Σελίδες

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Πώς να επιλύσετε τις διαφορές σας με την εφορία -Υποδείγματα Ενδικοφανούς Προσφυγής

 [Υποδείγματα δωρεάν προσφυγής κατά του εκκαθαριστικού της εφορίας]

Λέει η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων: 

Εφεξής η επίλυση φορολογικών διαφορών γίνεται με άσκηση ενδικοφανούς  προσφυγής ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία ασκεί, μεταξύ άλλων, τις κατωτέρω αρμοδιότητες:


α) Την επανεξέταση των πράξεων της φορολογικής διοίκησης στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, κατόπιν υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής.
 β) Την εξέταση αιτημάτων αναστολής της καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης.



- Σε ποιες περιπτώσεις μπορώ να υποβάλω ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης;


Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί ρητές πράξεις που εκδίδονται σε βάρος του από τη φορολογική αρχή από 1/8/2013 και εφεξής, πριν από την προσφυγή του στη Διοικητική Δικαιοσύνη, οφείλει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με αίτημα επανεξέτασης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.


Από 1η Ιανουαρίου 2014 η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης θα λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας), οπότε θα κρίνει και τις σιωπηρές αρνήσεις των οργάνων της φορολογικής αρχής. Σημειώνεται ότι
για την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης δεν απαιτείται παράβολο.

- Μπορώ να υποβάλω άλλου είδους διοικητική προσφυγή κατά των πράξεων που προσβάλλονται με την ενδικοφανή προσφυγή;


Όχι. Η άσκηση οποιασδήποτε άλλης διοικητικής προσφυγής κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.


- Μπορώ να ασκήσω προσφυγή απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των πράξεων που υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή;


Όχι. Η άσκηση προσφυγής απευθείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών είναι απαράδεκτη.


- Μέσα σε ποια προθεσμία μπορώ να ασκήσω ενδικοφανή προσφυγή;


Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 


Περισσότερα εδώ

Ο σχετικός νόμος: 


ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4174 - Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις.


(ΦΕΚ Α’ 170/26-07-2013)


Αρθρο 63. Ειδική Διοικητική Διαδικασία -Ενδικοφανής προσφυγή

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ :

1) Το υπόδειγμα ενδικοφανούς προσφυγής της Πανελλήνιας Ένωσης Δικηγόρων κατά του εκκαθαριστικού 2014 και των μεθ αυτού επιβαλλομένων φόρων & τελών

Τo κειμενο της προσφυγης αποτελει προιον συλλογικης προσπαθειας με γνωμονα αφενος μεν να ενσωματωθουν σε αυτη κατα το δυνατον ολοι οι ισχυρισμοι και τα προσβαλλομενα φορολογικα βαρη και αφετερου να καταδειχθει η εμφανης ανισοροπια και αντιθεση στο Συνταγμα της δραματικης εισοδηματικης απομειωσης του φορολογουμενου που δεν εχει επαρκες εισοδημα συντηρησης. Στην ουσια προκειται για μια προσπαθεια διασφαλισης ενος ελαχιστου αφορολογητου οριου αξιοπρεπειας για μια ευρεια ομαδα εργαζομενων και φορολογουμενων.


ΠΕΔ – ΟΔΗΓΙΕΣ & ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦYΓΗΣ 2014 ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ
Διαβάστε το κάτωθι

Προσαρμόστε την προσφυγή σε εσάς. Δηλαδή πχ αν εχετε μέσο εισόδημα και όχι μηδενικό συμφωνα με την παρούσα προσφυγή, αντιστοίχως αφαιρέστε τις προτάσεις που κάνουν λόγο για μηδενικό και βάλτε το εισόδημά σας. Επίσης αν δεν υπαγεστε σε τεκμαρτό συστημα φορολόγησης λόγω της προσωπικής σας φορολογικής κατάστασης, επίσης αφαιρέστε τα σημεία που στρεφονται κατά του τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης

Συμφωνα με το άρθρο 64 (βλεπ. Κατωθι) εχετε 30 μέρες προθεσμία να προσφύγετε από την στιγμή που εκτπώσετε το εκκαθαριστικό σας. Η κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής γίνεται στην οικεία ΔΟΥ σας. Το πιο πιθανό ειναι στις 60 μέρες από την κατάθεση να μην σας απαντήσουν οπότε προσοχή τότε θα πρέπει να προσφυγετε στα διοικητικά δικαστήρια. Είναι το ίδιο δικόγραφο, το οποίο ομως εχει τη μορφή Ενώπιον του Διοικητικού δικαστηρίου κλπ. Τέτοιο δικόγραφο θα δημοσιευθεί εν καιρό για την διευκόλυνσή σας. Μετά την πάροδο των 60 ημερών από την κατάθεση της προσφυγής στην ΔΟΥ, ειτε λάβετε απορριπτική απόφαση είτε δεν λάβετε τίποτα (το οποίο ισοδυναμεί με απορριπτική) εχετε ένα μήνα προθεσμία να προσφύγετε στα διοικητικά δικαστήρια. Επισημαίνουμε οτι εαν κριθεί αναγκαίο, τα κείμενα των δικογράφων θα εμπλουτισθούν και δημοσιευθούν από εμάς εντός διμήνου, προκειμένου να προσφύγετε στα διοικητικά δικαστήρια.

Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης140, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.


2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.


3. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).141


4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την έκδοση της απόφασής της, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων142 λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.


5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής143. Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.


6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού. Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης144.


7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.


8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.


9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεών της.




Ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών
της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων
του Υπουργείου Οικονομικών


Δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΓ’ Αθηνών (και πρών ΙΘ’), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού Λευκάδας 47α & Ευελπίδων


ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗ
κατ’ άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και 70Β Ν.2238/1994


Τ . . . . . . .. . . . . . . . . . του Γεωργίου , Δικηγόρου Αθηνών με ΑΜ . . . . .. . . . . . ΔΣΑ, ΑΦΜ . . . . .. . . . . , κατοίκου Αθηνών, οδός . . . . .. . . . .. .. . με Α.Δ.Τ.. .. . . .. .. . . . . .. . . Τ.Α. Κυψέλης

ΚΑΤΑ

1. Του από 04/06/2014 Εκκαθαριστικού Σημειώματος Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . . . .. . /471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης 26. . .. . . . , με το οποίο καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € , και
2. Κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης συναφούς προς την προαναφερόμενη (υπό στοιχεία 1) πράξη.

 
Ι. EIΣΑΓΩΓΗ.


Προσφεύγω ενώπιον της ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ αιτούμενη την επανεξέταση και εξαφάνιση: (1) του από 04/06/2014 Εκκαθαριστικού Σημειώματος Φόρου Εισοδήματος Οικονομικού Έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . . . . . /471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης 26. . . .. . . ., με το οποίο μου καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € και (2) κάθε άλλης πράξης ή παράλειψης συναφούς προς την προαναφερόμενη (υπό στοιχεία 1) πράξη, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς λόγους.

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.


Με το από 04/06/2014 Εκκαθαριστικό Σημείωμα Φόρου Εισοδήματος Οικονομικού Έτους 2013 που προσβάλλω ενώπιών σας, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . . . . . . . ./471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης 26. . . . . .. . , μου καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € .
Πιο συγκεκριμένα το τελευταίο οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) αλλά και τα προηγούμενα οικονομικά έτη 2010, 2011 και 2012, 2013 τα εισοδήματά μου ήταν πολύ κατώτερα του ορίου της φτώχειας, ήτοι είχα μηδενικά σχεδόν εισοδήματα όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα με την παρούσα προσφυγή μου εκκαθαριστικά σημειώματα της ΔΥΟ ΙΘ’ Αθηνών, ήτοι, για το:


• οικονομικό έτος 2010 ——————————– 1.182,35 ευρώ
• οικονομικό έτος 2011 ——————————– 1.652,35 ευρώ
• οικονομικό έτος 2012———————————- 529, 41ευρώ
• οικονομικό έτος 2013 ——————————– 1.595,88 ευρώ
• οικονομικό έτος 2014 ——————————–ΤΕΚΜΑΡΤΑ


ΚΑΙ ΜΟΝΟ 3.000 ευρώ
την στιγμή που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) που έδωσε στην δημοσιότητα το 2011 έτος , το χρηματικό όριο της φτώχιας στη χώρα μας ανέρχεται στο ποσό των 7.178 ευρώ ετησίως ανά άτομο. Το ελληνικό δημόσιο παραβλέποντας τα μηδενικά σχεδόν εισοδήματά μου και την μηδενική φοροδοτική μου ικανότητα, μου επέβαλλε να πληρώσω φόρο το υπέρογκο ποσό των 1.829,00 ευρώ, με το οποίο με εξοντώνει οικονομικά και με εξαθλιώνει ψυχολογικά και ουσιαστικά με εξωθεί από το να εγκαταλείψω το επάγγελμά μου διότι το σύνολο των φόρων που καλούμαι να πληρώσω σε συνδυασμό με τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές μου για υγεία, σύνταξη και ιατρική περίθαλψη, οδηγούν, σε υπέρμετρο περιορισμό της επαγγελματικής μου ελευθερίας αφού οικονομικά δεν μπορώ να ανταποκριθώ σε όλα αυτά τα δημόσια βάρη που μου επιβάλλονται και δεν υπάρχει καμία αναλογία μεταξύ της πραγματικής μου ικανότητας για συνεισφορά στα δημόσια βάρη και σε αυτά που τελικά μου επιβάλλεται να πληρώσω.


Σημειωτέον ότι, με ΚΥΑ του έτους 2007 που εκδόθηκε από τον τότε Υπουργό Οικονομικών οι δικηγόροι με εισόδημα κατώτερο των 9.300 Ευρώ έχουν αναγνωριστεί ως ευαίσθητη κοινωνική κατηγορία, στους οποίους η πολιτεία έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα της υποαπασχόλησης που υπάρχει στο δικηγορικό επάγγελμα, αλλά παρόλα αυτά δεν ελάφρυνε καθόλου την κατηγορία αυτή.
Κατά τούτα λοιπόν παραπονούμαι σήμερα ενώπιών σας, για τους κάτωθι νόμιμους και βάσιμους λόγους, που κλονίζουν σωρεία ατομικών- συνταγματικών δικαιωμάτων μου.
Ενόψει των προαναφερομένων, προφανές είναι το έννομο συμφέρον μου και το συναπτόμενο με αυτό δικαίωμά μου, να ασκήσω την παρούσα προσφυγή μου ενώπιον της ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ.



ΙΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

ΠΡΩΤΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα αντισυνταγματικότητας, λόγω παράβασης των αρχών της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 § 1, 5 Συντ.)


Α. 1. Από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που επιτάσσει τη συμμετοχή των ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», απορρέει η βασική για τη φορολογία αρχή, κατά την οποία αναγκαίος όρος για την επιβολή οποιουδήποτε φόρου είναι η ύπαρξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας της δυνατότητας δηλαδή του φορολογουμένου, εν όψει και της συνεπούς εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων του προς το κράτος. Εν σχέσει, άλλωστε, προς την αρχή αυτή καθορίζονται περαιτέρω, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, τα στοιχεία που, περιοριστικά, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές) με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συναχθεί κατ’ αρχήν φοροδοτική ικανότητα• αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης κατά την επιβολή των κατ’ ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεώς του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση συνιστά όριο στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής εν γένει, η παράβλεψη του οποίου αποτελεί αντικείμενο δικαστικής κρίσεως κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

«Είναι φανερό ότι οι «δυνάμεις», στις οποίες αναφέρεται το Σύνταγμα, είναι οι περιουσιακές δυνάμεις, και όχι οι πνευματικές ή οι μυϊκές ή. . . οι ορμονικές δυνάμεις του φορολογουμένου. Αυτό ορίζετο καθαρά στο Σύνταγμα, όπως ήταν διατυπωμένο πριν από την αναθεώρηση του 1911: «αναλόγως της περιουσίας». Η αντικατάσταση της φράσης αυτής με την αόριστη διατύπωση «αναλόγως των δυνάμεων» έγινε, όπως μας πληροφορούν οι συνταγματολόγοι, απλώς και μόνο για να διευκολυνθεί η επιβολή της προοδευτικής φορολογίας προσθέτουν όμως ότι, και με την καινούργια διατύπωση, «η φράσις «αναλόγως των δυνάμεων» σημαίνει βεβαίως ότι η υποχρεωτική εισφορά δεν πρέπει να ορίζεται αυθαιρέτως, αλλ’ εκτιμώμενης της οικονομικής ικανότητος εκάστου». (Σβώλος – Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, 1 1954 σελ. 222- Κώστας Μπέης, Τα αμάχητα τεκμήρια είναι αντισυνταγματικά, 1978).

Α. 2. Εν όψει αυτών η περίπτωση θ’ της παραγράφου 1, του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 4110/2013, ο οποία ορίζει ότι : « Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογούμενου ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα », με την οποία θεσπίζεται η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη, αντίκεινται στο ανωτέρω άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος καθόσον επιβάλλεται με αυτή αδιακρίτως η ίδια φορολογική επιβάρυνση σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, λόγω της ιδιότητας τους αυτής και μόνον, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη συγκεκριμένα στοιχεία από τα περιοριστικά προβλεπόμενα, κατά τα ανωτέρω (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές ), από τα οποία, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες των βαρυνομένων, να συνάγεται με πρόσφορο τρόπο η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας.


Με τα δεδομένα, άλλωστε, περίπτωση θ’ της παραγράφου 1, του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 4110/2013, έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 του Συντάγματος (αρχή της φορολογικής ισότητας), ενόψει ότι εν τέλει δεν επιβάλλεται φόρος με βάση το πραγματικό εισόδημα, όπως επιτάσσει η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, αφού σε κάθε περίπτωση ως εισόδημα πρέπει να θεωρηθεί το πραγματικό εισόδημα του φορολογουμένου.

Εν προκειμένω, το πρόβλημα το οποίο θέλησε να επιλύσει ο Νομοθέτης είναι να καταστεί δυνατή η σύλληψη της φορολογητέας ύλης. Μεταξύ των μέτρων που μπορεί να λάβει είναι και ο τεκμαρτός προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης μιας και το πρόβλημα που επέβαλε τις ρυθμίσεις αυτές είναι η φοροδιαφυγή που αποτελεί μία από τις μάστιγες της χώρας μας και η οποία συνιστά παραβίαση της αρχής της καθολικότητας και φορολογικής ισότητας. Το πρώτο όμως τρωτό σημείο της ρύθμισης έγκειται στη χρήση « εξωτερικών σημείων ή ενδείξεων» που δεν βρίσκονται σε στενή σχέση με το ζητούμενο, το εισόδημα. Συνεπώς, είναι δυνατόν τα τεκμήρια αυτά να οδηγήσουν σε ορθά συμπεράσματα, πιθανόν όμως να οδηγήσουν και σε απαράδεκτα αποτελέσματα, σε σχέση με το ύψος του εισοδήματος και περαιτέρω με το ύψος του φόρου που θα κληθεί να πληρώσει ο φορολογούμενος σε συνδυασμό ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες της κατάργησης του αφορολόγητου και της επιβολής του φορολογικού συντελεστή 26% από το πρώτο κιόλας ευρώ και μάλιστα όχι επί πραγματικού αλλά επί του τεκμαρτού εισοδήματος. Έτσι η ρύθμιση αυτή προσκρούει στις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος, που επιβάλλει την κατανομή των βαρών με βάση τις πραγματικές και όχι τις πλασματικές οικονομικές δυνάμεις του φορολογουμένου. Γι’ αυτό άλλωστε σύμφωνα με τον Νόμο, ο φόρος εισοδήματος επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα, δηλ. το πραγματικό εισόδημα. Εξάλλου όπως έχει επισημάνει και ο Δ. Τσάτσος, οικονομικό βάρος που επιβάλλεται κατά τον τεκμαρτό προσδιορισμό φορολογητέας ύλης «αποβάλλει το χαρακτήρα του φόρου και μετασχηματίζεται σ’ ένα περιορισμό της ιδιοκτησίας, που δύσκολα εναρμονίζεται με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματός μας».


Να σημειωθεί ότι με τα διάφορα νομοθετήματα που έχουν κατά καιρούς ισχύσει στην ελληνική έννομη τάξη που εισάγουν τεκμαρτό προσδιορισμό του φόρου υπάρχουν ΜΟΝΟ ανυψωτικά του εισοδήματος τεκμήρια εισάγουν και ουδέν καθυψωτικά. Σε άλλες χώρες το μικρό ή μηδενικό εισόδημα θεωρείται λόγος οικονομικής ενίσχυσης και απονομής κοινωνικών μερισμάτων, εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πλέον στην Ελλάδα το μικρό ή μηδενικό εισόδημα θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι ο φορολογούμενος και δη ο ελεύθερος επαγγελματίας φοροδιαφεύγει και αποκρύβει συστηματικά φορολογητέα ύλη.
Επιπλέον, η αμφισβήτηση των στοιχείων της δήλωσης ισοδυναμεί με ισοπέδωση των στοιχείων της αλήθειας της δήλωσής μου και ακριβώς με αυτή την λογική εισήγαγαν τα τεκμήρια, το τέλος επιτηδεύματος, σε συνδυασμό με την κατάργηση ενός ελάχιστου ποσού ως αφορολόγητου και συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ και ως αποτέλεσμα αυτό επιφέρει οικονομική συντριβή και εξαφάνιση του ελεύθερου επαγγελματία που αποδεδειγμένα δεν έχουμε εισοδήματα.


Τυχόν αποδοχή μιας τέτοιας δυσπιστίας διαλύει την κοινωνική συνοχή γιατί ο καθένας από εμάς πλέον τεκμαίρεται ότι φοροδιαφεύγει και έτσι καθένας μπορεί να θεωρεί τον άλλον φοροκλέπτη. Συνεπώς από την στιγμή που το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί την γνησιότητα των στοιχείων που προσκομίζουμε, τις φορολογικές μας δηλώσεις εν προκειμένω, εμπίπτει στην αρμοδιότητας των ελεγκτικών αρχών να οδηγούνται κάθε φορά σε συμπεράσματα διαφορετικά για τα εισοδήματα του φορολογούμενου.

Β. Εν όψει των ανωτέρω, όλως ενδεικτικώς επισημανθέντων, η περίπτωση θ’ της παραγράφου 1, του άρθρου 16 του Ν. 2238/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 4110/2013, αντίκεινται στις διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, διότι επιβάλλουν ένα ακόμα φορολογικό βάρος στους έλληνες πολίτες χωρίς να συναρτάται αυτό προς τη φοροδοτική ικανότητα τους και χωρίς να συνεκτιμάται διόλου, τόσο για την επιβολή αυτού τούτου του φόρου όσο και για το ύψος του, η συνολική μέχρι σήμερα φορολογική τους επιβάρυνση, με την άθροιση τακτικών και εκτάκτων φορολογικών υποχρεώσεων, η οποία έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στη φοροδοτική ικανότητα και ως εκ τούτου στη διατήρηση ανεκτού βιοτικού επιπέδου.


Γ. 1. Πράγματι, στην υπό κρίση περίπτωση μου, ο συνολικός φόρος ύψους 1.829.00 ευρώ που μου καταλογίστηκε, ουδεμία σχέση έχει με την τρέχουσα φοροδοτική μου ικανότητα, η οποία όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ήτοι τις φορολογικές μου δηλώσεις είναι σχεδόν μηδενική αφού δεν έχω εισοδήματα, ούτε διαθέτω άλλα περιουσιακά στοιχεία, και η οποία φοροδοτική ικανότητα προσδιορίζεται κυρίως από το, από κάθε πηγή προερχόμενο, καθαρό εισόδημά του φορολογουμένου, αλλά και από τα περιουσιακά του δικαιώματα που προσαυξάνουν την υπάρχουσα περιουσία του, καθώς και από άλλα υποκειμενικά κριτήρια, που αυξάνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις, όπως ο αριθμός των μελών της οικογενείας.


Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία έτη έχω απολέσει σχεδόν το 100% του εισοδήματός μου και έχω υποστεί καίρια οικονομική βλάβη λόγω της ραγδαίας πτώσης της επαγγελματικής μου δραστηριότητας. Αυτό περίτρανα αποδεικνύεται από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των τελευταίων πέντε ετών αλλά και από τις μηδενικές σχεδόν δηλώσεις ΦΠΑ, επίσης των τελευταίων τριών ετών, από τις οποίες συνάγεται ότι έχω διακόψει πλήρως την επαγγελματική μου δραστηριότητα και ουδέν εισόδημα πορίζομαι από αυτή. Επιπροσθέτως δεν διαθέτω καν δική μου επαγγελματική έδρα, έχοντας δηλώσει το σπίτι των γονέων μου ως έδρα μου και στην οποία οικεία είμαι φιλοξενούμενη αφού αδυνατώ να προσποριστώ τον εαυτό μου και να καταβάλλω ένα στοιχειώδες ενοίκιο συντηρώντας αυτοτελώς τον εαυτό μου.


Πιο συγκεκριμένα, τα ετήσια προσωπικά μου εισοδήματα από την επαγγελματική μου δραστηριότητα, είναι σχεδόν μηδενικά, που σημαίνει ότι βάσει της προσβαλλόμενης πράξης καλούμαι να πληρώσω φόρο, που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στα εισοδήματα μου, αλλά και στην εν γένει φοροδοτική μου ικανότητα.


Παράλληλα τα τελευταία 2 χρόνια κάνω προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, παρακολουθώντας σεμινάρια επιμόρφωσης για την καλύτερη κατάρτισή και επιστημονική μου γνώση και προετοιμασία. Η προετοιμασία αυτή καθώς και η μελέτη, απορροφά τις περισσότερες ώρες της ημέρας με αποτέλεσμα όσο διαρκεί η προσπάθειά και επιμόρφωσή μου αυτή, οι γονείς μου να με στηρίζουν οικονομικά προκειμένου να ανταπεξέλθω στα καθημερινά μου έξοδα, αφού πρακτικά είναι αδύνατον κάποιος να κάνει μια τέτοια προετοιμασία και να εργάζεται με πλήρες ωράριο. Συνεπώς εξαιτίας της παρούσας κατάστασής μου με την προετοιμασία δεν έχω αποκτήσει το προαναφερόμενο τεκμαρτώς προσδιορισθέν εισόδημα από την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος μου, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών από τον
ίδια, που αφορούν την προσωπική μου κατάσταση, κατά τα προαναφερόμενα.


Κατά συνέπεια, μη νομίμως υπολογίσθηκε το εισόδημά μου από την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος του δικηγόρου τεκμαρτώς, με την
προσβαλλόμενη εκκαθάριση, κατά το ανωτέρω οικονομικό έτος και πρέπει να
ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος το πραγματικό
εισόδημά μου.
Περίτρανα, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι Φόρος Εισοδήματος που καλούμαι να πληρώσω ουδεμία σχέση έχουν προς την παρούσα φοροδοτική μου ικανότητα.
Περαιτέρω, κατ εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζω προβάλλω τον ισχυρισμό ότι πρέπει να φορολογηθώ με βάση τα πραγματικά εισοδήματά μου και όχι με βάση την ετήσια αντικειμενική δαπάνη. Την κρίση δε αυτή σας καλώ να επικυρώσετε, αιτιολογημένα, αφού ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που παραθέτω και εκτιμηθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζω.
Δ. Με βάση τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη καταλόγισε στο πρόσωπό μου φόρο, εξατομικεύοντας αντισυνταγματικό φορολογικό νόμο, λόγω αντίθεσης προς το άρθρο 4 §1 και 5 Συντ. καθιστάμενη τοιουτοτρόπως νομικά πλημμελής και για το λόγο αυτό ακυρωτέα.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα ασυμβατότητας προς την ΕΣΔΑ, λόγω παραβίασης του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 1ου Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α.)
Α. Στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους.

Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ’ όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89).

Β.1. Ειδικότερα προς αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία ελήφθησαν ήδη μέτρα με τα οποία επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά στο εισόδημα φυσικών προσώπων (άρθρο 18 του ν. 3758/2009), μειώθηκαν οι μισθοί των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα ( άρθρα 1 και 2 του ν. 3833/2010), αυξήθηκαν οι συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας και διαφόρων ειδικών φόρων κατανάλωσης ( άρθρα 12-15 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε ΦΠΑ στις αμοιβές δικηγόρων (Ν.3842/2010), επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του εισοδήματος των φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2010 (άρθρο 5 του ν. 3833/2010), επιβλήθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης στο ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά επί της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει από την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 30 του ν. 3986/2011), επιβλήθηκε ετήσιο τέλος επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα (άρθρο 31 του Ν. 3986/2011), κατάργηση για τους ελεύθερους επαγγελματίες του αφορολόγητου και επιβολή συντελεστή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ ( άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2238/1994), επιβλήθηκε ακόμα ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογουμένου 3.000 ευρώ προκειμένου για τους άγαμους και 5.000 ευρώ για τους έγγαμους ( άρθρο 16, περίπτ. θ’ Ν.2238/1994), επιβολή προκαταβολής φόρου για το επόμενο έτος 55% του φόρου που προκύπτει για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου οικονομικού έτους (άρθρο 55, παρ. 1, Ν. 2238/1994) . Κατόπιν αυτών των διαδοχικών φορολογικών και εισοδηματικών μέτρων είναι προφανές ότι οι έλληνες πολίτες και ειδικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουμε ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, επηρεάζουν ουσιωδώς το πραγματικό επίπεδο της φοροδοτικής μας ικανότητας.

Β.2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναλυτικά εξετέθη ανωτέρω, με σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων επεβλήθησαν διαδοχικές φορολογικές επιβαρύνσεις με μόνο απώτερο στόχο το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, το οποίο, ωστόσο, δεν αποτελεί κατά τα ανωτέρω δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν τέτοιας έκτασης φορολογικές υποχρεώσεις. Πιο συγκεκριμένα, μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση των δημοσίων οικονομικών (με την αύξηση των δημοσίων εσόδων ή την εξοικονόμηση δαπανών), πλην όμως προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα, δεν εμπίπτουν στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (Προσφυγή αριθ. 36963/06 / Απόφαση της 25/06/2009) χαρακτηριστικά επισήμανε ότι «μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί αφ’ εαυτού σε ένα δημόσιο ή γενικό συμφέρον το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε περίπτωση την προσβολή των δικαιωμάτων του ατόμου» (βλ. σκ. 35).
Όλες αυτές οι σωρευτικές και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επιβληθεί στο εισόδημα του φορολογουμένου οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική εξόντωση και εκμηδένιση της περιουσίας του. Συνεπώς, συνολικά υπολογιζόμενη, η φορολογική επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας από την μία πλευρά, καταλήγει σε δήμευση της περιουσίας αυτής, προσβάλλοντας έτσι κατάφορα την συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και το προστατευμένο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα της σεβασμού της περιουσίας.


ΤΡΙΤΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα αντισυνταγματικότητας, λόγω παράβασης των αρχών της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 § 1, 5 Συντ.), της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. ) και της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. ).

Α. 1. Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας
Το αφορολόγητο εισόδημα είναι το εισόδημα που το ίδιο το κράτος έχει κρίνει δια του αρμοδίου οργάνου του, δηλαδή του φορολογικού νομοθέτη, ως αρκετά ισχνό για να το απαλλάξει από την συνταγματική υποχρέωση κοινής συνεισφοράς στις κρατικές δαπάνες. Πρόκειται δηλαδή για μια έκφραση της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη αλλά και της αρχής του κοινωνικού κράτους, με την έννοια ότι το κράτος έχει λάβει μια απόφαση σε επίπεδο συντάγματος: Να αποφεύγει να επιβαρύνει οικονομικά με φόρους τα πρόσωπα τα οποία είναι οικονομικά ασθενή.


Συγκεκριμένα, από την μη υπέρβαση του εκάστοτε θεσπισμένου αφορολόγητου ορίου τεκμαίρεται ότι δεν υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Μέσω δηλαδή του θεσμού του αφορολόγητου ορίου, το κράτος κάνει μια διάκριση μεταξύ των νοικοκυριών που έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν στις κρατικές δαπάνες και των νοικοκυριών που δεν μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτές χωρίς να υποβαθμίσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ουσιαστικά το αφορολόγητο όριο είναι το πρωταρχικό τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας: όποιος το ξεπερνά θεωρείται ότι αντέχει να υποστεί οικονομική θυσία υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού. Το αφορολόγητο όριο είναι το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας.
Η κορυφαία συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Η αρχή αυτή η οποία διέπει αναρίθμητες πτυχές των σχέσεων πολίτη κράτους, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις οικονομικές σχέσεις φορολογούμενου και κράτους.


Α.2. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα έχει οδηγήσει σε κλιμακούμενο περιορισμό ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, με επίκληση λόγων δημοσιονομικού και ιδίως ταμειακού συμφέροντος, παρά το γεγονός πως, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, (ΕΔΔΑ 25.6.2009, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, ΕφΑΔ 2009, σ. 850· ΕΔΔΑ 22.5.2008, Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, ΕΠολΔ 2008, σ. 900),το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου, ακόμη και αν συνδεθεί με τις δημοσιονομικές ανάγκες της Χώρας, δε συνιστά δημόσιο συμφέρον.
Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 1 του ν. 4110/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε. Ν. 2238/1994), δηλαδή στη διάταξη με την οποία ορίστηκε για πρώτη φορά ότι το εισόδημα από ατομική επιχείρηση και ελευθέριο επάγγελμα, υποβάλλεται σε φόρο με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ, καταργώντας το αφορολόγητο των προσώπων αυτών για το τμήμα του εισοδήματός τους που είναι αναγκαίο για τη συντήρησή τους και το οποίο ανήρχετο το έτος 2002 στο ποσό των 7.400 ευρώ, τα έτη 2003 και 2004 στο ποσό των 10.000 ευρώ, τα έτη 2005 και 2006 στο ποσό των 11.000 ευρώ, τα έτη 2007, 2008, 2009 και 2010 στο ποσό των 12.000 ευρώ και τα έτη 2011 και 2012 στο ποσό των 5.000 ευρώ, ώστε εύλογα τίθεται ο προβληματισμός εάν είναι συνταγματικά ανεκτή η πλήρης κατάργηση του αφορολογήτου ορίου και εάν προβλέπεται κατώτατο όριο αφορολόγητου ποσού από το ισχύον Σύνταγμα.


Η φορολογική εξουσία του Κράτους αποτελεί μια από τις βασικότερες μορφές εμφάνισης της κρατικής κυριαρχίας. Το κράτος με τη θέσπιση αναγκαστικών κανόνων δικαίου επιδιώκει την εξασφάλιση των αναγκαίων οικονομικών πόρων για την πραγματοποίηση των σκοπών του.
Το Σύνταγμα ωστόσο, καθορίζει τον τρόπο και τη διαδικασία θέσπισης των κανόνων αυτών επιβάλλοντας συγκεκριμένα όρια στον κοινό νομοθέτη, διαδικαστικά και ουσιαστικά, που κατοχυρώνουν και διασφαλίζουν τη θέση των πολιτών στο πλαίσιο ενός κοινωνικού κράτους δικαίου, δημιουργώντας ένα πλέγμα εγγυήσεων του φορολογούμενου απέναντι σε κάθε μορφή αυθαιρεσίας από την κρατική εξουσία.
Πιο συγκεκριμένα, στην 1η παράγραφο του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», ενώ στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές οικονομικών επιβαρύνσεων, οι οποίες δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διαφόρους τρόπους, προκειμένου να συγκεντρωθούν δημόσια έσοδα προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους (ΣτΕ Ολ. 1972/2012, ΔΦορΝ 2012, σ. 1070· ΣτΕ 336/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).


Περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές ( Οι κυριότερες αρχές που διέπουν την άσκηση της φορολογικής εξουσίας του Κράτους είναι κυρίως : η αρχή της νομιμότητας του φόρου, αρχή της βεβαιότητας του φόρου, η αρχή της μη αναδρομικής ισχύος των φορολογικών νόμων, η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και η αρχή της χρηστής διοίκησης. (Αναλυτικά βλ. αντί πολλών K. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό δίκαιο, 2011, σ.68 επ.), με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα.
Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης κατοχυρώνεται ρητά στο ισχύον Σύνταγμα και αναλύεται αφενός στην αρχή της καθολικότητας της φορολογικής επιβάρυνσης και αφετέρου στην αρχή της ισότητας αυτής έναντι των βαρυνόμενων φορολογουμένων.
Ειδικότερα και κατά πρώτο λόγο, επιβάλλεται η καθολικότητα του φόρου (αρ. 4 παρ. 5 Σ.). Η αρχή της καθολικότητας του φόρου (Άλλως, η αρχή του πανδήμου των φόρων, όπως διατυπώθηκε από τον A. Smith), η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της φορολογικής υποχρέωσης, έχει την έννοια ότι η φορολογική επιβάρυνση πρέπει να είναι καθολική, ήτοι να επιβάλλεται αδιακρίτως σε όλους τους Έλληνες πολίτες[.


Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών ( ΣτΕ 693/2011, ΔΕΕ 2011, σ. 360) και λαμβάνει χώρα μέσω τυπικού νόμου. Επομένως, κατά τη διαμόρφωση του κατάλληλου φορολογικού συστήματος από τον κοινό νομοθέτη (ΣτΕ 2974/2001, ΔΕΕ 2003, σ. 96· ΣτΕ 1135/1991, Το Σ 1991, σ. 578· ΣτΕ 3423/1991, ΔΔικη 1992, σ. 1201), απαγορεύεται στον τελευταίο να προβαίνει, χωρίς αποχρώντα λόγο, σε ρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την επίρριψη ιδιαίτερων βαρών σε ορισμένα μέλη αυτού. Ταυτόχρονα, η αρχή της φορολογικής ισότητας (αρ. 4 παρ. 1 και 5 Σ.) επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Αποκλείεται δηλαδή, η κατά διάφορο τρόπο ρύθμιση επιβολής του φόρου εισοδήματος, εκτός εάν αυτή επιβάλλεται από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.

Η φορολογική ισότητα πραγματώνεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου φορολογούμενου.
Κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στο βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα (ΠΠρΑθ 1101/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).


Πιο συγκεκριμένα, η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως και η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στη δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει το φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβίωσής του (ΣτΕ Ολ. 668/2012, σκέψη 33, (μειοψ.), ΝοΒ 2012, σ. 384.
Η φοροδοτική ικανότητα προσδιορίζεται αφενός βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, αφετέρου δε βάσει υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (ΣτΕ 1972/2012, σκέψη 14, ΔΦορΝ 2012, σ. 1070· Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σ. 396).
Μάλιστα, όσον αφορά στα αντικειμενικά κριτήρια, ως δείκτης προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας εκλαμβάνεται η συνολική οικονομική δύναμη του ατόμου, ενώ ως εισόδημα όχι το ακαθάριστο, αλλά το καθαρό· ταυτόχρονα, απαιτείται να αφαιρούνται δαπάνες τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει ο φορολογούμενος.


Ζητούμενο δηλαδή, είναι να προσδιοριστεί η πραγματική οικονομική δύναμη του φορολογουμένου, προκειμένου να επιβληθεί σε αυτήν το φορολογικό βάρος.
Συνεπώς, εάν κάποιο πρόσωπο δεν έχει οικονομική δύναμη που να του εξασφαλίζει το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, δεν έχει δηλαδή φοροδοτική ικανότητα, τότε, σύμφωνα με την ανωτέρω συνταγματική αρχή, δεν είναι επιτρεπτή η επιβολή φόρου σε αυτό.
Η συγκεκριμένη παραδοχή έχει ως συνέπεια τη θέσπιση της έννοιας του αφορολόγητου της «ελάχιστης συντήρησης».
Προβλέφθηκαν δηλαδή, από το νομοθέτη αφορολόγητα ποσά, τα οποία είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και τα οποία δεν υπόκεινται σε φόρο.


Παγίως δε γίνεται δεκτό (Δ. Σάντης, Αι Φορολογικαί Απαλλαγαί, 1932, σ. 31· Χρ. Τότσης, Φορολογ. Εισοδημ., τομ. Α΄, 1964, σ. 39·Α. Αγγελόπουλος, Γενική θεωρία της φορολογίας, 1972, σ. 79· K. Φινοκαλιώτης, Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και το Σύνταγμα, 1985, σ. 63 επ.· Θ. Φορτσάκης, Φορολογικό δίκαιο, 2008, σ. 113), πως τα οριζόμενα από το νόμο αφορολόγητα ποσά, ως εξασφαλίζοντα το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης του φορολογούμενου, δεν υπόκεινται σε φόρο και πρέπει να εκπίπτουν από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα του, γιατί, κατά την κρίση του νομοθέτη και τις γενικές περί φορολογικού δικαίου αρχές, δεν συνιστούν φοροδοτική ικανότητα (ΔΕφΠατ 3/1993, ΔΔικη 1994, σ. 641, ΔΕφΠατ 3/1993, ΔΦορΝ 1994, σ. 1049).


Άλλως, το δικαίωμα του κράτους προς επιβολή και είσπραξη φόρου θα συγκρούονταν και θα παραβίαζε το θεμελιώδες και οικουμενικό δικαίωμα του ανθρώπου για αξιοπρεπή διαβίωση. Κάτι τέτοιο όμως, όχι μόνο δεν είναι ανεκτό στο πλαίσιο ενός κοινωνικού κράτους δικαίου (για την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου σε Αλ. Δερβιτσιώτη, Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου Ι, Γ΄ έκδοση, σ. 71 επ. και σε Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου & Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας Ι, 1994, σ. 213 επ.), αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση αφενός με τις διατάξεις που το κατοχυρώνουν και αφετέρου με την έννοια του δημοκρατικού μας πολιτεύματος ως ανθρωποκεντρικού, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου.
Πράγματι, το συνταγματικά κατοχυρωμένο κράτος πρόνοιας, στη σύγχρονη διάστασή του, δηλαδή ένα κράτος σχεδιασμού, παρέμβασης, παροχής και αναδιανομής που συναρθρώνεται με τις επιταγές του κράτους δικαίου (Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα “Λευκή βίβλος — Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις”, [COM(2012) 55 final], 2012/C 299/21, σκέψη 3.3.1., όπου γνωμοδότησε ότι η διατήρηση της επάρκειας συντάξεων που επιτρέπουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τα κράτη μέλη) σε συνδυασμό με την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης (Κ. Σταμάτης, Η ερμηνεία του φορολογικού δικαίου. Ανασκευή της κρατούσας γνώμης, ΔΔικη 2005, σ. 833 επ.), που πρέπει να διαπνέει το κράτος αυτό, επιβάλλουν όπως η φορολογία δεν θίγει το τμήμα εκείνο του εισοδήματος, το οποίο προορίζεται για την ικανοποίηση των απαραίτητων αναγκών του φορολογούμενου και της οικογένειάς του.


Άλλωστε, έχει κριθεί πως η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται και στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) (ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89), πολλώ δε μάλλον εάν η φορολογική υποχρέωση θίγει το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Αλλά και σύμφωνα με τις καθαρά οικονομικές θεωρίες και αρχές επιβάλλεται η είσπραξη των φορολογικών εσόδων να πραγματοποιείται χωρίς να προκαλείται ζημιογόνος επίδραση στην εθνική οικονομία.
Έτσι και η αρχή της οικονομικότητας του φόρου (Σύμφωνα με την αρχή της οικονομικότητας του φόρου, ο φόρος θα πρέπει να εισπράττεται με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη, Μπάρμπας, Ερμηνευτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή του νόμου περί Ενιαίου Τέλους Ακινήτων, Επιχείρηση 2008, σ. 538 επ. συνηγορεί υπέρ της μη φορολόγησης του εισοδήματος, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες της «ελάχιστης συντήρησης»), δεδομένου ότι η απόδοση των επιβαλλόμενων φόρων θα είναι δυσανάλογη προς τα έξοδα βεβαίωσης και είσπραξής των, εάν ποτέ βέβαια καταστεί εφικτό ακόμα και να εισπραχθούν.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ξεκάθαρα πως δεν είναι ανεκτή από το ισχύον Σύνταγμα η πλήρης κατάργηση της πρόβλεψης ενός κατώτατου ορίου αφορολόγητου ποσού.


Α.3. Ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσοντας τη συνεισφορά των πολιτών στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, παρέχει ταυτόχρονα ευρεία ευχέρεια στο νομοθέτη να καθορίζει το σύστημα φορολογίας του εισοδήματος διαμορφώνοντας παράλληλα και το ποσό του κατώτατου ορίου διαβίωσης, το οποίο, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, πρέπει να παραμένει αφορολόγητο.
Φυσικά, το όριο αυτό δεν είναι δυνατό να ορισθεί απόλυτα κατά τρόπο γενικά αποδεκτό, καθότι επηρεάζεται από μεγάλο αριθμό παραγόντων (οικογενειακή κατάσταση, τόπος παραμονής, κλπ), τα οποία ο νομοθέτης οφείλει να λάβει υπόψη του κατά τη διαμόρφωσή του ( Φινοκαλιώτη, ό.π., σ. 62-63). Συνεπές θα ήταν, μάλιστα, να λάβει υπόψη του και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη επιβάρυνση της έμμεσης φορολογίας, η οποία αυξάνει, κατ’ αποτέλεσμα, τις ανάγκες διαβίωσης του φορολογουμένου.


Ωστόσο, και σε κάθε περίπτωση, θα ήταν σκόπιμο να δεχτούμε ότι το κατώτατο όριο του αφορολογήτου δεν μπορεί να υπολείπεται του ελαχίστου ορίου διαβίωσης (existenzminimum), όπως επιβάλλεται από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η οποία έχει προτεραιότητα έναντι των καθαρώς περιουσιακών συμφερόντων, της προστασίας της οικογένειας και του παιδιού και την αρχή της προστασίας του κοινωνικού κράτους (Έτσι και η BVerfGE 87, 153 (169-171), η οποία έκρινε ότι εφόσον ο νομοθέτης, στο πλαίσιο της κοινωνικής πρόνοιας, καθόρισε ελάχιστο όριο διαβίωσης, το οποίο το κράτος υποχρεούται να διασφαλίζει στους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια μέσα, με την καταβολή παροχών κοινωνικής πρόνοιας, είναι αυτονόητο ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται του ελαχίστου ορίου διαβίωσης, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος. Το αναγνωρισμένο, δηλαδή, στο δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας ελάχιστο όριο διαβίωσης συνιστά το ελάχιστο ποσό εισοδήματος που πρέπει να είναι αφορολόγητο), δεδομένου ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών που δεν μπορούν να το επιτύχουν με ίδια μέσα.
Συνεπώς, βάσιμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το ισχύον Σύνταγμα, μέσα από πλέγμα διατάξεων και στο πλαίσιο υλοποίησης του κοινωνικού κράτους δικαίου, θέτει ως κατώτατο όριο του αφορολόγητου ποσού το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης.


Η πλήρης κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος θέτει κατ’ αποτέλεσμα σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του φορολογουμένου και συνεπώς προσβάλλει τη συνταγματική αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 Σ για το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, η οποία αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας,
Ταυτόχρονα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και με την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, δεδομένου πως με την κατάργηση του αφορολογήτου δε λαμβάνεται υπόψη η φοροδοτική ικανότητα εκάστου φορολογούμενου και τούτο διότι φορολογείται και επιβαρύνεται το εισόδημα εκείνο που καλύπτει τις ανάγκες της «ελάχιστης συντήρησης», ενώ ακόμη παραβιάζει την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (25 παρ. 1), σύμφωνα με την οποία το κράτος οφείλει να μεριμνά για την επιβίωση και συντήρηση των πολιτών.
Συνεπώς, δεν είναι ανεκτή από το ισχύον Σύνταγμα η πλήρης κατάργηση της πρόβλεψης ενός κατώτατου ορίου αφορολόγητου ποσού. Ως κατώτατο δε όριο αυτού τίθεται το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης.


Α.4. Οι φόροι δεν χρησιμοποιούνται μόνο για τη χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών και δεν εξυπηρετούν μόνο ταμιευτικούς σκοπούς. Το Δημόσιο σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλει φόρους, όχι για την απόκτηση εσόδων, αλλά για να αφαιρέσει αγοραστική δύναμη από το κοινωνικό σύνολο και να μειώσει τη δαπάνη του , προκειμένου να αποφύγει πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία ή για να δημιουργήσει αποπληθωρισμό. Άλλοτε πάλι για να αποθαρρύνει τους φορολογούμενους από μια δραστηριότητα ή για να περιορίσει την έκτασή της άσκησής της.
Εν προκειμένω, με τη φορολόγηση του ελαχίστου ορίου συντήρησης είναι σαφές ότι το Δημόσιο δεν θα συγκεντρώσει τα έσοδα, τα οποία θα μπορούσε να επιτύχει, χωρίς να δημιουργήσει οικονομική ασφυξία στους ασθενέστερους φορολογούμενους, θέτοντας και για τους “επιχειρηματίες” τους ίδιους όρους φορολόγησης με αυτούς που έθεσε για τους μισθωτούς, δηλαδή μείωση του φόρου κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 16 ν. 4172/2013 και τρείς φορολογικές κλίμακες ( έως το ποσό των 25.000 ευρώ με φορολογικό συντελεστή 22%, από 25.000 ευρώ έως 42.000 ευρώ με φορολογικό συντελεστή 32% και από 42.000 ευρώ και πάνω με φορολογικό συντελεστή 42%). Μολαταύτα, προτίμησε να φορολογήσει τους “μη έχοντες”, πράγμα που σημαίνει ότι κύριος στόχος του δεν είναι η συγκέντρωση εσόδων, αλλά ο “αποπληθωρισμός” των ελεύθερων επαγγελμάτων και το κλείσιμο των παντός είδους μικρών “επιχειρήσεων”, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως περιττό βάρος και αίτιο καθυστέρησης της πολυπόθητης “ανάπτυξης”, η δε εξαφάνισή τους αποτελεί βασικό και δηλωμένο στόχο των αναδιαρθρώσεων που επιβάλλουν οι δανειστές.


Συνεπώς το άρθρο 1 του ν. 4110/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε. ν. 2238/1994) με το οποίο εισήχθη το αφορολόγητο και ο φορολογικός συντελεστής 26% από το πρώτο ευρώ, και το οποίο αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, δημιουργεί κατάφωρη αδικία, διότι θίγει κυρίως τους οικονομικά ασθενέστερους, δηλαδή τους ελεύθερους επαγγελματίες και εμπόρους που λόγω της ύφεσης και της οικονομικής κρίσης μόλις και μετά βίας κατορθώνουμε να επιβιώσουμε. Διότι το φορολογικό καθεστώς έτσι όπως έχει διαμορφωθεί για εμένα ως ελεύθερο επαγγελματία και ως δικηγόρο με την επιβαρυντική συνάρτηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων που και αυτές ανήκουν στην έννοια των δημοσίων βαρών με καθιστούν πολίτη τρίτης κατηγορίας που υποχρεώνεται να συμβάλλει με ολόκληρο το εισόδημά μου, ή ακόμη και περισσότερο των υποχρεώσεών του προς το Δημόσιο. Στοιχεία για τον ισχυρισμό μου αυτό παρατίθενται στον πίνακα που συνυποβάλλεται με την παρούσα προσφυγή μου με τον τίτλο « ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΘ’ ΕΤΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΒΑΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΑΠΟΜΕΝΟΝΤΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΟΤΑΝ ΑΥΤΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΒΑΡΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΤΗΣΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ».


Έτσι λοιπόν, ενώ για εμένα δεν υπάρχει αφορολόγητο, για εμένα υπάρχει τέλος επιτηδεύματος στην πληρωμή του οποίου μόνο εγώ ως ελεύθερος επαγγελματίας υποχρεούμαι, την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών μου χωρίς καμία συμμετοχή από εργοδότη ή από το Κράτος, την ίδια αυτή στιγμή, κατά την οποία τόσο οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσο και οι ιδιωτικοί και οι αγρότες ακόμη και αν τα εισοδήματά τους είναι δεκαπλάσια από το δικό μου δεν έχουν καμιά από τις υποχρεώσεις αυτές, έχουν αφορολόγητο το οποίο φτάνει μάλιστα και μέχρι του ορίου των 9.500 ευρώ, έχουν σωρεία εξόδων που εκπίπτουν, δεν είναι αναγκασμένοι σε πάγια έξοδα γραφείου και εξόδων παράστασης, όπως εγώ είμαι υποχρεωμένος εκ του επαγγέλματός μου, ακόμα και η ασφαλιστική εισφορά των αγροτών ανέρχεται εν συνόλω στο 1/4 της δικής μου εισφοράς.
Κατά την σωρεία των λόγων αυτών παραβιάζεται στο πρόσωπό μου ως φυσικού προσώπου και ως επαγγελματία η αρχή της φορολογικής ισότητας καθώς καλούμαι να συνεισφέρω στα δημόσια βάρη, δηλαδή στη φορολογία, στην κάλυψη των κενών των ταμείων της χώρας, στην εξασφάλιση αποθεματικών των συνταξιούχων της χώρας υπερπολλαπλάσια από όλες τις υπόλοιπες επαγγελματικές τάξεις. Αυτό γίνεται εμφανές όταν αθροίσει κανείς το σύνολο των φόρων εφέτος που καλούμαι να πληρώσω και μάλιστα όχι επί του πραγματικού μου εισοδήματος που είναι μηδενικό αλλά επί ενός τεκμαρτού εισοδήματος που ουδέποτε δεν έλαβα. Κανένας άλλος επαγγελματικός κλάδος δεν υποχρεώνεται να καταβάλλει τόσο μεγάλο ποσοστό σε φόρους και εισφορές που προκύπτει αν αθροίσει κανείς καθέτως τέλος επιτηδεύματος, τον φόρο, το ΕΕΤΗΔΕ και το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών σύνταξης και υγείας μου. Είναι λοιπόν πασιφανές ότι δε μου αφήνουν πόρους να ζήσω, και τα τελευταία χρόνια στηρίζομαι αποκλειστικά στους γονείς μου, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι του Ο.Τ.Ε και οι οποίοι αποπληρώνουν τις ασφαλιστικές μου εισφορές καθώς και το τέλος επιτηδεύματος το οποίο μας έχει επιβληθεί με τον Ν. 3986/2011.


Η κατάργηση του αφορολόγητο σε συνδυσμό με τον συντελεστή 26% που επιβάλλεται από το πρώτο ευρώ εκτός του ότι μας χωρίζει από αγρότες, δημοσίου υπαλλήλους και ιδιωτικούς επί το δυσμενέστερον, καθώς αυτοί έχουν μικρότερη φορολογία, εισάγει επαγγελματική διάκριση σε εμάς τους μικρούς και νέους δικηγόρους και τους εύπορους δικηγόρους. Οι τελευταίοι έχουν ελαφρότερη φορολογική επιβάρυνση και τους περισσεύει μεγαλύτερο εισόδημα ώστε να ζήσουν πιο άνετα και να είναι πιο ανταγωνιστικοί από εμάς, επιπλέον δε, ουσιαστικά δεν πληρώνουν εισφορές, καθώς λόγω πολλών παραστάσεων σε δίκες, συμψηφίζουν τα ποσά των ενσήμων παραστάσεως (ουρές) με τις ασφαλιστικές τους εισφορές, και μειώνονται έτσι σημαντικά τα χρήματα για εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καλούνται να καταβάλλουν.
Με τα παρακάτω στοιχεία καταδεικνύεται το ποσοστό κατά το οποίο οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν αυξημένους φόρους σε σχέση με τους μισθωτούς, για ισόποσο εισόδημα.


• Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1964-2013, παρατηρείται μία σημαντική διαφορά στη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία μερικές φορές υπερβαίνει και το 200%.


• Στην περίοδο 1974-1970, ο μέσος όρος της διαφοράς βρίσκεται στο 58,5%, ενώ αυξάνεται σε 79,1% κατά την περίοδο 1971-1980. Όμως, πρακτικά, η διαφορά αυτή είναι άνευ ουσίας, αφού καθ’ όλη την περίοδο 1964 – 1977 η φορολογική επιβάρυνση στα μέσα εισοδήματα είναι ιδιαίτερα χαμηλή (μεταξύ του 0,3% και του 3,0%) και μόλις μετά το 1977 αρχίζει να αυξάνεται. Συνεπώς, σε οικονομικούς όρους, η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών είναι χωρίς μεγάλη σημασία.

• Στην περίοδο 1981, παράλληλα με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αυξάνει και η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών. Η κορύφωση της διαφοράς αυτής παρατηρείται το 1984, όταν φθάνει στο 121%, ενώ ο μέσος όρος της διαφοράς για ολόκληρη τη δεκαετία βρίσκεται στο 91,3%.


• Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, υπέρ των ελευθέρων επαγγελματιών κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες. Στην περίοδο 1991-2000, παράλληλα με τη γενικότερη πτώση των φορολογικών συντελεστών, υποχώρησε σημαντική η σχέση της διαφοράς στη φορολόγηση σε σύγκριση με τους μισθωτούς, φθάνοντας στο 19,8% (μέσος όρος). Στη δεκαετία του 2000 η σχέση αυτή υποχώρησε ακόμη περισσότερο και, κατά μέσο όρο, έφθασε στο 9,4%.


• H κατάσταση αυτή δείχνει να ανατρέπεται από το 2011 για δύο κυρίως λόγους: την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος από το έτος 2011 και τη θέσπιση διαφορετικής φορολογικής κλίμακας για τους ελεύθερους επαγγελματίες (με την παράλληλα κατάργηση του αφορολόγητου ορίου) από το 2013 (οικονομικό έτος 2014). Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν τη διαφορά στη φορολόγηση μεταξύ των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών στο 164%!!!!!!


ΤΕΤΑΡΤΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα αντισυνταγματικότητας της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος, λόγω παραβίασης των άρθρων 78 § 1, 5 § 1 και 25 § 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και των άρθρων 4 §§ 1 και 5 του Συντάγματος και τις κατοχυρωμένες από αυτά αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου στο άρθρο.

Α.1. Επειδή, με τον ν. 3985/2011 (Α’ 151) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο αποτελεί το βασικό πλαίσιο των δημοσιονομικών μεσοπρόθεσμων στόχων και προβλέψεων της γενικής κυβέρνησης και των επί μέρους φορέων της για την περίοδο 2011 – 2015 και αποτυπώνει τα όρια και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για την περίοδο αυτή ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες όλων των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης. Για την εφαρμογή των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, εκδόθηκε ο ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015» (Α’ 152). Μεταξύ των μέτρων που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό περιλαμβάνεται και η επιβολή τέλους επιτηδεύματος στους επιτηδευματίες και τους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα. Ειδικότερα, στο άρθρο 31 του ν. 3986/2011 ορίζεται σχετικώς ότι: «1. Οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής: α) Για τις επιχειρήσεις ή ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε τετρακόσια (400) ευρώ ετησίως, β) Για επιχειρήσεις ή ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε πεντακόσια (500) ευρώ ετησίως. Η περιοχή του Νομού Αττικής λογίζεται ως μια πόλη, καθώς και το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης. 2. Στις περιπτώσεις λειτουργίας υποκαταστημάτων, επιβάλλεται επιπλέον τέλος επιτηδεύματος τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε υποκατάστημα. Σε περίπτωση διακοπής της δραστηριότητας μέσα στη χρήση, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας της επιχείρησης ή της άσκησης του επαγγέλματος. Χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκαπέντε (15) ημερών λογίζεται ως μήνας. 3.


Εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις καταβολής του τέλους, εκτός εάν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, οι εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και σε νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους. Επίσης εξαιρούνται ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και η ατομική άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την πρώτη έναρξη εργασιών, καθώς και οι περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων εφόσον για τον επιτηδευματία υπολείπονται τρία (3) έτη από το έτος της συνταξιοδότησής του. Ως έτος συνταξιοδότησης νοείται το 65ο έτος της ηλικίας. 4. Για την εν γένει διαδικασία επιβολής και βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994). 5.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται για τους επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, αντίστοιχα, κατά την 1.1.2011 και μετά. 7.
Ειδικά για το οικονομικό έτος 2011, το τέλος επιτηδεύματος ορίζεται σε τριακόσια (300) ευρώ και για τις δύο κατηγορίες επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών της παραγράφου 1. Για το ανωτέρω έτος, το τέλος επιτηδεύματος συμβεβαιώνεται και καταβάλλεται με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του παρόντος νόμου.
Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου. Με την κανονιστική απόφαση της παραγράφου 5 καθορίζεται και η ειδικότερη διαδικασία για τη διαπίστωση των εξαιρέσεων της παραγράφου 3 από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος για το οικονομικό έτος 2011, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου».
Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω παρ. 5 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1167/2.8.2011 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών,η οποία στα άρθρα 3 και 4 αυτής καθορίζει τη διαδικασία για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος. Ειδικότερα, οι διατάξεις της προσβαλλόμενης ΠΟΛ.1167/2.8.2011 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, ως προς το τέλος επιτηδεύματος, ορίζουν τα εξής:


Άρθρο 3: «1. Για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος σε όσους φορολογούμενους ασκούν επιτήδευμα ή επάγγελμα, στα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ΚΦΕ (ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ – Π.Δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α’) – και της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ (ΑΕ, ΕΠΕ, δημόσιες, δημοτικές, κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς, υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών) εκδίδεται από τη ΓΓΠΣ με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού για το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2011 (διαχειριστική περίοδος 2010), αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο κατά τα οριζόμενα στη παραγρ. 1 άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Το τέλος επιτηδεύματος οικονομικού έτους 2012 και μετά θα βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 οι αγρότες ειδικού καθεστώτος δεν θεωρούνται επιτηδευματίες. 2. Οι επιτηδευματίες και οι επιχειρήσεις που ασκούσαν το επάγγελμα ή την επιχείρησή τους για ορισμένους μήνες μέσα στη χρήση 2010, υπάγονται στην επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες της λειτουργίας τους, εφόσον έχει ήδη υποβληθεί δήλωση διακοπής δραστηριότητας. Σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης επιχειρήσεων, το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται στις επιχειρήσεις που συγχωνεύθηκαν και στην προερχόμενη από τη συγχώνευση ή στην διασπασθείσα και στις επωφελούμενες από τη διάσπαση και περιορίζεται ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας μέσα στη χρήση για την οποία επιβάλλεται το τέλος. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, το τέλος επιτηδεύματος καταβάλλεται από την προελθούσα από την συγχώνευση ή τις επωφελούμενες από τη διάσπαση, κατά περίπτωση.

Σε περίπτωση μετατροπής επιχείρησης σε άλλη νομική μορφή με τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 2176 Α’) ή του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α’) το τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται τόσο στη μετατραπείσα επιχείρηση όσο και στην προερχόμενη από τη μετατροπή περιοριζόμενο ανάλογα με τους μήνες λειτουργίας μέσα στη χρήση για την οποία επιβάλλεται και καταβάλλεται από την προερχόμενη από τη μετατροπή. 3. Για την απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος των φορολογούμενων που ασκούν επιτήδευμα ή ελεύθερο επάγγελμα, σε χωριά με πληθυσμό έως πεντακόσιους (500) κατοίκους και νησιά κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους, λαμβάνονται υπόψη τα χωριά και νησιά όπως προβλέπονταν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α’) για την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας». Για την εξεύρεση του πραγματικού πληθυσμού τους λαμβάνεται υπόψη η τελευταία επίσημη γενική απογραφή πληθυσμού της 18ης Μαρτίου 2001, όπως κυρώθηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 6821/Γ5-908 (ΦΕΚ 715 Β’). Ως τουριστικοί τόποι θεωρούνται όσοι περιλαμβάνονται στο π.δ. 899/1976, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 664/1977. Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος κρίνεται χωριστά για την έδρα και το κάθε υποκατάστημα της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγγελματία. 4. Η βεβαίωση του τέλους επιτηδεύματος γίνεται από τη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου κατά το χρόνο επιβολής του τέλους επιτηδεύματος και για την καταβολή του έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 4 της παρούσας Απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο έχει εφαρμογή και για τα υποκαταστήματα της επιχείρησης ή του ελεύθερου επαγγελματία. 5. Η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος. 6. Το τέλος επιτηδεύματος δεν εκπίπτει ως δαπάνη για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος».
Άρθρο 4: «Για τον υπολογισμό, τη βεβαίωση και καταβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων (φυσικά και νομικά πρόσωπα) του άρθρου 31 του νόμου αυτού, ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία: 1. Η ΓΓΠΣ εκδίδει ενιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα, επί του οποίου εμφανίζονται χωριστά, μετά από υπολογισμό, τα ποσά της κάθε εισφοράς και του τέλους επιτηδεύματος, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται και στον υπόχρεο και παράλληλα ενημερώνει ηλεκτρονικά τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για την εκκαθάριση και τους χρηματικούς καταλόγους. Ο υπολογισμός των εισφορών υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία των αρχικών και συμπληρωματικών δηλώσεων οικον. έτους 2011 και το τέλος επιτηδεύματος με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο. Ειδικά για το οικονομικό έτος 2011 το τέλος επιτηδεύματος θα υπολογιστεί για τους επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα με δηλωθέντα εισοδήματα Δ’ ή Ζ’ πηγής καθώς και για νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν υποβάλει δηλώσεις Φ.Ε. για ένα τουλάχιστον από τα τρία τελευταία οικονομικά έτη, εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Για όσους επιτηδευματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν έχει υπολογιστεί τέλος επιτηδεύματος λόγω της προηγούμενης παραγράφου, ενώ στο μητρώο εμφανίζονται για την διαχειριστική περίοδο του 2010 ως ενεργές επιχειρήσεις θα αποσταλούν από τη ΓΓΠΣ ατομικές ειδοποιήσεις προς ενημέρωση τους καθώς και το αντίστοιχο αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. προκειμένου οι ίδιοι να υποβάλλουν δήλωση διακοπής εάν έχουν διακόψει ή διαφορετικά να βεβαιωθεί το αναλογούν τέλος επιτηδεύματος από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. 2. Η βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών γίνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. με βάση τους τίτλους που αναφέρονται στην παραγρ. 1 του άρθρου 74 του ΚΦΕ, δηλαδή α) τις αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις β) τα φύλλα ελέγχου και γ) τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων Αρμόδια Δ.Ο.Υ. των φυσικών προσώπων, για την επιβολή της εισφοράς των άρθρων 29 και 30 και του τέλους επιτηδεύματος, θεωρείται η Δ.Ο.Υ. εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2011. 3. Το ποσό της οφειλής βεβαιώνεται συνολικά και καταβάλλεται σε έξι (6) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση και η καθεμία από τις επόμενες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη, αντίστοιχα.
Η κάθε δόση δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριακοσίων (300) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Συνεπώς, αν η εισφορά βεβαιωθεί μέσα στο μήνα Αύγουστο, θα καταβληθεί η πρώτη δόση μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011, η δεύτερη μέχρι 31 Οκτωβρίου, η τρίτη μέχρι 30 Νοεμβρίου, η επόμενη 31 Δεκεμβρίου κ.λπ. 4. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικά οφειλόμενου ποσού του εκκαθαριστικού σημειώματος, μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης παρέχεται έκπτωση πέντε (5%) τοις εκατό, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά κάτω των τριακοσίων (300) ευρώ. 5. Σε περίπτωση που η δήλωση εκκαθαρίζεται και αποστέλλεται το εκκαθαριστικό σημείωμα μετά την παρέλευση του οικείου οικονομικού έτους, ο υπόχρεος δεν χάνει το δικαίωμα της καταβολής του φόρου σε δόσεις και της έκπτωσης στην εφάπαξ καταβολή. 6. Στις περιπτώσεις που η ΓΓΠΣ δεν διαθέτει στοιχεία για την ορθή εκκαθάριση, τότε οι υπόχρεοι φορολογούμενοι, εφόσον διαπιστώσουν λάθος, κατά τη παραλαβή του εκκαθαριστικού σημειώματος, υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., κατά περίπτωση, είτε αίτηση για διαγραφή μέρους ή ολόκληρου του βεβαιωθέντος ποσού, είτε τροποποιητική δήλωση. Η Δ.Ο.Υ. θα προβεί σε διαγραφή ή σε νέα εκκαθάριση, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα δοθούν από τη ΓΓΠΣ. Το νέο ποσό που θα προκύπτει, καταβάλλεται μόνο στη Δ.Ο.Υ. 7. Δεν βεβαιώνεται το συνολικό ποσό του εκκαθαριστικού σημειώματος που τελικά οφείλεται, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει τα είκοσι επτά (27) ευρώ αθροιστικά λαμβανόμενο για τον φορολογούμενο και τη σύζυγο του».


Α.2. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος: «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι για την επιβολή και είσπραξη του φόρου απαιτείται τυπικός νόμος που να θεσπίζει τα ουσιώδη στοιχεία αυτού (υποκείμενο, αντικείμενο, φορολογικό συντελεστή, τυχόν απαλλαγές ή εξαιρέσεις) και, περαιτέρω, ορίζονται, περιοριστικά, τα στοιχεία που μπορούν ν’ αποτελέσουν τη βάση φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές).


Ο φόρος πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναφέρεται σε συγκεκριμένα στοιχεία από εκείνα που περιοριστικώς ορίζονται στην ως άνω αναφερόμενη διάταξη του Συντάγματός μας αυτή, ως δυνάμενα ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο του: Εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές. Τα στοιχεία αυτά, από την ύπαρξη των οποίων και μόνον επιτρέπεται η συναγωγή φοροδοτικής ικανότητας, πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο φορολογικό νόμο, έτσι ώστε ν’ αποτελούν αυτά τα ίδια τη βάση επιβολής του φόρου, και, συνακόλουθα, το αντικείμενο της κρίσεως κατά πόσον υφίστανται πράγματι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. (Άλλο το θέμα ότι μπορεί, υπό προϋποθέσεις, η ύπαρξη των στοιχείων αυτών να συνάγεται τεκμαρτώς). Αντίθετα προς τα ανωτέρω, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, δεν καθορίζεται – ούτε καν τεκμαρτώς – ως βάση επιβολής τού επίδικου τέλους συγκεκριμένο στοιχείο από τα περιοριστικούς ως άνω αναφερόμενα” δεν συναρτάται δηλαδή το τέλος ούτε με ορισμένο εισόδημα ή περιουσία ούτε με συγκεκριμένες δαπάνες ή συναλλαγές. Ως μόνη προϋπόθεση επιβολής του τίθεται ανεπιτρέπτως η ίδια η ιδιότητα του υποκειμένου του ως επιτηδευματία ή ελεύθερου επαγγελματία, συνεπαγόμενη, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου, την «κατ’ αποκοπήν» φορολόγηση με ορισμένο ήδη στο νόμο χρηματικό ποσό, ισοδυναμώντας ο επίδικος αυτός φόρος με κεφαλικό φόρο διότι με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 ταυτίζεται το υποκείμενο με το αντικείμενο του φόρου και στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι αντικείμενο του φόρου είναι το πρόσωπο του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία. Έτσι, η επιβολή του φόρου αυτού στο πρόσωπο του επιτηδευματίας αποτελεί ανεπίτρεπτο κατά το Σύνταγμα αντικείμενο φορολογίας η κατά κεφαλήν (caput) δηλαδή φορολόγηση, ο «κεφαλικός» λεγόμενος φόρος των μεσαιωνικών συστημάτων ως φόρος αντικείμενος στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος.

Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος και θα έπρεπε για το λόγο αυτό να ακυρωθεί η κατ’ εφαρμογή τους εκδοθείσα ατομική διοικητική πράξη καταλογισμού του φόρου μου (εκκαθαριστικό), ως πράξη που ερείδεται σε νόμο αντισυνταγματικό.


Α.2. Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει, κατά τα προεκτεθέντα, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, όπως είναι, κατ’ άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια δε των ιδίων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (ΣτΕ 2469- 2471/2008 Ολομ.).


Από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που επιτάσσει τη συμμετοχή των ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη «ανάλογα με τις δυνάμεις τους», απορρέει η βασική για τη φορολογία αρχή, κατά την οποία αναγκαίος όρος για την επιβολή οποιουδήποτε φόρου είναι η ύπαρξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας της δυνατότητας δηλαδή του φορολογουμένου, εν όψει και της συνεπούς εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων του προς το κράτος. Εν σχέσει, άλλωστε, προς την αρχή αυτή καθορίζονται περαιτέρω, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, τα στοιχεία που, περιοριστικά, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές) με την έννοια ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να συναχθεί κατ’ αρχήν φοροδοτική ικανότητα· αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης κατά την επιβολή των κατ’ ιδίαν φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση συνιστά όριο στην άσκηση της νομοθετικής φορολογικής πολιτικής εν γένει, η παράβλεψη του οποίου αποτελεί αντικείμενο δικαστικής κρίσεως κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εν όψει αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, με τις οποίες θεσπίζεται η καταβολή του επίδικου τέλους επιτηδεύματος, αντίκεινται στο ανωτέρω άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος καθόσον επιβάλλεται με αυτές αδιακρίτως η ίδια φορολογική επιβάρυνση σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, λόγω της ιδιότητας τους αυτής και μόνον, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη συγκεκριμένα στοιχεία από τα περιοριστικά προβλεπόμενα, κατά τα ανωτέρω (εισόδημα κλπ), από τα οποία, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες των βαρυνομένων, να συνάγεται με πρόσφορο τρόπο η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας. Με τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά και υπό την εκδοχή ακόμη ότι το επίδικο τέλος επιβάλλεται επί τεκμαιρομένου εισοδήματος, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3986/2011, μη προβλέποντας τη δυνατότητα ανταποδείξεως εκ μέρους των βαρυνομένων με το τέλος ότι στην πραγματικότητα δεν απέκτησαν εισόδημα, αντίκεινται και στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 αυτού του Συντάγματος με την οποία κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Α.3. Η ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, ως ειδικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, την οποία κατοχυρώνει ως ατομικό δικαίωμα το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν παρακωλύει τη θέσπιση από το νομοθέτη περιορισμών που τίθενται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, για λόγους προστασίας του δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος. Οι επιβαλλόμενοι κατά τα ανωτέρω περιορισμοί, ενόψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι και να συνάπτονται με τον σκοπό που επιδιώκει ο νόμος, επιβάλλεται δε πάντοτε να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, (βλ. ΣτΕ 1992/2005 Ολομ.)
Εν προκειμένω, η επιβολή της επίδικης φορολογικής επιβάρυνσης στο εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας ή ελεύθερου επαγγέλματος, αντίκειται προς τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις διότι αποτελεί εμπόδιο στην ελεύθερη και ακώλυτη άσκηση του επαγγέλματος των δικηγόρων και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τους οικονομικά ασθενέστερους εξ αυτών, στους οποίους ανήκω και εγώ, ως προς την επιλογή της συνεχίσεως ή μη της ασκήσεως της δραστηριότητας τους, ειδικά όπως εγώ η προσφεύγουσα η οποία αδυνατώ να έχω το ελάχιστο εισόδημα ώστε να μπορώ να ανταποκριθώ στην καταβολή του επίδικου τέλους, αφού όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίζω της οικονομικής κατάστασής μου τα τελευταία χρόνια τα εισοδήματά μου είναι ελάχιστα έως μηδενικά.

Επιπροσθέτως, η επιβολή του επίδικου τέλους επιτηδεύματος αντιβαίνει και στην κοινοτικής προελεύσεως επιταγή για διευκόλυνση της άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης των παροχών υπηρεσιών και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία αποτυπώνεται στην Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (Ε.Ε. L 176 της 27ης Δεκεμβρίου 2006) που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 3844/2010 (Α’ 63) [βλ. άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου και άρθρο 1 της Οδηγίας], καθόσον αποτελεί ένα ελάχιστο τέλος ασκήσεως του επαγγέλματος που οδηγεί στην αποθάρρυνση της ασκήσεως των σχετικών δραστηριοτήτων.


Α.4. Η εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 31 παρ.5 του Ν. 3986/2011, υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1167/2.8.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, και η οποία αποτελεί νόμιμο έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξης μου, στην διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 3 ορίζει ότι: «Η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή υποβολής αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθώς και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος», βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης και αντίκειται στην παρ. 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με τον ν. 2238/1994 (Α’ 151), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 7 εδ. α’ του ν. 3943/2011 (Α’ 66), στην οποία ορίζεται ότι: «6. Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκηθεί από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό πενήντα τοις εκατό του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών» και η οποία είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 4 του ν. 3986/2011 που ορίζει ότι: «Για την εν γένει διαδικασία επιβολής και βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994)».


Η βεβαίωση του φόρου πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία της δηλώσεως του φορολογουμένου, η οποία, ως αναγκαία ενέργεια, προηγείται της εκδόσεως του εκκαθαριστικού σημειώματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η καταλογιστική πράξη του φόρου χαρακτηρίζεται μεν με την προσβαλλόμενη πράξη ως «εκκαθαριστικό σημείωμα», δεν φέρει, όμως, χαρακτήρα εκκαθαριστικού σημειώματος, αφού η επιβολή του φόρου αυτού δεν έπεται της υποβολής σχετικής, κατά τούτο, δηλώσεως του φορολογουμένου αλλά ο φόρος (τέλος επιτηδεύματος) βεβαιώνεται οίκοθεν από την αρμόδια φορολογική αρχή. Συνεπώς, εφαρμοστέα ως προς το επίμαχο, εν προκειμένω, θέμα του ανασταλτικού ή μη αποτελέσματος της δικαστικής προσβολής του εκκαθαριστικού σημειώματος του τέλους, είναι η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ο δε επιβαλλόμενος με την προσβαλλόμενη πράξη αποκλεισμός της αναστολής εκτέλεσης της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, θα έπρεπε, για να είναι έγκυρος, να έχει τεθεί από τον ίδιο το ν. 3986/2011.


Συνεπώς, σε μένα την προσφεύγουσα παρανόμως και αντισυνταγματικώς μου επιβάλλεται ο ανωτέρω φόρος εκ της ιδιότητάς μου και μόνο ως δικηγόρος, αφού όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό, όπως και από τα εκκαθαριστικά των προηγούμενων ετών που προσκομίζω δεν έχω καθόλου εισοδήματα, και οι δικοί μου από το 2011 που ίσχυσε ο Νόμος για την επιβολή του επιτηδεύματος κάλυπταν το ποσό του φόρου αυτού από τα χρήματα της σύνταξής τους.
Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται, στα άρθρα 78 § 1, 5 § 1 και 25 § 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και των άρθρων 4 §§ 1 και 5 του Συντάγματος και θα έπρεπε για το λόγο αυτό να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη δηλαδή το εκκαθαριστικό μου με την οποία καταλογίστηκε στο πρόσωπό μου το επίδικο τέλος επιτηδεύματος, εξατομικεύοντας αντισυνταγματικό φορολογικό νόμο, λόγω αντίθεσης προς τα ως άνω αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματός μας, καθιστάμενης της καταλογιστικής του φόρου πράξης – εκκαθαριστικού τοιουτοτρόπως νομικά πλημμελής και για το λόγο αυτόν.


Εξάλλου, το τέλος επιτηδεύματος αποτελεί πολύ σοβαρό ζήτημα, καθώς, πέρα από το ότι αποτελεί ήδη ένα σοβαρό βάρος για κάθε δικηγόρο, μελλοντικά το ύψος τους μπορεί να προσαυξάνεται κατά το δοκούν, ανάλογα με τα κενά του κρατικού προϋπολογισμού. Ήδη η πρώτη προσαύξηση έγινε από τα 500 ευρώ στα 650 ευρώ και οροφή δεν υπάρχει. Όσο συνεχίζει να υφίσταται το «τέλος επιτηδεύματος» μπορεί να προσαυξηθεί και στα 1.000 ευρώ και στα 2.000 και στα 3.000 ευρώ. Και μάλιστα μπορεί να οδηγήσει το υπουργείο οικονομικών και στην πρόβλεψη νέων αντίστοιχων «τελών», όπως το σχεδιαζόμενο «τέλος κατοχής ΑΦΜ». Σημειώνεται ότι με σειρά αποφάσεων του ΣτΕ (2527, 2528, 2529, 2530/2013) το τέλος επιτηδεύματος κρίθηκε μεν ως συνταγματικό, πλην όμως έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες και τα οικονομικά δεδομένα επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκαν αυτές οι αποφάσεις του ΣτΕ. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε το τέλος επιτηδεύματος, αναφερόταν η επιβολή του έγινε μετά τη διαπίστωση «ότι πολύ μεγάλος αριθμός των εν λόγω κατηγοριών φορολογουμένων δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω του αφορολογήτου ορίου». Το σκεπτικό αυτό υιοθετείται και από το ΣτΕ. Σήμερα όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Καταρχήν το αφορολόγητο των 5.000 ευρώ έχει καταργηθεί και πλέον φορολογούμαστε από το 1ο ευρώ και μάλιστα με 26% κατώτατο συντελεστή και στο πραγματικό και στο τεκμαρτό εισόδημα. Επίσης, το ύψος του τέλους επιτηδεύματος έχει αυξηθεί από τα 500 στα 650 ευρώ. Και τέλος, οι οικονομικές και επαγγελματικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με το χρόνο έκδοσης των αποφάσεων του ΣτΕ.

ΠΕΜΠΤΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα αντισυνταγματικότητας της επιβολής του συντελεστή φόρου 26% σε συνδυασμό με την κατάργηση του αφορολόγητου στα άρθρα 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που μετατρέπει τη φορολογία εισοδήματος από προοδευτική σε αναλογική και μάλιστα υψηλή για τα μεσαία εισοδήματα και ως τέτοια δηλαδή υπέρμετρη φορολόγηση δεν αφήνει στα χαμηλά εισοδήματα ένα ελάχιστο εισόδημα συντήρησης με συνέπεια την στέρηση αναγκαίων αγαθών, ειδικά όταν το εναπομένον εισόδημα είναι κάτω του ορίου της φτώχειας
Α.1. Το άρθρο 4 & 5 του Συντάγματος ορίζει: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Η φορολογική επιστήμη διδάσκει ότι, η φορολογία εισοδήματος πρέπει, μεταξύ των άλλων, να είναι και Κοινωνικά δίκαιη, Πραγματικά Προοδευτική, Αναδιανεμητική του εισοδήματος, Απλή, κατανοητή και σταθερή. Το σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι κατά πόσο η « δίκαιη» κατανομή των φορολογικών βαρών επιτάσσει την θέσπιση αναλογικών ή προοδευτικών συντελεστών. Το ζήτημα κυρίως τίθεται ενόψει του ότι το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζει ότι η κατανομή των φορολογικών βαρών στους πολίτες πρέπει να γίνει « αναλόγως» της φοροδοτικής τους ικανότητας.


Γίνεται γενικά δεκτό (με την παραδοχή της θεωρίας της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας σε συνδυασμό με την αρχή της φορολογικής ισότητας) ότι η Προοδευτική Φορολογία συνάδει περισσότερο προς την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης ( Δ. Κόρσος, Δημοσιονομικό Δίκαιο, β, 78, Α. Ράϊκου, Η φορολογική εξουσία του Κράτους δικαίου (ανατ.) 22. Δ. Βλάχου, Η αρχή της ισότητας εις το Δημόσιον Δίκαιον , Α, 1950, 196). Η προοδευτική εξάλλου φορολογία θα πρέπει να θεωρηθεί επιβεβλημένη και υπό το πρίσμα της αρχής του Κοινωνικού Κράτους, ενόψει του ότι έτσι καθίσταται δυνατή η άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Αντίθετα η πρόβλεψη ενιαίου φορολογικού συντελεστή ( αναλογική φορολογία), ανεξάρτητα από το ύψος της φορολογητέας ύλης, δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της ισότητας, καθόσον οδηγεί στην όμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων (Δ. Κόρσος, Δημοσιονομικό Δίκαιο β’ , 78. Κ. Φινοκαλιώτη, Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και το Σύνταγμα σ. 127 ).
Ο Νομοθέτης κατά την διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος και την επιβολή των φορολογικών συντελεστών είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του αφενός με τις συνέπειες του καθορισμού υψηλών φορολογικών συντελεστών στην οικονομία και αφετέρου την ανάγκη περιορισμού των οικονομικών ανισοτήτων. Ο φορολογικός νομοθέτης οφείλει μετά από ενδελεχή εξέταση των υφιστάμενων την ορισμένη χρονική στιγμή οικονομικών συνθηκών και των προοπτικών που διαγράφονται για το μέλλον να διαμορφώσει την προοδευτικότητα της φορολογίας κατά τρόπο που να υλοποιείται η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Επιπροσθέτως η ευχέρεια του νομοθέτη σε σχέση με τη διαμόρφωση των φορολογικών συντελεστών δεν είναι απεριόριστη. Όρια θέτουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντ.) και η ελευθερία οικονομικής δράσης (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντ.)


Όπως δε τόνισε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (BVerfGE 4, 7 (17)), η επιβολή οικονομικών βαρών σε ύψος που να μην καταλείπεται στην ουσία στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία ευρύς χώρος για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, ενώ η υπέρμετρη φορολογία που επιβαρύνει σοβαρά την περιουσία ή το εισόδημα, προσβάλλει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ελευθερία του επαγγέλματος.
Σημαντική επίσης είναι η επίδραση της αρχής του Κοινωνικού Κράτους στη διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής. Όπως κατ’ επανάληψη τόνισε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Δ. Γερμανίας, η φορολογική πολιτική του Κοινωνικού Κράτους πρέπει να είναι κοινωνική πολιτική, με την έννοια της προστασίας και υποστήριξης των κοινωνικά ασθενέστερων τάξεων. Η αρχή αυτή δεν επιβάλλει μόνο την θετική ενίσχυση των τάξεων αυτών με παροχές, αλλά και τη μείωση ή και πλήρη απαλλαγή τους από την φορολογική επιβάρυνση. Από τη ίδια εξάλλου αρχή συνάγεται η υποχρέωση του Κράτους να επιδιώξει την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την επίτευξη δίκαιας κοινωνικής τάξης (BVerfGE 12,331 και 29, 412). O στόχος αυτός είναι δυνατό να επιτευχθεί εν μέρει τουλάχιστον με την προοδευτική φορολογία που επιβαρύνει τα μεγαλύτερα εισοδήματα με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και τα μικρότερα με χαμηλούς συντελεστές, και καθιστά δυνατή την αναδιανομή του πλούτου (BVerfGE 2, 180).


Α.2. Όπως, προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται παρακάτω ο φορολογικός νομοθέτης διαχρονικά κινείται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η μείωση τα ανώτατου φορολογικού συντελεστή από το επίπεδο του 60 – 63% στο 40% και την μείωση στο 33 %, είναι φανερό ότι ελαφρύνει ουσιαστικά τα υψηλά, τα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα.
Αντίθετα η συμπίεση όλων των κλιμακίων, μόνο σε δύο με συντελεστή 26% και 33% αντίστοιχα, μετατρέπει τη φορολογία εισοδήματος από προοδευτική σε αναλογική, και μάλιστα υψηλή για τα μεσαία εισοδήματα.
Για πρώτη φορά μεταπολεμικά, η φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων νομοθετήθηκε, με το ΝΔ 3323/55. Τα εισοδήματα διακρίθηκαν, ανάλογα με την προέλευσή τους, στις επτά (7) μέχρι και σήμερα γνωστές πηγές τους.


Καθορίστηκε ως αντικείμενο του φόρου, το καθαρό από κάθε πηγή εισόδημα, ως υποκείμενο το φυσικό πρόσωπο και οι προσωπικές εταιρείες. Ορίστηκε χρόνος επιβολής του φόρου, το οικονομικό έτος. Καθιερώθηκαν οι απαλλαγές, οι εκπτώσεις, οι μειώσεις, καθώς και ο υπολογισμός του φόρου, (φορολογική κλίμακα).
Στο αρχικό ΝΔ 3323/1955, επήλθαν τόσες τροποποιήσεις και μεταβολές, ώστε σήμερα, 50 χρόνια μετά, ίσως να έχει διατηρηθεί, μόνο ο «σκελετός» του.
Τα σημαντικότερα στοιχεία, που επιδρούν θετικά ή αρνητικά, στην τελική φορολογική επιβάρυνση, ή ελάφρυνση, εκτός από την κλίμακα του φόρου, είναι οι εκπτώσεις, οι μειώσεις από το εισόδημα, ή από τον φόρο κατά περίπτωση, τα αφορολόγητα ποσά, τα προστατευόμενα μέλη κλπ.

Διαχρονικά υπήρξαν διάφορες και ποικίλες, ατομικές ή και οικογενειακές δαπάνες, που μείωναν είτε τον φόρο, είτε το φορολογητέο εισόδημα. Αρκετές καταργήθηκαν, ενώ σε άλλες, περιορίσθηκε το ποσό για έκπτωση.
Τελευταία σε μια σειρά δαπάνες, περιορίστηκε ο υπολογισμός της έκπτωσης, με τελικό αποτέλεσμα, εκτός από τη σίγουρη φορολογική επιβάρυνση, να επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα, τόσο για την ισχύ τους, όσο και για τη διάρκειά της.
Εξέλιξη της κλίμακας του φόρου

ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ

Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, από 28% συμμετοχή στο συνολικό φορολογικό βάρος το 1961, συμμετείχαν με 50% το 2003, δηλαδή, αύξηση της συμμετοχής τους, κατά 22 μονάδες.
Οι έμποροι- βιομήχανοι από 49%, συμμετοχή το 1961, περιορίσθηκαν στο 23%, το 2003. Δηλαδή, μείωση της συμμετοχής τους, κατά 26 μονάδες. Συνέπεια όλων των παραπάνω και άλλων μεταβολών είναι, η βαθμιαία μετατροπή του φόρου εισοδήματος που από γενικό προοδευτικό φόρο, στον οποίο πρέπει να υπόκεινται όλοι οι φορολογούμενοι, για το σύνολο των εισοδημάτων τους, σε ένα επιλεκτικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται κύρια στο εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων.


Το αποτέλεσμα είναι, να μετατρέπεται το φορολογικό σύστημα αντίστροφα προοδευτικό, αφού τελικά επιβαρύνονται περισσότερο οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, από τις υψηλότερες, τόσο σε άμεσους όσο κυρίως σε έμμεσους φόρους.
Είναι πασίγνωστο ότι η έμμεση φορολογία, βαρύνει κατά πολύ μεγάλο ποσοστό, το από χρόνια καθηλωμένο, σε χαμηλά επίπεδα εισόδημα, της συντριπτικής πλειοψηφίας των μισθωτών, των συνταξιούχων, των νέων, των ανέργων και όλων των πλατιών λαϊκών στρωμάτων.


Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι, ή συνολική φορολογική επιβάρυνση (όλοι οι φόροι άμεσοι και έμμεσοι), από 21% του Α.Ε.Π., που ήταν το 1970, ανήλθε στο 38%, το 1999, σχεδόν διπλασιάστηκε.
Από τα παραπάνω παρατιθέμενα στοιχεία προκύπτει ότι όσο περνάνε τα έτη ο φόρος των μεγάλων εισοδημάτων μειώνεται ενώ το ίδιο διάστημα η χώρα φτώχαινε καθώς επιμέριζε το βάρος της φορολογίας στα φτωχότερα οικονομικά στρώματα, δοθέντος ότι σε όλες τις χώρες τα υψηλά εισοδήματα φορολογούνται με μεγαλύτερους συντελεστές ( πχ. Γαλλία φτάνει ο ανώτατος συντελεστής μέχρι το 75%). Συνεπώς εγώ καλούμαι να καταβάλλω φόρο και να υπερφορολογηθώ με συντελεστή 26 % και μάλιστα επί ενός τεκμαρτού ποσού εισοδήματος, το οποίο ουδέποτε απέκτησα ενώ τα υψηλότερα οικονομικά στρώματα φορολογούνται με φορολογικό συντελεστή 33 % . Έτσι αν ο φόρος επιμεριζόταν στα οικονομικά πιο εύρωστα στρώματα δεν θα τα επιβάρυνε με τον ίδιο βαθμό που επιβαρύνει εμένα και μάλιστα εξοντωτικά γιατί δεν μου αφήνει καν ένα ελάχιστο εισόδημα συντήρησης, την στιγμή που στην Ιταλία και Ισπανία χώρες που επίσης πλήττονται από την οικονομική κρίση το αφορολόγητο ουδέποτε καταργήθηκε και μάλιστα από φέτος επανήλθε και στις δύο χώρες στα 12.000 ευρώ.
Μάλιστα το όριο της φτώχειας πάλι δεν δύναται να είναι ασφαλής δείκτης, διότι προστατεύει από την εξαθλίωση. Όμως σε μια ευνομούμενη πολιτεία, ο πολίτης δεν μπορεί να προστατεύεται παρά μόνο στην εσχατιά αυτή, αλλά και ΠΡΙΝ φτάσει σε αυτή. Δηλαδή το όριο προστασίας, το αφορολόγητο πρέπει να αφήνει ένα εισόδημα σαφώς άνω των 7.178 ευρώ που είναι το όριο της φτώχιας. Και στην περίπτωση αυτή μπορούμε να τοποθετήσουμε τον πήχη του αφορολόγητου στα 8.000 ευρώ τουλάχιστον, αν θέλουμε να κάνουμε λόγο για αξιοπρέπεια στον φορολογούμενο εργαζόμενο.


ΕΚΤΟΝ: Νομική πλημμέλεια ένεκα αντισυνταγματικότητας της επιβολής με το άρθρο 52 του Ν. 2238/1994 προκαταβολής του φόρου του 55% , στα άρθρα 4 παρ. 5, 2 παρ.1, 25 παρ. 1 δ’, και 78 του Συντάγματος.

Α.1. Από τις διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου. Κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεώς του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου.


Στο άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.»


Με διάταξη του άρθρου 25 § 1 δ’ του Συντάγματος αναγνωρίστηκε ρητά η αρχή της αναλογικότητας. Κατά την αρχή αυτή η κρατική επέμβαση δικαιολογείται να περιορίσει τα συνταγματικά δικαιώματα και γενικά την ελευθερία του ατόμου μόνο σε όση έκταση συντρέχει ανάγκη θεραπείας του δημόσιου συμφέροντος (βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ 3742/1977, 3521-2/1992, 2829/1993, 1917/1998). Κατά την αρχή της αναλογικότητας, το είδος και η έκταση της κρατικής επέμβασης δικαιολογείται ως μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλ. της προστασίας του γενικού συμφέροντος, μόνο εφόσον τελεί σε σχέση αναλογίας προς τούτο (ΣτΕ 2112/1963, 58, 1303 και 3704/1977, 1340/1982, 2445/1992, 1917, 4175/1998, 2245/1999, 2522/2000, 867/2002, ΑΠ 17/2001, ΕΔΚΑ, 2001, σ. 917, ΑΠ 899/2002, ΕλΔνη, 2002, σ. 771). Κατ’ άλλη διατύπωση: ο περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος πρέπει να είναι μόνο ο αναγκαίος και να συνάπτεται προς τον σκοπό που επιδιώκει ο νόμος (ΣτΕ 2112/1984, 1416/1989, 4051/1990). Διότι, όταν ένα μέτρο δεν είναι αναγκαίο, τότε καθίσταται δυσανάλογο με τον περιορισμό που επιβάλλει ο νόμος. Ειδικότερα, η αρχή αυτή συνιστά σύνθεση των αρχών της ισότητας (ενώπιον του νόμου αλλά και του ίδιου του νόμου) και της επιείκειας. Έτσι, επαληθεύεται ότι δεν ισχύει ανεξέλεγκτη η αρχή της σκοπιμότητας. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί μια από τις πληρέστερες εκφράσεις της αρχής της νομιμότητας και είναι συνταγματικού επιπέδου. Εξάλλου, η αρχή αυτή γίνεται δεκτή τόσο στο δίκαιο της ΕΣΔΑ (βλ., ενδεικτικά, ΕΔΔΑ, ΑΕ Κούτρας, 16-11-2000, ΕΔΚΑ, 2001, σ. 501) όσο και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., ενδεικτικά, ΔΕΚ, Garage Molenheide BVBA κλπ., 18-12-1997, Συλλογή, 1997, Ι, 72-81 και ακόμα ΣτΕ 5116/1996).


Α.2. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε σε βάρος μου το από 04/06/2014 Εκκαθαριστικό Σημείωμα Φόρου Εισοδήματος Οικονομικού Έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . . ./471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης 26. . . ., με το οποίο μου καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € . Βάσει της ως άνω διάταξης (άρθρο 52) του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πάνω στο ποσό του φόρου αυτού που καλούμαι να πληρώσω με ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΦΟΡΟΔΟΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ, αφού κατά το προηγούμενο έτος δεν πραγματοποίησα καθόλου έσοδα, μου επιβλήθηκε με το εκκαθαριστικό μου και προκαταβολή φόρου 55% το φόρου που προέκυψε από τον βεβαιωτικό αυτόν τίτλο για το φόρο που αναλογεί στον αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματός μου, ήτοι μου καταλογίστηκε το ποσό ευρώ 414,26 ως προκαταβολή φόρου για το επόμενο οικονομικό έτος.

Όπως γίνεται ξεκάθαρα κατανοητό βάσει του ως άνω τρόπου φορολόγησής μου, στερούμαι παντελώς των συνταγματικών μου δικαιωμάτων χωρίς να γίνεται συνεκτίμηση της παρούσας οικονομικής μου κατάστασης και φοροδοτικής ικανότητάς μου, αφού σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται η προκαταβολή του φόρου που μου ζητά η φορολογική αρχή να πληρώσω προς την φοροδοτική μου ικανότητα. Πώς είναι δυνατόν να είναι σύννομη και συνταγματική η αξίωση του Δημοσίου για προκαταβολή του φόρου αυτού για το επόμενο οικονομικό έτος, όταν ήδη παραπονούμαι για την παρούσα οικονομική μου κατάσταση ότι αδυνατώ να πληρώσω τον φόρο εισοδήματος και το τέλος επιτηδεύματος για τον διανυόμενο οικονομικό έτος, όταν φοροδοτικά έχω εξαντληθεί και μάλιστα εδώ και χρόνια ανήκω σε αδύναμη ειδική κατηγορία αφού από την μία δεν μπορώ να πραγματοποιήσω ένα ελάχιστο εισόδημα και από την άλλη το Κράτος μου επιβάλλει σωρεία δημοσίων βαρών μέσω της φορολόγησής μου αλλά και της καταβολής των ασφαλιστικών μου εισφορών που υποχρεώνομαι να καταβάλω. Διότι μπροστά πλέον στο εισπρακτικό συμφέρον του Δημοσίου που έχει αναχθεί σε λόγο δημοσίου συμφέροντος, με χρεώνουν σε απίστευτο βαθμό με μία σειρά βαρών που πρέπει να ανταποκριθώ συντρίβοντας το ατομικό μου δικαίωμα στην επιβίωση, ανθρώπινη αξιοπρέπεια και αυτοσυντήρηση. Για την πραγμάτωση και τήρηση του άρθρου 4, παράγραφος 5 του Συντάγματος, που επιτάσσει την συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός πρέπει να υπάρχει πραγματική φοροδοτική ικανότατα από μέρους του φορολογούμενο και τα εισοδήματά του να αποδεικνύονται ότι είναι πραγματικά, διαπιστωμένα και γνωστά.

Μόνο κατά αυτόν τον τρόπο ο φορολογούμενος θα μπορέσει να συνεισφέρει πραγματικά ανάλογα με τις δυνάμεις του στα δημόσια βάρη. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να προκαταβάλλεται φόρος για εισοδήματα που ακόμη δεν έχουν εισπραχθεί, δεν έχουν βεβαιωθεί και ενδεχομένως δεν θα αποκτηθούν; Καλούμαι λοιπόν ως πολίτης και ως φορολογούμενη να προκαταβάλω φόρο επί εισοδημάτων που δεν έχω αποκτήσει και είναι εντελώς αβέβαιο αν θα αποκτήσω, αφού είναι βέβαιο ότι δεν έχω αντίστοιχη οικονομική δραστηριότητα κατά το διανυόμενο έτος, ώστε να έχω την αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα και τα αντίστοιχα εισοδήματα, επί των οποίων θα πρέπει να υπολογιστεί η ανάλογη συνεισφορά μου στα δημόσια βάρη, κατά την ως άνω συνταγματική επιταγή.

Έτσι, η επιβαλλόμενη σε μένα υποχρέωση για προκαταβολή φόρου για το διανυόμενο έτος γίνεται κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής επιταγής του άρθρου 4, παράγραφος 5, αφού είναι προφανές ότι η επιβάρυνσή μου αυτή δεν είναι ανάλογη με τις δυνάμεις μου, επειδή η έννοια του “ανάλογου” προϋποθέτει, όπως είναι φυσικό και ευνόητο, γνωστό, δεδομένο, νόμιμα διαπιστωμένο και ορισμένο μέγεθος εισοδήματος, από το οποίο καλούμαι ως πολίτης να συνεισφέρω με τη μορφή του φόρου για τα δημόσια βάρη».
Και σαν να μην έφθανε η παραβίαση της βασικής συνταγματικής επιταγής του άρθρου 4, παραβιάζεται με την προκαταβολή του φόρου εισοδήματος και άλλη συνταγματική ρύθμιση, το άρθρο 78, αφού η διάταξη αυτή απαιτεί ο φόρος να επιβάλλεται και να υπολογίζεται επί “υποκειμένου φορολογίας” (δηλαδή επί εισοδήματος ή περιουσίας) και όχι επί άλλου φόρου, δηλαδή του φόρου της προηγούμενης χρονιάς, αφού αυτός ο φόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκείμενο φορολογίας (εισόδημα).


Με όλα αυτά ζητείται να μην αξιώνει το κράτος από τον πολίτη προκαταβολή φόρου για μη πραγματοποιηθέντα εισοδήματα, αλλά να αναμείνει την πραγματοποίησή τους, τη διαπίστωση και τη βεβαίωσή του. Το γεγονός ότι υπάρχει στο άρθρο 53 του Νόμου 2238/94 πρόβλεψη για μείωση του προκαταβληθέντος φόρου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού ο πολίτης έχει υποχρεωθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος της οφειλής και, παράλληλα, σε καμιά περίπτωση δεν αίρεται μία παράνομη και αντισυνταγματική ενέργεια της πολιτείας από τη δυνατότητα προσβολής αυτής.


ΕΠΕΙΔΗ η παρούσα Προσφυγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής, ασκείται δε αρμοδίως κατά τόπο και καθ΄ ύλην ενώπιον της ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή μου.
Να ακυρωθεί μερικά ή ολικά ή να τροποποιηθεί το από 04/06/2014 Εκκαθαριστικό Σημείωμα Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . /471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης 26. . ., με το οποίο καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € .


Αντίκλητό μου ορίζω με την παρούσα προσφυγή μου: την . . . .. .. του Ελευθερίου, συνταξιούχο ΟΤΕ, κάτοικο Αθηνών και επί της οδού . . .. .. .. . . αριθ. 27, Γκύζη, με ΑΔΤ. ΑΖ . . . .. . … του Τ.Α. Κυψέλης, (τηλέφωνο επικοινωνίας : 210- , , , ,, , , 6973-. . . .. ).

Αθήνα
Η ΑΙΤΟΥΣΑ
(ακολουθεί συγκριτικός πίνακας)

ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΘ’ ΕΤΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΒΑΡΩΝ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΑΠΟΜΕΝΟΝΤΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΟΤΑΝ ΑΥΤΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΒΑΡΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΤΗΣΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ.
(Mπορουν να προστεθουν το ΕΕΤΗΔΕ, τα τελη υδρευσης, και αλλα)

ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ


Ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών
της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων
του Υπουργείου Οικονομικών

Δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΓ’ Αθηνών (και πρών ΙΘ’), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού Λευκάδας 47α & Ευελπίδων
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ κατ’ άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και 70Β ν.2238/1994
Της . . .. . . . . . . . . του Γεωργίου , Δικηγόρου Αθηνών με ΑΜ . . . .. . ΔΣΑ, ΑΦΜ . . .. . . . . . ., κατοίκου Αθηνών, οδό . . . . . . αριθμός 27 –Γκύζη, με ΑΔΤ. ΑΚ . . .. . . . . του Τ.Α. Κυψέλης.

ΠΕΡΙ

Αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό 50%, (ήτοι του ποσού ευρώ 914,50) του αμφισβητούμενου ποσού εκτέλεσης του από 04/06/2014 Εκκαθαριστικού Σημειώματος Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου .. . . . ./471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης . . .. . .. . , με το οποίο καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € , κατά του οποίου έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή

Προσφεύγω, αιτούμενη την αναστολή εκτέλεσης του από 04/06/2014 Εκκαθαριστικού Σημειώματος Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . .. . . /471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης . . … . . .. . , με το οποίο καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 € , ως προς το ποσό της καταβολής, που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 70Β του Ν. 2238/1994 αφού με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιώνεται άμεσα από την φορολογική αρχή και καταβάλλεται ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, το οποίο καταβάλλεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Ενώπιών Σας, για τους εξής, κυρίως, λόγους :

ΠΡΩΤΟΝ. Η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα μου επιφέρει ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΗΤΗ ΒΛΑΒΗ, δεδομένου ότι αδυνατώ να καταβάλω άμεσα το 50% του ποσού του φόρου, ήτοι το ποσό εννιακοσίων δέκα τεσσάρων και πενήντα (914,50) ευρώ, στο οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση αφού στερούμαι των απαραίτητων οικονομικών πόρων με αποτέλεσμα υπό την ισχύ της πράξης αυτής και αν τελικά δεν μου δώσετε την αναστολή να ενεργοποιηθεί άμεσα η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στο πρόσωπό μου και να απειλείται άμεσα ο πλειστηριασμός της ψιλής κυριότητας της οικίας με την σε αυτό ανήκουσα αποθήκη, στην οποία διαμένω μαζί με τους γονείς μου και η οποία αποτελεί την μοναδική μας και πρώτη κατοικία, οι οποίοι με γονική παροχή μου μεταβίβασαν όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο Ε9 εν λόγω ακινήτου μου και η οριστική απώλεια του στο μέλλον.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα με επίκληση εκκαθαριστικά σημειώματα της Δ.Ο.Υ. ΙΘ’ Αθηνών τα εισοδήματά μου από ελευθέριο επάγγελμα ως δικηγόρος και κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη, διαμορφώνονται ως εξής :


• οικονομικό έτος 2010 ——————————– 1.182,35 ευρώ
• οικονομικό έτος 2011 ——————————– 1.652,35 ευρώ
• οικονομικό έτος 2012———————————- 529, 41ευρώ
• οικονομικό έτος 2013 ——————————– 1.595,88 ευρώ
• οικονομικό έτος 2014 ——————————–ΤΕΚΜΑΡΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ 3.000 ευρώ
Η άμεση εκτέλεση της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης θα έχει ως συνέπεια την οικονομική μου καταστροφή, γεγονός που θα μου επιφέρει σημαντική οικονομική βλάβη. Συνεπώς, η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα μου προκαλέσει σημαντική υλική βλάβη, η οποία θα είναι ανεπανόρθωτη, άλλως δυσχερώς επανορθώσιμη.


Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία έτη έχω απολέσει σχεδόν το 100% του εισοδήματός μου και έχω υποστεί καίρια οικονομική βλάβη λόγω της ραγδαίας πτώσης της επαγγελματικής μου δραστηριότητας. Αυτό περίτρανα αποδεικνύεται από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των τελευταίων πέντε ετών αλλά και από τις μηδενικές σχεδόν δηλώσεις ΦΠΑ, επίσης των τελευταίων τριών ετών, από τις οποίες συνάγεται ότι έχω διακόψει πλήρως την επαγγελματική μου δραστηριότητα και ουδέν εισόδημα πορίζομαι από αυτή. Επιπροσθέτως δεν διαθέτω καν δική μου επαγγελματική έδρα, έχοντας δηλώσει το σπίτι των γονέων μου ως έδρα μου και στην οποία οικεία είμαι φιλοξενούμενη αφού αδυνατώ να προσποριστώ τον εαυτό μου και να καταβάλλω ένα στοιχειώδες ενοίκιο συντηρώντας αυτοτελώς τον εαυτό μου.
Πιο συγκεκριμένα, τα ετήσια προσωπικά μου εισοδήματα από την επαγγελματική μου δραστηριότητα, είναι σχεδόν μηδενικά, που σημαίνει ότι βάσει της προσβαλλόμενης πράξης καλούμαι να πληρώσω φόρο, που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στα εισοδήματα μου, αλλά και στην εν γένει φοροδοτική μου ικανότητα.


Παράλληλα τα τελευταία 2 χρόνια κάνω προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, παρακολουθώντας κάποια σεμινάρια επιμόρφωσης για την καλύτερη κατάρτισή και επιστημονική μου γνώση και προετοιμασία. Η προετοιμασία αυτή καθώς και η μελέτη, απορροφά τις περισσότερες ώρες της ημέρας με αποτέλεσμα όσο διαρκεί η προσπάθειά και επιμόρφωσή μου αυτή, οι γονείς μου να με στηρίζουν οικονομικά προκειμένου να ανταπεξέλθω στα καθημερινά μου έξοδα, αφού πρακτικά είναι αδύνατον κάποιος να κάνει μια τέτοια προετοιμασία και να εργάζεται με πλήρες ωράριο. Συνεπώς εξαιτίας της παρούσας κατάστασής μου με την προετοιμασία δεν έχω αποκτήσει το προαναφερόμενο τεκμαρτώς προσδιορισθέν εισόδημα από την άσκηση του ελευθερίου επαγγέλματος μου, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών από τον
ίδια, που αφορούν την προσωπική μου κατάσταση, κατά τα προαναφερόμενα.
Βάσει αυτών των δεδομένων είναι προφανές ότι αδυνατώ πλήρως να καταβάλω το 50% του ποσού του φόρου που μου καταλογίζεται με το εκκαθαριστικό μου.


ΔΕΥΤΕΡΟΝ. Μη εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και παραγράφου 3 του άρθρου 70Β του Ν. 2238/1994 ως αντικείμενη στα άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στο άρθρο 17 παρ. 2, και άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ` του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ` Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της “δίκαιης δίκης”, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 3087/2011 Ολομ.,1583/2010 Ολομ., 3470/2007 Ολομ., 647/2004 Ολομ.) και οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου.
Περαιτέρω, η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ` του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ` Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν , κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του είδους και του ύψους της ποινής, που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιόποινης πράξης, εφόσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητας.


Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το ΔΣΑΠΔ έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες.


Επίσης, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος (“κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά για δημόσια ωφέλεια … και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση”), στέρηση της ιδιοκτησίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποτελεί όχι μόνο η αφαίρεση της κυριότητας αλλά και ο ουσιώδης περιορισμός των εξουσιών του ιδιοκτήτη που απορρέουν από αυτή, αφού χωρίς αυτές η ιδιοκτησία καθίσταται αδρανής και κενή ουσιαστικού περιεχομένου. Ορίζεται, όμως στο άρθρο 18 παρ. 5 του ίδιου Συντάγματος ότι “μπορεί να προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας, που απαιτείται από τις περιστάσεις”. Toιουτοτρόπως, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη περιορισμών, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για λόγους εξυπηρετήσεως του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, αναγόμενους ιδίως στο δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσεως ή απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι με αυτούς τους περιορισμούς δεν αχρηστεύεται ουσιαστικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.


Ανάλογες ρυθμίσεις περιλαμβάνει όμως και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε, μαζί με τη σύμβαση, αρχικά με το νόμο2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων, στο οποίο ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεσπίζεται κατ΄ αρχήν γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της εν γένει ακίνητης ή άλλης φύσεως περιουσίας και ότι δεν αποκλείεται μεν για λόγους δημόσιου συμφέροντος η παρέμβαση του κράτους στο δικαίωμα αυτό του προσώπου με την έννοια της αφαίρεσης της ιδιοκτησίας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος με τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, πάντοτε όμως με την προϋπόθεση ότι υπάρχει λογική αναλογική σχέση μεταξύ της ενέργειας αυτής και του επιδιωκόμενου σκοπού, προϋπόθεση που δεν υφίσταται, όταν με αυτό τον τρόπο το άτομο στερείται της ιδιοκτησίας του χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση, αντίστοιχη προς την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της καταβολής της.


Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι είναι επιτρεπτή, με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, ΜΟΝΟΝ εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αναιρώντας ή αποδυναμώνοντάς το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (Ολ. ΑΠ 896/85, 1/1982).
Στην, κατά τα ανωτέρω, προεκτεινόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά” (Ολ.Α.Π. 31/2007, Ολ.Α.Π. 40/1998).


Η πρόβλεψη συνεπώς της παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και άρθρου 70 Β παρ. 4 σύμφωνα με την οποία για την αναστολή εκτέλεσης της βεβαίωσης του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που βεβαιώνεται και καταβάλλεται στη φορολογική αρχή άμεσα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, για την «εκδίκαση» της οποίας η αρμοδιότητα ανήκει πλέον αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία αποφαίνεται σε περιπτώσεις επίκλησης από το φορολογούμενο “ανεπανόρθωτης βλάβης”, είναι προφανές ότι υπερβαίνει τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 3087/2011 Ολομ.,1583/2010 Ολομ., 3470/2007 Ολομ., 647/2004 Ολομ.), διότι η ανάθεση της παραγωγής δικαιοδοτικού έργου σε διοικητικά όργανα τα οποία υποκαθιστούν τα αμερόληπτα λειτουργούντα δικαστήρια, τα οποία αποφασίζουν επί των αμφισβητήσεων και επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων φορολογικής φύσεως, με αποτέλεσμα οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση αυτή να είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο.


Περαιτέρω, αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, διότι η προβλεπόμενη από το νόμο Κύρωση του αποκλεισμού του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο που προσβάλει ευθέως τον πυρήνα του δικαιώματος σε έννομη προστασία δεδομένου ότι στερεί από τον πολίτη τον φυσικό του Δικαστή, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα, δυσανάλογη προς την «ανάγκη» για γρήγορη εισροή των βεβαιωμένων φόρων στο δημόσιο ταμείο.


Ανίσχυρη επίσης είναι η πρόδηλης και κραυγαλέας αντισυνταγματικότητας διάταξη της υποπαραγράφου Α.5 του ν. 4152/2013 που εισάγει άγνωστο στο δικαιϊκό μας σύστημα τεκμήριο «γνώσης», από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (20 ημέρες για την απόφαση επί της αίτησης αναστολής και 60 ημέρες από την απόφαση επί προσφυγής)!!! Και ναι μεν οι δυσμενείς συνέπειες που επιφέρει το εν λόγω τεκμήριο «γνώσης», μετριάζονται κάπως στην περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής (για την οποία υπάρχει στην παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και στο το άρθρο 70Β παρ. 8 πρόβλεψη προσφυγής, μετά την απόρριψή της, στα Διοικητικά Δικαστήρια), στην περίπτωση όμως ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ [ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΚΔΙΚΑΣΗ» ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ, αλλά η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το εν λόγω τεκμήριο «γνώσης» (από την ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ) όχι απλώς της απόρριψης της αίτησης αναστολής, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το φορολογούμενο, έχει ως αποτέλεσμα να παραβιάζεται (και) η αρχή της ισότητας των διαδίκων και κατά συνέπεια αντίκεινται ευθέως στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.


Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 ΚπολΔ. εξειδικεύεται στο χώρο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου η ως άνω θεμελιώδης και μη αναθεωρήσιμη συνταγματική αρχή της ισότητας των ελλήνων ενώπιον του νόμου ως δικονομική ισότητα ή ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου και του νόμου, καθόσον το πρώτο σκέλος της διάταξης « οι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις» υποδηλώνει την ίση μεταχείριση των διαδίκων στο νόμο ταυτοχρόνως όμως διευρύνεται η συνταγματική διάταξη δεδομένου ότι στη ρύθμιση του ΚπολΔ γίνεται λόγος για διαδίκους γενικά και όχι μόνο για έλληνες. Η εφαρμογή αυτής της ειδικής μορφής ισότητας δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στους έλληνες πολίτες, όπως γίνεται στη Συνταγματική διάταξη, δεν διακρίνει αυτή μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, αντιθέτως το πεδίο εφαρμογής της καλύπτει όλους όσους έχουν την ιδιότητα του διαδίκου.


Επίσης η εν λόγω αρχή κατοχυρώνεται και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων της 19 Δεκεμβρίου 1966 το οποίο κυρώθηκε στην Ελλάδα με τριάντα χρόνια καθυστέρηση με τον ν. 2462/1997 και το οποίο ορίζει χαρακτηριστικά ότι «οι πάντες είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων. Πάν πρόσωπον έχει το δικαίωμα όπως η υπόθεσης του ακουστεί κατά τρόπον ίσον και δίκαιον δημοσία υπό αρμοδίου δικαστηρίου, ανεξαρτήτου και αμερόληπτου... ...».
Επιπλέον και στο άρθρο 6 I της ΕΣΔΑ όπου ορίζεται ότι « Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσης του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος......», σε συνάρτηση με το άρθρο 14 ΕΣΔΑ που αναφέρεται στην απαγόρευση των διακρίσεων όσον αφορά τη χρήση των αναγνωριζόμενων από την παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών, βρίσκει κατοχύρωση η αρχή της ισότητας των διαδίκων.
Συνεπώς η ως άνω θεμελιώδης και μη αναθεωρήσιμη συνταγματική αρχή της ισότητας των ελλήνων ενώπιον του νόμου ως δικονομική ισότητα ή ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου και του νόμου που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, που επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας, παραβιάζεται από την διάταξη του Ν. 4152/2013 και το Ν. 2238/1994 με την οποία αναγνωρίζεται υπέρ του δημοσίου προκλητικά ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα όχι απλώς της απόρριψης της αίτησης αναστολής ή/και της προσφυγής, αλλά και της λήψης γνώσης της τεκμαιρόμενης απόρριψης από το φορολογούμενο δίχως καν υποχρέωση κοινοποίησης απόφασης με υποτυπώδη έστω αιτιολογία, έχει ως αποτέλεσμα να τίθεται το δημόσιο σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του φορολογούμενου.


Να ληφθεί δε υπόψη, ότι το τεκμήριο αυτό «γνώσης» προβλέφθηκε έτσι, διότι προφανώς, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ούτε μπορεί (ούτε θέλει) να εκδώσει αποφάσεις με σαφή, ειδική και πλήρη αιτιολογία, ιδίως δε με αιτιολογία, που να απαντά επαρκώς, με νομικούς ισχυρισμούς στους ισχυρισμούς του παραπονούμενου πολίτη. Η πρόβλεψη συνεπώς της μη κοινοποίησης απόφασης από την οποία τεκμαίρεται λήψη γνώσης της απορριπτικού χαρακτήρα της (δίχως καμία αιτιολογία), είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίκεινται στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.


Εξ άλλου, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει» δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, διέπει όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, και την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 3470/2007 Ολ., 1579/2008).

Δεδομένου ότι και σε συνδυασμό με την πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 της σύμφωνα με την οποία ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη, είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, διότι το δικαίωμα καθίσταται σαφώς δυσχερέστερο (αν όχι αδύνατο), καθώς στην πράξη δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διότι αυτή διατάσσεται «ΜΟΝΟ αν το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως βάσιμο» [άρθρο 209Α του ως άνω Κ.Διοικ.Δικ., που προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010 (φ. Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011]. «Περίπτωση» όμως «πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος» συντρέχει «ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και, πάντως, ΟΧΙ όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του» [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011].


Δεδομένου συνεπώς ότι δεν υπάρχει σήμερα «πάγια νομολογία» (στο βαθμό που να δημιουργείται ασφάλεια δικαίου), δεν πληρείται η προϋπόθεση για τη χορήγηση αναστολής και συνεπώς «ελλείψει πάγιας νομολογίας» δεν μπορεί να πιθανολογηθεί από το δικαστήριο της αναστολής η «πρόδηλη βασιμότητα» του κυρίου ενδίκου μέσου (ή βοηθήματος), με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν των αιτήσεων αναστολής να απορρίπτονται. Άρα στο στάδιο αυτό της δίκης και σε συνδυασμό με την παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και το άρθρο 70Β παρ. 3. Ν.2238/1994, για να ασκήσει ο φορολογούμενος παραδεκτά έφεση, υποχρεούται να καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου δικαστικά ποσού της προσβαλλόμενης πράξης που βεβαιώνεται άμεσα με την δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου [το πρώτο 50% βεβαιώθηκε άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του φορολογούμενου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και παρ. 3 του άρθρου 70Β, του Ν.2238/1994], δίχως ο φορολογούμενος να έχει στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να στερείται της δυνατότητας να εκθέσει τα παράπονα του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι στην περίπτωση αυτή η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη).


Και ναι μεν με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 προβλέπεται τυπικά νομοθετικώς η άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, πλην όμως κατά την κοινή πείρα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Χώρα, όπως τις γνωρίζουμε και αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω, η ρύθμιση αυτή, αποτελεί ανεπίτρεπτο συνταγματικά περιορισμό που λόγω της οικονομικής αδυναμίας των σκληρά φορολογούμενων πολιτών να καταβάλλουν το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου (με συνέπεια τυχόν ασκηθείσα έφεση να είναι απαράδεκτη), οδηγεί στον αποκλεισμό ουσιαστικά του δικαιώματος πρόσβασης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον πυρήνα του δικαιώματος σε έννομη προστασία και στερώντας τον πολίτη από τον φυσικό του Δικαστή.


Τέλος η πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρο 63 Ν. 4174/2013 και του άρθρου 70 Β παρ. 4 σύμφωνα με την οποία για την αναστολή εκτέλεσης της βεβαίωσης του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που βεβαιώνεται και καταβάλλεται στη φορολογική αρχή άμεσα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, για την «εκδίκαση» της οποίας η αρμοδιότητα ανήκει πλέον αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης η οποία αποφαίνεται σε περιπτώσεις επίκλησης από το φορολογούμενο “ανεπανόρθωτης βλάβης”, είναι προφανές ότι υπερβαίνει τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, διότι για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής αρμόδια ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ πλέον αμερόληπτα και νομίμως λειτουργούντα δικαστήρια, τα οποία να αποφασίζουν επί των αμφισβητήσεων και επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων φορολογικής φύσεως, αλλά η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης που συγκροτείται από υπαλλήλους του ΥΠΟΙΚ, με αποτέλεσμα οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση αυτή να είναι υπέρμετρες, σε σημείο ώστε να αναιρούν το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στην προεκτεινόμενη εκδοχή της οποίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, όπως οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά των φορολογούμενων, που απομειώνουν την ιδιωτική περιουσία κατά το ισόποσο της απαίτησης της φορολογικής αρχής από τον φορολογούμενο. Περαιτέρω, αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, διότι η προβλεπόμενη από το νόμο Κύρωση της αφαίρεσης της ιδιοκτησίας με στέρηση ταυτόχρονα του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα δυσανάλογη προς την «ανάγκη» για γρήγορη εισροή των βεβαιωμένων φόρων στο δημόσιο ταμείο.


Η αφαίρεση της ιδιοκτησίας με στέρηση ταυτόχρονα του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας κατά το ισόποσο του ΣΥΝΟΛΟΥ της απαίτησης της φορολογικής αρχής έναντι του φορολογούμενου, η οποία (απαίτηση), δύναται όχι απλώς να είναι εσφαλμένη, αλλά και καταφανώς παράνομη ή και σκόπιμη, ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ με την ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 που προβλέπει ότι ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το υπόλοιπο 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη. Το δικαίωμα «της δυνατότητας αναστολής εκτελέσεως ΜΟΝΟ αν το ένδικο μέσο κρίνεται προδήλως βάσιμο» [άρθρο 209Α του ως άνω Κ.Διοικ.Δικ., που προστέθηκε, μετά το άρθρο 209, με το άρθρο 38 του ν.3900/2010 (φ. Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011] είναι άνευ ουσίας, διότι ως προελέχθη, «περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος» συντρέχει «ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία και, πάντως, ΟΧΙ όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του» [ΣτΕ. ΕπΑν 496/2011].
Σε κατακλείδα, η κατάσταση που δημιουργείται από τη θέσπιση και ακώλυτη εφαρμογή των άρθρων 34 και 22 παρ. 3 του ν. 3900/2010 και της υποπαραγράφου Α.5 του ν. 4152/2013 με υποχρέωση καταβολής ποσοστού 100% της οφειλής, για την αμφισβήτηση μιας φορολογικής πράξης, τέλους ή προστίμου, το οποίο δύναται, όχι απλώς να είναι εσφαλμένο, αλλά και καταφανώς παράνομο ή και σκόπιμο, ήτοι του ΣΥΝΟΛΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ μέχρι και το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης επί τυχόν προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια [50% άμεσα κατά την έκδοση της δυσμενούς πράξης κατά του φορολογούμενου + 50% με την δημοσίευση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου αν ασκηθεί προσφυγή = 100% βεβαίωση με ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής της αμφισβητούμενης οφειλής] και μάλιστα α) ΔΙΧΩΣ να διασφαλίζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, β) ΔΙΧΩΣ καμία πρακτικά πιθανότητα χορήγησης αναστολής [αφού η «εκδίκαση» της σχετικής αίτησης δεν ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα των αμερόληπτων και νομίμως λειτουργούντων Διοικητικών Δικαστηρίων, αλλά στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης στην οποία ως εισηγητές ορίζονται υπάλληλοι του ΥΠΟΙΚ που ΔΕΝ διαθέτουν νομικές γνώσεις], γ) ΔΙΧΩΣ τη δυνατότητα αναστολής της απόφασης που εξέδωσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και άρα στέρηση του δικαιώματος του φορολογούμενου να εκθέσει τα παράπονά του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (αν αδυνατεί -που αδυνατεί- να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, έχοντας ήδη καταβάλει το υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης που βεβαιώθηκε και καταβλήθηκε στη φορολογική αρχή ΑΜΕΣΑ κατά την έκδοση της πράξης), λόγω έλλειψης σήμερα «πάγιας νομολογίας» την οποία το ΣτΕ έθεσε ως βασική προϋπόθεση για την πιθανολόγηση τυχόν ευδοκίμησης της προσφυγής, συνιστούν ευθεία και κραυγαλέα παραβίαση του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, πρόσθετα δε, του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.


ΤΡΙΤΟΝ. Συγκεκριμένα από τους προαναφερόμενους λόγους αναστολής, προκύπτει με σαφήνεια η ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΗΤ ΒΛΑΒΗ ΜΟΥ, ως εκ τούτου συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την αναστολή του 50% της προσβαλλομένης πράξης μου, ήτοι του εκκαθαριστικού μου, αφού αδυνατώ να καταβάλλω το 50% των δήθεν επιβληθέντων, βεβαιωθέντων και ήδη αμφισβητούμενων φόρων μου στην επιτροπή αυτή. Είναι ποτέ δυνατόν ενώ προσέρχομαι σχεδόν ως ικέτιδα στην φορολογική διοίκηση , διαλυμένη από το πακέτο φόρων και εισφορών του Ελληνικού Δημοσίου και παραπονούμενη πρώτα απ’ όλα για την παραβίαση του άρθρου 4.5 του Συντάγματος στο πρόσωπό μου, δηλαδή για την παντελή ανυπαρξία φοροδοτικής ικανότητας από εμένα, κι ενώ μάλιστα έμεινα μόνο το έτος 2013 χωρίς καθόλου χρήματα να καταβάλλω τέτοιο ποσό φόρου στην Επιτροπή αυτή , όταν ο λόγος που προσφεύγω είναι ακριβώς η εξαθλίωσή μου; Και υποτιθέστω και αν ήθελα ακόμα να τηρήσω το γράμμα του νόμου δεν δύναμαι; Είναι προφανές σε κάθε λογικό άνθρωπο, ότι για να εκπληρώσω μία τέτοια προϋπόθεση πρέπει είτε να μείνω νηστική είτε να εκποιήσω ζωτικά μου όργανα. Επομένως η προϋπόθεση αυτή είναι αντίθετη στο σύνταγμα, ως προς το άρθρα τα οποία ήδη ανέλυσα.

Επειδή η χορήγηση της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης δεν αντίκειται στο δημόσιο ή το γενικότερο συμφέρον.
Επειδή, εάν δεν ανασταλεί η εκτέλεση των άνω προσβαλλόμενων πράξεων θα έχω υποστεί τέτοια ζημία, την οποία δεν θα μπορώ να αποτρέψω, αφού άμεσα θα ξεκινήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε κάθε περιουσιακό μου στοιχείο , με αποτέλεσμα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας να έχει εκμηδενισθεί.
Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ακόμα εκτελεστεί, συνεπώς νόμιμα και παραδεκτά ζητώ την αναστολή .
Επειδή η ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή μου, έχει ασκηθεί νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά, είναι δε νόμιμη, προδήλως βάσιμη και αληθινή.
Επειδή η παρούσα αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ

Να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτησή μου.
Να ανασταλεί η καταβολή του ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού του από 04/06/2014 Εκκαθαριστικού Σημειώματος Φόρου Εισοδήματος οικονομικού έτους 2013, με αριθμό χρηματικού καταλόγου . . ./471 και με αριθμό ατομικής ειδοποίησης . . .. . ., με το οποίο καταλογίστηκε το ποσό των 1.829,00 €.

ΑΘΗΝΑ
Η ΑΙΤΟΥΣΑ



 Το ίδιο έγγραφο μπορείτε να το βρείτε και εδώ


2) Το υπόδειγμα ενδικοφανούς προσφυγής του κινήματος ” Έλληνες Φορολογούμενοι “


Μπορείτε να κατεβάσετε το παρακάτω κείμενο σε μορφή PDF. Εναλλακτικά, μπορείτε να το αντιγράψετε σε ένα αρχείο word και στη συνέχεια να το επεξεργαστείτε στον υπολογιστή σας. Για τεχνική βοήθεια, επικοινωνήστε με τους “Έλληνες Φορολογούμενους” στο ellines.forologoumenoi@gmail.com, ή στα τηλέφωνα επικοινωνίας. Συντάκτης του υποδείγματος είναι ο (ανεξάρτητος) δικηγόρος κ. Χρήστος Κλειώσης.

Υπόδειγμα Αίτησης Αναστολής (συνδυάζεται με την ενδικοφανή προσφυγή του ν. 4174/2013)

Αντιγράψτε το κείμενο της Αίτησης Αναστολής σε ένα αρχείο word και συμπληρώστε το. Σημειώστε ότι, εάν επιθυμείτε να υποβάλετε αίτηση αναστολής, αυτή θα πρέπει να υποβληθεί την ίδια μέρα με την Ενδικοφανή Προσφυγή.


πηγές:

lawyalty.wordpress.comforologoumenoi.grpanhelleniclawyersassociation.wordpress.comnews.gr



ΣΧΕΤΙΚΑ 


Φορολογία 2014 – Ληστεία μετά φόνου σε εξέλιξη (δεύτερο μέρος)

Υπερφορολογική γενοκτονία

ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Αντίσταση/ανυπακοή σε ΔΟΥ

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ: Δήλωση διαμαρτυρίας, κάλεσμα σε πολιτική ανυπακοή

Αντισυνταγματικότητα της φορολόγησης ακινήτων, προσφυγή φορολογούμενου στο ΣτΕ για τον ΦΑΠ

«Ενδικοφανής προσφυγή», πρόσθετες επιβαρύνσεις μέσω μίας ασάφειας νόμου

Αδυναμία υλοποίησης της διαδικασίας ενδικοφανούς προσφυγής

Οδηγός: Πώς θα αποφύγετε τα εξοντωτικά πρόστιμα της εφορίας

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ :Εγχειρίδιο συνηθέστερων ερωτήσεων – απαντήσεων σε φορολογικά θέματα (Ιούνιος 2014)


το είδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου