Επιμέλεια-Διόρθωση-Ιστορική Απόδοση: Πύρινος Λόγιος
Ο Δημήτριος Νενέκος ήταν οπλαρχηγός της Επαρχίας Πατρών στην Επανάσταση του 1821. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής από το χωριό Ζουμπάτα(σήμερα Πηγή). Κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης αγωνίστηκε πιστά και με ανδρεία στην Πελοπόννησο και στην Δ Στερεά Ελλάδα. Κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά (1825), δελεάστηκε από υλικά ανταλλάγματα και μετατράπηκε σε συνειδητό προδότη της Επανάστασης. Έμεινε πιστός μέχρι τέλους στη συμμαχία του με τον Ιμπραήμ με συνέπεια το όνομά του να γίνει συνώνυμο του προδότη και του προσκυνημένου.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Νενέκος υπαγόταν στρατιωτικά στον προεστό της Αχαΐας Θάνο Κανακάρη και στον γιο του Μπενιζέλο Ρούφο και είχε περισσότερους στρατιώτες από τον εξάδελφό του Αθανάσιο Σαγιά, ο οποίος άνηκε στη σφαίρα επιρροής του Κολοκοτρώνη. Και οι 2
στρατολογούσαν στην επικράτεια των Ζουμπατοχωρίων και τα πρώτα χρόνια ο Νενέκος αποδείχθηκε επίσημος και ικανός καπετάνιος αποκτώντας ισχύ μεταξύ των συγχωριανών του. Αναφέρεται ότι ο Νενέκος για να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των οπλαρχηγών του Μπενιζέλου Ρούφου, δολοφόνησε τους αντιζήλους του Σπανοκυριάκο και Σαγιά(αδελφό του Αθανασίου). Εκστράτευσε(Μάρτιος 1822) με εντολή της Επαρχίας Πατρών στην Δ Στερεά Ελλάδα με 70 άνδρες υπό τον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο. Αναδείχθηκε σε έναν από τους γενναιότερους καπεταναίους της περιοχής του και έγινε γνωστός από την πολιορκία των Πατρών. Εκστράτευσε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο στην 1η πολιορκία του Μεσολογγίου.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών είχαν πάντα προβλήματα λόγω της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσε τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων με το προσκύνημα, εκμεταλλευόμενος την άθλια κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν με τους επίσης ομιλούντες την αλβανική γλώσσα έγκλειστους στην Πάτρα μωαμεθανούς του Λάλα. Άρχισαν οι χωρικοί να έρχονται ελεύθερα σε εμπορικές και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς κατόπιν εντολών των πασάδων. Με την απλή προϋπόθεση της υποταγής(προσκυνήματος). Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν την διαδικασία υπήρξε ο Νενέκος από τον οποίον ἤγοντο καὶ ἐφέροντο όλοι οι Αρβανίτες των χωριών της Πάτρας, όπως ισχυρίζεται ο Φωτάκος. Ο Ιμπραήμ συμπάθησε πολύ τον Νενέκο στον οποίο χάρισε χρήματα, άλογα, του υποσχέθηκε γαίες και ασυδοσία προς αυτόν και όλη τη γενεά του κληρονομικώς και προκάλεσε και σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο ονομάστηκε Μπέης Νενέκος. Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2,000 ενόπλους της περιοχής του που ακολουθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος**, γρήγορα οι υπόλοιποι αρχικά σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι αποσπάστηκαν αμέσως από τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο. Ο Χαρμπίλας και ο Σαγιάς κατόπιν οδηγιών του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη επιχείρησαν μάταια να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους προς απομάκρυνση των κατοίκων των Ζουμπατοχωρίων από τον Νενέκο και τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Η ΠΑΡΟΛΙΓΟΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Το γεγονός που εξόργισε τον Κολοκοτρώνη ήταν ότι ο Νενέκος είχε την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει ή να εξοντώσει τον Ιμπραήμ και δεν το έπραξε. Ο Ιμπραήμ χρησιμοποιούσε κάθε είδους μέσο, τρομοκρατία, βαρβαρότητες και απόπειρες δολοφονίας κατά του Κολοκοτρώνη για να σβήσει την Επανάσταση. Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο**. Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
«Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.»
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.
«Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη (2) ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.»
Ο εκτελεστής του Νενέκου, ήταν ο Αθανάσιος Σαγιάς, κατά μία εκδοχή γυναικαδελφός και πρωτοπαλήκαρο του Νενέκου. Ο Φωτάκος τον αναφέρει σαν ξάδελφό του. Κατά την οικογενειακή παράδοση που αναφέρει ο Πέτρος Μπαλιώτης, από το χωριό Αγία Σωτήρα (Πέρα) Μεσσηνίας, ο Σαγιάς ήταν πρόγονός του και η ιστορία του διασώθηκε γραπτώς. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο Σαγιάς, αρχικά δέχθηκε να πραγματοποιήσει την εκτέλεση αλλά σύντομα μετάνιωσε και μετακινήθηκε στη Μεσσηνία. Τελικά τον βρήκαν οι άνθρωποι του Κολοκοτρώνη και τον υποχρέωσαν να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Λόγω του τίτλου του Μπέη που έφερε ο Νενέκος, υπήρξε επίσημη διαμαρτυρία στην Ελληνική Πολιτεία από την Οθωμανική Πύλη...
ΠΗΓΕΣ
Φώτιος Χρυσανθόπουλος, επιμ. (1888). Αθήνα: Σταύρος Ανδρόπουλος, Τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου. Ανακτήθηκε την 10 Απριλίου 2010.
Χρυσανθόπουλος Φώτιος – Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τ.Α' και Β',
Στρατηγού Κανέλλου Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα
Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης (στον Γ.Τερτσέτη), Αθήνησιν Τύποις Χ.Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846
____________________
**Φωτάκος, κατα κόσμον Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798-1878). 1ος Υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και γραμματικός του. Γενναίος αλλά και σεμνός αγωνιστής, ακολουθούσε τον μεγάλο Στρατηγό παντού και σε όλες τις μάχες, τις οποίες και χρονογραφούσε. Στα χρόνια του Καποδίστρια ήταν ταγματάρχης και στην εποχή του Όθωνα διορίστηκε δασάρχης. Ο θάνατος τον βρήκε ταγματάρχη της Φάλαγγας, στα 1878. Κηδεύτηκε και ετάφηκε στην Αγία Βαρβάρα της Τρίπολης.
Ο σεμνός αυτός αγωνιστής μας άφησε αξιολογότατο συγγραφικό έργο. Τα απομνημονεύματά του αποτελούν πολυτιμότατη ιστορική πηγή, γιατί ως υπασπιστής του Κολοκοτρώνη είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα. Ειλικρινής, με φιλελεύθερα και δημοκρατικά φρονήματα, αποφάσισε να γράψει με αγάπη και αίσθημα ευθύνης και να μας αφήσει τ’ απομνημονεύματά του, όπου διακρίνουμε ένα σπάνιο μνημονικό, ειλικρίνεια και βαθύ πατριωτισμό. Επίσης, έγραψε το «Βίο του Παπαφλέσσα» και τους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών» κ.ά. Το σπίτι του Φωτάκου στην Τρίπολη δεν υπάρχει πια. Στη θέση του κτίστηκε το μέγαρο του ΟΤΕ .
Ο Δημήτριος Νενέκος ήταν οπλαρχηγός της Επαρχίας Πατρών στην Επανάσταση του 1821. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής από το χωριό Ζουμπάτα(σήμερα Πηγή). Κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης αγωνίστηκε πιστά και με ανδρεία στην Πελοπόννησο και στην Δ Στερεά Ελλάδα. Κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά (1825), δελεάστηκε από υλικά ανταλλάγματα και μετατράπηκε σε συνειδητό προδότη της Επανάστασης. Έμεινε πιστός μέχρι τέλους στη συμμαχία του με τον Ιμπραήμ με συνέπεια το όνομά του να γίνει συνώνυμο του προδότη και του προσκυνημένου.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Νενέκος υπαγόταν στρατιωτικά στον προεστό της Αχαΐας Θάνο Κανακάρη και στον γιο του Μπενιζέλο Ρούφο και είχε περισσότερους στρατιώτες από τον εξάδελφό του Αθανάσιο Σαγιά, ο οποίος άνηκε στη σφαίρα επιρροής του Κολοκοτρώνη. Και οι 2
στρατολογούσαν στην επικράτεια των Ζουμπατοχωρίων και τα πρώτα χρόνια ο Νενέκος αποδείχθηκε επίσημος και ικανός καπετάνιος αποκτώντας ισχύ μεταξύ των συγχωριανών του. Αναφέρεται ότι ο Νενέκος για να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των οπλαρχηγών του Μπενιζέλου Ρούφου, δολοφόνησε τους αντιζήλους του Σπανοκυριάκο και Σαγιά(αδελφό του Αθανασίου). Εκστράτευσε(Μάρτιος 1822) με εντολή της Επαρχίας Πατρών στην Δ Στερεά Ελλάδα με 70 άνδρες υπό τον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο. Αναδείχθηκε σε έναν από τους γενναιότερους καπεταναίους της περιοχής του και έγινε γνωστός από την πολιορκία των Πατρών. Εκστράτευσε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο στην 1η πολιορκία του Μεσολογγίου.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών είχαν πάντα προβλήματα λόγω της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσε τους χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων με το προσκύνημα, εκμεταλλευόμενος την άθλια κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν με τους επίσης ομιλούντες την αλβανική γλώσσα έγκλειστους στην Πάτρα μωαμεθανούς του Λάλα. Άρχισαν οι χωρικοί να έρχονται ελεύθερα σε εμπορικές και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς κατόπιν εντολών των πασάδων. Με την απλή προϋπόθεση της υποταγής(προσκυνήματος). Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν την διαδικασία υπήρξε ο Νενέκος από τον οποίον ἤγοντο καὶ ἐφέροντο όλοι οι Αρβανίτες των χωριών της Πάτρας, όπως ισχυρίζεται ο Φωτάκος. Ο Ιμπραήμ συμπάθησε πολύ τον Νενέκο στον οποίο χάρισε χρήματα, άλογα, του υποσχέθηκε γαίες και ασυδοσία προς αυτόν και όλη τη γενεά του κληρονομικώς και προκάλεσε και σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο ονομάστηκε Μπέης Νενέκος. Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς 2,000 ενόπλους της περιοχής του που ακολουθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος**, γρήγορα οι υπόλοιποι αρχικά σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι αποσπάστηκαν αμέσως από τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο. Ο Χαρμπίλας και ο Σαγιάς κατόπιν οδηγιών του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη επιχείρησαν μάταια να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους προς απομάκρυνση των κατοίκων των Ζουμπατοχωρίων από τον Νενέκο και τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Η ΠΑΡΟΛΙΓΟΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Το γεγονός που εξόργισε τον Κολοκοτρώνη ήταν ότι ο Νενέκος είχε την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει ή να εξοντώσει τον Ιμπραήμ και δεν το έπραξε. Ο Ιμπραήμ χρησιμοποιούσε κάθε είδους μέσο, τρομοκρατία, βαρβαρότητες και απόπειρες δολοφονίας κατά του Κολοκοτρώνη για να σβήσει την Επανάσταση. Το περιστατικό περιγράφεται από τον Φωτάκο**. Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
«Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας. Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.»
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος.
«Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη (2) ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.»
Ο εκτελεστής του Νενέκου, ήταν ο Αθανάσιος Σαγιάς, κατά μία εκδοχή γυναικαδελφός και πρωτοπαλήκαρο του Νενέκου. Ο Φωτάκος τον αναφέρει σαν ξάδελφό του. Κατά την οικογενειακή παράδοση που αναφέρει ο Πέτρος Μπαλιώτης, από το χωριό Αγία Σωτήρα (Πέρα) Μεσσηνίας, ο Σαγιάς ήταν πρόγονός του και η ιστορία του διασώθηκε γραπτώς. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο Σαγιάς, αρχικά δέχθηκε να πραγματοποιήσει την εκτέλεση αλλά σύντομα μετάνιωσε και μετακινήθηκε στη Μεσσηνία. Τελικά τον βρήκαν οι άνθρωποι του Κολοκοτρώνη και τον υποχρέωσαν να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Λόγω του τίτλου του Μπέη που έφερε ο Νενέκος, υπήρξε επίσημη διαμαρτυρία στην Ελληνική Πολιτεία από την Οθωμανική Πύλη...
ΠΗΓΕΣ
Φώτιος Χρυσανθόπουλος, επιμ. (1888). Αθήνα: Σταύρος Ανδρόπουλος, Τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου. Ανακτήθηκε την 10 Απριλίου 2010.
Χρυσανθόπουλος Φώτιος – Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως τ.Α' και Β',
Στρατηγού Κανέλλου Δεληγιάννη, Απομνημονεύματα
Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης (στον Γ.Τερτσέτη), Αθήνησιν Τύποις Χ.Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846
____________________
**Φωτάκος, κατα κόσμον Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798-1878). 1ος Υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και γραμματικός του. Γενναίος αλλά και σεμνός αγωνιστής, ακολουθούσε τον μεγάλο Στρατηγό παντού και σε όλες τις μάχες, τις οποίες και χρονογραφούσε. Στα χρόνια του Καποδίστρια ήταν ταγματάρχης και στην εποχή του Όθωνα διορίστηκε δασάρχης. Ο θάνατος τον βρήκε ταγματάρχη της Φάλαγγας, στα 1878. Κηδεύτηκε και ετάφηκε στην Αγία Βαρβάρα της Τρίπολης.
Ο σεμνός αυτός αγωνιστής μας άφησε αξιολογότατο συγγραφικό έργο. Τα απομνημονεύματά του αποτελούν πολυτιμότατη ιστορική πηγή, γιατί ως υπασπιστής του Κολοκοτρώνη είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα. Ειλικρινής, με φιλελεύθερα και δημοκρατικά φρονήματα, αποφάσισε να γράψει με αγάπη και αίσθημα ευθύνης και να μας αφήσει τ’ απομνημονεύματά του, όπου διακρίνουμε ένα σπάνιο μνημονικό, ειλικρίνεια και βαθύ πατριωτισμό. Επίσης, έγραψε το «Βίο του Παπαφλέσσα» και τους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών» κ.ά. Το σπίτι του Φωτάκου στην Τρίπολη δεν υπάρχει πια. Στη θέση του κτίστηκε το μέγαρο του ΟΤΕ .
το είδα http://logioshermes.blogspot.com/2012/05/blog-post_6313.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου