Δρ Νικόλαος Λάος
(Ειδικός Συνεργάτης, εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο»)
Copyright: www.rieas.gr
Ζούμε στον καιρό της τρομοκρατίας, ιδίως από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μας το θυμίζουν, στο μεταξύ, διάφορα επεισόδια τρομοκρατικής βίας, όπως τα πρόσφατα αιματηρά επεισόδια στο Λονδίνο και στη Στοκχόλμη.
Ποια είναι όμως η θεμελιώδης πηγή του τρομοκρατικού φαινομένου; Η απάντηση είναι συνοπτικά η εξής: τα σοβαρά και «επιτυχημένα» τρομοκρατικά φαινόμενα εκπορεύονται από ένα πολιτικο-οικονομικό φαινόμενο που ονομάζεται ολιγαρχία. Η ολιγαρχία χρησιμοποιεί και διαχειρίζεται την τρομοκρατία για να επιτύχει κυρίως τους εξής στόχους: να χειραγωγήσει συνειδήσεις και την πολιτική ατζέντα των κοινωνιών, να δημιουργήσει μια επικερδή βιομηχανία ασφάλειας, να ενισχύσει το λεγόμενο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να πυροδοτήσει πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο.
Η τρομοκρατία καλλιεργεί τον φόβο και την απαξία προς τις μεγάλες και δυνατές αλήθειες, ιδεολογίες, ή αφηγήσεις (μήπως και προκαλέσουν «ακραία» φαινόμενα), εξοθώντας τους ανθρώπους στην
παθητικότητα και σε μια εκφυλισμένη «μεσότητα», που τελικά σημαίνει αδιαφορία για την αλήθεια, οντολογικό ευνουχισμό του ανθρώπου και υποτέλεια προς τις νόρμες της ολιγαρχίας, η οποία ορίζει και διαχειρίζεται την «τάξη» και την «κανονικότητα». Γι’ αυτό άλλωστε η «αντιρατσιστική νομοθεσία» και ενίοτε ακόμη και η νομοθεσία περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υποκρύπτουν σκοπιμότητες της ολιγαρχίας για τη χειραγώγηση των συνειδήσεων και του πολιτικού γίγνεσθαι.
Επίσης η ολιγαρχία ενδιαφέρεται πολύ ακόμη και για τη διαχείριση της διαθρησκειακής συνεννόησης, ώστε οι επιμέρους θρησκείες –αντί να ομνύουν στο αίτημα της αλήθειας και στη θέωση του ανθρώπου– να γίνουν πλοκάμια ενός θρησκευτικού «χταποδιού» που θα διαχειρίζεται τις θρησκευόμενες συνειδήσεις σύμφωνα με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.
Στην παρούσα έρευνα του φαινομένου της τρομοκρατίας, που διενεργήσαμε βάσει των ιστορικών αρχείων των σημαντικότερων διεθνών υπηρεσιών πληροφοριών και άλλων ιστορικών αρχείων (όπως εκείνα του Βατικανού και του αμερικανικού Κονγκρέσου), χάριν των αναγνωστών της εφημερίδας «Η Ελλάδα αύριο», θα αναλύσουμε τι σημαίνει ολιγαρχία, τουλάχιστον από τον Δυτικό μεσαίωνα και μετά, πώς η ολιγαρχία διαπλέκεται με την τρομοκρατία και πώς εξελίχθηκε το τρομοκρατικό φαινόμενο ως πολιτικό εργαλείο της ολιγαρχίας. Στη γλώσσα όσων έχουν μελετήσει βαθιά την ιστορία των μυστικών υπηρεσιών και της ολιγαρχίας υπάρχει ένας κωδικός όρος που ονομάζεται «βενετική ολιγαρχία». Από αυτόν ακριβώς τον όρο θα ξεκινήσουμε.
Η βενετική ολιγαρχία
Από το 1200 μ.Χ. μέχρι περίπου το 1600 μ.Χ. το κέντρο βάρους των δυνάμεων της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας ήταν η ολιγαρχία της Βενετίας (ας θυμηθούμε και το θεατρικό έργο «Ο Έμπορος της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σέξπιρ). Η βενετική ολιγαρχία στράφηκε εναντίον του Βατικανού και τελικά συνεργάστηκε με τους Τούρκους για τη δημιουργία ενός συστήματος τοκογλυφίας και δουλείας. Η Βενετία, της οποίας οι τραπεζικοί οίκοι Μπάρντι (Bardi) και Περούτσι (Peruzzi), σπόνσορες πολέμων, προκάλεσαν τον «Μαύρο Θάνατο», που αποδεκάτησε τα 2/3 του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης, η Βενετία, το κέντρο της τοκογλυφίας και της δουλείας στη Δυτική Ευρώπη, πολέμησε την ανθρωπιστική κουλτούρα της Αναγέννησης και την ανθρωπιστική κληρονομιά του φιλόσοφου, μαθηματικού και θεολόγου Νικόλαου Κουζάνου (Nicolaus Cusanus, 1401-1464) και του πάπα Πίου Β’.
Ο Νικόλαος Κουζάνος, με τη βοήθεια του πάπα Πίου Β’, πολέμησε την παγανιστική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα φυσικό δεδομένο, ένα ζώο, ένα βιολογικό είδος, και ισχυρίστηκε ότι ο άνθρωπος είναι η «ζώσα εικόνα του Θεού» (imago Dei viva) και άρα είναι ο σοφός βασιλέας και ο σκοπός, η πηγή της σημασίας, της φυσικής/βιολογικής πραγματικότητας. Ο ανθρωπισμός τονίζει πάντοτε τη μετάθεση της φιλοσοφίας και της επιστήμης από τον «βιοκεντρισμό» και τον «κόσμο» στον ανθρωποκεντρισμό και στον άνθρωπο, ως δημιουργική συνειδήση με δυνητικά άπειρες ικανότητες προόδου. Αυτές οι ανθρωπιστικές ιδέες προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού στην ιστορία της ανθρωπότητας και τη μεγαλύτερη πρόοδο της γνώσης.
Επίσης ο ανθρωπισμός κατοχύρωσε την αυτονομία του ανθρώπου από τη φύση, τη δυνατότητα του ανθρώπου να μετασχηματίσει τη φύση και βεβαίως τόνισε τη διάκριση του ανθρώπου από το ζώο. Επάνω ακριβώς σε αυτή τη ριζική διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου θεμελιώθηκε η ηθική και πολιτική απόρριψη και καταδίκη της δουλείας. Ο άνθρωπος είναι ριζικά διαφορετικός από το ζώο και άρα δεν μπορεί να τον μεταχειρίζεται κανείς και για κανέναν λόγο σαν ζώο.
Η βενετική ολιγαρχία αντέδρασε βίαια και δυναμικά εναντίον της ανόδου αυτών των νέων ανθρωπιστικών ιδεών. Γι’ αυτό η βενετική ολιγαρχία άρχισε έναν πόλεμο εναντίον του Χριστιανισμού, όπως τουλάχιστον αυτός εκπροσωπούνταν από τον πάπα Πίο Β’ και τον Νικόλαο Κουζάνο, και «έβαλε στο μάτι» το Βατικανό, με σκοπό να το ελέγξει. Ο Γκασπάρο Κονταρίνι (Gasparo Contarini, 1483-1542), Ιταλός διπλωμάτης, καρδινάλιος και επίσκοπος του Belluno, εξέφρασε, μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία, την αντίθεση της βενετικής ολιγαρχίας εναντίον του ανθρωπισμού. Εκείνη την περίοδο –στο πλαίσιο ατελούς πρόσβασης των Σχολαστικών στην αυθεντική Αριστοτελική γραμματεία– κορυφώνεται μια κακή και κακόβουλη χρήση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη για να προωθηθούν, μέσω αυτής, υλοκρατικές αντιλήψεις που αποσκοπούν ουσιαστικά στο να ξανακάνουν τον άνθρωπο ζώο, δηλαδή απλώς βιολογικό δεδομένο που πρέπει παθητικά να εναρμονίζεται με τον παγκόσμιο ρυθμό, τον οποίο βεβαίως θα του διδάξουν οι «γνωρίζοντες», δηλαδή η ολιγαρχία που αναλαμβάνει να επιβάλλει και να διαφυλάξει τη νέα τάξη.
Επίσης η βενετική ολιγαρχία συνδέεται και με την οικονομική κρίση του Βυζαντίου επί αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (αυτοκρατόρευσε από το 1081 μέχρι το 1118) χρειάστηκε τη στρατιωτική βοήθεια των Βενετών, εκείνοι του ζήτησαν, σε αντάλλαγμα, δασμολογικές απαλλαγές και αποκλειστικά οικονομικά προνόμια. Όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός αποδέχθηκε τους οικονομικούς όρους των Βενετών – που συγκενεύουν βαθιά με τη λογική της ολιγαρχίας της ΕΟΚ και της Ευρωζώνης– το Βυζάντιο οδηγήθηκε σε σοβαρή χρηματοοικονομική και μακροοικονομική κρίση. Εξ αιτίας εκείνης της κρίσης το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να υποτιμήσει το νόμισμά του, που, μέχρι τότε, ήταν το κυρίαρχο διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Η υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, με τη σειρά της, κλόνισε τη διεθνή εμπιστοσύνη στο βυζαντινό νόμισμα, το οποίο, εξ αυτού του λόγου, έχασε την κυρίαρχη θέση του στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής.
Μετεγκατάσταση στο Λονδίνο
Περί τον 17ο αιώνα, η βενετική οικονομική ολιγαρχία προσπάθησε, για ποικίλους λόγους, να μεταφέρει τις οικογένειές της, τις περιουσίες της και την επιχειρηματική κουλτούρα της σε ένα νέο γεωγραφικό πλαίσιο επιχειρηματικότητας, που ήταν τα Βρετανικά Νησιά.
Ειδικότερα, στις 14 Μαΐου 1509, ο γαλλικός στρατός, με τη συμμαχία του Βατικανού και άλλων ιταλικών πόλεων-κρατών («Λέγκα του Cambrai»), κατέλαβε τη Βενετία, θέτοντας τέλος στη φιλοδοξία της βενετικής ολιγαρχίας να αποτελέσει μια μεγάλη ηγεμονία με κέντρο τη γη που κατείχε στη βόρεια Ιταλία. Συνεπώς η βενετική ολιγαρχία έπρεπε να σκεφθεί τώρα πια εναλλακτικούς τρόπους προώθησης της εξουσίας της. Ο κυριότερος εναλλακτικός τρόπος σκέψης της βενετικής ολιγαρχίας ήταν να δημιουργήσει υπερεθνικά δίκτυα στην Ευρώπη. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες κλίκες, ή λόμπι, της βενετικής ολιγαρχίας στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Αγγλία και στη Σκωτία. Σε αυτήν τη δικτυακή εξάπλωση της βενετικής ολιγαρχίας αναφέρεται και ο Sir Benjamin Disraeli (πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας το 1868 και κατά την περίοδο 1874-1880), στη νουβέλα του υπό τον τίτλο «Coningsby». Το υπερεθνικό δίκτυο της βενετικής ολιγαρχίας είναι ουσιαστικά μια παγκόσμια κλίκα υπερπλουσίων, όπως λ.χ. οι Rothschild.
Καθώς ο 16ος και ιδίως ο 17ος αιώνας σηματοδοτούν ρίξεις και ανακατάξεις των ελίτ της Βενετίας, το παλαιό σχέδιο της βενετικής οικονομικής ολιγαρχίας για μια παγκόσμια ρωμαϊκή αυτοκρατορία με κέντρο τη Βενετία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σχέδιο: τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας με κέντρο το Λονδίνο. Έτσι, σταδιακά, προέκυψε αυτό που είναι γνωστό ως η Βρετανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για μια γεωπολιτική μετάσταση του καρκινώματος της οικονομικής ολιγαρχίας. Η βενετική οικονομική ολιγαρχία μετεγκαταστάθηκε, από την Αδριατική, στις όχθες του Τάμεση.
Η βενετική ολιγαρχία που μετεγκαταστάθηκε στο Λονδίνο περιελάμβανε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες –τόσο από τη χριστιανική όσο και από την εβραϊκή οικονομική ελίτ της Βενετίας– που αντιδρούσαν στον ανθρωπισμό και στη χριστιανική παράδοση του Κουζάνου και του πάπα Πίου Β’ και ήθελαν τον άνθρωπο οικονομικό ζώο. Μάλιστα, από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, η εβραϊκή ελίτ της Βενετίας είχε έναν ακόμη λόγο να ασφυκτιά και να αισθάνεται ανασφάλεια στη Βενετία και να αναζητεί έξοδο στο Λονδίνο. Σημαντικά μέλη της βενετικής οικονομικής ολιγαρχίας ήταν Εβραίοι, οι οποίοι είχαν γίνει τόσο ισχυροί ώστε, στις 29 Μαρτίου 1516, η Δημοκρατία της Βενετίας έκρινε αναγκαίο να θεσπίσει με διάταγμα την οργάνωση της εβραϊκής κοινότητας της Βενετίας και να δημιουργήσει εβραϊκά «γκέτο».
Από τον 17ο αιώνα και μετά, το Λονδίνο γίνεται το νέο χρηματοοικονομικό κέντρο της διεθνούς ολιγαρχίας και συμβαίνουν μια σειρά σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στα Βρετανικά Νησιά, μεταξύ των οποίων και η αντικατάσταση του βασιλικού Οίκου των Στιούαρτ από την Ανοβεριανή Δυναστεία καθώς και η μετάλλαξη της βρετανικής Μασονίας (υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου και του Ουέστμινιστερ του 1717), από μια ανθρωπιστική αδελφότητα, σε μια κοινωνική λέσχη στην υπηρεσία του νέου κατεστημένου και σε ευθεία αντιπαράθεση με το Βατικανό. Σταδιακά και ιδίως μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η βενετική ολιγαρχία, από το Λονδίνο, επεκτείνεται δυναμικά στις ΗΠΑ και εγκαθιδρύει και εκεί την κυριαρχία της.
Μέθοδος δράσης
Αυτό που ονομάζουμε βενετική ολιγαρχία ή βενετική κλίκα, δηλαδή το «βαθύ σύστημα» του Δυτικού ολιγαρχικού φαινομένου των τελευταίων 500 ετών, οπουδήποτε και αν βρίσκεται γεωγραφικά πιστεύει στον επιστημολογικό πόλεμο. Η βενετική κλίκα γνωρίζει ότι οι ιδέες είναι ισχυρότερα όπλα από ό,τι τα πυροβόλα όπλα, οι στόλοι και οι βόμβες. Για να εξασφαλίσουν την ευρεία αποδοχή των αυτοκρατορικών ιδεών τους, τα μέλη της βενετικής κλίκας επιδιώκουν να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται. Αν μπορείς να ελέγξεις τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται μπορείς να ελέγξεις τις αντιδράσεις τους στα γεγονότα, οποιαδήποτε και αν είναι αυτά τα γεγονότα. Γι’ αυτό έχει ζωτική σημασία για τη βενετική κλίκα να ελέγχει τη φιλοσοφία και ιδίως την επιστήμη, δηλαδή τα πεδία στα οποία οι ανθρώπινες δυνάμεις του υποθετικοπαραγωγικού συλλογισμού και του δημιουργικού λόγου λειτουργούν ως η δύναμη εκείνη που επιφέρει βελτιώσεις στη φυσική τάξη.
Η βενετική κλίκα αντιτίθεται στην ανθρωπιστική αισιοδοξία που βασίζεται στην επιστήμη και την τεχνολογία. Γι’ αυτό οι εκπρόσωποι της βενετικής κλίκας αφενός θέλουν να διαχειρίζονται σε κλειστό κύκλο την επιστήμη και την τεχνολογία, αφετέρου να παρουσιάζουν το ανθρώπινο είδος ως ένα προβληματικό είδος για τον πλανήτη Γη, επικαλούμενοι διάφορα οικολογικά ζητήματα και περιβαλλοντικά προβλήματα, ζητήματα υγείας, ζητήμητα διατροφής και βεβαίως το περιβόητο ζήτημα του υπερπληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο αφενός υποβιβάζουν οντολογικά τον άνθρωπο σε ένα από τα πολλά βιολογικά είδη του οικοσυστήματος του πλανήτη, αφετέρου επικαλούνται τις ανάγκες και τα προβλήματα του πλανήτη για να επιβάλλουν την αυτοκρατορική ατζέντα τους. Αυτό είναι το βασικό εξουσιαστικό μυστικό πίσω από τις θεωρίες περί πράσινης ανάπτυξης και οικολογίας που προωθεί η σύγχρονη ολιγαρχία.
Κατ’ επέκταση οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της βενετικής κλίκας, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο σε μια περίπτωση του βιολογικού γίγνεσθαι, και, αποκρύπτοντας ότι η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα της οικονομίας, επιχειρούν να κάνουν τον άνθρωπο δεκτικό σε ζωώδεις μορφές μεταχείρισης, όπως είναι η φτωχοποίηση, τα κρατικά σχέδια οικονομικής σταθεροποίησης, η υποβάθμιση των όρων εργασίας, η μετατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος σε σκιά του εαυτού του, διάφορα μέτρα βιολογικού ελέγχου του πληθυσμού, η χειραγώγηση των τροφίμων, του νερού και της ενέργειας, το τσιπάρισμα του ανθρωπίνου είδους, σαν να πρόκειται για κοπάδι ζώων φάρμας, κ.ο.κ.
Ο ρόλος και η εξέλιξη της τρομοκρατίας
Για μερικούς αιώνες, δηλαδή από το 1200 μ.Χ. μέχρι περίπου το 1600 μ.Χ., η κορυφαία μυστική υπηρεσία που χρησιμοποιούσε την τρομοκρατία ως εργαλείο άσκησης κρατικής πολιτικής βρισκόταν στη Βενετία. Όπως προαναφέραμε, η βενετική ολιγαρχία μετέφερε την έδρα της στην Αγγλία και, ύστερα, μέσω του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, επιβλήθηκε και στις ΗΠΑ. Υπάρχει λοιπόν μια δομική συνέχεια μεταξύ της βενετικής ολιγαρχίας και της ολιγαρχίας που διαμορφώθηκε στην Αγγλία από τον 17ο αιώνα και μετά. Μάλιστα η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α’ (1533-1603) ήταν τόσο υπερήφανη για τις μυστικές υπηρεσίες της ώστε απεικονίζεται στο πορτρέτο της που φέρει την ονομασία «Rainbow Portrait» και αποδίδεται στον ζωγράφο Isaac Oliver να έχει στα φορέματά της διάφορα σχέδια ματιών και αυτιών και ένα μεγάλο σχέδιο φιδιού στο χέρι της.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα σύμβολο των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Σε αυτήν την περίοδο, η μεγαλύτερη προβοκάτσια των μυστικών υπηρεσιών ήταν η λεγόμενη υπόθεση Γκάι Φοκς (Guy Fawkes, 1570-1606). Σύμφωνα με τη γνωστή ιστορία ο Γκάι Φοκς ήταν Άγγλος στρατιώτης και μέλος μιας ομάδας Ρωμαιοκαθολικών συνωμοτών, οι οποίοι οργάνωσαν τη «Συνωμοσία της Πυρίτιδας» στις 5 Νοεμβρίου 1605. Όμως η συνωμοσία ξεσκεπάστηκε πριν από την ολοκλήρωση του σχεδίου: ο Γκάι Φοκς και οι συνεργάτες του ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν και έπειτα από δίκη καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν για προδοσία και απόπειρα δολοφονίας του βασιλέα Ιάκωβου Α’ της Αγγλίας, της οικογένειάς του και των μελών της αριστοκρατίας, με την ανατίναξη του Παλατιού του Γουέστμινστερ, που στέγαζε το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Έκτοτε η 5η Νοεμβρίου αποτελεί εθνική αργία στη Μεγάλη Βρετανία.
Η υπόθεση Γκάι Φοκς λειτούργησε ως στήριγμα της εθνικής ιδεολογίας που ήθελε να προωθήσει το βρετανικό κατεστημένο. Ενώ η τρομοκρατική συνωμοσία του Γκάι Φοκς ενορχηστρώθηκε από υπουργούς της αγγλικής κυβέρνησης ο Γκάι Φοκς χαρακτηρίστηκε ως Ρωμαιοκαθολικός τρομοκράτης, επειδή το τότε βρετανικό κατεστημένο ήθελε να στοχοποιήσει τον πάπα και την Ισπανία. Χρειαζόταν λοιπόν μια προβοκάτσια σε βάρος των Ρωμαιοκαθολικών.
Τον 17ο αιώνα μεταφέρθηκε στην Αγγλία η βενετική ολιγαρχία και μαζί με τη βενετική ολιγαρχία μεταφέρθηκαν στην Αγγλία και η τεχνογνωσία και οι μέθοδοι των μυστικών υπηρεσιών της βενετικής ολιγαρχίας, μεταξύ των οποίων και η μέθοδος της προβοκάτσιας (false flag).
Έκτοτε η τρομοκρατική προβοκάτσια γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή και περνά ιστορικά από τις ακόλουθες φάσεις:
1) Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η χαρακτηριστική μορφή προβοκατόρικων τρομοκρατικών επιχειρήσεων είναι εκείνη του Τζουζέπε Ματσίνι (Giuseppe Mazzini). Συνεργαζόμενος με το βρετανικό κατεστημένο ο Ματσίνι ήταν ένας ακραίος εθνικιστής Ιταλός ακτιβιστής και προβοκάτορας, ο οποίος είχε πάντοτε ένα στιλέτο στο γραφείο του για να το στρέψει εναντίον όποιου διαφωνούσε μαζί του. Οι Βρετανοί διαχειρίστηκαν την εθνικιστική τρομοκρατική προβοκάτσια για να υποθάλψουν διάφορες εξεγέρσεις στην Ιταλία και γενικά στον Νότο, μέχρι περίπου το 1848. Στις 7 Απριλίου 1848 ο Ματσίνι έφθασε στο Μιλάνο, όπου ο πληθυσμός είχε εξεγερθεί εναντίον της αυστριακής φρουράς και εγκατέστησε μια επαρχιακή κυβέρνηση. Ο Πρώτος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας άρχισε από τον βασιλέα του Πιεμόντε Κάρολο Αλβέρτο, ο οποίος επιχείρησε να αξιοποιήσει την εξέγερση του Μιλάνου αλλά απέτυχε. Τελικά, ο Ματσίνι, ο οποίος ποτέ δεν ήταν δημοφιλής στο Πιεμόντε, διότι ήθελε να γίνει ανεξάρτητο κράτος η Λομβαρδία αντί του Πιεμόντε, εγκατέλειψε το Μιλάνο και πήγε στην Ελβετία μαζί με τον Γκαριμπάλντι.
2) Μετά από την τρομοκρατική προβοκάτσια τύπου Ματσίνι γεννιέται η ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας μορφής τρομοκρατικής προβοκάτσιας, αυτή τη φορά μη εθνικιστικής. Το είδωλο της νέας μορφής τρομοκρατικής προβοκάτσιας είναι ο Μιχαήλ Μπακούνιν (Michael Bakunin), ο γνωστός αναρχικός του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Αντί για έναν εθνικιστή ως είδωλο της τρομοκρατικής προβοκάτσιας, τώρα έχουμε έναν αναρχικό ως είδωλο της τρομοκρατικής προβοκάτσιας. Σε αυτήν τη νέα φάση της τρομοκρατικής προβοκάτσιας έχουμε μια σειρά πολιτικών δολοφονιών που πραγματοποιούνται από αναρχικούς. Έτσι λοιπόν αναρχικοί προβοκάτορες δολοφούν τον Ρώσο τσάρο Αλέξανδρο Β’ (το 1881), αποπειρώνται να δολοφονήσουν τον Ναπολέοντα Γ’ της Γαλλίας (το 1855 και το 1858), δολοφονούν τον 25ο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Μακίνλεϊ (William McKinley), κ.λπ. Επίσης, το 1903, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του 26ου προέδρου των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ντέλανο Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt), επίσης υπό τον μανδύα της «αναρχίας».
3) Τη δεκαετία του 1960 εκδηλώνεται μια νέα μορφή τρομοκρατικής προβοκάτσιας, που δεν είναι ούτε εθνικιστική ούτε αναρχική. Πρόκειται για το φαινόμενο του «μοναχικού τρομοκράτη». Το ενσαρκώνει για πρώτη φορά ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ (Lee Harvey Oswald), ο οποίος δολοφόνησε τον 35ο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι (John F. Kennedy), το 1963, ενεργώντας, όπως είπε, μόνος του.
4) Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, έχουμε το φαινόμενο των «ανεξάρτητων» και «αριστερών» τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η Φράξια Κόκκινος Στρατός, γνωστή και ως ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, στη Γερμανία, κ.λπ. Αντίστοιχο φαινόμενο στις ΗΠΑ είναι η υποκοσμική μαχητική ομάδα των Γουέδερμεν (Weatherman), η επίσημη ονομασία της οποίας ήταν Weather Underground Organization. Αυτή η ομάδα ανήκε στη ριζοσπαστική Αριστερά, συνδεόταν με το κίνημα της «Μαύρης δύναμης» (Black power) και με τα κινήματα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, καταδίκαζε τον ρατσισμό, ενώ συγχρόνως υποστήριζε το δικαίωμα της ιδιαιτερότητας της λευκής φυλής. Ηγετικά στελέχη της ομάδας των Γουέδερμεν ήταν η πανεπιστημιακή καθηγήτρια Μπεναρντίν Ντορν (Bernardine Rae Dohrn) και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μπιλ Έιρς (Bill Ayers), στενοί φίλοι και μέντορες του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα.
5) Τη δεκαετία του 1970 έχουμε και τη σύγκρουση μεταξύ του Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger) και του Ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο (Aldo Moro) για τον ρόλο του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος στην ιταλική κυβέρνηση. Σε εκείνο το σημείο παρεμβαίνουν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και δολοφονούν τον Μόρο, που ακολουθούσε μια μετριοπαθή χριστιανοδημοκρατική πολιτική εθνικής ενότητας. Βρισκόμαστε στην εποχή των «αριστερών» τρομοκρατικών οργανώσεων, που με τη δράση τους εξυπηρετούν, εν γνώση ή εν αγνοία τους, την πολιτική του ΝΑΤΟ, το οποίο είχε αναπτύξει πολλά σχέδια διαχείρισης «αριστερών» τρομοκρατών προβοκατόρων, όπως έχουμε εξηγήσει στο βιβλίο μας «Οι Μυστικοί Φάκελοι της Ακροδεξιάς και το Ελληνικό Κράτος», το οποίο έχει εκδοθεί από την εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο». Πληθώρα τρομοκρατικών ομάδων εκείνης της εποχής που μιλούσαν για τον Μάο, τον Τρότσκι και τον κομμουνισμό χειραγωγούνταν από μυστικές υπηρεσίες του ΝΑΤΟ.
6) Τη δεκαετία του 1970 αναδεικνύεται και μια νέα μορφή τρομοκρατίας: η «αραβική τρομοκρατία». Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της μορφής τρομοκρατίας είναι η παλαιστινιακή οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης, η οποία κατέσφαξε την ισραηλινή αθλητική αποστολή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1972. Δεν πρόκειται για «ισλαμική τρομοκρατία», αλλά για «αραβική τρομοκρατία», δηλαδή έχει καθαρά πολιτική ρητορική, και όχι θρησκευτική. Αυτή η τρομοκρατία ευνόησε ηθικά και πολιτικά τη σιωνιστική συνιστώσα του εβραϊσμού, εντός και εκτός του Ισραήλ.
7) Τη δεκαετία του 1980 κάνει την εμφάνισή της μια ακόμη νέα μορφή τρομοκρατίας: η «θρησκευτική» –εν προκειμένω «ισλαμική»– μορφή τρομοκρατίας. Στις 6 Οκτωβρίου 1981 η οργάνωση Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ. Αρχίζει λοιπόν μια νέα, μεγάλη και γεμάτη αιματηρή δράση μορφή τρομοκρατίας η οποία διενεργείται από «μουσουλμάνους φονταμενταλιστές», μεταξύ των οποίων και οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα, οι οποίοι όμως, ως επί το πλείστον, αποτελούν αντικείμενα διαχείρισης από μυστικές υπηρεσίες της Δύσης και του Ισραήλ, όπως έχουμε πολλές φορές, με σημαντικά ντοκουμέντα, εξηγήσει σε αυτήν την στήλη της εφημερίδας μας.
8) Επίσης, τη δεκαετία του 1990, κάνει την εμφάνισή της και μια ακόμη νέα μορφή τρομοκρατίας: η «ακροδεξιά» τρομοκρατία, με πρωτοπόρο τον ακροδεξιό Τίμοθι Μακβέι (Timothy McVeigh), ο οποίος πραγματοποίησε τη βομβιστική τρομοκρατική επίθεση στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ, στις 19 Απριλίου 1995, προκαλώντας τον θάνατο 168 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση ακροδεξιού τρομοκράτη είναι εκείνη του Νορβηγού Άντερς Μπρέιβικ (Anders Behring Breivik), ο οποίος ανέπτυξε την τρομοκρατική του δράση στη Νορβηγία το 2011. Αυτό το φαινόμενο το έχουμε επίσης αναλύσει στο βιβλίο μας «Οι Μυστικοί Φάκελοι της Ακροδεξιάς και το Ελληνικό Κράτος», το οποίο έχει εκδοθεί από την εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο»
http://www.rieas.gr/research-areas/greek-studies-gr/1975-2013-06-02-10-44-04.html
το είδα
(Ειδικός Συνεργάτης, εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο»)
Copyright: www.rieas.gr
Ζούμε στον καιρό της τρομοκρατίας, ιδίως από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μας το θυμίζουν, στο μεταξύ, διάφορα επεισόδια τρομοκρατικής βίας, όπως τα πρόσφατα αιματηρά επεισόδια στο Λονδίνο και στη Στοκχόλμη.
Ποια είναι όμως η θεμελιώδης πηγή του τρομοκρατικού φαινομένου; Η απάντηση είναι συνοπτικά η εξής: τα σοβαρά και «επιτυχημένα» τρομοκρατικά φαινόμενα εκπορεύονται από ένα πολιτικο-οικονομικό φαινόμενο που ονομάζεται ολιγαρχία. Η ολιγαρχία χρησιμοποιεί και διαχειρίζεται την τρομοκρατία για να επιτύχει κυρίως τους εξής στόχους: να χειραγωγήσει συνειδήσεις και την πολιτική ατζέντα των κοινωνιών, να δημιουργήσει μια επικερδή βιομηχανία ασφάλειας, να ενισχύσει το λεγόμενο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να πυροδοτήσει πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο.
Η τρομοκρατία καλλιεργεί τον φόβο και την απαξία προς τις μεγάλες και δυνατές αλήθειες, ιδεολογίες, ή αφηγήσεις (μήπως και προκαλέσουν «ακραία» φαινόμενα), εξοθώντας τους ανθρώπους στην
παθητικότητα και σε μια εκφυλισμένη «μεσότητα», που τελικά σημαίνει αδιαφορία για την αλήθεια, οντολογικό ευνουχισμό του ανθρώπου και υποτέλεια προς τις νόρμες της ολιγαρχίας, η οποία ορίζει και διαχειρίζεται την «τάξη» και την «κανονικότητα». Γι’ αυτό άλλωστε η «αντιρατσιστική νομοθεσία» και ενίοτε ακόμη και η νομοθεσία περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υποκρύπτουν σκοπιμότητες της ολιγαρχίας για τη χειραγώγηση των συνειδήσεων και του πολιτικού γίγνεσθαι.
Επίσης η ολιγαρχία ενδιαφέρεται πολύ ακόμη και για τη διαχείριση της διαθρησκειακής συνεννόησης, ώστε οι επιμέρους θρησκείες –αντί να ομνύουν στο αίτημα της αλήθειας και στη θέωση του ανθρώπου– να γίνουν πλοκάμια ενός θρησκευτικού «χταποδιού» που θα διαχειρίζεται τις θρησκευόμενες συνειδήσεις σύμφωνα με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας.
Στην παρούσα έρευνα του φαινομένου της τρομοκρατίας, που διενεργήσαμε βάσει των ιστορικών αρχείων των σημαντικότερων διεθνών υπηρεσιών πληροφοριών και άλλων ιστορικών αρχείων (όπως εκείνα του Βατικανού και του αμερικανικού Κονγκρέσου), χάριν των αναγνωστών της εφημερίδας «Η Ελλάδα αύριο», θα αναλύσουμε τι σημαίνει ολιγαρχία, τουλάχιστον από τον Δυτικό μεσαίωνα και μετά, πώς η ολιγαρχία διαπλέκεται με την τρομοκρατία και πώς εξελίχθηκε το τρομοκρατικό φαινόμενο ως πολιτικό εργαλείο της ολιγαρχίας. Στη γλώσσα όσων έχουν μελετήσει βαθιά την ιστορία των μυστικών υπηρεσιών και της ολιγαρχίας υπάρχει ένας κωδικός όρος που ονομάζεται «βενετική ολιγαρχία». Από αυτόν ακριβώς τον όρο θα ξεκινήσουμε.
Η βενετική ολιγαρχία
Από το 1200 μ.Χ. μέχρι περίπου το 1600 μ.Χ. το κέντρο βάρους των δυνάμεων της παγκόσμιας οικονομικής ολιγαρχίας ήταν η ολιγαρχία της Βενετίας (ας θυμηθούμε και το θεατρικό έργο «Ο Έμπορος της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σέξπιρ). Η βενετική ολιγαρχία στράφηκε εναντίον του Βατικανού και τελικά συνεργάστηκε με τους Τούρκους για τη δημιουργία ενός συστήματος τοκογλυφίας και δουλείας. Η Βενετία, της οποίας οι τραπεζικοί οίκοι Μπάρντι (Bardi) και Περούτσι (Peruzzi), σπόνσορες πολέμων, προκάλεσαν τον «Μαύρο Θάνατο», που αποδεκάτησε τα 2/3 του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης, η Βενετία, το κέντρο της τοκογλυφίας και της δουλείας στη Δυτική Ευρώπη, πολέμησε την ανθρωπιστική κουλτούρα της Αναγέννησης και την ανθρωπιστική κληρονομιά του φιλόσοφου, μαθηματικού και θεολόγου Νικόλαου Κουζάνου (Nicolaus Cusanus, 1401-1464) και του πάπα Πίου Β’.
Ο Νικόλαος Κουζάνος, με τη βοήθεια του πάπα Πίου Β’, πολέμησε την παγανιστική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ένα φυσικό δεδομένο, ένα ζώο, ένα βιολογικό είδος, και ισχυρίστηκε ότι ο άνθρωπος είναι η «ζώσα εικόνα του Θεού» (imago Dei viva) και άρα είναι ο σοφός βασιλέας και ο σκοπός, η πηγή της σημασίας, της φυσικής/βιολογικής πραγματικότητας. Ο ανθρωπισμός τονίζει πάντοτε τη μετάθεση της φιλοσοφίας και της επιστήμης από τον «βιοκεντρισμό» και τον «κόσμο» στον ανθρωποκεντρισμό και στον άνθρωπο, ως δημιουργική συνειδήση με δυνητικά άπειρες ικανότητες προόδου. Αυτές οι ανθρωπιστικές ιδέες προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού στην ιστορία της ανθρωπότητας και τη μεγαλύτερη πρόοδο της γνώσης.
Επίσης ο ανθρωπισμός κατοχύρωσε την αυτονομία του ανθρώπου από τη φύση, τη δυνατότητα του ανθρώπου να μετασχηματίσει τη φύση και βεβαίως τόνισε τη διάκριση του ανθρώπου από το ζώο. Επάνω ακριβώς σε αυτή τη ριζική διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου θεμελιώθηκε η ηθική και πολιτική απόρριψη και καταδίκη της δουλείας. Ο άνθρωπος είναι ριζικά διαφορετικός από το ζώο και άρα δεν μπορεί να τον μεταχειρίζεται κανείς και για κανέναν λόγο σαν ζώο.
Η βενετική ολιγαρχία αντέδρασε βίαια και δυναμικά εναντίον της ανόδου αυτών των νέων ανθρωπιστικών ιδεών. Γι’ αυτό η βενετική ολιγαρχία άρχισε έναν πόλεμο εναντίον του Χριστιανισμού, όπως τουλάχιστον αυτός εκπροσωπούνταν από τον πάπα Πίο Β’ και τον Νικόλαο Κουζάνο, και «έβαλε στο μάτι» το Βατικανό, με σκοπό να το ελέγξει. Ο Γκασπάρο Κονταρίνι (Gasparo Contarini, 1483-1542), Ιταλός διπλωμάτης, καρδινάλιος και επίσκοπος του Belluno, εξέφρασε, μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία, την αντίθεση της βενετικής ολιγαρχίας εναντίον του ανθρωπισμού. Εκείνη την περίοδο –στο πλαίσιο ατελούς πρόσβασης των Σχολαστικών στην αυθεντική Αριστοτελική γραμματεία– κορυφώνεται μια κακή και κακόβουλη χρήση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη για να προωθηθούν, μέσω αυτής, υλοκρατικές αντιλήψεις που αποσκοπούν ουσιαστικά στο να ξανακάνουν τον άνθρωπο ζώο, δηλαδή απλώς βιολογικό δεδομένο που πρέπει παθητικά να εναρμονίζεται με τον παγκόσμιο ρυθμό, τον οποίο βεβαίως θα του διδάξουν οι «γνωρίζοντες», δηλαδή η ολιγαρχία που αναλαμβάνει να επιβάλλει και να διαφυλάξει τη νέα τάξη.
Επίσης η βενετική ολιγαρχία συνδέεται και με την οικονομική κρίση του Βυζαντίου επί αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός (αυτοκρατόρευσε από το 1081 μέχρι το 1118) χρειάστηκε τη στρατιωτική βοήθεια των Βενετών, εκείνοι του ζήτησαν, σε αντάλλαγμα, δασμολογικές απαλλαγές και αποκλειστικά οικονομικά προνόμια. Όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός αποδέχθηκε τους οικονομικούς όρους των Βενετών – που συγκενεύουν βαθιά με τη λογική της ολιγαρχίας της ΕΟΚ και της Ευρωζώνης– το Βυζάντιο οδηγήθηκε σε σοβαρή χρηματοοικονομική και μακροοικονομική κρίση. Εξ αιτίας εκείνης της κρίσης το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να υποτιμήσει το νόμισμά του, που, μέχρι τότε, ήταν το κυρίαρχο διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Η υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, με τη σειρά της, κλόνισε τη διεθνή εμπιστοσύνη στο βυζαντινό νόμισμα, το οποίο, εξ αυτού του λόγου, έχασε την κυρίαρχη θέση του στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής.
Μετεγκατάσταση στο Λονδίνο
Περί τον 17ο αιώνα, η βενετική οικονομική ολιγαρχία προσπάθησε, για ποικίλους λόγους, να μεταφέρει τις οικογένειές της, τις περιουσίες της και την επιχειρηματική κουλτούρα της σε ένα νέο γεωγραφικό πλαίσιο επιχειρηματικότητας, που ήταν τα Βρετανικά Νησιά.
Ειδικότερα, στις 14 Μαΐου 1509, ο γαλλικός στρατός, με τη συμμαχία του Βατικανού και άλλων ιταλικών πόλεων-κρατών («Λέγκα του Cambrai»), κατέλαβε τη Βενετία, θέτοντας τέλος στη φιλοδοξία της βενετικής ολιγαρχίας να αποτελέσει μια μεγάλη ηγεμονία με κέντρο τη γη που κατείχε στη βόρεια Ιταλία. Συνεπώς η βενετική ολιγαρχία έπρεπε να σκεφθεί τώρα πια εναλλακτικούς τρόπους προώθησης της εξουσίας της. Ο κυριότερος εναλλακτικός τρόπος σκέψης της βενετικής ολιγαρχίας ήταν να δημιουργήσει υπερεθνικά δίκτυα στην Ευρώπη. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες κλίκες, ή λόμπι, της βενετικής ολιγαρχίας στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Αγγλία και στη Σκωτία. Σε αυτήν τη δικτυακή εξάπλωση της βενετικής ολιγαρχίας αναφέρεται και ο Sir Benjamin Disraeli (πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας το 1868 και κατά την περίοδο 1874-1880), στη νουβέλα του υπό τον τίτλο «Coningsby». Το υπερεθνικό δίκτυο της βενετικής ολιγαρχίας είναι ουσιαστικά μια παγκόσμια κλίκα υπερπλουσίων, όπως λ.χ. οι Rothschild.
Καθώς ο 16ος και ιδίως ο 17ος αιώνας σηματοδοτούν ρίξεις και ανακατάξεις των ελίτ της Βενετίας, το παλαιό σχέδιο της βενετικής οικονομικής ολιγαρχίας για μια παγκόσμια ρωμαϊκή αυτοκρατορία με κέντρο τη Βενετία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σχέδιο: τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας με κέντρο το Λονδίνο. Έτσι, σταδιακά, προέκυψε αυτό που είναι γνωστό ως η Βρετανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για μια γεωπολιτική μετάσταση του καρκινώματος της οικονομικής ολιγαρχίας. Η βενετική οικονομική ολιγαρχία μετεγκαταστάθηκε, από την Αδριατική, στις όχθες του Τάμεση.
Η βενετική ολιγαρχία που μετεγκαταστάθηκε στο Λονδίνο περιελάμβανε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες –τόσο από τη χριστιανική όσο και από την εβραϊκή οικονομική ελίτ της Βενετίας– που αντιδρούσαν στον ανθρωπισμό και στη χριστιανική παράδοση του Κουζάνου και του πάπα Πίου Β’ και ήθελαν τον άνθρωπο οικονομικό ζώο. Μάλιστα, από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, η εβραϊκή ελίτ της Βενετίας είχε έναν ακόμη λόγο να ασφυκτιά και να αισθάνεται ανασφάλεια στη Βενετία και να αναζητεί έξοδο στο Λονδίνο. Σημαντικά μέλη της βενετικής οικονομικής ολιγαρχίας ήταν Εβραίοι, οι οποίοι είχαν γίνει τόσο ισχυροί ώστε, στις 29 Μαρτίου 1516, η Δημοκρατία της Βενετίας έκρινε αναγκαίο να θεσπίσει με διάταγμα την οργάνωση της εβραϊκής κοινότητας της Βενετίας και να δημιουργήσει εβραϊκά «γκέτο».
Από τον 17ο αιώνα και μετά, το Λονδίνο γίνεται το νέο χρηματοοικονομικό κέντρο της διεθνούς ολιγαρχίας και συμβαίνουν μια σειρά σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στα Βρετανικά Νησιά, μεταξύ των οποίων και η αντικατάσταση του βασιλικού Οίκου των Στιούαρτ από την Ανοβεριανή Δυναστεία καθώς και η μετάλλαξη της βρετανικής Μασονίας (υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς του Λονδίνου και του Ουέστμινιστερ του 1717), από μια ανθρωπιστική αδελφότητα, σε μια κοινωνική λέσχη στην υπηρεσία του νέου κατεστημένου και σε ευθεία αντιπαράθεση με το Βατικανό. Σταδιακά και ιδίως μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η βενετική ολιγαρχία, από το Λονδίνο, επεκτείνεται δυναμικά στις ΗΠΑ και εγκαθιδρύει και εκεί την κυριαρχία της.
Μέθοδος δράσης
Αυτό που ονομάζουμε βενετική ολιγαρχία ή βενετική κλίκα, δηλαδή το «βαθύ σύστημα» του Δυτικού ολιγαρχικού φαινομένου των τελευταίων 500 ετών, οπουδήποτε και αν βρίσκεται γεωγραφικά πιστεύει στον επιστημολογικό πόλεμο. Η βενετική κλίκα γνωρίζει ότι οι ιδέες είναι ισχυρότερα όπλα από ό,τι τα πυροβόλα όπλα, οι στόλοι και οι βόμβες. Για να εξασφαλίσουν την ευρεία αποδοχή των αυτοκρατορικών ιδεών τους, τα μέλη της βενετικής κλίκας επιδιώκουν να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται. Αν μπορείς να ελέγξεις τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέπτονται μπορείς να ελέγξεις τις αντιδράσεις τους στα γεγονότα, οποιαδήποτε και αν είναι αυτά τα γεγονότα. Γι’ αυτό έχει ζωτική σημασία για τη βενετική κλίκα να ελέγχει τη φιλοσοφία και ιδίως την επιστήμη, δηλαδή τα πεδία στα οποία οι ανθρώπινες δυνάμεις του υποθετικοπαραγωγικού συλλογισμού και του δημιουργικού λόγου λειτουργούν ως η δύναμη εκείνη που επιφέρει βελτιώσεις στη φυσική τάξη.
Η βενετική κλίκα αντιτίθεται στην ανθρωπιστική αισιοδοξία που βασίζεται στην επιστήμη και την τεχνολογία. Γι’ αυτό οι εκπρόσωποι της βενετικής κλίκας αφενός θέλουν να διαχειρίζονται σε κλειστό κύκλο την επιστήμη και την τεχνολογία, αφετέρου να παρουσιάζουν το ανθρώπινο είδος ως ένα προβληματικό είδος για τον πλανήτη Γη, επικαλούμενοι διάφορα οικολογικά ζητήματα και περιβαλλοντικά προβλήματα, ζητήματα υγείας, ζητήμητα διατροφής και βεβαίως το περιβόητο ζήτημα του υπερπληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο αφενός υποβιβάζουν οντολογικά τον άνθρωπο σε ένα από τα πολλά βιολογικά είδη του οικοσυστήματος του πλανήτη, αφετέρου επικαλούνται τις ανάγκες και τα προβλήματα του πλανήτη για να επιβάλλουν την αυτοκρατορική ατζέντα τους. Αυτό είναι το βασικό εξουσιαστικό μυστικό πίσω από τις θεωρίες περί πράσινης ανάπτυξης και οικολογίας που προωθεί η σύγχρονη ολιγαρχία.
Κατ’ επέκταση οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της βενετικής κλίκας, υποβιβάζοντας τον άνθρωπο σε μια περίπτωση του βιολογικού γίγνεσθαι, και, αποκρύπτοντας ότι η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα της οικονομίας, επιχειρούν να κάνουν τον άνθρωπο δεκτικό σε ζωώδεις μορφές μεταχείρισης, όπως είναι η φτωχοποίηση, τα κρατικά σχέδια οικονομικής σταθεροποίησης, η υποβάθμιση των όρων εργασίας, η μετατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος σε σκιά του εαυτού του, διάφορα μέτρα βιολογικού ελέγχου του πληθυσμού, η χειραγώγηση των τροφίμων, του νερού και της ενέργειας, το τσιπάρισμα του ανθρωπίνου είδους, σαν να πρόκειται για κοπάδι ζώων φάρμας, κ.ο.κ.
Ο ρόλος και η εξέλιξη της τρομοκρατίας
Για μερικούς αιώνες, δηλαδή από το 1200 μ.Χ. μέχρι περίπου το 1600 μ.Χ., η κορυφαία μυστική υπηρεσία που χρησιμοποιούσε την τρομοκρατία ως εργαλείο άσκησης κρατικής πολιτικής βρισκόταν στη Βενετία. Όπως προαναφέραμε, η βενετική ολιγαρχία μετέφερε την έδρα της στην Αγγλία και, ύστερα, μέσω του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, επιβλήθηκε και στις ΗΠΑ. Υπάρχει λοιπόν μια δομική συνέχεια μεταξύ της βενετικής ολιγαρχίας και της ολιγαρχίας που διαμορφώθηκε στην Αγγλία από τον 17ο αιώνα και μετά. Μάλιστα η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α’ (1533-1603) ήταν τόσο υπερήφανη για τις μυστικές υπηρεσίες της ώστε απεικονίζεται στο πορτρέτο της που φέρει την ονομασία «Rainbow Portrait» και αποδίδεται στον ζωγράφο Isaac Oliver να έχει στα φορέματά της διάφορα σχέδια ματιών και αυτιών και ένα μεγάλο σχέδιο φιδιού στο χέρι της.
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα σύμβολο των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών. Σε αυτήν την περίοδο, η μεγαλύτερη προβοκάτσια των μυστικών υπηρεσιών ήταν η λεγόμενη υπόθεση Γκάι Φοκς (Guy Fawkes, 1570-1606). Σύμφωνα με τη γνωστή ιστορία ο Γκάι Φοκς ήταν Άγγλος στρατιώτης και μέλος μιας ομάδας Ρωμαιοκαθολικών συνωμοτών, οι οποίοι οργάνωσαν τη «Συνωμοσία της Πυρίτιδας» στις 5 Νοεμβρίου 1605. Όμως η συνωμοσία ξεσκεπάστηκε πριν από την ολοκλήρωση του σχεδίου: ο Γκάι Φοκς και οι συνεργάτες του ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν και έπειτα από δίκη καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν για προδοσία και απόπειρα δολοφονίας του βασιλέα Ιάκωβου Α’ της Αγγλίας, της οικογένειάς του και των μελών της αριστοκρατίας, με την ανατίναξη του Παλατιού του Γουέστμινστερ, που στέγαζε το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Έκτοτε η 5η Νοεμβρίου αποτελεί εθνική αργία στη Μεγάλη Βρετανία.
Η υπόθεση Γκάι Φοκς λειτούργησε ως στήριγμα της εθνικής ιδεολογίας που ήθελε να προωθήσει το βρετανικό κατεστημένο. Ενώ η τρομοκρατική συνωμοσία του Γκάι Φοκς ενορχηστρώθηκε από υπουργούς της αγγλικής κυβέρνησης ο Γκάι Φοκς χαρακτηρίστηκε ως Ρωμαιοκαθολικός τρομοκράτης, επειδή το τότε βρετανικό κατεστημένο ήθελε να στοχοποιήσει τον πάπα και την Ισπανία. Χρειαζόταν λοιπόν μια προβοκάτσια σε βάρος των Ρωμαιοκαθολικών.
Τον 17ο αιώνα μεταφέρθηκε στην Αγγλία η βενετική ολιγαρχία και μαζί με τη βενετική ολιγαρχία μεταφέρθηκαν στην Αγγλία και η τεχνογνωσία και οι μέθοδοι των μυστικών υπηρεσιών της βενετικής ολιγαρχίας, μεταξύ των οποίων και η μέθοδος της προβοκάτσιας (false flag).
Έκτοτε η τρομοκρατική προβοκάτσια γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή και περνά ιστορικά από τις ακόλουθες φάσεις:
1) Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα η χαρακτηριστική μορφή προβοκατόρικων τρομοκρατικών επιχειρήσεων είναι εκείνη του Τζουζέπε Ματσίνι (Giuseppe Mazzini). Συνεργαζόμενος με το βρετανικό κατεστημένο ο Ματσίνι ήταν ένας ακραίος εθνικιστής Ιταλός ακτιβιστής και προβοκάτορας, ο οποίος είχε πάντοτε ένα στιλέτο στο γραφείο του για να το στρέψει εναντίον όποιου διαφωνούσε μαζί του. Οι Βρετανοί διαχειρίστηκαν την εθνικιστική τρομοκρατική προβοκάτσια για να υποθάλψουν διάφορες εξεγέρσεις στην Ιταλία και γενικά στον Νότο, μέχρι περίπου το 1848. Στις 7 Απριλίου 1848 ο Ματσίνι έφθασε στο Μιλάνο, όπου ο πληθυσμός είχε εξεγερθεί εναντίον της αυστριακής φρουράς και εγκατέστησε μια επαρχιακή κυβέρνηση. Ο Πρώτος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας άρχισε από τον βασιλέα του Πιεμόντε Κάρολο Αλβέρτο, ο οποίος επιχείρησε να αξιοποιήσει την εξέγερση του Μιλάνου αλλά απέτυχε. Τελικά, ο Ματσίνι, ο οποίος ποτέ δεν ήταν δημοφιλής στο Πιεμόντε, διότι ήθελε να γίνει ανεξάρτητο κράτος η Λομβαρδία αντί του Πιεμόντε, εγκατέλειψε το Μιλάνο και πήγε στην Ελβετία μαζί με τον Γκαριμπάλντι.
2) Μετά από την τρομοκρατική προβοκάτσια τύπου Ματσίνι γεννιέται η ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας μορφής τρομοκρατικής προβοκάτσιας, αυτή τη φορά μη εθνικιστικής. Το είδωλο της νέας μορφής τρομοκρατικής προβοκάτσιας είναι ο Μιχαήλ Μπακούνιν (Michael Bakunin), ο γνωστός αναρχικός του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Αντί για έναν εθνικιστή ως είδωλο της τρομοκρατικής προβοκάτσιας, τώρα έχουμε έναν αναρχικό ως είδωλο της τρομοκρατικής προβοκάτσιας. Σε αυτήν τη νέα φάση της τρομοκρατικής προβοκάτσιας έχουμε μια σειρά πολιτικών δολοφονιών που πραγματοποιούνται από αναρχικούς. Έτσι λοιπόν αναρχικοί προβοκάτορες δολοφούν τον Ρώσο τσάρο Αλέξανδρο Β’ (το 1881), αποπειρώνται να δολοφονήσουν τον Ναπολέοντα Γ’ της Γαλλίας (το 1855 και το 1858), δολοφονούν τον 25ο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Μακίνλεϊ (William McKinley), κ.λπ. Επίσης, το 1903, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του 26ου προέδρου των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ντέλανο Ρούσβελτ (Franklin Delano Roosevelt), επίσης υπό τον μανδύα της «αναρχίας».
3) Τη δεκαετία του 1960 εκδηλώνεται μια νέα μορφή τρομοκρατικής προβοκάτσιας, που δεν είναι ούτε εθνικιστική ούτε αναρχική. Πρόκειται για το φαινόμενο του «μοναχικού τρομοκράτη». Το ενσαρκώνει για πρώτη φορά ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ (Lee Harvey Oswald), ο οποίος δολοφόνησε τον 35ο πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι (John F. Kennedy), το 1963, ενεργώντας, όπως είπε, μόνος του.
4) Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, έχουμε το φαινόμενο των «ανεξάρτητων» και «αριστερών» τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η Φράξια Κόκκινος Στρατός, γνωστή και ως ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, στη Γερμανία, κ.λπ. Αντίστοιχο φαινόμενο στις ΗΠΑ είναι η υποκοσμική μαχητική ομάδα των Γουέδερμεν (Weatherman), η επίσημη ονομασία της οποίας ήταν Weather Underground Organization. Αυτή η ομάδα ανήκε στη ριζοσπαστική Αριστερά, συνδεόταν με το κίνημα της «Μαύρης δύναμης» (Black power) και με τα κινήματα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, καταδίκαζε τον ρατσισμό, ενώ συγχρόνως υποστήριζε το δικαίωμα της ιδιαιτερότητας της λευκής φυλής. Ηγετικά στελέχη της ομάδας των Γουέδερμεν ήταν η πανεπιστημιακή καθηγήτρια Μπεναρντίν Ντορν (Bernardine Rae Dohrn) και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Μπιλ Έιρς (Bill Ayers), στενοί φίλοι και μέντορες του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα.
5) Τη δεκαετία του 1970 έχουμε και τη σύγκρουση μεταξύ του Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger) και του Ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο (Aldo Moro) για τον ρόλο του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος στην ιταλική κυβέρνηση. Σε εκείνο το σημείο παρεμβαίνουν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και δολοφονούν τον Μόρο, που ακολουθούσε μια μετριοπαθή χριστιανοδημοκρατική πολιτική εθνικής ενότητας. Βρισκόμαστε στην εποχή των «αριστερών» τρομοκρατικών οργανώσεων, που με τη δράση τους εξυπηρετούν, εν γνώση ή εν αγνοία τους, την πολιτική του ΝΑΤΟ, το οποίο είχε αναπτύξει πολλά σχέδια διαχείρισης «αριστερών» τρομοκρατών προβοκατόρων, όπως έχουμε εξηγήσει στο βιβλίο μας «Οι Μυστικοί Φάκελοι της Ακροδεξιάς και το Ελληνικό Κράτος», το οποίο έχει εκδοθεί από την εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο». Πληθώρα τρομοκρατικών ομάδων εκείνης της εποχής που μιλούσαν για τον Μάο, τον Τρότσκι και τον κομμουνισμό χειραγωγούνταν από μυστικές υπηρεσίες του ΝΑΤΟ.
6) Τη δεκαετία του 1970 αναδεικνύεται και μια νέα μορφή τρομοκρατίας: η «αραβική τρομοκρατία». Χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της μορφής τρομοκρατίας είναι η παλαιστινιακή οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης, η οποία κατέσφαξε την ισραηλινή αθλητική αποστολή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1972. Δεν πρόκειται για «ισλαμική τρομοκρατία», αλλά για «αραβική τρομοκρατία», δηλαδή έχει καθαρά πολιτική ρητορική, και όχι θρησκευτική. Αυτή η τρομοκρατία ευνόησε ηθικά και πολιτικά τη σιωνιστική συνιστώσα του εβραϊσμού, εντός και εκτός του Ισραήλ.
7) Τη δεκαετία του 1980 κάνει την εμφάνισή της μια ακόμη νέα μορφή τρομοκρατίας: η «θρησκευτική» –εν προκειμένω «ισλαμική»– μορφή τρομοκρατίας. Στις 6 Οκτωβρίου 1981 η οργάνωση Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ δολοφόνησε τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ. Αρχίζει λοιπόν μια νέα, μεγάλη και γεμάτη αιματηρή δράση μορφή τρομοκρατίας η οποία διενεργείται από «μουσουλμάνους φονταμενταλιστές», μεταξύ των οποίων και οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα, οι οποίοι όμως, ως επί το πλείστον, αποτελούν αντικείμενα διαχείρισης από μυστικές υπηρεσίες της Δύσης και του Ισραήλ, όπως έχουμε πολλές φορές, με σημαντικά ντοκουμέντα, εξηγήσει σε αυτήν την στήλη της εφημερίδας μας.
8) Επίσης, τη δεκαετία του 1990, κάνει την εμφάνισή της και μια ακόμη νέα μορφή τρομοκρατίας: η «ακροδεξιά» τρομοκρατία, με πρωτοπόρο τον ακροδεξιό Τίμοθι Μακβέι (Timothy McVeigh), ο οποίος πραγματοποίησε τη βομβιστική τρομοκρατική επίθεση στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ, στις 19 Απριλίου 1995, προκαλώντας τον θάνατο 168 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση ακροδεξιού τρομοκράτη είναι εκείνη του Νορβηγού Άντερς Μπρέιβικ (Anders Behring Breivik), ο οποίος ανέπτυξε την τρομοκρατική του δράση στη Νορβηγία το 2011. Αυτό το φαινόμενο το έχουμε επίσης αναλύσει στο βιβλίο μας «Οι Μυστικοί Φάκελοι της Ακροδεξιάς και το Ελληνικό Κράτος», το οποίο έχει εκδοθεί από την εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο»
http://www.rieas.gr/research-areas/greek-studies-gr/1975-2013-06-02-10-44-04.html
το είδα
<<< Τα φρικαλέα εγκλήματα των Εβραίων κατά του Ελληνισμού...
ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ >>>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου