (Oliver Cromwell), τελικά εκθρόνισε τον βασιλιά Κάρολο τον Α’ (Στιούαρτ), επιβλήθηκε στο Κοινοβούλιο κάνοντας τις “απαραίτητες” εκκαθαρίσεις, και θανάτωσε το βασιλιά. Τότε, οι Σαράφηδες κατόρθωσαν να
εδραιώσουν άμεσα την οικονομική τους δύναμη.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια οι σαράφηδες βύθισαν τη Μεγάλη Βρετανία σε μια σειρά δαπανηρών πολέμων. Εξαγόρασαν στο κέντρο του Λονδίνου μια έκταση πάνω από ένα τετραγωνικό μίλι γνωστή σαν το “Σίτυ – City”. Σήμερα αυτή η ημιαυτόνομη περιοχή είναι ακόμα ένα από τα δύο δεσπόζοντα οικονομικά κέντρα του κόσμου (μαζί με τη Wall Street στη Νέα Υόρκη). Δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία της Αστυνομίας του Λονδίνου και διατηρεί της δική της ιδιωτική αστυνομική δύναμη που αποτελείται από 2.000 άνδρες.


Οι συγκρούσεις με τη δυναστεία των Στιούαρτ οδήγησε τους Αργυραμοιβούς σε συνεργασία με τους ομότιμους τους της Ολλανδίας (οι οποίοι είχαν ήδη ιδρύσει κεντρική τράπεζα στο Άμστερνταμ το 1609) και τη χρηματοδότηση της εισβολής του Γουλιέλμου της Οράγγης που εκθρόνισε τους νομίμους κατόχους του θρόνου των Στιούαρτ το 1688. Η Αγγλία ανήκε πια στους μεγαλέμπορους: Αντί για τον αντιλαϊκό βασιλιά Τζέημς τον Β’ υπήρχε μια μυστική συνωμοτική ομάδα αποτελούμενη από Αργυραμοιβούς και κινούσε από το παρασκήνιο τα νήματα που έδεναν το σφετεριστή βασιλιά Γουλιέλμο τον Γ’.
Αυτή η συνάφεια υπάρχει μέχρι σήμερα ανάμεσα στους Σαράφηδες και την υψηλή Βρετανική αριστοκρατία. Ο μονάρχης δεν έχει καμία πραγματική δύναμη αλλά υπηρετεί σαν προστατευτική ασπίδα για τους Αργυραμοιβούς που εξουσιάζουν το Σίτι και έχουν σαν ηγεμόνα τους τον τραπεζικό οίκο των Ρότσιλντ (Rothchild).

Στο τεύχος της 20ης Ιουνίου του 1934 το περιοδικό New Britain μνημόνευσε μια αποστομωτική δήλωση του Βρετανού Πρωθυπουργού Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ (David Lloyd George): “η Βρετανία είναι σκλάβος ενός διεθνούς οικονομικού συνασπισμού”. Επίσης παρέθετε τα ακόλουθα λόγια του Λόρδου Μπράις (Bryce): “η Δημοκρατία δεν έχει πιο επίμονο και ύπουλο εχθρό από τους αργυραμοιβούς” επισημαίνοντας “στον Πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων δεν επιτρέπεται να κάνει ερωτήσεις που αφορούν στην Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ), στην διοίκηση και τους σκοπούς της”.


Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ

Στο τέλος του 17ου αιώνα η Αγγλία βρισκόταν στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής. Πενήντα χρόνια συνεχών πολέμων με τη Γαλλία και την Ολλανδία την είχαν εξουθενώσει. Παράφρονες κυβερνήτες συνάντησαν τους Αργυραμοιβούς και ικέτευσαν για δάνεια που τους ήταν απαραίτητα για την επιδίωξη των πολιτικών τους σκοπών. Τους κόστισε ακριβά: πλήρωσαν με τη δημιουργία μιας κρατικής φαινομενικά, ιδιωτικής όμως στην ουσία, Τράπεζας, η οποία μπορούσε να εκδώσει χρήματα,χωρίς αποθεματικά, που θα χρησιμοποιούνταν σαν δάνειο λειτουργίας του κράτους.
Η Τράπεζα της Αγγλίας επρόκειτο να γίνει η πρώτη ιδιωτική εθνική κεντρική Τράπεζα, σε μια παντοδύναμη χώρα, στον σύγχρονο κόσμο. Ωστόσο αποταμιευτικές Τράπεζες προϋπήρξαν, στην Βενετία από το 1361, στο Άμστερνταμ από το 1609 και στη Σουηδία από το 1661, όπου την ίδια χρονιά εκδόθηκαν τα πρώτα χαρτονομίσματα στην Ευρώπη.


Αν και παραπλανητικά αποκαλούνταν Τράπεζα της Αγγλίας ώστε ο λαός να σκέφτεται ότι επρόκειτο για τμήμα της κυβέρνησης, δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Όπως κάθε άλλη ιδιωτική επιχείρηση η Τράπεζα της Αγγλίας πούλησε μετοχές για να συγκεντρώσει το αρχικό κεφάλαιό της. Οι επενδυτές, των οποίων τα ονόματα δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, υποτίθεται ότι έπρεπε να καταβάλουν το ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων λιρών, σε χρυσά νομίσματα, για να αγοράσουν το μερίδιο τους στην τράπεζα, αλλά συγκεντρώθηκαν μόνο 750.000 λίρες.
Παρόλα αυτά η καταστατική πράξη της Τράπεζας της Αγγλίας συντάχθηκε το 1694 και ξεκίνησε αμέσως εργασίες δανείζοντας αρκετές φορές πολλαπλάσιο των χρημάτων που υποτίθεται ότι είχε για αποθεματικό – πάντα με τόκο. Σε αντάλλαγμα η νέα τράπεζα θα δάνειζε στους Βρετανούς πολιτικούς όσα χρήματα χρειάζονταν. Το χρέος ήταν ασφαλισμένο με τους άμεσους φόρους που πλήρωνε ο Βρετανικός Λαός.
Με αυτό τον τρόπο οι κανόνες λειτουργίας της Τράπεζας της Αγγλίας αποσκοπούσαν μόνο στη νομιμοποίηση της παραχάραξης του εθνικού νομίσματος για προσωπικό όφελος. Δυστυχώς σήμερα σχεδόν κάθε κράτος έχει μια ιδιωτικά ελεγχόμενη κεντρική τράπεζα καθώς οι τοπικοί Αργυραμοιβοί χρησιμοποίησαν την Τράπεζα της Αγγλίας σαν υπόδειγμα.


Είναι τέτοια η δύναμη αυτών των κεντρικών τραπεζών που σύντομα θα αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο κάθε εθνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει την κυριαρχία της πλουτοκρατίας και οι τραπεζίτες θα είναι οι κυρίαρχοι της υπερπλούσιας άρχουσας τάξης. Μοιάζει κάπως με το να δίνεις τον έλεγχο του Στρατού στη Μαφία. Ο έσχατος κίνδυνος της τυραννίας γίνεται πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε μια κεντρική νομισματική επιτροπή, όμως αυτή πρέπει να ανήκει και να ελέγχεται από την εκλεγμένη κυβέρνηση και όχι από τραπεζίτες για προσωπικό τους κέρδος.


Το 1770 ο Σερ Γουίλιαμ Πιτ (William Pitt) μιλώντας στη Βουλή των Λόρδων είπε:


“Πίσω από το θρόνο βρίσκεται κάτι που είναι δυνατότερο από τον ίδιο το Βασιλιά.”


Αυτή η αναφορά στους Αργυραμοιβούς που βρίσκονται πίσω από την Τράπεζα της Αγγλίας δημιούργησε την έκφραση “η δύναμη πίσω από το θρόνο”.

Το 1844 ο Βενιαμίν Ντισραέλι (Benjamin Disraeli) σε μια συγκεκαλυμμένη νύξη για αυτή τη δύναμη έγραψε:

“Ο κόσμος κυβερνάται από πολύ διαφορετικές προσωπικότητες από αυτές που φαντάζονται αυτοί που δεν βρίσκονται στα παρασκήνια.”


Στις 21 Νοεμβρίου του 1933 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ (Franklin D. Roosevelt) έγραψε σε μια επιστολή προς ένα έμπιστό του πρόσωπο:

“Η πραγματική αλήθεια του ζητήματος βρίσκεται, όπως εσύ και εγώ γνωρίζουμε, στο ότι η κυβέρνηση ανήκει στους οικονομικούς παράγοντες ήδη από την εποχή του Αντριου Τζάκσον (Andrew  Jackson)…”


Η απάτη της κεντρικής τράπεζας βρίσκεται σε έναν απόκρυφο νόμο που ευνοεί της ιδιωτικές τράπεζες περισσότερο από την ίδια την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση πουλάει ομόλογα για να χρηματοδοτήσει ενέργειες για τις οποίες δεν έχει την πολιτική φρόνηση ή θέληση να επιβάλλει φόρους. 

Αλλά το δέκα τοις εκατό των ομολόγων αγοράζεται με χρήματα που η κεντρική τράπεζα δημιουργεί χωρίς αποθεματικό κεφάλαιο. Ύστερα η κυβέρνηση ξοδεύει αυτά τα νεοδημιουργημένα χρήματα. Αφού αποταμιευτούν αυτά τα χρήματα οι ιδιωτικές τράπεζες χρησιμοποιούν τις νέες καταθέσεις για να δημιουργήσουν δέκα φορές περισσότερα παρέχοντας δάνεια με αμελητέα αποθεματικά. Έτσι εξασφαλίζονται τα πρόσθετα χρήματα που χρειάζονται για την αγορά του υπόλοιπου ενενήντα τοις εκατό των ομολόγων χωρίς να αποστραγγίζονται οι κεφαλαιαγορές και να εκτοξεύονται τα επιτόκια.


Δανειζόμενη χρήματα, πουλώντας νέα ομόλογα, η κυβέρνηση περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις κάτω από το επιτόκιο των ομολόγων. Συνεπώς υπάρχει ελάχιστος έως καθόλου άμεσος πληθωρισμός. 


Περισσότερα χρήματα σε κυκλοφορία σημαίνει όμως ότι τα χρήματα που έχετε χάνουν την αξία  τους. Οι πολιτικοί αποκτούν όσα χρήματα χρειάζονται και ο κόσμος πληρώνει για αυτό με πληθωρισμό,οποίος διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των αποταμιεύσεων, του προκαθορισμένου εισοδήματος και των μισθών. Η διεστραμμένη ομορφιά του σχεδίου βρίσκεται στο ότι ούτε ένας στους χίλιους δεν μπορεί να το ανακαλύψει επειδή βρίσκεται σκόπιμα κρυμμένο πίσω από πολύπλοκες οικονομικές ασυναρτησίες. Τα πλήρη επακόλουθα του πληθωρισμού βιώνονται μετά από καιρό και πολύ αργά για να αντιμετωπιστούν.

Με τη δημιουργία της Τράπεζας της Αγγλίας το κράτος πλημμύρισε από χρήματα. Οι τιμές σε ολόκληρη τη χώρα διπλασιάστηκαν. Παρέχονταν μαζικά χρηματοδοτήσεις για κάθε παράτολμη ιδέα και κομπίνα. Ένα εγχείρημα πρότεινε την αποξήρανση της Ερυθράς Θαλάσσης για την ανάκτηση του χρυσού που υποτίθεται ότι χάθηκε από τον Αιγυπτιακό Στρατό που πνίγηκε ακολουθώντας τον Μωυσή και τους Ισραηλίτες.

Το 1698, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, το κυβερνητικό χρέος αυξήθηκε από το αρχικό ποσό του 1.250.000 λιρών σε δέκα έξι εκατομμύρια λίρες. Αβίαστα αυξήθηκαν οι φόροι, που επαναυξήθηκαν, για να καλυφθεί το χρέος.
Με το Βρετανικό χρηματικό απόθεμα σταθερά μαγκωμένο στα χέρια των Αργυραμοιβών η Βρετανική οικονομία άρχισε να παλεύει με άγρια σκαμπανεβάσματα οικονομικών ανθήσεων και κάμψεων, ακριβώς την κατάσταση που μια κεντρική τράπεζα διακηρύττει ότι είναι σχεδιασμένη για να προλαβαίνει και να εμποδίζει.


Χρησιμοποιώντας ελάχιστα χρηματικά αποθεματικά, στις τραπεζικές συναλλαγές τους, οι Ρότσιλντ (Rothschilds) και οι σύμμαχοί τους εξουσίαζαν τις κεντρικές τράπεζες στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. 


Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΡΟΤΣΙΛΝΤ


Βρισκόμαστε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας στα 1743, πενήντα χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών της Τράπεζας της Αγγλίας. Ο χρυσοχόος ΄Αμσελ Μωυσής Μπάουερ (Amschel Moses Bauer) άνοιξε ένα ανταλλακτήριο νομισμάτων μαζί με ένα λογιστικό γραφείο και τοποθέτησε σαν σήμα της επιχείρησης πάνω από την είσοδο των γραφείων ένα Ρωμαϊκό αετό πάνω σε μια κόκκινη ασπίδα. Η επιχείρηση έγινε γνωστή σαν η εταιρία της Κόκκινης Ασπίδας, Ρότσιλντ (Rothschild) στα Γερμανικά.


Όταν ο γιος του, ο Μάγιερ ΄Αμσελ Μπάουερ (Mayer Amschel Bauer), κληρονόμησε την επιχείρηση αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Ρότσιλντ.


Ο Μάγιερ Ρότσιλντ σύντομα ανακάλυψε ότι το να δανείζει χρήματα σε κυβερνήσεις και βασιλείς ήταν πολύ πιο  προσοδοφόρο από το να δανείζει σε ιδιώτες. Όχι μόνο ήταν μεγαλύτερο το ποσό του δανείου αλλά ήταν εγγυημένο και εξασφαλισμένο με την είσπραξη των φόρων.


Ο Μάγιερ Ρότσιλντ είχε πέντε γιους. Τους εκπαίδευσε όλους στις μυστικές τεχνικές της δημιουργίας χρήματος και της επιδέξιας διαχείρισής του. Κατόπιν τους έστειλε στις κυριότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης να ανοίξουν υποκαταστήματα της οικογενειακής τραπεζικής επιχείρησης. Στη διαθήκη του άφησε την εντολή ότι ένας γιος σε κάθε γενιά θα ηγείται της οικογενειακής επιχείρησης. Οι γυναίκες αποκλείστηκαν.


Ο πρώτος γιος του Μάγιερ, ο ΄Αμσελ, έμεινε στην Φρανκφούρτη για τη διαχείριση της γενέθλιας τράπεζας. Ο δεύτερος γιος του Σολομών (Salomon) στάλθηκε στη Βιέννη. Ο τρίτος γιος του Νάθαν (Nathan), που ήταν εμφανώς ο πιο έξυπνος, στάλθηκε στα 1798 στο Λονδίνο, σε ηλικία είκοσι ενός ετών. Εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας. Ο τέταρτος γιος του Κάρολος (Karl) πήγε στη Νάπολη και ο πέμπτος γιος τους Ιακώβ (Jakob και αργότερα James) ταξίδευσε στο Παρίσι. 


Στα 1785 ο Μάγιερ μετέφερε όλη την οικογένεια σε ένα μεγαλύτερο σπίτι. Ένα πενταόροφο οίκημα που μοιραζόταν με την οικογένεια Σιφφ (Schiff). Το σπίτι αυτό έγινε γνωστό σαν το οίκημα της Πράσινης Ασπίδας. Οι Ρότσιλντ και οι Σιφφ επρόκειτο να παίξουν κεντρικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, σ΄ αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Ο εγγονός των Σιφφ μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και βοήθησε στην οικονομική υποστήριξη του Μπολσεβικικού πραξικοπήματος (Bolshevik coup d’ etat) του 1917 στην Ρωσσία.


Οι Ρότσιλντ ξεκίνησαν τη συνεργασία τους με τους Ευρωπαίους ευγενείς στο Wilhelmshοhe, το παλάτι ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα ο πρίγκιπας Ουίλλιαμ (Prince William) του Hesse-Cassel ήταν ο πλουσιότερος μονάρχης της Ευρώπης. Στην αρχή οι Ρότσιλντ απλώς βοηθούσαν τον Ουίλλιαμ να κερδοσκοπήσει με πολύτιμα νομίσματα. Όταν ο Ναπολέων οδήγησε τον πρίγκιπα Ουίλλιαμ στην εξορία ο Ουίλλιαμ έστειλε 550.000 λίρες Αγγλίας (ένα τεράστιο ποσό χρημάτων για την εποχή που ισοδυναμεί με εκατοντάδες εκατομμύρια αμερικανικών δολαρίων σήμερα) στον Νάθαν Ρότσιλντ στο Λονδίνο. Με εντολή να αγοραστούν ομόλογα ή μετοχές (consols) της Βρετανικής κυβέρνησης. Όμως ο Ρότσιλντ χρησιμοποίησε τα χρήματα για τους δικούς του σκοπούς. Με τον Ναπολέοντα να λυμαίνεται την Ευρώπη οι πιθανότητες και οι ευκαιρίες για προσοδοφόρες επενδύσεις σε καιρό πολέμου ήταν άπειρες.

Ο Ουίλλιαμ επέστρεψε στο Wilhelmshοhe λίγο πριν την μάχη του Βατερλό στα 1815. Κάλεσε τους Ρότσιλντ να παρουσιαστούν και απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του. Οι Ρότσιλντ επέστρεψαν τα χρήματα του Ουίλλιαμ με επιπλέον τόκο 8%, που θα του είχαν αποδώσει τα Βρετανικά ομόλογα αν πραγματικά είχε γίνει η επένδυση σ΄ αυτά. Έτσι οι Ρότσιλντ καρπώθηκαν τα κολοσσιαία κέρδη πουαπέκτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιώντας τα χρήματα του Ουίλλιαμ, μια επαίσχυντη πρακτική σε κάθε εποχή.
Εφαρμόζοντας κυρίως τέτοιες πρακτικές ο Νάθαν Ρότσιλντ, ήταν δυνατό να περιαυτολογεί, αργότερα, ότι στα δέκα επτά χρόνια που βρισκόταν στην Αγγλία είχε αυξήσει το αρχικό κεφάλαιο των 20.000 λιρών, που του είχε δώσει ο πατέρας του, κατά δυόμισι χιλιάδες φορές φτάνοντάς το στο ύψος των 50.000.000 βρετανικών λιρών. Ένα πραγματικά τεράστιο ποσό χρημάτων που συγκρίνεται σήμερα με αγοραστική δύναμη που έχουν μόνο δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια.



Στα 1817 ο Υπουργός Οικονομικών της Πρωσσίας (director of the Prussian Treasury) έγραψε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Λονδίνο για τον Νάθαν Ρότσιλντ: 

…(είχε) απίστευτη επιρροή πάνω σε όλα τα οικονομικά θέματα στο Λονδίνο. Είναι γενικώς αποδεκτό

ότι κυριολεκτικά καθορίζει τις τιμές συναλλάγματος και την αξία του νομίσματος στο Λονδίνο. Η δύναμή του σαν τραπεζίτης είναι υπερβολική.


Ο γραμματέας του Αυστριακού πρίγκιπα Μέτερνιχ έγραψε για τους Ρότσιλντ στα 1818 ότι:

…είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στην Ευρώπη.


Μέσω της οικογενειακής συνεργασίας και χρησιμοποιώντας ελάχιστα χρηματικά αποθεματικά στις τραπεζικές συναλλαγές τους οι τράπεζες των Ρότσιλντ σύντομα γνώρισαν απίστευτη οικονομική άνθηση. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη και φυσικά ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος της άσωτης αριστοκρατίας της Ευρώπης ήταν καταχρεωμένο στις τράπεζες τους.

Συνεπεία της παρουσίας τους σε πέντε κράτη, σαν τραπεζίτες, οι Ρότσιλντ ήταν αληθινά αυτόνομοι και αποτελούσαν μια οντότητα ανεξάρτητη από τις χώρες στις οποίες λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις τους. Αν η πολιτική κάποιας χώρας τους δυσαρεστούσε ή δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους αυτοί απλώς δεν την πιστοδοτούσαν πια ή χρηματοδοτούσαν εκείνες τις χώρες ή τις ομάδες που ήταν αντίθετες σ΄ αυτή την πολιτική. Μόνο αυτοί γνώριζαν που βρισκόταν ο χρυσός, που τους ανήκε, και τα άλλα αποθεματικά τους. Τοιουτοτρόπως ήταν εξασφαλισμένοι από κυβερνητική δήμευση και τιμωρία,
πίεση ή φορολογία, με αποτέλεσμα κάθε κρατική έρευνα και έλεγχος να είναι άνευ σημασίας. Μόνο αυτοί γνώριζαν την έκταση (ή την ανυπαρξία) των κλασματικών τους αποθεματικών, που βρίσκονταν διασπαρμένα σε πέντε χώρες. Ένα τρομακτικό πλεονέκτημα απέναντι στις καθαρά εθνικές τράπεζες που χρησιμοποιούσαν την τραπεζιτική των κλασματικών αποθεματικών.


Αυτός ακριβώς ο διεθνής τους χαρακτήρας ήταν που έδινε στις τράπεζες των Ρότσιλντ μοναδικές δυνατότητες και προβάδισμα έναντι των εθνικών τραπεζών και κυβερνήσεων και αυτό ακριβώς ήταν που οι κυβερνήτες και τα εθνικά κοινοβούλια θα έπρεπε να έχουν εμποδίσει, αλλά δεν το έκαναν. Αυτή είναι η υπέρτατη κατευθυντήρια οδηγία για τις διεθνείς και πολυεθνικές τράπεζες ακόμα και σήμερα και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης, την πίεση για μια παγκόσμια κυβέρνηση.


Οι Ρότσιλντ χορηγούσαν τεράστια δάνεια για να εγκαθιδρύσουν μονοπώλια σε κάθε είδους βιομηχανίες. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την ικανότητα του οφειλέτη να επιστρέψει το δάνειο μέσω του ελέγχου της αύξησης των τιμών και χωρίς να έχει τον φόβο του τιμολογιακού ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα αύξαναν την οικονομική και πολιτική τους δύναμη. Αυτοί χρηματοδότησαν τον Σέσιλ Ρόουντς (Cecil Rhodes), παρέχοντας του τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα μονοπώλιο που ελέγχει τα κοιτάσματα χρυσού της Νοτίου Αφρικής και τα διαμάντια των ΝτεΜπέερς (DeBeers). Στην Αμερική χρηματοδότησαν την εγκαθίδρυση του μονοπωλίου των σιδηροδρόμων.
# 14
Η Εθνική Τράπεζα του Κλήβελαντ (National City Bank of Cleveland), η οποία θεωρήθηκε κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας στο Κογκρέσο σαν μια από τις τρεις τράπεζες των Ρότσιλντ στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρείχε στον Τζον Ροκφέλλερ (John D. Rockefeller) τις πιστώσεις που χρειαζόταν για την ίδρυση του μονοπωλίου στη διύλιση πετρελαίου, που είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της Στάνταρτ ΄Οιλ (Standard Oil).


Ο Ιακώβ Σιφφ, που είχε γεννηθεί στο οίκημα της Πράσινης Ασπίδας των Ρότσιλντ στη Φρανκφούρτη και ήταν εκείνη την εποχή ο κύριος πράκτορας των Ρότσιλντ στις ΗΠΑ, συμβούλευσε τον Ροκφέλλερ να συνάψει την αχρεία συμφωνία εκπτώσεων, την οποία ο Ροκφέλλερ μυστικά απαιτούσε από τους σιδηροδρόμους όταν μετέφεραν το πετρέλαιο των ανταγωνιστών του. Αυτοί οι ίδιοι σιδηρόδρομοι που μονοπωλούνταν από τον έλεγχο των Ρότσιλντ μέσω πρακτόρων και συμμάχων όπως οι J. P. Morgan and Kuhn και Loeb & Company (στης οποίας το Διοικητικό συμβούλιο βρισκόταν ο Σιφφ) και οι οποίες, μαζί, ήλεγχαν το 95% του δικτύου των γραμμών των ΗΠΑ.
Το 1850 κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Ιακώβ Ρότσιλντ, διάδοχος του Γαλλικού Οίκου του οικογενειακού δένδρου των Ρότσιλντ, είχε περιουσία αξίας 600.000.000 γαλλικών φράγκων. Εκατόν πενήντα εκατομμύρια περισσότερα από όσα είχαν όλοι οι άλλοι τραπεζίτες της Γαλλίας μαζί. Ο Ιακώβ είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, κατόπιν εντολής του Μάγιερ ΄Αμσελ, με αρχικό κεφάλαιο $200.000. Την εποχή του θανάτου του το 1868, πενήντα έξι χρόνια αργότερα, το ετήσιο καθαρό εισόδημα του ανερχόταν σε $40.000.000. Καμμιά περιουσία στην Αμερική εκείνη την εποχή δεν έφθανε το ύψος του ετησίου εισοδήματος του Ιακώβ.


Αναφερόμενος στον Ιακώβ Ρότσιλντ ο ποιητής Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine) έγραψε: 

Το χρήμα είναι ο Θεός της εποχής μας και ο Ρότσιλντ είναι ο προφήτης του 


Ο Ιακώβ κατασκεύασε τη φημισμένη του έπαυλη, που ονομαζόταν Ferrieres, τριάντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Παρισιού. Ο Γουλιέλμος Α΄ (Wilhelm I ) όταν την αντίκρισε αναφώνησε:

Οι βασιλείς δεν μπορούν να ανεχθούν αυτό το κόστος. Μόνο σε ένα Ρότσιλντ μπορεί να ανήκει.


Κάποιος άλλος Γάλλος σχολίασε την οικογένεια με αυτό τον τρόπο:

Υπάρχει μόνο μια δύναμη στην Ευρώπη και αυτή είναι οι Ρότσιλντ.


Δεν υπάρχει καμμία απόδειξη ότι η δεσπόζουσα θέση των Ρότσιλντ στον οικονομικό κόσμο της Ευρώπης έχει αλλάξει. Αντιθέτως, καθώς ο πλούτος τους έχει αυξηθεί, αυτοί απλώς απέκτησαν “το πάθος της ανωνυμίας”. Η τεράστια περιουσία τους σπάνια φέρει το όνομά τους. 


Ο συγγραφέας Φρειδερίκος Μόρτον (Frederic Morton) έγραψε: (οι Ρότσιλντ) έχουν κατακτήσει τον κόσμο ολοκληρωτικά δείχνοντας περισσότερη πανουργία και συνέχεια στο έργο τους απ΄ όση όλοι οι προηγούμενοι Καίσαρες…



Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ας δούμε όμως με πιο τρόπο η τράπεζα της Αγγλίας επηρέασε τη Βρετανική οικονομία και πως, αργότερα, ήταν αυτή που προκάλεσε την Αμερικανική Επανάσταση.

Στα μέσα του 18ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία πλησίαζε στο απόγειο της δύναμής της σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Βρετανία από τότε που δημιουργήθηκε η κεντρική ιδιωτική Τράπεζα της Αγγλίας είχε συμμετάσχει σε τέσσερις πολέμους στην Ευρώπη. Το κόστος παρά ήταν υψηλό. Το Βρετανικό Κοινοβούλιο για να υποστηρίξει οικονομικά αυτούς τους πολέμους αντί να εκδώσει δικό του, ελεύθερο χρέους, νόμισμα δανείσθηκε τεράστια ποσά από την τράπεζα.

Εκείνη την εποχή το χρέος της Βρετανικής κυβέρνησης έφθανε στο υπερβολικό ποσό των 140.000.000 λιρών. Συνεπώς η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ψηφίσει ένα πρόγραμμα αύξησης των δημοσίων εσόδων, μέσω των αμερικανικών αποικιών, ώστε να μπορέσει να πληρώσει τους τόκους, τουλάχιστον, των δανείων στην τράπεζα.

Στην Αμερική επικρατούσε διαφορετική κατάσταση. Η θεομηνία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας δεν είχε φθάσει ακόμα αν και η Τράπεζα της Αγγλίας κατέβαλε προσπάθειες να επιβάλει την ολέθρια  επιρροή της πάνω στις Αμερικανικές αποικίες από το 1694. Τέσσερα χρόνια πριν, στα 1690, η αποικία της Μασαχουσέτης (Massachusetts Bay colony) είχε εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα, το πρώτο στην Αμερική. Την ακολούθησε η αποικία της Νότιας Καρολίνας (South Carolina) το 1703 και λίγο αργότερα οι υπόλοιπες αποικίες.

Στα μέσα του 18ου αιώνα η προεπαναστατική Αμερική εξακολουθούσε να είναι σχετικά φτωχή.

Υπήρχε μια σοβαρή έλλειψη χρυσών και ασημένιων νομισμάτων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εμπόριο και την αγορά αγαθών, ούτως ώστε οι πρώτοι αποικιστές αναγκαστικά οδηγήθηκαν σε πειραματισμούς εκδίδοντας το δικό τους τοπικό χαρτονόμισμα. Μερικές προσπάθειες στέφθηκαν με επιτυχία. Επίσης σε μερικές αποικίες χρησιμοποίησαν, με επιτυχία, τον καπνό ως μέσω συναλλαγής.

Το 1720 κάθε αποικιακός Βασιλικός Κυβερνήτης διετάχθη, συνήθως ανεπιτυχώς, να περιστείλει την έκδοση αποικιακού νομίσματος. Το 1742 ο Βρετανικός Νόμος περί Επανασύνδεσης (British Resumption Act), που απαιτούσε να γίνεται η πληρωμή των φόρων και των άλλων χρεών σε χρυσό, προκάλεσε οικονομική ύφεση στις αποικίες, πολλές ιδιοκτησίες αρπάχθηκαν ή κατασχέθηκαν από τους πλουσίους για το ένα δέκατο της αξίας τους.

Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος υπήρξε από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της έκδοσης αποικιακού νομίσματος. Το 1757 ο Φραγκλίνος στάλθηκε στο Λονδίνο για να υποστηρίξει την ύπαρξη του αποικιακού νομίσματος. Κατέληξε να παραμείνει δέκα οκτώ χρόνια, σχεδόν μέχρι την έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι περισσότερες Αμερικανικές αποικίες αγνόησαν το Κοινοβούλιο και άρχισαν να εκδίδουν δικό τους νόμισμα που ονομάσθηκε “αποικιακό πορτοφόλι” (χαρτονόμισμα ανάγκης – ‘colonial scrip’). Η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία αλλά είχε και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Το αποικιακό νόμισμα προσέφερε ένα αξιόπιστο μέσο συναλλαγής και βοήθησε στη δημιουργία ενός αισθήματος ενότητας ανάμεσα στις αποικίες. Θυμηθείτε ότι τα περισσότερα αποικιακά νομίσματα ήταν απλώς χαρτί αλλά αποτελούσαν, ελεύθερο χρέους, νόμισμα που είχε εκδοθεί για το δημόσιο συμφέρον και δεν υποστηριζόταν από την ύπαρξη αποθεματικών χρυσού και αργύρου. Με άλλα λόγια ήταν “πραγματικό χαρτονόμισμα”.

Οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Αγγλίας ρώτησαν τον Φραγκλίνο πως μπορούσε να ερμηνεύσει την πρόσφατη οικονομική άνθηση των αποικιών. Χωρίς δισταγμό τους απάντησε:

Είναι απλό, στις αποικίες εκδίδουμε το δικό μας νόμισμα που ονομάζεται “αποικιακό πορτοφόλι”.  Εκδίδουμε τη δέουσα αναλογία που απαιτείται από το εμπόριο και τη βιομηχανία ώστε να είναι δυνατή  η άνετη ανταλλαγή των προϊόντων ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή… Μ΄ αυτό τον τρόπο  δημιουργούμε για μας, το δικό μας νόμισμα, ελέγχουμε την αγοραστική του δύναμη και δεν έχουμε να  πληρώσουμε σε κανένα τόκους.

Αυτό ήταν κοινή λογική για τον Φραγκλίνο. Μπορείτε όμως να φαντασθείτε τον αντίκτυπο που προκάλεσε στην Τράπεζα της Αγγλίας; Η Αμερική είχε ανακαλύψει το μυστικό του χρήματος και αυτό το τζίνι έπρεπε να επιστρέψει στο μπουκάλι του το συντομότερο δυνατόν. Αποτέλεσμα ήταν να ψηφίσει το Κοινοβούλιο, επί τροχάδην, το Νόμο περί Νομίσματος (Currency Act) του 1764 που απαγόρευε στους αξιωματούχους των αποικιών να εκδίδουν το δικό τους νόμισμα και τους διέταζε να πληρώσουν  όλους τους μελλοντικούς φόρους με χρυσά ή αργυρά νομίσματα. Υποχρέωνε δηλαδή τις αποικίες να ενταχθούν στο πρότυπο του χρυσού και του αργύρου. Έτσι εγκαινιάσθηκε η πρώτη σφοδρή πράξη του Πρώτου Τραπεζικού Πολέμου στην Αμερική που τελείωσε με ήττα των Αργυραμοιβών. Μια ήττα που προκλήθηκε από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και την επακόλουθη συμφωνία ειρήνης, τη Συνθήκη των Παρισίων του 1783.

Αυτοί που πιστεύουν ότι ένα πρότυπο χρυσού είναι η λύση για τα σύγχρονα νομισματικά προβλήματα της Αμερικής ας δουν τι συνέβη τότε, αμέσως μετά τη ψήφιση του Νόμου περί Νομίσματος του 1764. Ο Φραγκλίνος στην αυτοβιογραφία του σημειώνει: 

Μέσα σε ένα χρόνο βρεθήκαμε στην ανάστροφη κατάσταση, που σήμαινε τον τερματισμό της  οικονομικής άνθησης και την απαρχή μια βαθιάς και ευρείας οικονομικής ύφεσης, που οδήγησε  στρατιές ανέργων στους δρόμους των αποικιών.

Ο Φραγκλίνος είναι σίγουρος ότι αυτή ήταν η κύρια αιτία της Αμερικανικής επανάστασης. Όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του:

Οι Αποικίες ευχαρίστως θα είχαν αποδεχθεί ένα μικρό φόρο στο τσάι και σε άλλα προϊόντα αν η Αγγλία δεν τους είχε απαγορεύσει την έκδοση του χαρτονομίσματός τους που δημιούργησε ανεργία και δυσαρέσκεια.


Το 1774 το Κοινοβούλιο ψήφισε το Νόμο περί Χαρτοσήμου (Stamp Act) που απαιτούσε την τοποθέτηση ενός χαρτοσήμου πάνω σε κάθε αντικείμενο εμπορίου ως βεβαίωση για την πληρωμή του φόρου σε χρυσό, πράγμα που απειλούσε για άλλη μια φορά την ύπαρξη του αποικιακού χαρτονομίσματος. Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες η Επιτροπή Ασφαλείας της Μασαχουσέτης (Massachusetts Committee of Safety) πέρασε ένα ψήφισμα που διέταζε την έκδοση περισσοτέρων


αποικιακών χαρτονομισμάτων και αποδεχόταν τα νομίσματα των άλλων αποικιών. 


Στις 10 και στις 22 Ιουνίου 1775 το Κογκρέσο των Αποικιών με ψήφισμα αποφάσισε την έκδοση $2.000.000 με αντίκρισμα την εμπορική και την πολιτική πίστη των “Ηνωμένων Αποικιών”. Αυτό συνιστούσε μια πράξη περιφρόνησης προς την Αγγλία, μια άρνηση αποδοχής ενός νομισματικού συστήματος που ήταν άδικο για του πολίτες των αποικιών.


Γι αυτό το λόγο τα αντικείμενα της εμπορικής πίστης (bills of credit), δηλαδή τα χαρτονομίσματα, τα οποία οι ιστορικοί από αμάθεια και προκατάληψη τα έχουν υποτιμήσει ως αντικείμενα ριψοκίνδυνης οικονομικής πολιτικής ήταν πραγματικά αιτία και αφορμή για την Επανάσταση. Και ήταν πολύ περισσότερο από αυτό, ήταν η ίδια η Επανάσταση.


- Αλεξάντερ ΝτελΜαρ (Alexander Del Mar), ιστορικός


Την ώρα που ρίχνονταν οι πρώτοι πυροβολισμοί, στο Κόνκορντ και στο Λέξινγκτον της Μασαχουσέτης στις 19 Απριλίου 1775, οι αποικίες είχαν αποστραγγισθεί από χρυσά και αργυρά νομίσματα, εξαιτίας της Βρετανικής φορολογίας, με αποτέλεσμα η ηπειρωτική κυβέρνηση να μην έχει άλλη επιλογή από το να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα για να στηρίξει οικονομικά τον πόλεμο. 


Στην αρχή της επανάστασης το Αμερικανικό αποικιακό απόθεμα χρήματος έφθανε τα $12.000.000. Με το τέλος του πολέμου ήταν κοντά στα $500.000.000. Εν μέρει αυτό οφειλόταν σε μαζική παραχάραξη του από τους Βρετανούς. Είχε όμως αποτέλεσμα ότι το χρήμα ουσιαστικά είχε γίνει άχρηστο. Τα παπούτσια πωλούνταν προς $5.000 το ζευγάρι. Όπως παραπονιόταν Τζώρτζ Ουάσινγκτον:


Μια άμαξα γεμάτη χρήματα μόλις και μετά βίας θα εξαγόραζε μια άμαξα γεμάτη προμήθειες για το στρατό.


Νωρίτερα το σύστημα του αποικιακού νομίσματος είχε επιτυχία γιατί εκδιδόταν μόνο το απαραίτητο για τη διευκόλυνση του εμπορίου και η παραχάραξη ήταν απειροελάχιστη. Σήμερα αυτοί που υποστηρίζουν ένα νόμισμα βασισμένο στο πρότυπο του χρυσού επικεντρώνονται σ΄ αυτή την περίοδο, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, για να αποδείξουν τα κακά του “πραγματικού χαρτονομίσματος”. Αλλά θυμηθείτε ότι το ίδιο νόμισμα είχε δουλέψει πολύ καλά για είκοσι χρόνια, κατά τη διάρκεια της ειρήνης, ώστε η Τράπεζα της Αγγλίας ζήτησε από το Κοινοβούλιο να το κηρύξει παράνομο. Επίσης κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Βρετανοί εσκεμμένα επιχείρησαν να το διαβρώσουν παραχαράσσοντάς το στην Αγγλία και  αποστέλλοντάς το “με το κιλό” στις αποικίες. 


Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗΣ


Προς το τέλος της επανάστασης το ηπειρωτικό Κογκρέσο συνεδρίασε στην Αίθουσα της Ανεξαρτησίας στη Φιλαδέλφεια προσπαθώντας αγωνιωδώς να συγκεντρώσει χρήματα. Το 1781 επέτρεψε στον Ρόμπερτ Μόρρις (Robert Morris), Υπεύθυνο των Οικονομικών, να ιδρύσει μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα με την προοπτική ότι έτσι θα τα κατάφερναν. Παρεμπιπτόντως ο Μόρρις ήταν ένας οικονομικά ευκατάστατος άνθρωπος που είχε γίνει πλούσιος κατά τη διάρκεια της Επανάστασης εμπορευόμενος πολεμικές προμήθειες.


Η νέα τράπεζα, η Τράπεζα της Βορείου Αμερικής (Bank of North America) όπως ονομάσθηκε, σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο της Τράπεζας της Αγγλίας. Της επιτρεπόταν ή καλύτερα δεν της απαγορευόταν να λειτουργεί με ελάχιστα χρηματικά αποθεματικά, δηλαδή να δανείζει χρήματα που δεν είχε και να χρεώνει τόκο γι΄ αυτό. Αν εσείς ή εγώ το κάναμε αυτό θα μας καταδίκαζαν για απάτη, που είναι κακούργημα. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονταν αυτή την πρακτική εκείνη την εποχή και φυσικά κρατήθηκε μυστική από το λαό και τους πολιτικούς, όσο ήταν δυνατό. Πολύ περισσότερο, δόθηκε στην τράπεζα το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, που γίνονταν αποδεκτά και κατά την πληρωμή των φόρων.


Το καταστατικό της τράπεζας προσκαλούσε ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στο αρχικό κεφάλαιο των $400.000. Αλλά όταν ο Μόρρις δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τα χρήματα, ξεδιάντροπα, χρησιμοποίησε την πολιτική του επιρροή για να κατατεθεί χρυσός στην τράπεζα, ο χρυσός που είχε δανείσει η Γαλλία στην Αμερική. Ύστερα δάνεισε αυτά τα χρήματα στον εαυτό του και τους φίλους του για να τα επανεπενδύσουν στις μετοχές της τράπεζας. Ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει.


Σύντομα ο κίνδυνος ήταν ξεκάθαρος. Η αξία του αμερικανικού νομίσματος συνέχισε να πέφτει κατακόρυφα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1785, η σύμβαση με την τράπεζα δεν ανανεώθηκε, εξαφανίζοντας αποτελεσματικά την απειλή από τη δύναμη της τράπεζας. Έτσι ο Δεύτερος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος τελείωσε πολύ γρήγορα με ήττα των Αργυραμοιβών. 

Ο επικεφαλής της επιτυχούς προσπάθειας να κλείσει η τράπεζα ήταν ένας πατριώτης που ονομαζόταν Ουίλλιαμ Φίντλεϋ (William Findley) από την Πενσυλβάνια. Εξήγησε το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: 

Αυτό το ίδρυμα μη έχοντας άλλη προτεραιότητα από την φιλαργυρία δεν θα διαφοροποιηθεί ποτέ από το αντικείμενο του…να μονοπωλήσει όλο τον πλούτο, τη δύναμη και τη επιρροή του κράτους.  Η πλουτοκρατία από τη στιγμή που θα εγκαθιδρυθεί θα διαφθείρει το νομοθετικό σώμα ώστε οι νόμοι να γίνονται προς χάριν της και το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα ευνοεί τους πλούσιους. 


Όμως οι άνθρωποι που κινούσαν τα νήματα στην Τράπεζα της Βορείου Αμερικής – ο Αλεξάντερ Χάμιλτον (Alexander Hamilton), ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο πρόεδρος της τράπεζας Τόμας Γουίλλινγκ (Thomas Willing) – δεν το έβαλαν κάτω. Μόνο έξι χρόνια αργότερα, ο Χάμιλτον, Υπουργός Οικονομικών τότε, και ο μέντοράς του Μόρρις δημιούργησαν μια καινούρια ιδιωτική κεντρική τράπεζα, την Πρώτη Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (First Bank of the United States), μέσω του νέου Κογκρέσου. Ο Τόμας Γουίλλινγκ υπηρέτησε ξανά σαν πρόεδρος της τράπεζας. Οι παίκτες ήταν οι ίδιοι, μόνο το όνομα της; τράπεζας είχε αλλάξει.


ΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Το 1787 οι αρχηγοί των αποικιών συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια για να αντικαταστήσουν και τροποποιήσουν τα προβληματικά άρθρα της Χάρτας της Ένωσης. Όπως προείπαμε ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον (James Madison), αμετάπειστοι και οι δύο, εναντιώνονταν στη δημιουργία μιας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας επειδή είχαν αντιληφθεί τα προβλήματα που δημιούργησε η Τράπεζα της Αγγλίας. Δεν ήθελαν τίποτα από αυτά και όπως το έθεσε αργότερα ο Τζέφερσον:

Αν ο Αμερικανικός λαός επιτρέψει ποτέ στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγχουν την έκδοση του νομίσματός του, πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με τον αποπληθωρισμό, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που θα αναπτυχθούν γύρω από αυτές θα αποστερήσουν τον λαό από την περιουσία του μέχρι που τα παιδιά του θα ξυπνήσουν άστεγα σε μια ήπειρο που κατέκτησαν οι πατεράδες τους. 

Κατά τη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης πάνω στο μελλοντικό νομισματικό σύστημα, άλλος ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γκάβενορ Μόρρις (Gouvenor Morris), ήταν επικεφαλής της επιτροπής που συνέταξε το τελικό σχέδιο του Συντάγματος και γνώριζε πολύ καλά τα κίνητρα των τραπεζιτών.

Μαζί με το παλιό αφεντικό του, τον Ρόμπερτ Μόρρις και των Αλεξάντερ Χάμιλτον, είχαν παρουσιάσει το αρχικό σχέδιο για την τράπεζα της Βορείου Αμερικής στο ηπειρωτικό Κογκρέσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της Επανάστασης.

Σε ένα γράμμα που έγραψε στον Τζέιμς Μάντισον, στις 2 Ιουλίου 1787, αποκάλυπτε τι πραγματικά συνέβαινε.

 Οι πλούσιοι θα παλέψουν για την επικράτηση της κυριαρχίας τους και τον εξανδραποδισμό των υπολοίπων. Έτσι κάνουν πάντα και έτσι θέλουν να γίνεται… Το αποτέλεσμα εδώ θα είναι το ίδιο με αλλού αν δεν τους κρατήσουμε με τη δύναμη της κυβέρνησης στο αρμόζων γι΄ αυτούς πεδίο δράσης. 

Παρά την αποσκίρτηση του Γκάβενορ Μόρρις, από την παράταξη της τράπεζας, ο Χάμιλτον, ο Ρόμπερτ Μόρρις και ο Γουίλλινγκ μαζί με τους Ευρωπαίους υποστηρικτές τους δεν επρόκειτο να υποχωρήσουν. Κατάφεραν να πείσουν το μεγαλύτερο μέρος των αντιπροσώπων στο Συντακτικό Συνέδριο να μην εγκρίνει στο Κογκρέσο τη δυνατότητα να εκδίδει χαρτονόμισμα. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι ακόμα παράπαιαν από τον τεράστιο πληθωρισμό που προκάλεσαν τα χαρτονομίσματα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Είχαν ξεχάσει πόσο καλά είχε δουλέψει το αποικιακό χαρτονόμισμα πριν τον πόλεμο. Αλλά η Τράπεζα της Αγγλίας δεν το είχε ξεχάσει. Οι Αργυραμοιβοί δεν δεχόντουσαν την πιθανότητα

η Αμερική να εκδώσει το δικό της χαρτονόμισμα ξανά. Πολλοί πιστεύουν ότι η Δέκατη Τροποποίηση του Συντάγματος που επιφυλασσόταν εξουσίες στις πολιτείες που δεν αντιπροσωπεύονταν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, έκανε την έκδοση χαρτονομίσματος από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντισυνταγματική, καθώς η εξουσία της έκδοσης χαρτονομίσματος δεν αναφερόταν ρητώς ως δυνατότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα παραμένει σιωπηλό σ΄

αυτό σημείο. Μολαταύτα το Σύνταγμα ρητά απαγορεύει στις Πολιτείες να εκδίδουν χαρτονόμισμα (emit bills of credit).

Οι περισσότεροι από τους συνέδρους προσχεδίασαν της σιωπή του Συντάγματος στο σημείο αυτό για να μη δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση “η απόλυτη εξουσία” της έκδοσης χαρτονομίσματος. Πραγματικά στην εφημερίδα της Συνέλευσης, στο φύλλο της 16ης Αυγούστου, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

Θεωρήθηκε δευτερεύον η απάλειψη των λέξεων “απαγόρευση έκδοσης χαρτονομισμάτων” και η πρόταση πέρασε καταφατικά.

Ο Χάμιλτον και οι τραπεζίτες φίλοι του είδαν αυτή τη σιωπή σαν μια ευκαιρία για να κρατήσουν την κυβέρνηση μακριά από την έκδοση χαρτονομίσματος, την οποία ήλπιζαν ότι θα μονοπωλούσαν οι ίδιοι. Έτσι οι τραπεζίτες και οι αντιπρόσωποι που ήταν εναντίον τους, για διαφορετικά ο καθένας απ΄ την πλευρά του κίνητρα, υποστήριξαν να μείνει το δικαίωμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την έκδοση χαρτονομίσματος έξω από τις ρυθμίσεις του Συντάγματος, με μια πλειοψηφία τέσσερα προς ένα. Αυτή η αμφισβήτηση άνοιξε το δρόμο για τους Αργυραμοιβούς, όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει.

Φυσικά το χαρτονόμισμα δεν αποτελούσε το ίδιο το κύριο πρόβλημα. Η δανειοδότηση με ελάχιστα αποθεματικά ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί πολλαπλασίαζε αρκετές φορές κάθε ποσοστό πληθωρισμού που προκαλούνταν από υπερβολική έκδοση χαρτονομίσματος. Έτσι οι αντιπρόσωποι έμειναν με τη σκέψη ότι η απαγόρευση του χαρτονομίσματος ήταν μια καλή ιδέα. Απαγορεύοντας κάθε είδους χαρτονόμισμα πιθανώς θα περιόριζαν και την τραπεζιτική των ελάχιστων αποθεματικών, που εφαρμοζόταν, καθώς η χρησιμοποίηση επιταγών ήταν αμελητέα και αν είχε τεθεί προς συζήτηση θα είχε απαγορευθεί κι αυτή. Τα τραπεζικά δάνεια που δημιουργούνται με λογιστικές καταχωρήσεις στα βιβλία δεν αναφέρθηκαν και έτσι δεν απαγορεύθηκαν. Θεωρήθηκε έτσι ότι είχε απαγορευθεί η έκδοση χαρτονομίσματος από την ομοσπονδιακή και τις πολιτειακές κυβερνήσεις ενώ δεν εννοείτο το ίδιο για τις τράπεζες. Υφίσταται η διαφωνία ότι αυτή η
εξουσία του ποιος έχει το δικαίωμα της έκδοσης με το να μη απαγορευθεί ρητά στην κυβέρνηση είχε κρατηθεί σαν μελλοντικό δικαίωμα των πολιτών και του λαού (περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων όπως οι τράπεζες).


Αντίθετη άποψη έλεγε ότι οι τραπεζικές εταιρίες ήταν όργανα και παράγοντες των πολιτειών, αφού αυτές αναγνώριζαν τη νομιμότητά τους, και έτσι δεν ενέπιπταν στην απαγόρευση της έκδοσης τραπεζογραμματίων, όπως συνέβαινε για τις ίδιες τις πολιτείες. Αυτή η διαφωνία αγνοήθηκε από τους τραπεζίτες που προχώρησαν στην έκδοση τραπεζογραμματίων έναντι ελάχιστων αποθεματικών και έχασε κάθε υπόσταση όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να ιδρύσει μια τράπεζα η οποία θα μπορεί να εκδίδει χρήματα. Τελικά μόνο
στις Πολιτείες απαγορεύθηκε η έκδοση χαρτονομίσματος και δεν επιβλήθηκε αυτή η απαγόρευση όχι μόνο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις σε ολόκληρες τις ΗΠΑ).


Ένα άλλο λάθος που δεν γίνεται συχνά αντιληπτό έχει σχέση με τη εξουσία που δόθηκε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση “να κόβει νόμισμα” και “να καθορίζει την αξία του από εκεί και ύστερα”. Ο καθορισμός της αξίας του νομίσματος (δηλαδή η αγοραστική του δύναμη ή η αξία του σε σχέση με άλλα πράγματα) δεν σχετίζεται με την ποιότητα ή το περιεχόμενο του (π.χ. τόσα γραμμάρια χρυσός και τόσα χαλκός κλπ) αλλά με την ποσότητα, το απόθεμα του χρήματος. Είναι η ποσότητα αυτή που προσδιορίζει την αξία και ποτέ το Κογκρέσο δεν έχει νομοθετήσει για τον καθορισμό συγκεκριμένης
ποσότητας χρήματος στις ΗΠΑ.


Ο νομοθετικός καθορισμός μιας συγκεκριμένης ποσότητας χρήματος (συμπεριλαμβανομένων νομισμάτων, επιταγών και τραπεζικών αποθεματικών) σημαίνει στην πράξη τον προσδιορισμό της αξίας κάθε δολαρίου (αγοραστική δύναμη). Νομοθετική πράξη που ορίζει το ποσοστό της αύξησης του χρηματικού αποθέματος συνεπάγεται τον καθορισμό της μελλοντικής αξίας του. Το Κογκρέσο δεν έχει αποφασίσει για τίποτα από τα δύο αν και έχει ξεκάθαρα το συνταγματικό δικαίωμα να το κάνει. Έχει εγκαταλείψει αυτή την εξουσία στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και τις 10.000 και πλέον τράπεζες που δημιουργούν το χρηματικό μας αποθεματικό.



Η ΠΡΩΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΗΠΑ


Το 1790, μόλις τρία χρόνια μετά την ψήφιση του Συντάγματος, οι Αργυραμοιβοί ξανακτύπησαν. Ο νεόκοπος υπουργός Οικονομικών Αλεξάντερ Χάμιλτον έκανε μια πρόταση νόμου στο Κογκρέσο για τη δημιουργία μιας νέας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας. 


Συμπτωματικά ήταν η χρονιά που ο Μάγιερ Ρότσιλντ έκανε την ακόλουθη επίσημη δήλωση από την ναυαρχίδα τράπεζα του στην Φρανκφούρτη. Αφήστε να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα του κράτους και δεν έχω κανένα σεκλέτι για το ποιος φτιάχνει τους νόμους. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον ήταν ένα όργανο των διεθνών τραπεζιτών. Ήθελε να δημιουργήσει κι άλλη ιδιωτική κεντρική τράπεζα, την Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (Bank of the United States), και το έκανε. Έπεισε τον Ουάσινγκτον (Washington) να συνυπογράψει το νόμο παρά τις επιφυλάξεις του και την αντίθεση και τις αντιρρήσεις των Τζέφερσον και Μάντισον.


Για να υπερνικήσει τις αντιρρήσεις του Ουάσινγκτον ο Χάμιλτον ανέπτυξε το επιχείρημα των “συνεπαγομένων εξουσιών” που από τότε χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να καταπατείται το Σύνταγμα. Ο Τζέφερσον πολύ σωστά προέβλεψε τα φρικτά επακόλουθα του ανοίγματος ενός τέτοιου κουτιού της Πανδώρας που θα επέτρεπε στους δικαστές να “συνεπάγουν” οτιδήποτε τους αρέσει. 

Είναι ενδιαφέρον ότι μια από τις πρώτες δουλειές του Χάμιλτον, όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, το 1782, ήταν υπασπιστής του Ρόμπερτ Μόρρις, του Προέδρου της Τραπέζης της Βορείου Αμερικής. Ένα χρόνο πριν ο Χάμιλτον είχε γράψει ένα γράμμα στον Μόρρις: 

Ένα εθνικό χρέος, αν δεν είναι υπερβολικό, θα είναι για μας εθνική ευλογία.

“Ευλογία” για ποιόν;

Μετά από ένα χρόνο σφοδρών συζητήσεων, στα 1791, το Κογκρέσο ψήφισε τον τραπεζικό νόμο του Χάμιλτον και όρισε τη διάρκεια της σύμβασης σε 20 χρόνια. Η νέα τράπεζα θα ονομαζόταν Πρώτη Τράπεζα των ΗΠΑ. Με αυτό τον τρόπο άρχισε ο Τρίτος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος. Η Πρώτη Τράπεζα των ΗΠΑ είχε την έδρα της στη Φιλαδέλφεια. Της δόθηκε η εξουσία της έκδοσης χρήματος και του δανεισμού με ελάχιστα αποθεματικά. Το 80% των μετοχών της θα συγκεντρωνόταν από ιδιωτικές τοποθετήσεις. Το υπόλοιπο 20% θα αγοραζόταν από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ με την λογική ότι η κυβέρνηση δεν θα συμμετείχε στη διοίκηση, απλώς θα παρείχε το αρχικό κεφάλαιο για το υπόλοιπο 80% των ιδιοκτητών.

Όπως συνέβη με την Τράπεζα της Βορείου Αμερικής, και την Τράπεζα της Αγγλίας πριν από αυτή, οι Μέτοχοι ποτέ δεν κατέβαλαν ολόκληρο το ποσό για την απόκτηση των μεριδίων τους. Η Αμερικανική Κυβέρνηση κατέθεσε το μερίδιο της, που ήταν $2.000.000, σε μετρητά. Κατόπιν η τράπεζα, μέσω του παλιού μαγικού τρόπου του δανεισμού έναντι ελαχίστων αποθεματικών, χορήγησε δάνεια στους καταστατικούς της επενδυτές ούτως ώστε αυτοί να συγκεντρώσουν τα υπόλοιπα $8.000.000 που χρειάζονταν γι αυτή την, χωρίς κίνδυνο, επένδυση.
ο στις τράπεζες αλλά ούτε καν στους δήμους και τις κοινότητες (όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης του 1929 σε τετρακόσιες πόλεις.

Όπως συνέβη με την Τράπεζα της Αγγλίας το όνομα της τράπεζας, Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, επιλέχθηκε σκοπίμως ώστε να αποκρυφτεί το γεγονός ότι ήταν ιδιωτικά ελεγχόμενη. Όπως και στην περίπτωση της Τράπεζας της Αγγλίας τα ονόματα των επενδυτών δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ. 

Η τράπεζα παρουσιάσθηκε στο Κογκρέσο ως παράγοντας εξασφάλισης σταθερότητας στο τραπεζικό σύστημα και εξάλειψης του πληθωρισμού. Δείτε τι επακολούθησε. Στα πέντε πρώτα χρόνια λειτουργίας της η Αμερικανική Κυβέρνηση δανείσθηκε $8.200.000 και ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 72%.

Ο Τζέφερσον, Υπουργός Εσωτερικών, τότε παρακολουθούσε το δανεισμό με δυσφορία και απογοήτευση, ανίκανος να τον εμποδίσει: 

Θα ήθελα να υπήρχε η δυνατότητα να κάνω μια μοναδική τροποποίηση στο Σύνταγμα για να αρθεί  η ικανότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να δανείζεται.

Ο Πρόεδρος ΄Ανταμς κατηγόρησε την έκδοση ιδιωτικών τραπεζογραμματίων σαν απάτη ενάντια στο λαό. Υποστηρίχθηκε σ΄ αυτή την άποψή του από όλους τους συντηρητικούς της εποχής του. Γιατί να συνεχίζουμε να εξαντλούμεθα από τις ιδιωτικές τράπεζες, που έχουν κυβερνητικά προνόμια, για το τίποτα .

Εκατομμύρια Αμερικανοί αισθάνονται το ίδιο σήμερα. Παρακολουθούν με φοβερή απογοήτευση και ο Αμερικανός φορολογούμενος βυθίζεται στη λήθη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση που δανείζεται από τις ιδιωτικές τράπεζες και τους πλούσιους τα χρήματα που η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα και το καθήκον να εκδίδει η ίδια, χωρίς χρέος.

Αν και ονομαζόταν, λοιπόν, η Πρώτη Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια για μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα στις ΗΠΑ. Όπως συνέβη και σ΄ αυτές που προηγήθηκαν, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Τράπεζα της Βορείου Αμερικής, η κυβέρνηση προσέφερε τα απαραίτητα μετρητά για ξεκινήσουν τη λειτουργία τους και κατόπιν οι τραπεζίτες δάνεισαν τα χρήματα αυτά ο ένας στον άλλο για να αγοράσουν τις υπόλοιπες μετοχές των τραπεζών.

Ήταν μια κατεργαριά απλή και εύκολη και δεν ήταν δυνατό να ξεφεύγουν με αυτό τον τρόπο για καιρό.

Η ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ας ταξιδέψουμε πίσω στην Ευρώπη για να δούμε πως ένας άνθρωπος ήταν δυνατό να διαχειριστεί επιδέξια ολόκληρη τη Βρετανική οικονομία καθώς εξασφάλισε πρώτος τα νέα της τελικής ήττας του Ναπολέοντα.

Στο Παρίσι, το 1800, η Τράπεζα της Γαλλίας οργανώθηκε κατά τα πρότυπα της Τράπεζας της Αγγλίας. Αλλά ο  Ναπολέων αποφάσισε ότι η Γαλλία έπρεπε να απελευθερωθεί από το χρέος. Δεν εμπιστεύθηκε την Τράπεζα της Γαλλίας ακόμα και όταν τοποθέτησε μερικούς από τους συγγενείς του στο διοικητικό της συμβούλιο.

Ο Ναπολέων διακήρυττε ότι όταν μια κυβέρνηση εξαρτάται από τα χρήματα των τραπεζιτών βρίσκεται υπό έλεγχο ακόμα και όταν οι επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ανεξάρτητοι:

Το χέρι που δίνει είναι πάντα πάνω από το χέρι που δέχεται. Το χρήμα δεν έχει πατρίδα, οι κεφαλαιούχοι δεν είναι πατριώτες και δεν έχουν καμμία αρετή, ο μοναδικός τους αντικειμενικός σκοπός  είναι το κέρδος.

Διέβλεψε ορθά τους κινδύνους αλλά δεν πήρε τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης που θα έδιναν τη λύση.

Στην Αμερική τότε κατέφθανε ανέλπιστη βοήθεια. Το 1800 ο Τόμας Τζέφερσον νίκησε με μικρή διαφορά τον Τζον ΄Ανταμς και έγινε ο τρίτος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1803 ο Τζέφερσον και ο Ναπολέων εσύναψαν μια συμφωνία. Οι ΗΠΑ θα έδιναν στον Ναπολέοντα $3.000.000 σε χρυσό παίρνοντας σαν αντάλλαγμα μια τεράστια εδαφική έκταση δυτικά του ποταμού Μισισιπή, επρόκειτο για την Εξαγορά της Λουϊζιάνας.


Με αυτά τα τρία εκατομμύρια δολάρια σε χρυσό, σύντομα, προετοίμασε έναν ολόκληρο στρατό και ξεκίνησε την κατάκτηση της Ευρώπης. Αλλά η Αγγλία και η Τράπεζα της Αγγλίας ανασυντάχθηκαν γρήγορα και κατόρθωσαν να του αντιταχθούν. Χρηματοδότησαν κάθε κράτος στο δρόμο του θερίζοντας τα κολοσσιαία κέρδη του πολέμου. Η Πρωσσία, η Αυστρία και τελικά η Ρωσσία υπερχρεώθηκαν σε μια μάταιη προσπάθεια να τον σταματήσουν. 


Τρία χρόνια αργότερα, όταν το κύριο σώμα του Γαλλικού στρατού βρισκόταν στη Ρωσσία, ο τριαντάχρονος Νάθαν Ρότσιλντ, επικεφαλής του παραρτήματος του Λονδίνου της οικογένειας Ρότσιλντ, ανέλαβε προσωπικά την πραγματοποίηση ενός ριψοκίνδυνου σχεδίου. Να περάσει λαθραία μέσα από τη Γαλλία ένα φορτίο χρυσού απαραίτητο για την χρηματοδότηση μιας επίθεσης από την πλευρά της Ισπανίας, επικεφαλής της επίθεσης ήταν ο Δούκας του Ουέλινγκτον (Duke of Wellington).


Ο Νάθαν αργότερα υπερηφανευόταν, σε ένα δείπνο στο Λονδίνο, ότι ήταν η καλύτερη επιχείρηση που έκανε ποτέ. Κέρδιζε χρήματα σε κάθε βήμα της αποστολής. Δεν φανταζόταν ότι θα έφτιαχνε πολύ περισσότερο κερδοφόρες επιχειρήσεις στο κοντινό μέλλον.

Οι επιθέσεις του Ουέλινγκτον από το νότο, και άλλες ήττες, τελικά ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να παραιτηθεί. Ο Λουδοβίκος 18ος στέφθηκε βασιλιάς και ο Ναπολέων εξορίστηκε, θεωρητικά για πάντα, στο Έλβα, ένα μικροσκοπικό νησί κοντά τις ακτές της Ιταλίας. 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1812

Ενώ ο Ναπολέων βρισκόταν στην εξορία, προσωρινά ηττημένος από την Αγγλία με την οικονομική υποστήριξη των Ρότσιλντ, η Αμερική προσπαθούσε να απελευθερωθεί από την κεντρική της τράπεζα. Το 1811 μια πρόταση νόμου κατατέθηκε στο Κογκρέσο για την ανανέωση της σύμβασης της Τράπεζας των ΗΠΑ. Η δημόσια συζήτηση προέκυψε “καυτή” και τα μέλη του νομοθετικού σώματος από την Πενσυλβάνια και τη Βιρτζίνια κατέθεσαν ψηφίσματα που απαιτούσαν από το Κογκρέσο να “σκοτώσει” την Τράπεζα.

Σύσσωμος ο τύπος της εποχής επιτέθηκε ανοικτά στη τράπεζα αποκαλώντας τη: μια μεγάλη απάτη, αρπακτικό όρνεο, οχιά και κόμπρα. Μακάρι να είχαμε ξανά ανεξάρτητο τύπο στην Αμερική! 

Ένα μέλος του Κογκρέσου, ονόματι Ρ. Β. Πόρτερ (P. B. Porter), επιτέθηκε στην τράπεζα από το βήμα του Κογκρέσου, προειδοποιώντας προφητικά ότι αν ανανεωνόταν η σύμβαση της τράπεζας το Κογκρέσο “θα είχε τοποθετήσει στο στήθος του Συντάγματος μια οχιά που κάποια μέρα θα δάγκωνε στην καρδιά τις ελευθερίες αυτής της χώρας”.

Το μέλλον φαινόταν δυσοίωνο για την τράπεζα. Κάποιοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Νάθαν Ρότσιλντ προειδοποίησε τις ΗΠΑ ότι θα βρεθούν μπλεγμένες στον πιο καταστροφικό πόλεμο αν δεν ανανεωνόταν η σύμβαση της τράπεζας. Αλλά αυτή η δήλωση δεν ήταν αρκετή. Όταν καθάρισε η ατμόσφαιρα η πρόταση νόμου για την ανανέωση της σύμβασης έχασε για μια μόλις ψήφο στη Βουλή και βρέθηκε σε αδιέξοδο στη Γερουσία (ισοπαλία).

Τέταρτος πρόεδρος της Αμερικής ήταν ο Τζέιμς Μάντισον και βρισκόταν στη θέση του στο Λευκό Οίκο. Θυμηθείτε ότι ο Μάντισον ήταν ένας “αφοσιωμένος” αντίπαλος της τράπεζας. Ο Αντιπρόεδρός του Τζώρτζ Κλίντον (George Clinton) έσπασε την ισοπαλία στη Γερουσία και έστειλε την Πρώτη Τράπεζα των ΗΠΑ – τη δεύτερη ιδιωτική κεντρική Τράπεζα με έδρα την Αμερική – στη λήθη. Έτσι και ο Τρίτος Αμερικανικός Τραπεζικός Πόλεμος, που διήρκεσε είκοσι χρόνια, τελείωσε με ήττα των Αργυραμοιβών.

Μέσα σε πέντε μήνες, όπως είχε προαναγγείλει ο Ρότσιλντ, η Αγγλία επιτέθηκε στις ΗΠΑ και άρχισε ο Πόλεμος του 1812. Αλλά οι Βρετανοί ήταν απασχολημένοι ακόμα πολεμώντας τον Ναπολέοντα και ο πόλεμος τελείωσε κατόπιν συμφωνίας σε ισοπαλία το 1814.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου το Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών “έκοψε” κάποιο ποσό χρημάτων, χωρίς υποχρέωση τόκου, για να υποστηρίξει οικονομικά την πολεμική προσπάθεια. Μια πράξη που δεν επαναλήφθηκε μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Αν και οι Αργυραμοιβοί βρέθηκαν πρόσκαιρα στο καναβάτσο κάθε άλλο παρά είχαν ηττηθεί. Τους πήρε μόλις δύο χρόνια για να εμφανίσουν μια τέταρτη ιδιωτική κεντρική τράπεζα και αυτή ήταν μεγαλύτερη και ισχυρότερη από πριν.


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΟ ΤΟ 1815

Ας επιστρέψουμε όμως για λίγο στον Ναπολέοντα. Αυτό το επεισόδιο εύστοχα περιγράφει την πανουργία που χρησιμοποίησαν οι Ρότσιλντ για κατακτήσουν το Βρετανικό Χρηματιστήριο μετά το Βατερλό.

Το 1815, ένα χρόνο μετά το τέλος του Πολέμου του 1812, ο Ναπολέων απέδρασε από την εξορία του και επέστρεψε στο Παρίσι. Γαλλικά στρατεύματα εστάλησαν να τον συλλάβουν αλλά είχε τέτοιο χάρισμα που οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν γύρω από τον παλιό τους αρχηγό και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα για άλλη μια φορά. Ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι σαν ήρωας. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος έφυγε τρέχοντας στην εξορία και ο Ναπολέων ξανακάθισε στο Γαλλικό Θρόνο. Αυτή τη φορά χωρίς να ριχθεί ούτε ένας πυροβολισμός.

Το Μάρτιο του 1815 ο Ναπολέων εξόπλισε ένα στράτευμα το οποίο ο Δούκας του Ουέλινγκτον νίκησε τρεις μήνες αργότερα στο Βατερλό. Ο Ναπολέων δανείσθηκε πέντε εκατομμύρια λίρες από την τράπεζα ΄Οβαρντ (Ouvard banking house) του Παρισιού για μπορέσει να επανεξοπλισθεί. Δεν ήταν λοιπόν ασυνήθιστο, από τούδε και στο εξής, για μια ιδιωτική κεντρική τράπεζα να υποστηρίζει οικονομικά και τις δύο πλευρές στον πόλεμο.

Γιατί όμως μια κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτεί και τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές σε ένα πόλεμο;
Επειδή ο πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός οικονομικών χρεών. Ένα κράτος θα δανεισθεί οποιοδήποτε ποσό για να νικήσει. Ο τελικός ηττημένος θα δανεισθεί αρκετά για να διατηρήσει την κούφια ελπίδα της νίκης και ο τελικός νικητής όσα χρειάζεται για να νικήσει. Άλλωστε τέτοια δάνεια συνήθως στηρίζονται σε φοβερούς όρους, στην εγγύηση του νικητή ότι ο ηττημένος θα αναλάβει την πληρωμή των χρεών του. Μόνο οι τραπεζίτες δεν πρόκειται να χάσουν.
Το πεδίο της μάχης του Βατερλό βρίσκεται τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Παρισιού, στο σημερινό κράτος του Βελγίου. Εκεί ο Ναπολέων δέχθηκε την τελική του ήττα αφού χιλιάδες Γάλλοι και Άγγλοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα του υγρού καλοκαιριού, τον Ιούνιο του 1815.


Τότε, στις 18 Ιουνίου, 74.000 Γάλλοι στρατιώτες συγκρούσθηκαν με 67.000 από τη Βρετανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη. Και αν ο Ναπολέων είχε επιτεθεί λίγες ώρες νωρίτερα πιθανώς θα είχε κατακτήσει τη νίκη.
Άνευ σημασίας όμως. Στο Λονδίνο ο Νάθαν Ρότσιλντ σχεδίαζε πως θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο της Βρετανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Ο Ρότσιλντ τοποθέτησε ένα έμπιστο πράκτορα, που ονομαζόταν Ρόθγουορθ (Rothworth), στη βόρεια πλευρά του πεδίου της μάχης, κοντά στη θάλασσα της Μάγχης. Αφού οριστικοποιήθηκε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο Ρόθγουρθ αναχώρησε για την Αγγλία. Μετέφερε τα νέα στον Νάθαν Ρότσιλντ 24 ώρες πριν από τον αγγελιοφόρο του Ουέλινγκτον.


Ο Ρότσιλντ κατευθύνθηκε βιαστικά στο χρηματιστήριο και πήρε τη συνηθισμένη θέση του μπροστά από την αρχαία κολώνα. Όλα τα μάτια βρίσκονταν επάνω του. Όλοι γνώριζαν το θρυλικό δίκτυο επικοινωνιών των Ρότσιλντ. Αν ο Ουέλινγκτον είχε ηττηθεί και ο Ναπολέων ήταν ξανά ο απόλυτος κυρίαρχος της Ευρώπης η οικονομική κατάσταση της Βρετανίας θα είχε “μαύρα χάλια”. Ο Ρότσιλντ φαινόταν μελαγχολικός. Στεκόταν ακίνητος και κατσούφης. Τότε αναπάντεχα άρχισε να πουλάει.
Κάποιοι νευρικοί επενδυτές είδαν ότι ο Ρότσιλντ πουλούσε και πίστεψαν ότι αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Ο Ναπολέων έπρεπε να ήταν ο νικητής και ο Ουέλινγκτον να είχε ηττηθεί.
Η χρηματαγορά κατρακύλησε. Σύντομα όλοι πουλούσαν τα ομόλογα της Βρετανικής κυβέρνησης και όποιες άλλες μετοχές είχαν. Φυσικά οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα. Και τότε ο Ρότσιλντ και οι οικονομικοί του σύμμαχοι άρχισαν να αγοράζουν μυστικά μέσω αντιπροσώπων.


Παραμύθια και τούμπανα θα μου πείτε; Εκατό χρόνια αργότερα οι Τάιμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν μια ιστορία που αναφερόταν στον εγγονό του Νάθαν Ρότσιλντ ο οποίος είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει μιας δικαστική απόφαση απαγόρευσης ενός βιβλίου γι’ αυτή την ιστορία.


Η οικογένεια Ρότσιλντ αμφισβητούσε την πραγματικότητα της ιστορίας και θεωρούσε το βιβλίο λιβελογράφημα. Αλλά το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των Ρότσιλντ και τους καταδίκασε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας είναι μερικοί συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι μια μέρα μετά τη μάχη του Βατερλό και μέσα σε λίγες ώρες ο Νάθαν Ρότσιλντ και τα φίλα προσκείμενά του οικονομικά συμφέροντα εξουσίαζαν όχι μόνο το χρηματιστήριο αλλά και την ίδια την τράπεζα της Αγγλίας. Μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα που είχε μια κατηγορία ομολόγων της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ότι ήταν μετατρέψιμα σε μετοχές της Τράπεζας της Αγγλίας.
Οι επιγαμίες με τους Μοντεφιόρε, τους Κοέν και τους Γκόλντσμιθ (Montefiores, Cohens, Goldsmiths), τραπεζικές οικογένειες που ιδρύθηκαν στην Αγγλία έναν αιώνα πριν τους Ρότσιλντ, εμπλούτισαν τον οικονομικό έλεγχο που ασκούσε ο Ρότσιλντ. Αυτός ο έλεγχος εδραιώθηκε ολοκληρωτικά ύστερα από το Νόμο του Πήλ για τις Τράπεζες το 1844 (Peel’s Bank Charter Act of 1844).


Αν όντως ή όχι η οικογένεια Ρότσιλντ απέκτησε μαζί με τους οικονομικούς της συμμάχους τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της Τράπεζας της Αγγλίας (της πρώτης και πλουσιότερης ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας σε ένα μεγάλο Ευρωπαϊκό κράτος) με αυτό τον τρόπο ένα πράγμα είναι σίγουρο: στα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρότσιλντ ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στον κόσμο. Επίσης εξουσίαζαν μια πλειάδα μικρότερων σε δύναμη οικογενειών όπως οι Βάρμπουργκ και οι Σιφφ (Warburgs, Schiffs) που συνέδεσαν τον υπερμεγέθη πλούτο τους σ΄ αυτόν των Ρότσιλντ.
Πραγματικά το υπόλοιπο του 19ου αιώνα είναι γνωστό σαν “η εποχή των Ρότσιλντ”. Ένας συγγραφέας, ο Ιγνάτιος Μπάλλα (Ignatius Balla), υπολόγισε το 1913 την ατομική τους περιουσία σε πάνω από δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Καταλάβετέ το!η αγοραστική δύναμη του δολαρίου της εποχής ήταν πάνω από 1000% της σημερινής. Παρά τον υπερβολικό πλούτο η οικογένεια γενικά καλλιέργησε μια διακριτική ατμόσφαιρα αφάνειας και ανωνυμίας. Αν και η οικογένεια ελέγχει χιλιάδες τράπεζες, βιομηχανικές, εμπορικές, μεταλλευτικές και τουριστικές επιχειρήσεις, μόνο μια χούφτα μέλη της φέρουν το όνομα Ρότσιλντ. Με το τέλος του 19ου αιώνα ένας ειδικός υπολόγισε ότι η οικογένεια
Ρότσιλντ είχε υπό τον έλεγχο της τον μισό πλούτο του πλανήτη.

Ανεξάρτητα με την έκταση της τεράστιας περιουσίας τους είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής τους στον παγκόσμιο πλούτο έχει αυξηθεί δραματικά από τότε καθώς η δύναμη γεννά την όρεξη για περισσότερη δύναμη. Αλλά από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ρότσιλντ έχουν προσεκτικά καλλιεργήσει την αντίληψη ότι η δύναμη τους κατά κάποιο τρόπο φθίνει έστω και αν ο πλούτος τους, όπως και αυτός των οικονομικών συμμάχων τους, αυξάνει όπως και ο έλεγχος που ασκούν στις τράπεζες, στις καταχρεωμένες επιχειρήσεις, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τα κράτη. Παντού, έχοντας διαμέσους πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και διαπλεκομένα διευθυντήρια που συγκαλύπτουν τον πραγματικό τους ρόλο.



Το μέρος 1 εδώ 


ΠΗΓΗ

Σχετικά με τον Συγγραφέα:Ο Patrick S. J. Carmack, BBA, JD είναι δικηγόρος με ειδικότητα το επιχειρησιακό δίκαιο και είναι πρώην Δικαστής του Διοικητικού Δικαίου της Επιτροπής για τις Επιχειρήσεις της Πολιτείας της Οκλαχόμα καθώς και μέλος του δικηγορικού σώματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.
Συμμετείχε στην έκδοση του βίντεο “The Money Masters: How International Bankers Gained Control of America”.

Σημείωση του εκδότη:

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε κατόπιν αδείας και προέρχεται από το βιβλίο και το video, που εκδόθηκε και αναθεωρήθηκε το 1998, THE MONEY MASTERS: How International Bankers Gained Control of America. Δημιουργήθηκε από τον Patrick J. Carmack για την Royalty Production Company, Piedmont, Οklahoma, USA, copyright 1998. Τη βιβλιογραφία που συνοδεύει αυτό το άρθρο θα τη βρείτε στην ιστοσελίδα http://www.themoneymasters.com. Το βιβλίο και το βίντεο μπορείτε να τα

προμηθευτείτε από την: Royalty Production Company, 5149 Picket Drive, Colorado Springs, CO 80907, USA, τηλ. (719) 520 7264, fax (719) 599 4587, και από την PO Box 4005, Joplin, MO 648034005, USA, fax (417) 6260403 και κοστίζουν 14,95$ το βιβλίο και 44,95$ το video πλέον έξοδα συσκευασίας και αποστολής. Επισκεφθείτε τη διεύθυνση στο διαδίκτυο

 themoneymasters.com 

πηγή



φωτογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου