Σελίδες

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη και μερικές ερωτήσεις – μέρος 2ο

του Λευτέρη Ριζά


 Ρωτάει ο κ. Γ. Αυτιάς τι σημαίνει «τα πάνω κάτω»: «Σημαίνει ότι μπαίνω δυνατά να διεκδικήσω λεφτά, να κάνω διαφορετική κατανομή φόρων, να ενισχύσω εισοδηματικά αυτούς που τώρα ταλαιπωρούνται και να βρω θέσεις εργασίας; Με ποιο τρόπο;»Για να πάρει αμέσως την απάντηση του κ. Αλ. Τσίπρα: «Αυτό που είπατε μόλις κ. Αυτιά δεν είναι μια υπόσχεση που κάποιοι μάλιστα θεωρούν λαϊκίστικη, διότι εδώ έχουμε πια μπερδέψει τα μπούτια μας και θεωρούμε τα αυτονόητα ότι είναι λαϊκισμός. Είναι λαϊκισμός να μπορεί να επιβιώσει η ελληνική οικογένεια, ενώ δεν είναι λαϊκισμός τα golden boys να συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα χρήματα που έχουν βγάλει στις τράπεζες της Ελβετίας. Αυτό που λέμε είναι ένα απλό πράγμα. Θα πρέπει να σταματήσει ο δρόμος προς την καταστροφή. Θα σταματήσουμε την καταστροφή. Δεν υποσχόμαστε πολλά πράγματα, αλλά όταν λέμε ότι θα αποκαταστήσουμε τις χαμηλότερες συντάξεις διότι εδώ έχουμε φτάσει στο τραγελαφικό σημείο να κόβουν τη 13η και 14η σύνταξη σε αυτούς που παίρνουν 320 ευρώ δεν το λέμε για να γίνουμε αρεστοί αλλά γιατί αυτό είναι το μέσο, το εργαλείο για να βγούμε από την κρίση. Διότι ο μόνος τρόπος για να βγεις από την κρίση και από μια παγίδα ύφεσης που έχουμε μπει εδώ και αρκετά χρόνια είναι να δώσεις λίγα έστω χρήματα σε αυτούς που ότι πάρουν θα το καταναλώσουν. Και να σταματήσεις να δίνεις και να πάρεις από αυτούς που αποθηκεύουν, αποταμιεύουν και τα βγάζουν στο εξωτερικό.»
Επειδή ακριβώς υπάρχει κίνδυνος να «μπερδέψουμε τα μπούτια μας», αυτή η συνταγή δεν φέρνει τα «πάνω-κάτω». Δηλαδή δεν αλλάζει σώνει και καλά τις παραγωγικές σχέσεις. Γιατί οι καλές συντάξεις, το δώρο Χριστουγέννων (13ος μισθός), Πάσχα και διακοπών [13η και 14η σύνταξη δεν υπήρχαν, υπήρχε 13ος μισθός], απλά αποκαθιστούν αυτά που θεωρούσαμε «κεκτημένα» καταμεσής του καπιταλιστικού μας συστήματος και κοινωνίας και μάλιστα με καραμπινάτη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση και υποτέλεια. Η επάνοδος στο παρελθόν – που πάρα πολλοί επιθυμούν – δεν φέρνει δηλαδή τα πάνω κάτω. Και δεν είναι λαϊκισμός [πως υιοθετούμε εύκολα τη γλώσσα του κυρίαρχου] να πούμε ότι και πριν την κρίση και όλα τα δεινά που έφερε στο λαό μας, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα για πάρα πολλούς συμπατριώτες μας. Που και τότε για να αλλάξει η κατάσταση τους έπρεπε και ήθελαν να έρθουν τα «πάνω-κάτω». Το αίτημα για μια άλλη κοινωνία – όχι απλά για μια άλλη Ευρώπη - , για μια σοσιαλιστική κοινωνία, προηγείται κατά πολύ του Μνημονίου και των συνακόλουθων μέτρων του.
Διαφορετική κατανομή φόρων, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής κλπ κλπ – κάτι που απαιτούν και οι ευρωπαίοι εταίροι μας – υπάρχουν στις πιο «αναπτυγμένες» καπιταλιστικές χώρες. Αν κάτι πρέπει να εξηγήσουμε είναι γιατί δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Γιατί το πολιτικο-οικονομικό καταστημένο, όπως αυτό
προέκυψε από τον εμφύλιο και το μετεμφυλιακό κράτος, με την ανοχή και υποστήριξη του «ξένου» παράγοντα, έμαθε να ζει και να πορεύεται ακριβώς έτσι: με εκτεταμένη και ακραία φοροδιαφυγή, με κάθε λογής κι εξωφρενικά προνόμια, φοροαπαλλαγές και δασμούς κλπ. Και όχι μόνο αυτό. Αλλά συνειδητά και συστηματικά προσπάθησε να συνηθίσει και το «λαό» να συμπεριφέρεται ανάλογα – ιδιαίτερα επί της εποχής ΠΑΣΟΚ, όπου πια «κοινωνικοποιήθηκε» η διαφθορά. Θυμόμαστε όλοι τη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του αλλά όχι και έτσι».
Όταν λοιπόν λέμε ότι πρέπει να φέρουμε τα «πάνω-κάτω» δεν πρέπει να εννοούμε απλά την επάνοδο στο «αμαρτωλό μας χθες». Αλλά διαβάζοντας σωστά το χθες – μάνα του σήμερα – να βαδίσουμε «μπροστά», σε άλλους δρόμους, με άλλους, εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς [1]. Άλλα καταναλωτικά πρότυπα που φυσικά θα στηρίζουν και θα στηρίζονται σε άλλες παραγωγικές προτεραιότητες. Άλλες παραγωγικές σχέσεις, άλλες αξίες ζωής, άλλη παιδεία και καλλιέργεια. Αυτά πρέπει να λέγονται και να προωθούνται. Και είναι ακριβώς αυτά που δεν λέει ο σύντροφος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Μάλλον βολεύεται να «λαϊκίζει» επαναλαμβάνοντας αυτά που έμαθαν στον λαό, έτσι ώστε να γίνει εύκολη βορά στην σημερινή επιδρομή που θέτει υπό αμφισβήτηση όχι μόνο «οικονομικά» και άλλα κεκτημένα, αλλά ακόμα και τα υπολείμματα της όποιας Δημοκρατίας, λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.
Στην απάντηση του ο κ. Αλ. Τσίπρας επαναλαμβάνει τα περί περιουσιολόγιου, φορολογικού συστήματος κλπ. Αλλά όταν ο δημοσιογράφος επιμένει να ρωτήσει αν «Οι κατώτερες και χαμηλές συντάξεις θα ενισχυθούν» η απάντηση είναι παρόμοια με αυτήν που θα έδινε ο ΓΑΠ, ο Βενιζέλος, ο Κουβέλης και γιατί όχι ο Σαμαράς: «Θα αποκατασταθούν σταδιακά στην προ μνημονίου εποχή. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν είναι λαϊκισμός, είναι το εργαλείο μας».Σε πόσα στάδια; Σε πόσο δηλαδή καιρό; Όταν θα έχουν πεθάνει οι χαμηλοσυνταξιούχοι; Άλλωστε τώρα όλοι τείνουν να μετατραπούν σε χαμηλοσυνταξιούχους. Και γιατί βιάζεται να δηλώσει ότι αυτό δεν είναι λαϊκισμός; Γιατί θέλει να αποτινάξει κάθε υποψία ότι είναι «λαϊκιστής» - μια λέξη φόβητρο που έχει εγκαταστήσει στα μυαλά των ανθρώπων ακριβώς η αντιδραστική-νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Και μάλιστα αφού θεωρεί ότι αν δεν αποκατασταθούν οι χαμηλές συντάξεις και οι χαμηλοί μισθοί δεν θα βγούμε από την ύφεση; Φυσικά θα πρέπει να εξηγήσει στον εαυτό του πρώτα απ’ όλους γιατί της «ύφεσης» προηγείται η άνοδος των μισθών. Δηλαδή να μπει θέλοντας και μη σε μια συζήτηση για τις κρίσεις, ιδιαίτερα για τη σημερινή. Αλλά αυτό του το χαρίζουμε. Δεν θα επιμείνουμε.
Από την υπόλοιπη συνέντευξη εμείς θα κρατήσουμε για διατύπωση ερωτήσεων, αποριών, μερικά μόνο σημεία της. Όπως αυτό που απαντάει για τη διάλυση της μεσαίας τάξης και των αγροτών. Εδώ ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει ότι «η μεσαία τάξη, και ο αγρότης σήμερα έχει καταλάβει ότι ο φόβος δεν ήταν ότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ και θα τους πάρει την περιουσία, δεν είναι ότι θα τους πάρει τις καταθέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ, εξανεμίζονται οι λιγοστές καταθέσεις απ’ αυτή την άδικη πολιτική. Γι’ αυτό λοιπόν η μεσαία τάξη δεν έχει καμιά προοπτική και ελπίδα να ξαναπέσει σε αυτή την παγίδα της τρομοκρατίας.» (τα μαύρα είναι της ιστοσελίδας του ΣΥΡΙΖΑ). Δεν προσθέτει τίποτα άλλο που να διευκρινίζει τι θα γίνει με αυτούς. Βέβαια θέση παίρνουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αλλά πουθενά δεν διευκρινίζεται ποια ακριβώς θα είναι η θέση τους, όπως επίσης και ποια θα είναι αυτή η παραγωγική ανασυγκρότηση.
Όταν συμβαίνει μια τέτοια εξέλιξη – που γεμίζει σκεπτικισμό και φόβο τους πιο διορατικούς υπερασπιστές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος γιατί χάνει τα στηρίγματα του ακριβώς το σύστημα τους, η κοινωνία τους – η αριστερά βρίσκεται σε ένα πραγματικό δίλημμα. Τι θα κάνει, τι θα υποσχεθεί σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα και τάξεις. Τη διατήρηση τους ως τέτοιων ή θα τους προτείνει μια θέση σε μια άλλη κοινωνική οργάνωση, τη σοσιαλιστική. Οι τάξεις και τα στρώματα που καταστρέφονται φοβούνται μην κατρακυλήσουν στη θέση του προλεταριάτου. Τότε τα πράγματα δυσκολεύουν για την αριστερά. Γιατί αυτές οι τάξεις και τα στρώματα μπορεί να ζητήσουν από την εργατική τάξη να στηρίξει την ύπαρξη τους σαν τέτοιων, να τους εγγυηθεί ότι δεν θα κατρακυλήσουν οικονομικά και κοινωνικά – δεν θα γίνουν προλετάριοι. Η εργατική τάξη και το κόμμα της – προσοχή δεν ισχυρίζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι το κόμμα της – βρέθηκε πάντοτε σε τέτοια διλήμματα. Να μην τείνει το χέρι της σε αυτά τα στρώματα ενισχύει τα ακροδεξιά «αντι-μονοπωλιακά» κόμματα. Αυτά που θεωρούν τις τράπεζες και τα μεγάλα μονοπώλια υπεύθυνα για την καταστροφή των μεσαίων τάξεων. Που θέλουν έναν καπιταλισμό χωρίς τις ολέθριες συνέπειες του. Όπως δηλαδή έλεγε ο Προυντόν και ο Μαρξ του ασκούσε αυστηρή κριτική, ξεσκέπαζε τη μικροαστική κριτική του στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα [2]. Κι αυτό συνέβηκε ήδη στο παρελθόν [πρβλ. την έντονη επίθεση των Ναζί στο τραπεζικό κεφάλαιο]. Όποτε συνέβη η αριστερά να δώσει το χέρι στο μικρό κεφάλαιο, όπως έγινε συχνά στη Νότια Ευρώπη, ενάντια στα μονοπώλια ή να στηρίξει τις μεσαίες τάξεις και στρώματα, αυτό επιβράδυνε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, βοηθώντας να επιβιώσουν. Στο τέλος τα μονοπώλια ήξεραν πώς να τα πάρουν με το μέρος τους τις «κρίσιμες εκείνες στιγμές που φαίνεται να απειλείται η «ατομική ιδιοκτησία»…» [3]. Γι αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός στην αριστερά μας. Οπωσδήποτε και στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ που ιδεολογικά-πολιτικά επηρεάζεται ιδιαίτερα από τη μικροαστική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Μια σύνθεση που, στηρίχτηκε και συντηρήθηκε από τους νικητές του εμφυλίου πολέμου: αγγλο-αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα ντόπια οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα του [4]. Αποτελεί, όμως, αυτό το ζήτημα τεράστιο πρόβλημα για την τακτική και στρατηγική της αριστεράς στη χώρα.
Σε αυτό το πρόβλημα ουσιαστικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν έχει καμιά απάντηση. Ερώτημα είναι αν το έχει υπόψη του ή το έχει συνειδητοποιήσει. Έτσι όταν ο Γ. Αυτιάς επανέρχεται λέγοντας : «Άρα ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται να πει στη μεσαία τάξη μη φοβάσαι από εμένα, εγώ δεν θα σου μειώσω τη σύνταξη, θα σου συμπληρώσω ή έχεις ελπίδες να πάρεις μεγαλύτερο μισθό;» απαντάει με αφέλεια ότι αφού πρώτα θα αυξηθούν οι χαμηλοί μισθοί και συντάξεις για να κινηθεί η οικονομία – δηλαδή το μπακάλικο, μανάβικο, κρεοπωλείο της γειτονιάς, διότι αυτές οι αυξήσεις δεν αποτελούν κίνητρο για σοβαρές και με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα επενδύσεις – και προειδοποιώντας ότι «δεν θα τα κάνουμε αυτά μαγικά» τα υπόλοιπα θα γίνουν:
«με δυο τρόπους. Πρώτον με ισχυρή διεκδίκηση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, διότι έχουμε δυνατότητες που ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν. Και δεν αξιοποιήθηκαν γιατί είχαμε ένα πολιτικό προσωπικό που ήταν δεσμευμένο μέσα στη διαφθορά και τη διαπλοκή, γι’ αυτό δεν διεκδίκησε και δεύτερον μέσα από το φορολογία του μεγάλου πλούτου. Θα αυξήσουμε τα δημόσια έσοδα παίρνοντας από τους λίγους που έχουν πολλά και δίνοντας στους πολλούς  λίγα. Έστω λίγα για να κινηθεί η οικονομία. Αυτό είναι το σχέδιο. Δεν έχουμε μαγικά ραβδιά και σας είπα εξ’ αρχής επίσης, ότι είναι κάποιες θεσμικές παρεμβάσεις στις οποίες έχουμε προχωρήσει και έχουμε σχεδιάσει οι οποίες δεν έχουν υψηλό κόστος, αλλά είναι θεσμικές παρεμβάσεις που θα δημιουργήσουν μία κινητικότητα στην οικονομία και θα δημιουργήσουν ασπίδα ασφαλείας στους πολλούς που είναι στα κατώτατα εισοδήματα σήμερα.
Έχουμε σήμερα τους αγρότες στο δρόμο. Σε αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους πούμε ποιο είναι το εθνικό μας σχέδιο για να ξαναγυρίσει η χώρα στην παραγωγή. Διότι μία χώρα η οποία δεν θα παράγει δεν θα βγει ποτέ από την κρίση».(μαύρα της ιστοσελίδας ΣΥΡΙΖΑ).
Το πολιτικό προσωπικό έπαιξε και παίζει πάντοτε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Καμιά αμφιβολία. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την ένταξη μας στην ΕΕ – και αυτό δεν το αμφισβητεί ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – και γενικότερα με την ένταξη μας στον διεθνή άνισο και ιεραρχημένο καταμερισμό εργασίας. Που συμβαίνει να είναι καπιταλιστικός / ιμπεριαλιστικός. Το 1980 στο διεθνές σεμινάριο που είχε οργανώσει το, ανερχόμενο τότε, ΠΑΣΟΚ με θέμα «Μετάβαση στο Σοσιαλισμό» [5], αναπτύχθηκε σοβαρός προβληματισμός σχετικά με το αν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη ή όχι και ποια, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργασίας. Εδώ δεν θα αναφέρουμε τίποτα σε σχέση με αυτούς, αλλά είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τους αγνοεί – όχι μόνο διότι τότε ήταν πάρα πολύ μικρός για να τους παρακολουθήσει και αργότερα κανένας δεν του υπέδειξε ότι πρέπει να τους διαβάσει, αλλά και γιατί το πολιτικό προσωπικό της «ανανεωτικής» και «ορθόδοξης» αριστεράς μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν δεν καταδέχτηκαν να ασχοληθούν μαζί τους. Καμιά από τις εισηγήσεις των παγκόσμια γνωστών εισηγητών, δεν απέδωσε τα προβλήματα που παρουσιάζονται στις «εξαρτημένες» - με την πολύ ευρεία έννοια – χώρες αποκλειστικά και μόνο στο πολιτικό προσωπικό της, και δεν υποστήριξε ότι αρκούσε μόνο ο παραμερισμός του για να λυθούν όλα τα προβλήματα. Είναι βέβαια αναγκαίος όρος. Αλλά δεν αρκεί. Άλλωστε έχουν συμβεί πιο μεγάλες, πιο ριζοσπαστικές αλλαγές, επαναστάσεις, σε μια σειρά χώρες και τα προβλήματα δεν λύθηκαν σε βάθος και οριστικά: ανασυστήθηκαν ταξικές κοινωνίες. Η κατάληξη της Ρωσικής, Κινέζικης, Βιετναμικής κλπ επανάστασης κάτι πρέπει να μας διδάσκουν.
Ο κ. Τσίπρας πολύ εύκολα νομίζει ότι θα λύσει το πρόβλημα της επανεκκίνησης της οικονομίας απλά παίρνοντας από τους λίγους που έχουν πολλά – πόσα, έχει υπολογίσει; – και δίνοντας, έστω λίγα, στους πολλούς. Αυτό είναι ο πιο ρηχός λαϊκισμός. Έστω ότι δίνεις λίγα στους πολλούς – έστω ότι δεν ρωτάμε πόσα λίγα – πως και ποια θα είναι η «ανάπτυξη», που θα βρεθούν τα απαραίτητα κεφάλαια και τεχνολογία που θα κινήσουν την οικονομία αύριο, αν όχι αμέσως, υπέρ του λαού; Γιατί μια φορά θα πάρεις από τους έχοντες. Δεύτερη φορά δεν θα υπάρξει, άρα ούτε και δεύτερη ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Όταν μάλιστα δεν διαθέτεις, όπως π.χ. η Βενεζουέλα πετρελαιοπηγές που μπορείς να κρατικοποιήσεις και με τα κέρδη τους να χρηματοδοτήσεις λαϊκές παροχές, πρέπει να διαθέτεις σχέδιο ανασυγκρότησης άμεσα – και να έχεις υπολογίσει πότε θα γίνει αποδοτικό και ποια εμπόδια θα πρέπει να υπερπηδήσει: εμπόδια που έχει στήσει η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική.
Δεν μαθαίνουμε, επίσης, ποιες θα είναι οι θεσμικές παρεμβάσεις που «θα δημιουργήσουν μία κινητικότητα στην οικονομία και θα δημιουργήσουν ασπίδα ασφαλείας στους πολλούς που είναι στα κατώτατα εισοδήματα σήμερα». Αν η οικονομία θα εξακολουθήσει να είναι κεφαλαιοκρατική θα πρέπει να είναι και «ανταγωνιστική». Θα πρέπει λοιπόν να εξεταστεί πώς θα το κατορθώσει. Εντάξει σήμερα λένε πώς αυτό θα γίνει με μείωση μισθών κι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις – απολύσεις κλπ. Κι εμείς διαφωνούμε και με το δίκιο μας. Αλλά άλλο η δικαιολογημένη άρνηση και άλλο η δική μας πρόταση και οργάνωση της παραγωγής. Είναι απόλυτα σωστό ότι η χώρα πρέπει να γυρίσει στην παραγωγή, γιατί χώρα που δεν παράγει «δεν θα βγει ποτέ από την κρίση».Ολόσωστο. Αλλά πρέπει να αποφασίσουμε τι θα παράγουμε και προπαντός ποιος θα τα παράγει. Ποιοι και πώς π.χ. θα επιστρέψουν στην επαρχία, στα χωριά να καλλιεργήσουν, να βοσκήσουν, να χτίσουν. Εμείς ή οι μετανάστες; Ποιοι θα ανέβουν και πάλι στις σκαλωσιές. Ποιοι θα μπουν στα εργοστάσια. Ποιοι δηλαδή θα γίνουν εργάτες όταν το όνειρο των νέων είναι να γίνουν «πτυχιούχοι» για να μην εργάζονται χειρωνακτικά. Σε μια τέτοια παραγωγική χώρα πόσο θα χρειαζόμαστε το τμήμα της «κοινωνικής ψυχολογίας» ή τη θεολογική σχολή ή μια σειρά άλλες που απλά παράγουν άνεργους ή ανθρώπους που καμιά διάθεση δεν έχουν και δεν θα έχουν αύριο να πιάσουν εργαλείο στο χέρι τους, να δουλέψουν στο ήλιο και τη βροχή, να κουραστούν σωματικά. Ποιοι από τους καλομαθημένους γιούς και τις κόρες αυτών των μεσαίων τάξεων θα τραβήξουν αυτό τον δρόμο; Αν δεν ληφθούν υπόψη τέτοια ερωτήματα και δεν έχουν εξασφαλιστεί το πώς θα απαντηθούν πρακτικά, οι αντι-μνημονιακές συμμαχίες και τα «αντιτροϊκανά ξέφωτα» είναι λόγια του αέρα. Σε όλα αυτά τα προβλήματα ποιες και τι θα αφορούν οι θεσμικές παρεμβάσεις.
Όσο για τους αγρότες – είτε βρίσκονται είτε όχι στο δρόμο – πραγματικά «πρέπει να τους πούμε ποιο είναι το εθνικό μας σχέδιο για να ξαναγυρίσει η χώρα στην παραγωγή», που βέβαια θα πρέπει να το συνδιαμορφώσουμε, παίρνοντας υπόψη ότι οι δεν είναι βέβαιο ότι θα εξασφαλίσουμε ή ότι θα συνεχιστούν οι επιδοτήσεις. Ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε στον αναδασμό, σε συλλογικές καλλιέργειες και σε μια σειρά άλλα μέτρα και θεσμικές παρεμβάσεις. Καλή ώρα στον εκδημοκρατισμό και «εκσυγχρονισμό» του συνεταιριστικού κινήματος, στο χάλι του οποίου έβαλε το χεράκι του και μερίδα του αγροτικού κόσμου.
Την αναφορά του στην ανάγκη να τους εξηγήσουμε το «εθνικό μας σχέδιο», να το συνδέσουμε με ένα άλλο σημείο της συνέντευξης του όπου ο κ. Τσίπρας λέει: «Είμαστε αριστεροί, είμαστε ριζοσπάστες είμαστε πάνω απ’ όλα αυτοί οι οποία θα υπερασπιστούμε –το πατριωτικό μας καθήκον θα κάνουμε, δεν θα κάνουμε τίποτε παραπάνω- τα συμφέροντα της χώρας των ελλήνων και των ελληνίδων». Και άλλοτε έχει μιλήσει περί πατριωτισμού.[6]. Πως συνδυάζονται ένα «εθνικό σχέδιο» με μια υπερεθνική Ευρώπη; Αλλά γι αυτό όπως και για τον πατριωτισμό, ποτέ και πουθενά δεν έχει διευκρινίσει τι εννοεί. Γιατί και στο αρχικό κόμμα του [ΣΥΝ] και τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ οι φανατικοί «αντι-εθνικιστές / εθνομηδενιστές» και «ευρωλάγνοι», είχαν το «πάνω χέρι» ιδεολογικο-πολιτικά. Αρκεί να ζητήσει τη λίστα αυτών που είχαν υπογράψει υπέρ του σχεδίου ΑΝΑΝ, αυτών που υποστήριξαν την κυρία Ρεπούση ή την κ. Δραγώνα, να ξαναδιαβάσει την αρθρογραφία του στενού συνεργάτη του κ. Γιάννη Μηλιού στις «Θέσεις» ή σε συνεργασία με την κ. Σίσσυ Βωβού και τον κ. Ν. Θεοδωρίδη – εκτός των άρθρων και συνεντεύξεων του τελευταίου, να ρίξει ένα βλέμμα στην πρόσφατη αρθρογραφία στην ΑΥΓΗ [ιδίως στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ] ή την ιστοσελίδα του RNB,όπως και του προσφάτως επαναπατρισθέντα από το σκληρό σημιτικό ΠΑΣΟΚ κ. Αντώνη Λιάκου, μαζί βέβαια με την όμοια κ. Χριστίνα Κουλούρη (Ανανική κι αυτή) και την παλαίμαχη στο χώρο κ. Σία Αναγνωστοπούλου( Ανανική). Να προσθέσει σε όλα αυτά τη σιωπή του για τις δηλώσεις της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ κ. Γαϊτάνη περί Σκοπιανού, και του βουλευτή της Θράκης κλπ όπως και την «άκρα του τάφου σιωπή» που υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για την Κύπρο (Μνημόνιο και εκλογές),και μετά ας μας εξηγήσει τι εννοεί με πατριωτισμό, και πώς αντιλαμβάνεται την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, των ελλήνων και ελληνίδων [εργατών και εργατριών απέναντι στο κοινωνικό/μισθολογικό ντάμπιγκ των συμπαθέστατων και δυστυχισμένων μεταναστών. Που, όμως, λειτουργούν αντικειμενικά ως απεργοσπαστικός μηχανισμός ή όπως θα λειτουργούσε ο Πολωνός υδραυλικός της οδηγίας Μπόλκενστάϊν].
Οι «αντιρατσιστικές» υστερίες που καλύπτουν έναν ανθελληνικό ρατσισμό [7], ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες και στρώνοντας το δρόμο στη ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, που ακούγονται μέσα και από συνιστώσες και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν τον έχουν απασχολήσει καθόλου. Ο ίδιος δεν έχει βγει πουθενά να υποστηρίξει την εθνική και πατριωτική διάσταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Γνωρίζω ότι αποτελεί ιεροσυλία αυτό που θα πω, αλλά το γράφω για σύγκριση και φρονηματισμό: είδε πουθενά πραγματικό πολιτικό ηγέτη της αριστεράς ή κάποιου αριστερού κινήματος, που δεν παρενέβη ο ίδιος σε θεωρητικό-ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, με ομιλίες, άρθρα, μπροσούρες ή ακόμα και βιβλία, πάνω σε σοβαρά ζητήματα του κινήματος και της οργάνωσης του; Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Κάουτσκυ, ο Λήμπνεχτ, η Ρόζα, ο Λένιν, ο Τρότσκυ, ο Στάλιν, ο Χιλφέρτινγκ, ο Γκράμσι, ο Μάο ακόμα και ο Ζαχαριάδης που τον ανατριχιάζει, έγραψαν για τα πιο δύσκολα και διαφορετικά ζητήματα που απασχολούσαν-διχάζοντας ενίοτε – το κίνημα. Ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου έγραψε και μίλησε για πολύ σοβαρά ζητήματα που καθόρισαν τη γραμμή και τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ. Εκεί κρίθηκαν και οι ίδιοι. Ήταν ηγέτες με θεωρητικό-πολιτικό εκτόπισμα. Δεν εξαρτιόντουσαν από τους συμβούλους και τους στενούς συνεργάτες τους. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας δεν έχει να επιδείξει κάτι ανάλογο. Επανάληψη των ίδιων και των ίδιων αντι-μνημονικών κριτικών και επιχειρημάτων και μάλιστα πολύ φτωχότερων και επιφανειακών από αυτά που λένε και γράφουν κατά δεκάδες πολλοί αριστεροί και μη σήμερα.
Ακόμα και αυτά που λέει όταν ο Γ. Αυτιάς τον ρωτάει για την «πολυφωνία» στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σε διάφορα ζητήματα – από τις επισκέψεις του στη Γερμανία και τις ΗΠΑ έως τα εθνικά – απαντάει αμήχανα σαν κουρδισμένο παιχνιδάκι: «Το όραμα μου δεν είναι να δημιουργήσω ένα κόμμα νεκροταφείο αλλά ένα κόμμα το οποίο θα είναι φυτώριο, όχι νεκροταφείο αλλά θα είναι δεδομένο ποια είναι η συλλογική άποψη που  δημοκρατικά θα αποφασίζουμε  και θα υλοποιούμε  όλοι». Προσπερνώ το προσωπικό ύφος στην απάντηση του: Το όραμα μου…να δημιουργήσω … Θα σταθώ στη καθαρά μεταμοντέρνα απάντηση του, που θεωρεί ότι το κόμμα είναι περίπου ένα πολυκατάστημα. Όπου, όπως στην αγορά, συνυπάρχουν και εκτίθενται όλα τα προϊόντα το ένα δίπλα στο άλλο και ο καταναλωτής διαλέγει και παίρνει όποιο του αρέσει ή του είναι βολικό. Τα κόμματα, όμως, δεν είναι αυτό το πράγμα. Ακόμα κι όταν διακηρύσσουν ότι είναι πολυσυλλεκτικά – όπως το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ κλπ. Γιατί πάντα κάποιες τάξεις και συγκεκριμένα συμφέροντα εκφράζουν και υπηρετούν. Δεν πιστεύω ο κ. Τσίπρας να θεωρεί τους Μαρξ και Ένγκελς σταλινικούς ή ζαχαριαδικούς που έγραφαν στην «Προσφώνηση της Κ.Ε. στην Ένωση των Κομμουνιστών» το Μάρτη του 1850»,– ένα έργο μάλλον λίγο γνωστό, άρα παραμελημένο και αναξιοποίητο – ότι για τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό χρειάζεται «εργατικό κόμμα, όσο το δυνατό πιο ομόφωνο, όσο το δυνατό πιο αυτοτελές» σε σχέση με τους μικροαστούς κλπ προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του. Τα ίδια έλεγαν όλοι οι σοσιαλιστές ηγέτες και προπαντός εφάρμοζαν. Δεν χρειάζεται βέβαια να προσθέσω τον Λένιν, τον Μάο και τον «μπολσεβίκο» Γκράμσι. Που όλοι τους έβαλαν όρια με το ποιους θα συνεργαστούν ή θα έχουν στο κόμμα τους, που δεν δίστασαν να τους διαγράψουν όταν είχαν βαθιές, ανταγωνιστικές και αξεπέραστες διαφωνίες ή που τελικά συνεργάστηκαν με συντρόφους τους με τους οποίους είχαν προηγούμενα διαφωνίες – βλ. Λένιν με Τρότσκυ.
Ο κ. Τσίπρας δεν σταματάει εκεί, θέλει να διευκρινίσει γιατί δεν θέλει κόμμα «νεκροταφείο» - προτιμώντας μάλλον το καφενείο του νεκροταφείου: «Διότι η εποχή μας δεν είναι η εποχή της μονολιθικότητας ούτε εγώ θα είμαι σαν άλλος Ζαχαριάδης ένας ηγέτης της Αριστεράς που θα εξοντώνω διαφορετικές απόψεις, αλλά θα είναι σαφές το δημοκρατικό πλαίσιο». Ποια είναι η εποχή μας; Μα αυτή της κυριαρχίας του μεταμοντέρνου. Το «αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν και 100 σχολές να ανταγωνίζονται» που έλεγε και εφάρμοσε ο Μάο, δεν ήταν σε αντίθεση με τον έντονο ιδεολογικό-πολιτικό αγώνα που τελικά κάθε φορά διεξάγεται μέσα στους κόλπους των κομμάτων. Όπου ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας – και άρα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού – και όποιος νομίζει ότι πια δεν μπορεί να συνυπάρξει με την πλειοψηφία μπορεί άνετα να αποχωρήσει – όπως καλή ώρα ο Φ. Κουβέλης, ή η πλειοψηφία μπορεί να καταλήξει ότι η μειοψηφία της γίνεται εμπόδιο. Δηλαδή τι νομίζει ο κ. Τσίπρας ότι αν αύριο γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα τρώει τις ώρες του σε ατέρμονες δημοκρατικές συζητήσεις προκειμένου να αποφασίσει τι θα κάνει σε θέματα εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής; Όταν μάλιστα θα διακυβεύονται ύψιστα συμφέροντα ύπαρξης της ίδιας της χώρας; Όχι. Κάποια στιγμή θα πάρει μια απόφαση. Άλλωστε ρώτησε τη βάση – τις οργανώσεις – για να συναντηθεί με τον Σόϊμπλε ή να ταξιδέψει στη Ν. Υόρκη και να πει αυτά που είπε; Καθόλου. Αυτός και ο περί αυτόν κύκλος το αποφάσισε. Το είμαστε κόμμα των μελών και όχι των στελεχών και της γραφειοκρατίας, που διακήρυξε στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη 30 Νοεμβρίου, έγινε κόμμα του Τσίπρα και της παρέας του. Ρώτησε μήπως την κ. Σακοράφα; Όχι. Στις συνεντεύξεις είναι εύκολα τα λόγια τα μεγάλα. Στην πράξη όμως άλλα γίνονται.
Αλλά δεν είναι μόνο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ που πολιτεύεται ερήμην των μελών, της ΚΕ, της εκτελεστικής γραμματείας κλπ. Είναι και τα διάφορα τμήματα που ανακοινώνουν ό,τι θέλουν, ανάλογα βέβαια με τη σύνθεση τους. Ο αξιότιμος κ Νάσος Θεοδωρίδης π.χ. είχε εκλεγεί από κάποιο σώμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, είχε εξεταστεί για τις απόψεις του και για το τι θα υποστηρίξει εκεί που θα πάει; Όχι. Όμως σε αντίστοιχες τοποθετήσεις: πρεσβευτές κλπ κλπ στις ΗΠΑ οι υποψήφιοι «ανακρίνονται» πριν από τον διορισμό τους από τα εκλεγμένα αντιπροσωπευτικά σώματα: Βουλή και Γερουσία, προκειμένου να εγκριθεί.
Είπε πολλά ο κ. Τσίπρας στην συνέντευξη. Δεν είναι δυνατό να τα σχολιάσουμε όλα. Νομίζω ότι το δείγμα είναι υπεραρκετό για να σχηματίσουμε μια εικόνα της ιδεολογίας του ανδρός.
Σημειώσεις-παραπομπές
1- Μια πολύ καλή αναφορά του «καταστροφικού» μας χθες βρίσκουμε στο Παναγιώτης Κονδύλης «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού»,εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, 1995. Τελευταία κυκλοφόρησε χωριστά η εισαγωγή του.
2 - βλ. Μαρξ «Γράμμα στον Αννένκοβ» Βρυξέλλες 28/12/1846, Διαλεκτά Έργα σε 2 τόμους, εκδ. ΚΕ-ΚΚΕ, 1951, τ. 2ος σ. 526
3 – βλ. Σαμίρ Αμιν «Καπιταλισμός, κρατικός κολλεκτιβισμός, σοσιαλισμός» ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (Monthly Review), τ. 2 / 1977. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι κοινωνικοί αγώνες και οι αντιστάσεις στην εξάπλωση των νέων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του και τη διαμόρφωση των «εθνικών» ιδιομορφιών στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Βλ. σχετικά «Η μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό» [Μ. Ντόμπ, Π Σουήζυ, Κ. Τακαχάσι, Κ. Χιλ, Ζ. Λεφέμπρ, Τζ.Προκατσι, Ε. Χόμπσμπάουμ, Τζ. Μέριγκτον, Ρ. Χίλτον] εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, ΑΘΗΝΑ 1982 και «Εκσυγχρονισμός και βιομηχανική επανάσταση στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα» [Συλλογικό] εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ ΑΘΗΝΑ 1980.

4 βλ. Σταύρος Ελευθερίου (Ελευθέριος Ριζάς): «Ο ελληνικός καπιταλισμός: προβλήματα και διλήμματα», «ΤΕΤΡΑΔΙΑ-πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής», τ. 2-3, Φθινόπωρο 1981. και του Λευτέρη Ριζά: «Το «μεγάλο» Δημόσιο», ΠΡΙΝΠαρασκευή, 10 Δεκεμβρίου 2010

5- Το Διεθνές αυτό επιστημονικό Σεμινάριο έγινε στην Αθήνα – στο Πάντειο – 30 Ιουνίου – 3 Ιουλίου 1980 και τα υλικά του εκδόθηκαν το 1981, από το Κέντρο Μεσογειακών Μελετών, εκδόσεις ΑΛΕΤΡΙ.
6 – Τσίπρας ομιλία στις 3 Σεπτέμβρη σε ανοικτή συγκέντρωση του «Νέου Αγωνιστή» στη Νίκαια κάλεσε «Στο πατριωτικό και δημοκρατικό προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ». Μίλησε και για τη συνάντηση με τις «δυνάμεις του διεθνιστικού πατριωτισμού» (ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΕΛΩΝ ΣΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ 9/7/12) και για «διεθνικό πατριωτισμό», στο Περιστέρι 10/ 7/ 12, στο Resistance Festival της ΚΟΑ. Προφανώς χρησιμοποίησε τον αδόκιμο αυτό όρο παρασυρμένος από την ομιλία του Ευτύχη Μπιτσάκη. Δεν υπάρχει διεθνικός πατριωτισμός: υπάρχουν πατριώτες-διεθνιστές. Όπως ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ: «θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά»
7 – βλ.Λ. Ριζά«Ο ρατσισμός ως αντιρατσισμός», ΟΙΣΤΡΟΣ 8/1/13

<<<      Το βίντεο που κόπηκε από τον Πρ. Αρχ. Ραδιοτηλεόρασης 



 ΣΟΚΑΡΙΣΤΗΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ ΕΥ ΖΗΝ ΣΤΟ ΔΙΟΝ TV 08.02.13(VIDEO)    >>>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου