Σελίδες

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Τὸ σιτάρι μας.

πηγή

Εἶχα τὴν μεγάλη χαρὰ νὰ παραβρεθῶ σὲ μίαν πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἐκδήλωσι γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ σίτου στὴν χώρα μας.
Μέσα στὰ τόσα θαυμάσια ποὺ εἶδα, ἦταν καὶ ἡ ἄρωσις, μὲ ἄλογο παρακαλῶ, μαζὺ μὲ τὴν σπορὰ ποὺ ἔγινε μὲ παιδιά.
Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ θὰ σᾶς τὰ παρουσιάσω συντόμως μὲ κάποιο μου ἄρθρο.
Ἐπεὶ δὴ ὅμως ἦταν πάρα πολλὰ αὐτὰ ποὺ δὲν γνώριζα ἔως ἐκείνην τὴν ἡμέρα, ἔπιασα τὰ βιβλία μου καὶ φυσικὰ ἔψαξα γιὰ ἀνάλογα θέματα στὸ διαδίκτυο. 
Σήμερα θὰ σᾶς παρουσιάσω, ὥς εἰσαγωγὴ κατὰ κάποιον τρόπο, τὶς ποικιλίες τοῦ σίτου ποὺ εὐδοκιμοῦν στὴν χώρα μας ἐδῶ καὶ αἰῶνες.
Γιὰ τὴν ὥρα θὰ περιοριστῶ μόνον στὰ ὄσα γράφῃ τὸ παρακάτω κείμενον.
Τὰ περισσότερα, συντόμως.

Φιλονόη. 

Παλιές ποικιλίες σιταριού στην Ελλάδα

Για τις Ελληνικές ποικιλίες σιτηρογραφίες έγραψαν ο Παπαγεωργίου (1919), ο Μελάς (1922) και ο Παπαδάκης (1929). Η τελευταία περιγράφει 80 Ελληνικούς τύπους σταριού, πού απομονώθηκαν από τα μίγματα σπόρων, όσα καλλιεργούσαμε τότε σε όλη την Ελλάδα, και
ταξινομήθηκαν σύμφωνα με την κατάταξη του Percival. Μ’ αυτά τα στοιχεία, καθώς και όσα άλλα δημοσιεύτηκαν από τότε, οι συνηθέστερες ποικιλίες σταριού, πού καλλιεργούνται σήμερα στην Ελλάδα, είναι οι έξης (κατά είδη):

Τ. monococcum
Υπάρχει μια μόνο ποικιλία, ο καπλουτζάς, πού καλλιεργείται ελάχιστα. Έχει μεγάλη αντοχή στο κρύο και στις σκωριάσεις, είναι όμως πολύ όψιμος. Μπορεί να σπαρθεί το φθινόπωρο ή την άνοιξη.


Τ. durum
Η λήμνος, διαλογή από ντόπιο πληθυσμό, είναι ή ποικιλία, πού καλλιεργείται σήμερα περισσότερο. Αντέχει στο κρύο και την κόκκινη σκωρίαση, όχι όμως και στη μαύρη σκωρίαση ή την ξέρα στη κριτική της περίοδο. Σήμερα σπέρνεται σε περισσότερα από 700 χιλιάδες στρέμματα στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Το μαυραγάνι, με άσπρο στάχυ και μαύρα άγανα, βρίσκεται σχεδόν παντού, κυρίως στα νοτιότερα μέρη (Κρήτη, Αργολίδα κλπ). Πιάνει περί τις 400 χιλ. στρέμματα και αντέχει στην ξέρα και τη σκωρίαση, δεν φαίνεται όμως να είναι πολύ προσοδοφόρο. Την ίδια περίπου διάδοση παρουσιάζει και ή ερέτρεια, με μεγάλες δυνατότητες να διαδοθεί περισσότερο.Το κοντούζι (Λάρισα, Γιανιτσά) είναι ποικιλία πολύ ανακατωμένη. Το μονολόγι αντέχει στη ξέρα και τη φτώχεια του εδάφους, γι’ αυτό σπέρνεται στην Άττικοβοιωτία και την Εύβοια, όμως προσβάλλεται από τη τερηδόνα (Tilletia). 


Άλλες ποικιλίες με μικρότερη σημασία είναι οί έξης: σενατόρε καπέλι, που εισήχθηκε από την Ιταλία. Ντεβές, με μεγάλη άλλοτε διάδοση στις πεδιάδες της βορειοανατολικής Ελλάδας. Δεν αντέχει στην υγρασία, ούτε στο κρύο, επίσης πλαγιάζει εύκολα και υποφέρει από το λίβα και τις σκωριάσεις. Ο ρουσσιάς παρουσιάζει αντοχή στο κρύο και την ξηρασία. Καλλιεργείται στην Ήπειρο χωρίς να δίνει ικανοποιητική απόδοση. Επίσης το τριμήνι, το αρναούτι, ο τούνους, η καμπούρα κλπ.


Τ. turgidum
Το ασπρόσταρο, πού αντέχει στο κρύο, σπέρνεται στην Ήπειρο. Το ραψάνι, με στάχυ κόκκινο και μαύρα άγανα, καλλιεργούταν αρκετά όπου περίπου και ο ντέβες, σε υγρά χωράφια. Αντέχει στο κρύο, την υγρασία και τις σκωριάσεις, γι’ αυτό και οι αποδόσεις του είναι συνήθως πολύ καλές. Ο μαυροθέρης (κόκκινο στάχυ με άγανα μαύρα) αντέχει στην ξέρα.


Τ. polonicum
Η μόνη ποικιλία, πού καλλιεργείται, είναι ο λεβέντης (Ηλεία, Ζάκυνθο και Κρήτη). Έχει μαύρα άγανα και δεν αντέχει καθόλου στο κρύο, ούτε και στην ξηρασία. Η γεωργική του άξια είναι πολύ μικρή.


Τ. vulgare
Από το σιτάρι το κοινό ή ποικιλία με την πιο μεγάλη διάδοση είναι σήμερα η Ιταλική μεντάνα, που καλλιεργείται σε 1/2 περίπου εκατομμύριο στρέμματα, Αντέχει στο πλάγιασμα και είναι πολύ παραγωγική, προσβάλλεται όμως από την κόκκινη σκωρίαση, μόλο πού στην αρχή τη συνιστούσαν για ανθεκτική. Άλλη, Ιταλική επίσης ποικιλία, πού έχει αρκετή διάδοση στη Θεσσαλία (πάνω από 400.000 στρέμματα), είναι ή κουαντέρνα. Δεν φαίνεται να αποδίδει όσο ή μεντάνα. Το ξυλόκαστρο είναι διαλογή από ντόπιους σπόρους και ευδοκιμεί στη Στερεά και Νότια Ελλάδα, σήμερα σπέρνεται σε 300.000 περίπου στρέμματα. Η ποικιλία γκρίνιας και τσουγκριάς, πού καλλιεργούνται επίσης αρκετά, αντέχουν στο κρύο, ενώ ή αυστραλιανή κανβέρρα εξακολουθεί να σπέρνεται σε χωράφια αρμυρά, αμμώδη και στραγγερά. Η κατρανίτσα καλλιεργείται στη Δυτική Μακεδονία. Αντέχει θαυμάσια στο κρύο, είναι όμως όψιμη και υποφέρει από την ξέρα, δεν πρέπει να σπέρνεται την άνοιξη, γιατί σαν πραγματικά χειμωνιάτικη δεν ξεσταχυάζει. Ο κουτρουλιάς, μεγάλης επίσης αντοχής στο κρύο, καλλιεργείται σε όλες τις ορεινές περιοχές στη Δυτική Μακεδονία, τη Στερεά, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την Ιταλική Rieti, που αποδείχθηκε πολύ αποδοτική στη Δυτική Μακεδονία, όπου κάμνει πολύ κρύο.


Πηγή: Οι μεγάλες καλλιέργειες-Βασιλείου Γ. Χριστίδη/Θεσσαλονίκη 1950

Φτιάχνω μόνος μου.

το είδα


<<<    Ο κρυφός πόλεμος για τα «φιλέτα», ο ρόλος του ΤΑΙΠΕΔ και οι κατηγορίες για αφελληνισμό του εθνικού πλούτου


Η αιθαλομίχλη στις μεγαλουπόλεις μας και όλη η αλήθεια γι' αυτήν   >>>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου